ΟΙ ΒΙΟΙ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΘΕΟΔΩΡΩΝ
Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗΛΑΤΟΥ
Άρχων της Ηρακλείας
Ο Άγιος Θεόδωρος ο στρατηλάτης έζησε το 320 μ.Χ. περίπου, επί της βασιλείας του Ρωμαίου Αυτοκράτορος Λικινίου. Καταγόταν από μια πόλη της Μ. Ασίας, τα Ευχάϊτα. Σήμερα την πόλη αυτή την ονομάζουν Εφλεέμ. Τα Ευχάϊτα ήταν και η πατρίδα του Αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος του μεγαλομάρτυρος, ο οποίος προ ολίγων ετών είχε μαρτυρήσει. Εκεί ήτο και ο τάφος του. Το παράδειγμα του Αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος ασφαλώς επέδρασε πολύ στο να διαμορφωθεί ο ευσεβής χαρακτήρας του Αγίου Θεοδώρου του Στρατηλάτου. Τον βοήθησε πολύ, ώστε να αναδειχθεί και αυτός Άγιος αλλά και μεγαλομάρτυς.
Για την καταγωγή και τα πρώτα χρόνια της ζωής του Αγίου Θεοδώρου, δεν γνωρίζουμε πολλά πράγματα. Γνωρίζομε μόνον ότι, μεγάλωσε, ακολούθησε το στρατιωτικό επάγγελμα και κατοικούσε στην Ηράκλεια του Πόντου.
Ο Άγιος Θεόδωρος είχε πολλά χαρίσματα. Ξεπερνούσε πολλούς στο κάλλος της ψυχής και στην ωραιότητα του σώματος. Ήταν φρόνιμος, συνετός και μορφωμένος περισσότερον από τους άλλους νέους της εποχής του. Είχε ο μακάριος και το χάρισμα της ευγλωττίας γι αυτό τον ονόμαζαν Βρυορρήτορα, δηλ. βρύσιν της ρητορικής. Όλοι τον εκτιμούσαν και για τα προσόντα του αυτά και την αρετή του. Όλοι ήθελαν να έχουν τη φιλία του. Ακόμη και ο Βασιλεύς Λικίνιος ζητούσε ευκαιρίες να συνομιλεί μαζί με τον Θεόδωρο. Του έδωσε μάλιστα, δια να τον τιμήσει και την πόλη Ηράκλεια να την εξουσιάζει αυτός. Αλλά δεν γνώριζε ο Λικίνιος, ότι ο Θεόδωρος ήτο Χριστιανός.
Εκχριστιανίζει την Ηράκλεια
Ο Θεόδωρος όμως, μόλις έλαβε υπό την εξουσία του την Ηράκλεια, αμέσως φανερώθηκε ως Χριστιανός. Κήρυττε με θάρρος, ότι ο Χριστός είναι ο πραγματικός Θεός και όχι οι θεοί της ειδωλολατρίας. Από τη διδασκαλία του πολλοί ειδωλολάτρες πίστευαν κάθε μέρα, γίνονταν Χριστιανοί και βαπτίζονταν. Τόση ήτο η δραστηριότης του και τόσο τον ευλογούσε ο Θεός, ώστε ο Θεόδωρος κόντευε να γυρίσει στο Χριστό όλη την Ηράκλεια. Ο βασιλεύς έμενε την εποχή εκείνη στη Νικομήδεια, που την είχε ως πρωτεύουσα. Πληροφορήθηκε βεβαίως τα περί της χριστιανικής δράσεως του Θεοδώρου και λυπήθηκε πολύ. Προσποιήθηκε όμως ότι δεν γνώριζε τίποτε από την χριστιανική δράση του Θεοδώρου. Τι αυτό του έστειλε επιστολή, που τον επαινούσε και τον προσκαλούσε να πάει εκεί ώστε να θυσιάσουν μαζί στα είδωλα ώστε ο κόσμος να τους ακολουθήσει. Η απάντηση του Αγίου ήταν η εξής: Θεόδωρος Στρατηλάτης, Λικινίω αυτοκράτορι Ρωμαίων. Χαίρειν.Την τιμία σας γραφήν εδέχθην. Να έλθω προς το παρόν αδυνατώ. Εδώ έχει δημιουργηθή μεγάλη αναταραχή από τους Χριστιανούς. Ούτοι άφησαν την πάτριον θρησκείαν και προσκυνούν τον Χριστόν. Κινδυνεύει όλη η Ηράκλεια ν’ αποσκιρτήση από την βασιλείαν σου. Δια τούτο, παρακαλώ λάβε τον κόπον και ελθέ μόνος ενταύθα, φέρε δε και τα είδωλα των μεγαλυτέρων θεών, δια να ειρηνεύσης τον κόσμον και δια να προσφέρωμεν και ημείς θυσίαν έμπροσθέν τους δια να μας ίδουν και μας μιμηθούν. Υγίαινε
Ο Λικίνιος στην Ηράκλεια
Ο βασιλεύς, όταν διάβασε την επιστολή, χάρηκε πολύ, διότι νόμισε, ότι πράγματι ο Θεόδωρος φρόντιζε για τα είδωλα. Αλλά ο Άγιος του τα έγραφε αυτά, για δύο λόγους: Αφ’ ενός μεν, διότι ήθελε να μαρτυρήσει στην Ηράκλεια και να αγιάσει με το μαρτυρικό αίμα του την πατρίδα του και αφ’ ετέρου για να στηρίξει στην πίστη με το μαρτύριο του τους Χριστιανούς του. Ο βασιλεύς, λοιπόν, πήρε μαζί του οκτώ χιλιάδες στρατιώτες του και αναχώρησε, για την Ηράκλεια. Πήρε επίσης μαζί του και τα αγάλματα των μεγαλυτέρων θεών του, μη γνωρίζοντας, ποιος ήταν ο πραγματικός σκοπός του Θεοδώρου. Εκείνη τη νύχτα ο Άγιος προσευχόταν. Παρακαλούσε τον Χριστόν να τον βοηθήσει να φέρει εις αίσιον πέρας αυτό που σκεπτόταν: Να μαρτυρήσει γι’ Αυτόν. Είδε την ώρα εκείνη ένα όραμα. Είδε σαν να χάλασε η στέγη του σπιτιού, στο οποίο έμενε. Είδε ακόμη μια φλόγα, ν’ ανεβαίνει και να κατεβαίνει από τον ουρανό. Άκουσε και μια φωνή από τον ουρανό, που του έλεγε:
— Θάρρος Θεόδωρε. Έχε θάρρος. Εγώ είμαι μαζί σου. Ήταν η φωνή του Χριστού.
Ο Άγιος κατάλαβε τότε, ότι γι’ αυτόν ήταν το όραμα εκείνο και ότι ήταν καιρός να μαρτυρήσει. Το ήθελε ο Κύριος.
Την άλλη μέρα ειδοποιήθηκε, ότι έρχεται ο βασιλεύς. Μπήκε στο δωμάτιο, που προσευχόταν κατόπιν πήγε και υποδέχτηκε τον βασιλιά φορώντας την στολή του στρατηλάτου. Μόλις τον υποδέχτηκε πήγαν και έκατσαν σε ένα ευρύχωρο στάδιο. Ο βασιλιάς άρχισε να επαινεί τον τόπο καθώς και τον Θεόδωρο, λέγοντας πως αυτή είναι η καταλληλότερη πόλη για την προσκύνηση των θεών.
Ο Θεόδωρος συντρίβει τα είδωλα
Ο Λικίνιος προέτρεψε τον Θεόδωρο να θυσιάσει στα είδωλα. Ο Θεόδωρος αρνήθηκε και ζήτησε να του δοθούν τα χρυσά και αργυρά αγαλματίδια των θεών, για να προσφέρει αυτά θυσία στον οίκο του ιδιωτικά και μετά να προσφέρει δημόσια τις θυσίες. Πράγματι, ο Θεόδωρος έλαβε τα αγαλματίδια τα οποία κομμάτιασε και μοίρασε τα χρυσά και αργυρά αυτών στους πτωχούς. Ο εκατόνταρχος Μαξέντιος είδε την κεφαλή της θεάς Αφροδίτης στα χέρια ενός πτωχού και κατέδωσε το γεγονός στον Λικίνιο, ο οποίος θεώρησε τον Θεόδωρο ως εμπαίκτη και καταφρονητή των ειδώλων των κατηγορούσε ότι δεν σεβάστηκε τους θεούς και αυτόν που τον ευεργέτησαν και τον απειλούσε ότι θα το πλήρωνε ακριβά. Σε όλες αυτές τις κατηγορίες ο Άγιος απάντησε:
—Βασιλεύ, του αποκρίθηκε ο Άγιος, γιατί θυμώνεις; Γιατί νευριάζεις τόσο πολύ, Να! Δες και μόνος σου και κατάλαβε τη δύναμη των θεών σου. Εάν πράγματι αυτοί ήταν θεοί, πως δεν μπόρεσαν να βοηθήσουν τον εαυτόν τους; Γιατί τότε, που τους έκοβα κομμάτια, δεν έριχναν φωτιά να με κατακάψει; Αλλά, επειδή ήταν μονάχα καθαρό χρυσάφι κι ασήμι, συντρίφτηκαν με χέρι ενός ανθρώπου. Γι’ αυτό, βασιλεύ συ μεν οργίζεσαι, εγώ θεολογώ. Συ λατρεύεις ξύλα ψυχρά και άψυχα, εγώ λατρεύω τον Χριστό μου, που ζει εις τους αιώνας παντοτινά. Συ λυπάσαι κι εγώ χαίρομαι, για την απώλεια των θεών σου.
Υπομένει φρικτά μαρτύρια
Σαν τα άκουσε αυτό ο βασιλεύς, από το κακό του, άλλαξε το πρόσωπο του κι άρχισε τα βασανιστήρια. Διέταξε και τέντωσαν κάτω τον άγιο από τα χέρια και τα πόδια. Κατόπιν τον έδειραν με βούνευρα. Εφτακόσιες πληγές του έδωσαν στη ράχη και πενήντα στην κοιλιά! Τον δε λαιμό του τον κτυπούσαν με μολύβδινες σφαίρες (μπάλες). Τι τρομερό μαρτύριο! Τι φρικτοί πόνοι! Το σώμα του έγινε μια πληγή. Και όμως ο Μάρτυς τα υπέμεινε καρτερικά. Έπειτα του ξύνουν τις σάρκες με σιδερένια νύχια και του καίνε τις πληγές με λαμπάδες. Και σαν να μην έφτανε αυτό, κατόπιν τρίβανε τις πληγωμένες και καμένες σάρκες του με τούβλα και κεραμίδια. Τι τρομερό μαρτύριο! Ο Άγιος όμως τα υπέμεινε, για την πίστη του Χριστού. Έπειτα από όλα αυτά τον πετάξανε στη φυλακή. Εκεί περάσανε τα πόδια του στο ξύλο, στο μάγκανο. Τον άφησαν επτά ημέρες νηστικό, για να πεθάνει. Ο Άγιος όμως τα υπέμεινε όλα αυτά για την αγάπη του Χριστού, για να κερδίσει την αιώνια ζωή. Στα τρομερά και φρικτά βασανιστήρια, που του έκαναν, αυτός έλεγε μονάχα: «Δόξα σοι, ο Θεός μου». Πέρασε, λοιπόν, ο Άγιος εκείνες τις επτά ημέρες νηστικός και διψασμένος και μόνον η χάρις του Θεού τον δυνάμωνε.Κατόπιν τον ξαναβγάλανε από τη φυλακή κι’ άρχισε τώρα ο βασιλεύς να τον καλαπιάνει για να θυσιάσει στους θεούς. Αλλά ο Άγιος έμενε σταθερός στην πίστη του Χριστού και τον ομολογούσε οι είναι ο μόνος Αληθινός Θεός.
Τον σταυρώνουν
Ο Λικίνιος, εφρύαξε από το κακό του και διέταξε να σταυρώσουν τον Θεόδωρο, σαν τον Χριστόν τον οποίον πίστευε. Να τον σταυρώσουν έξω από την πόλη της Σεβαστείας. Πράγματι! Τον πήρανε, οι στρατιώτες και τον πήγανε στον τόπον της εκτελέσεως. Εκεί του καρφώσανε τα χέρια και τα πόδια σε ένα ξύλινο σταυρό. Κατόπιν σηκώσανε τον σταυρόν με το σώμα και τον μπήξανε στη γη. Εν τω μεταξύ ετραντάζετο ο σταυρός δεξιά – αριστερά και ο Άγιος που κρεμόταν και στηριζότανε στα καρφιά, πονούσε αφόρητα. Τα υπέμεινε όμως. Και σαν να μην έφθανε αυτό, οι κακούργοι και απάνθρωποι εκείνοι δήμιοι περάσανε στα γεννητικά του όργανα μια περόνη, που έφθανε ως τα εντόσθια του! Γύρω επίσης από το σταυρό στεκότανε παιδιά και τοξεύανε στο πρόσωπο του Αγίου. Τον σημαδεύανε στα μάτια και από τα βέλη του χυθήκανε τα μάτια! Άλλοι δε σκληροί και απάνθρωποι, του έκοψαν τα γεννητικά του όργανα. Και όμως ο Άγιος, καρφωμένος επάνω στο σταυρό, τα υπέμεινε γενναίως όλα, για την αγάπη του Χριστού και έλεγε από τα βάθη της καρδιάς του:
—Χριστέ μου, συ μου είπες, ότι θα είσαι μαζί μου. Γιατί με εγκαταλείπεις τώρα; Να! Είναι καιρός βοηθείας. Μη με αφήνεις. Εγώ για την αγάπη σου, παρέδωσα το σώμα μου σε τέτοιες τιμωρίες. Δυνάμωσέ με, Θεέ μου, σε παρακαλώ και πάρε την ψυχή μου, διότι δεν μπορώ να αντέξω άλλο. Φύλαξέ με να μη λυγίσω.
Άγγελος Κυρίου τον ξεκαρφώνει
Τον Άγιο τον αφήσανε όλη την νύχτα εκεί επάνω εις τον σταυρό. Ο Λικίνιος νόμισε, ότι θα πεθάνει, έπειτα από τόσα φρικτά και απάνθρωπα μαρτύρια, που υπέστη. Απατήθηκε όμως. Διότι τα μεσάνυχτα Άγγελος Κυρίου τον ξεκάρφωσε, τον ξεκρέμασε και τον κατέβασε από τον σταυρό. Συγχρόνως του θεράπευσε και όλες τις πληγές του! Τον έκανε τελείως καλά! Κατόπιν τον ασπάσθηκε και του είπε:
— Χαίρε, Θεόδωρε, γενναίε στρατιώτα του Χριστού. Έχε θάρρος. Πάρε δύναμη εν τω ονόματι του Χριστού. Να! μαζί σου είναι ο Χριστός. Γιατί όμως είπες, ότι σε εγκατέλειψε; Δεν σε εγκατέλειψε. Πρέπει να τελειώσεις τον δρόμο του Μαρτυρίου σου και θα ρθείς κοντά στον Κύριο, για να πάρεις το στεφάνι της δόξης, που σου έχει ετοιμασμένο. Να πάρεις την αμοιβή σου.
Ο Άγγελος έπειτα από αυτά έγινε άφαντος. Ο Άγιος σαν είδε τον εαυτόν του ξεκρεμασμένο από τον σταυρό και θεραπευμένο τελείως, άρχισε να ψάλλει στο Θεό με όλη τη δύναμη της φωνής του, λέγοντας τον ψαλμό:
—Υψώσω σε, Κύριε ο Θεός μου και ευλογήσω το όνομά Σου εις τον αιώνα και εις τον αιώνα του αιώνος.
Κατ’ αυτόν τον τρόπον ευχαριστώντας και δοξολογώντας και ψάλλοντας πέρασε εκεί την υπόλοιπη νύχτα. Είχε απορροφηθεί από την προσευχή.
Τον βλέπουν και πιστεύουν πολλοί
Όταν ξημέρωσε, ο βασιλεύς έστειλε δύο υπηρέτες του, που τους ονομάζαν τον ένα Αντίοχο και τον άλλον Πατρίκιο, για να ξεκρεμάσουν το σώμα του Αγίου και να το πετάξουν στη λίμνη. Και τούτο για να μη το πάρουν οι χριστιανοί και το έχουν για αγιασμό τους. Οι απεσταλμένοι, όταν πλησίασαν εκεί ήτανε πολύ πρωί, ήτανε χαράματα και δεν έφεγγε καλά. Δεν είδανε όμως το σταυρό με τον Άγιο. Διότι ο σταυρός ήτανε πεσμένος κάτω. Ούτε και τον Άγιο φυσικά είδανε καρφωμένο εκεί ψηλά. Τότε λέγει ο Αντίοχος στον Πατρίκιο:
—Καλά λένε οι Γαλιλαίοι, ότι ο Χριστός αναστήθη εκ νεκρών. Διότι να! Ανέστησε και τον δούλο Του Θεόδωρο και τον πήρε μαζί του. Γι’ αυτό δεν τον βρίσκουμε.
Ο Πατρίκιος πλησίασε κοντά πιο πολύ και είδε το Θεόδωρο που καθότανε εκεί πιο πέρα ξεκαρφωμένο, υγιέστατο και προσευχόμενο.
Τότε, σαν είδανε το μεγάλο θαύμα, φωνάξανε και οι δυο:
—Μεγάλος είναι ο Θεός των Χριστιανών. Πιστεύουμε και μεις σ’ Αυτόν.
Πιστέψανε, λοιπόν, και αυτοί και είπανε στον Άγιο Θεόδωρο:
— Σε παρακαλούμε, άνθρωπε του Χριστού, να δεχθείς και μας. Και μεις από σήμερα είμαστε Χριστιανοί.
Εν τω μεταξύ κατέφθασαν και άλλοι και σαν έβλεπαν το θαύμα, πιστεύανε και αυτοί. Πιστέψανε τότε ογδονταπέντε στον αριθμόν. Όταν πληροφορήθηκε ο βασιλεύς, ότι ο Θεόδωρος είναι ζωντανός και ότι πιστέψανε οι άνθρωποι του εις τον Χριστόν εξαιτίας του Θεοδώρου, έστειλε τον βασιλικό επίτροπο, τον ανθύπατο Κρέστη, με δύναμη τριακοσίων στρατιωτών και με διαταγή να θανατώσουν τον Άγιο. Αλλά και αυτοί, μόλις πήγαν και είδανε το καταπληκτικό αυτό θαύμα, πιστέψανε στο Χριστό. Και όχι μόνον αυτοί, αλλά και πλήθος άλλων ανθρώπων, που το πληροφορούνταν, τρέχανε εκεί, βλέπανε τον Άγιο τελείως υγιή και πιστεύανε στο Χριστό.
Τον αποκεφαλίζουν
Τότε ένας φανατικός ειδωλολάτρης στρατιώτης, Λέανδρος ονομαζόμενος, πήγε και είπε στον βασιλιά όλα ως έχουν. Μόλις τα άκουσε αυτά ο Λικίνιος και είδε ότι η πόλις όλη ήταν ανάστατη, διέταξε τον επί τούτω ορισμένο στρατιώτη – δήμιο να πάει με άλλους έμπιστους στρατιώτες και να αποκεφαλίσουν τον Θεόδωρο. Οι δήμιοι, όταν έφθασαν εκεί, βρήκαν τον Άγιο να διδάσκει τα πλήθη. Οι Χριστιανοί και οι εν τω μεταξύ πιστεύσαντες, όταν είδανε και αντελήφθησαν τον σκοπόν τους, τους εμπόδισαν. Θα εγίνετο δε συμπλοκή και φονικό μεγάλο. Τότε μόλις και μετά βίας κατόρθωσε ο Άγιος να σταματήσει την συμπλοκή, λέγοντας:
—Αδέρφια μου, Χριστιανοί. Μη τα βάζετε με τον βασιλέα Λικίνιο. Δεν φταίει αυτός ο δυστυχής. Άλλος κρύβεται πίσω, που τον βάζει να τα κάνει αυτά. Αυτός είναι όργανο του πατρός του του διαβόλου. Εγώ άλλωστε πρέπει τώρα να πάω στον αγαπημένο μου Χριστό.
Κατόπιν έκανε το σταυρό του και δόξασε τον Θεό, διότι ήλθε η ώρα αυτή, που ποθούσε. Να πάει δηλ. κοντά στο Θεό και να ζει μαζί του ευτυχισμένος παντοτινά. Εκείνη την ώρα ήταν εκεί ο πιστός υπηρέτης του, ο υπασπιστής Ούαρος, που ήτανε ταχυγράφος. Αυτός είχε παρακολουθήσει όλα του τα μαρτύρια εξ αρχής.
—Παιδί μου, του είπε, να γράψεις το μαρτύριο μου και την ημέρα της τελειώσεως μου, για να το έχουν οι μετέπειτα και να ωφελούνται εξ αυτού. Το δε σώμα μου, μετά το θάνατο μου, θα σε παρακαλέσω να το πας να το θάψεις στην πατρίδα μου τα Ευχάϊτα. Χαίρε, λοιπόν, και να κρατήσεις την πίστη σου στο Χριστό, οτιδήποτε και αν σου συμβεί. Κατόπιν ο Άγιος έσκυψε το κεφάλι του και ο δήμιος τον αποκεφάλισε. Μετά τον αποκεφαλισμό του Αγίου Θεοδώρου, ο πιστός υπηρέτης του Ούαρος μαζί με άλλους χριστιανούς πήρανε το άγιο λείψανο του μεγαλομάρτυρος και το πήγανε στα Εύχάϊτα. Εκεί δε με λαμπάδες και θυμιάματα, το έθαψαν, στο πατρικό σπίτι του Αγίου, σύμφωνα με την επιθυμία του, που είπε στον Ούαρο. Ο δε ταχυγράφος Ούαρος, ο οποίος παρακολούθησε όλο το μαρτύριο του Αγίου Θεοδώρου, το κατέγραψε κατόπιν. Έγραψε δε και όλες τις ερωτήσεις, που του έκαναν και τις απαντήσεις που έδιδε ο Άγιος. Έγραψε επίσης τα διάφορα είδη των βασάνων, που υπέστη, καθώς και τα θαύματα, που έγιναν κατά το μαρτύριον και κατά την ταφή του. Και είναι αλήθεια, ότι τα πολλά θαύματα έγιναν τις ημέρες εκείνες, καθώς και κατόπιν.
Συνεορτάζεται συνήθως ο Άγιος Θεόδωρος ο Στρατηλάτης με τον Τήρωνα.
Πηγή orthodoxiagkalia.
Εορτάζει στις 8 Φεβρουαρίου εκάστου έτους.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Στρατολογία ἀληθεῖ Ἀθλοφόρε, τοῦ οὐρανίου στρατηγὸς βασιλέως, περικαλλὴς γεγένησαι Θεόδωρε, ὄπλοις γὰρ τῆς πίστεως, παρετάξω ἐμφρόνως, καὶ κατεξωλόθρευσας, τῶν δαιμόνων τὰ στίφη, καὶ νικηφόρος ὤφθης Ἀθλητής, ὅθεν σὲ πίστει, ἀεὶ μακαρίζαμεν.
Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ἀνδρεία ψυχῆς, τὴν πίστιν ὀπλισάμενος, καὶ ρῆμα Θεοῦ, ὡς λόγχην χειρισάμενος, τὸν ἐχθρὸν κατέτρωσας τῶν Μαρτύρων κλέος Θεόδωρε, σὺν αὐτοὶς Χριστῷ τῷ Θεῷ, πρεσβεύων μὴ παύση ὑπὲρ πάντων ἠμῶν.
Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΤΟΥ ΤΗΡΩΝΟΣ
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Τήρων καταγόταν ἀπό τό χωριό Ἀμάσεια στή Μαύρη Θάλασσα, πού ὀνομαζόταν Χουμιαλά καί ἔζησε κατά τούς χρόνους τῶν αὐτοκρατόρων Μαξιμιανοῦ (286-305 μ.Χ.), Γαλερίου (305-311 μ.Χ.) καί Μαξιμίνου (305-312 μ.Χ.).
Ὀνομάζεται Τήρων, διότι κατετάγη στό στράτευμα τῶν Τηρώνων, δηλαδή τῶν νεοσυλλέκτων, διοικούμενο ὑπό τοῦ πραιπόσιτου Βρίγκα.
Διαβάλθηκε στόν πραιπόσιτο(praepositus) ὡς Χριστιανός καί κλήθηκε σέ ἐξέταση. Ἐκεῖ ὁμολόγησε τήν πίστη του στόν Χριστό χωρίς δισταγμό. Ὁ διοικητής Βρίγκας δεν θέλησε να προχωρήσει στην σύλληψη και τιμωρία τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου, ἀλλά τόν ἄφησε νά σκεφθεῖ καί νά τοῦ ἀπαντήσει λίγο ἀργότερα. Πίστευε ὅτι ὁ Θεόδωρος θά ἄλλαζε καί θά θυσίαζε στά εἴδωλα.
Ὁ Μεγαλομάρτυς, ὄχι μόνο παρέμεινε ἀδιάσειστος στήν πίστη του, ἀλλά ἔκαψε καά τά ναό τῆς μητέρας τῶν θεῶν Ρέας, μετά τοῦ εἰδώλου αὐτῆς. Ἀμέσως τότε συνελήφθη καί ρίχθηκε ἀπό τούς εἰδωλολάτρες σέ πυρακτωμένη κάμινο, ὅπου καί τελειώθηκε μαρτυρικά.
Στην Αγιογραφία, ο Άγιος Θεόδωρος ο Τήρων εμφανίζεται σε τεσσάρων ειδών μορφές. Είτε μόνος με στρατιωτική στολή, είτε αντιμετωπίζοντας ένα φίδι-δράκο και μαζί με τον Άγιο Θεόδωρο τον Στρατηλάτη όρθιοι ή πάνω σε άλογα. Πάντα φέρει στρατιωτική στολή.
Ἡ Σύναξη τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρα Θεοδώρου τοῦ Τήρωνος ἐτελεῖτο στό ἁγιότατο Μαρτύριό του, τό ὁποῖο βρισκόταν στήν περιοχή τοῦ Φωρακίου ἢ Σφωρακίου, τό Σάββατο τῆς Α’ ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν, δηλαδή τήν ἡμέρα πού ὁ Ἅγιος ἔκανε τό θαῦμα τῶν κολλύβων σώζοντας τό ν ὀρθόδοξο λαό ἀπό τά μιασμένα εἰδωλόθυτα, τά ὁποῖα ἐπρόκειτο ἀπό ἄγνοια νά φάει.
Στην Ελλαδική Εκκλησία οι Άγιοι Θεόδωροι τιμώνται μαζί το πρώτο Σάββατο των Νηστειών της Μεγάλης Τεσσαρακοστής (υπάρχει μάλιστα η συνήθεια των πιστών να διαβάζονται κόλλυβα το Σάββατο αυτό, στις εκκλησιές και στα νεκροταφεία, θεωρώντας το ως Ψυχοσάββατο, κάτι που δεν υφίσταται στο Τυπικό της Εκκλησίας μας) και όχι στη μέρα μνήμης τους την 8η Φεβρουαρίου για τον Άγιο Θεόδωρο τον Στρατηλάτη και την 17η Φεβρουαρίου για τον Άγιο Θεόδωρο τον Τήρωνα. Αυτό το βλέπουμε επίσης και στην εντεταγμένη ακολουθία τους από το Τριώδιο, η οποία ψάλλεται στους Ναούς κανονικά εκείνο το Σάββατο τῆς Α’ ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν.
Το δια κολλύβων Θαύμα του Αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος. (Εορτάζεται με βάση το Πάσχα: 43 ημέρες πριν το Άγιο Πάσχα).
Όταν έγινε βασιλιάς ο Ιουλιανός ο Παραβάτης (361-363) έκανε πολλά και διάφορα εναντίον των Χριστιανών και προσπάθησε να αναστήσει την παλαιά ειδωλολατρική θρησκεία των Ελλήνων. Στην εποχή του είχαν ουσιαστικά ξαναρχίσει οι διωγμοί των Χριστιανών και τα βασανιστήρια…
Ο Ιουλιανός, γνώριζε πολύ καλά τα ήθη των Χριστιανών και ότι την πρώτη εβδομάδα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής τηρούν αυστηρή νηστεία και εξαγνίζονται μ’ αυτή και τη θερμή προσευχή. Θέλησε, λοιπόν, να τους μιάνει με τις ειδωλολατρικές θυσίες. Γι’ αυτό και κάλεσε τον έπαρχο της πόλεως και του ανέθεσε να επιβλέψει στην εκτέλεση της εξής εντολής του: Να σηκωθούν από την αγορά όλα τα τρόφιμα και να μην υπάρχουν σ’ αυτήν παρά μόνον εκείνα πού θα ήταν ραντισμένα με το αίμα των θυσιών πού έγιναν στα είδωλα. Με τον τρόπο αυτό αναγκαστικά, ή θα αγόραζαν όλοι να φάνε και έτσι να γευθούν από τη θυσία προς τους θεούς, ή αν δεν υπακούσουν, να πεθάνουν από την πείνα.
Ο έπαρχος έθεσε αμέσως σε εφαρμογή τη διαταγή του Ιουλιανού και αποσύρθηκαν από την αγορά τα τρόφιμα. Αντικαταστάθηκαν βέβαια από τα μιασμένα από τις θυσίες τρόφιμα. Φάνηκε έτσι προς στιγμήν ότι κέρδιζε ο διάβολος, ο υποκινητής και εμπνευστής και Πατέρας του Ιουλιανού. Ο Θεός όμως είναι και Παντοδύναμος και Πάνσοφος. Δεν άφησε ούτε εγκατέλειψε το λαό Του. Για τη σωτηρία του από τις μεθοδεύσεις του διαβόλου έστειλε το Μεγαλομάρτυρά Του Θεόδωρο, πραγματικά ως δώρο Θεού για να Τον δοξάσει με ένα θαύμα.
Και παρουσιάζεται ο Άγιος στον Πατριάρχη Ευδόξιο (360-369) και του φανερώνει το σχέδιο του Ιουλιανού με τα έξης λόγια:
«Σήκω γρήγορα, Πατριάρχη, συγκέντρωσε το Χριστεπώννμο πλήρωμα, και διαφύλαξε το από τον μολυσμό των ειδώλων, παραγγέλοντάς το να μην αγοράσει κανείς από τα τρόφιμα που υπάρχουν στην αγορά».
Ο Πατριάρχης απορώντας είπε προς τον Άγιο:
«Πώς είναι δυνατόν, Κύριε μου, να γίνει αυτό; Διότι, οι μεν πλούσιοι μπορεί να το εφαρμόσουν γιατί έχουν τρόφιμα στις αποθήκες τους, οι φτωχοί όμως, που δεν θα έχουν ούτε μιας ημέρας τρόφιμα, τί θα κάνουν μπροστά σ’ αυτή την ανάγκη»;
Και ο Άγιος του είπε:
«Να τους προσφέρεις κόλλυβα, για να καλύψεις την ανάγκη τους».
Και επειδή ο Πατριάρχης άκουγε για πρώτη φορά το λόγο για τα κόλλυβα, τον ρώτησε με απορία:
«Τί είναι αυτά τα κόλλυβα δεν το γνωρίζω».
Ο Μάρτυρας τότε του αποκρίθηκε:
«Είναι σιτάρι. Να το βράσεις και να το μοιράσεις στους Χριστιανούς».
Και για να δείξει ο Άγιος από που ήλθε, πρόσθεσε:
«Γι’ αυτό το βρασμένο σιτάρι στα Ευχάϊτα συνηθίζουμε να το λέμε κόλλυβα. Κάνε, λοιπόν, έτσι και σώσε το ποίμνιο του Χριστού από το μιασμό».
Λέει ο Πατριάρχης προς τον Άγιο:
«Ποιος είσαι εσύ Κύριε μου, πού φροντίζεις με αγάπη και ευσπλαχνία για τη σωτηρία μας»;
Και ο Άγιος του αποκρίθηκε:
«Εγώ είμαι ο Μάρτυρας του Χριστού Θεόδωρος, και με έστειλε για τη σωτηρία και βοήθειά σας».
Ο Άγιος έγινε άφαντος και ο Πατριάρχης σηκώθηκε με θαυμασμό και χαρά και συγκέντρωσε το λαό του Χριστού και του φανέρωσε την παρουσία και βοήθεια του Μάρτυρα. Συγχρόνως έκανε σύμφωνα με το λόγο του. Δηλαδή έβρασε σιτάρι και μοίρασε στο λαό και διαφυλάχθηκε έτσι το ποίμνιο του Χριστού. Στην αγορά, αν και τελείωνε η εβδομάδα, η μηχανορραφία του Ιουλιανού έμεινε ανενέργητη, γιατί κανένας Χριστιανός δεν αγόρασε από τα μιασμένα τρόφιμα. Κι’ αφού ο Ιουλιανός νικήθηκε ολοφάνερα απέσυρε από την αγορά τα μιασμένα τρόφιμα και επανέφερε τα συνηθισμένα.
Οι Χριστιανοί ύμνησαν και δοξολόγησαν το Θεό και το Μάρτυρά Του Θεόδωρο και για χάρη του έκαναν λαμπρή γιορτή.
Έτσι καθιερώθηκε από τότε και το Σάββατο της πρώτης Εβδομάδος των Νηστειών της Μεγάλης Τεσσαρακοστής να γιορτάζεται στην Εκκλησία μας το θαύμα το δια κολλύβων του Αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος.
Πηγή Ιερός Ναός Αγίων Θεοπατόρων Ιωακείμ και Άννης
Εορτάζει στις 17 Φεβρουαρίου εκάστου έτους.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος β’.
Μεγάλα τά τῆς πίστεως κατορθώματα! ἐν τῇ πηγῇ τῆς φλογός, ὡς ἐπί ὕδατος ἀναπαύσεως, ὁ ἅγιος Μάρτυς Θεόδωρος ἠγάλλετο· πυρί γάρ ὁλοκαυτωθείς, ὡς ἄρτος ἡδύς, τῇ Τριάδι προσήνεκται. Ταῖς αὐτοῦ ἱκεσίαις, Χριστέ ὁ Θεός, σῶσον τάς ψυχάς ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Αὐτόμελον.
Πίστιν Χριστοῦ ὡσεί θώρακα, ἔνδον λαβών ἐν καρδίᾳ σου, τάς ἐναντίας δυνάμεις κατεπάτησας πολύαθλε, καί στέφει οὐρανίῳ ἐστέφθης, αἰωνίως ὡς ἀήττητος.
ΘΑΥΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΚΟΛΛΥΒΩΝ