Είπε άγγελος Κυρίου στον αββα Παχώμιο:
«Οι τέλειοι, δεν έχουν ανάγκη νόμου, αφού στο κελλί τους αφιερώνουν όλη την ζωή τους στην θεωρία του Θεού».
Βίος Οσίου Παχωμίου του Μεγάλου
O Παχώμιος λεπτύνων σαρκός πάχος,
Ψυχή συνήγε πριν μεταστήναι στέαρ.
Πέμπτη και δεκάτη Παχώμιον ένθεν άειραν.
Ο όσιος πατήρ ημών Παχώμιος γεννήθηκε περί το 292 στην Άνω Θηβάιδα από γονέις εθνικούς, αλλά από παιδί ακόμη ένιωθε έντονη αποστροφή για την ειδωλολατρία και επέδειξε έμφυτη κλίση προς το αγαθό. Στρατολογήθηκε διά της βιας κατά την εκστρατεία του Μαξιμίνου Δάια εαντίον του Λικινίου (312) όπου συγκινήθηκε βαθιά από την αγάπη που έδεξαν οι χριστιανοι των Θηβών απέναντι στους νεοσυλλέκτους που τους έσερναν με σκληρότητα προς τα στρατόπεδά τους σαν να ήταν αιχμάλωτοι.
Σύντομα απολύθηκε ο Παχώμιος και βαπτίσθηκε στο χωριό Χηνοβοσκίων, όπου την επόμενη νύχτα είδε δρόσο να κατέρχεται από τον ουρανό και να καλύπτει την κεφαλή του, εν συνεχεία δε συγκεντρώθηκεστό δεξί του χέρι, συμπυκνώθηκε και έγινε μέλι που έτρεχε στην γη. Άρχισε παρευθύς να διάγει βίο ασκητικό με οδηγό την συνείδησή του και να υπηρετεί τους ανθρώπους του τόπου, ιδιαίτερα όταν ενέσκηψε επιδημία πανούκλας. Μετά τρία έτη, στενοχωρούμενος από τον συγχρωτισμό με κοσμικούς και κινούμενος από σφοδρή αγάπη για τον Θεό μόνο, έγινε μαθητής ενός άγιου γέροντα, του Παλάμωνος, που ήταν τραχύς και αυστηρός και ζούσε στην ερημία έξω από την πόλη [12 Αυγ.]. Αφού τον δοκίμασε σκληρά, ο Γέροντας τον ενέδυσε το μοναχικό Σχήμα και του δίδαξε να αγρυπνεί, όπως ο ίδιος, την μισή, συχνά δε ολόκληρη την νύχτα, απαγγέλλοντας στίχους της Αγίας Γραφής, να νηστεύει το καλοκαίρι καθημερινά μέχρι το βράδυ και τον χειμώνα να μην γεύεται τίποτα μία στις δύο η τρεις ημέρες, δίχως να καταλύει ποτέ λάδι, κρασί η μαγειρευμένη τροφή. Η Ακολουθία που τελούσαν αποτελείτο από πενήντα ομάδες Ψαλμών με κατακλείδα μία ευχή κατά την διάρκεια της νύχτας και εξήντα την ημέρα, πέρα από την διαρκή μνήμη του Θεού που διατηρούσαν στον νού και την καρδία τους, σύμφωνα με την παραίνεση του Αποστόλου (Β’ Θεσσ, 5, 17).
Για να προσπορίζονται τα χρειώδη για την διαβίωσή τους και κυρίωςγιά την φροντίδα των πτωχών, έπλεκαν σάκκους και καλάθια από νήμα, τρίχες η φύλλα φοινικιάς και εργάζονταν ακόμη και την νύχτα, απαγγέλλοντας τον λόγο του Θεού, για να αντιμάχονται τον ύπνο. Αν, παρά την χειρωνακτική εργασία, τους κατέβαλλε ο ύπνος, τότε σηκώνονταν και πήγαιναν να μεταφέρουν άμμο με την σπυρίδα από το ένα μέρος της ερήμου στο άλλο. Κάποτε, ανήμερα το Πάσχα, ο Παχώμιος έρριξε λίγο λάδι στο τριμμένο αλάτι που ήταν η συνηθισμένη τροφή τους. Ο Παλάμων κτυπώντας το πρόσωπό του άρχισε τότε να κλαίει λέγοντας «Χθες ο Κύριος εσταύρωται, και εγώ να φάγω σήμερα λάδι!» Ο Παχώμιος δεν υπέμενε μόνο με προθυμία την αυστηρή τάξη του Γέροντα, αλλά φρόντιζε κυρίως να διατηρήσει την καρδία του καθαρή διά της φυλακής των λογισμών, εξαντλώντας όλες τις νοητικές του δυνάμεις για την αποστήθιση των λόγων του Θεού προκειμένου να γίνουν κτήμα του. Συνήθιζε να αποσύρεται στην έρημο για να προσευχηθεί η να σταθεί όρθιος, καθ’ όλη την νύχτα, μέσα στους τάφους, με τα χέρια υψωμένα προς τον ουρανό, σαν να ήταν σταυρωμένος, και ο ιδρώτας που κυλούσε έκανε λάσπη το χώμα στα πόδια του. Κατά την διάρκεια των νυχτερινών αυτών προσευχών, οι δαίμονες μαίνονταν εναντίον του και του επιτίθεντο διαρκώς, αλλά ο άνθρωπος του Θεού τους καταίσχυνε δοξολογώντας τον Θεό και χλευάζοντας τις μάταιες μηχανεύσεις τους. Καθώς οι επιθέσεις τους γίνονταν ακόμη πιο πιεστικές, σκληραγωγούσε ακόμη περισσότερο το σώμα του και ζητούσε από τον Θεό να του διώξει τον ύπνο μέχρι να φθάσει στην οριστική νίκη. Εισακούσθηκε και έκτοτε απέκτησε τόση παρρησία με τον Θεό, ώστε το σώμα του απολάμβανε ήδη εν μέρει την αφθαρσία που υποσχέθηκε ο Κύριος στους εκλεκτούς, και έτσι μπορούσε να περπατά ακίνδυνα πάνω σε ερπετά και σκορπιούς και να περνά τον Νείλο ανάμεσα σε κροκοδείλους.
Μετά από τέσσερα χρόνια αγώνων, το όραμα της ουράνιας δρόσου επαναλήφθηκε, περίμενε όμως ο Παχώμιος άλλα τρία χρόνια πριν αποσυρθεί μόνος στην έρημο. Φθάνοντας σε έναν τόπο πού ονομαζόταν Ταβέννησις, στην βορειοανατολική όχθη του Νείλου, άκουσε φωνή εξ ουρανού που τον διέταζε να παραμείνει εκεί και να ιδρύσει κοινόβιο. Αφού έλαβε την άδεια του αγίου Παλάμωνος, λίγο πριν τον θάνατό του, ο Παχώμιος εγκαταστάθηκε εκεί και επιδόθηκε μόνος σε άλλη άσκηση, μέχρι που ήλθε να ζήσει μαζί του ο μικρότερος αδελφός του Ιωάννης. Έχοντας τα πάντα κοινά, ζούσαν με μεγάλη αυταπάρνηση και μοίραζαν στους πτωχούς τους καρπούς της εργασίας τους, κρατώντας μόνο τα απολύτως αναγκαια: δύο ψωμιά και λίγο αλάτι την ημέρα. Τελειώνοντας την καθημερινή αγρυπνία τους, αναπαύονταν λίγο, καθισμένοι, δίχως να στηρίζουν την ράχη στον τοίχο. Κατά την ημέρα, έμειναν εκτεθειμένοι στον καύσωνα, έχοντας κατά νού το Πάθος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και τις δοκιμασίες των αγίων μαρτύρων.
Μία ημέρα, άγγελος Κυρίου παρουσιάσθηκε στον Παχώμιο κατά την αγρυπνία του και του είπε τρεις φορές: «Παχώμιε, το θέλημα του Θεού είναι να διακονείς το γένος των ανθρώπων, για να τους συμφιλιώσεις μαζί Του». Από τότε, άνθρωποι από τα γειτονικά χωριά συγκεντρώθηκαν γύρω του για να διάγουν από κοινού τον ασκητικό βίο. Ο καθένας ζούσε χωριστά, κατά το δοκούν, και συνεισέφερε το μερίδιό του στις υλικές ανάγκες της αδελφότητος. Ο Παχώμιος έθετε τον εαυτό του ταπεινά στην υπηρεσία τους, ετοιμάζοντας την τροφή που επιθυμούσαν, δεχόμενος τους επισκέπτες και φροντίζοντας τους αδελφούς όταν ασθενούσαν, ενώ ο ίδιος αρκείτο πάντα σε ψωμί και αλάτι. Οι αγροικοι αυτοί άνθρωποι δεν έδειχναν, ωστόσο, απέναντί του κανέναν σεβασμό, και μάλιστα τον κορόιδευαν κιόλας. Ο άνθρωπος του Θεού έκανε υπομονή πέντε χρόνια, μέχρι την ημέρα που, έχοντας λάβει εντολή από τον Θεό κατά την διάρκεια μιάς ολονύχτιας προσευχής, τους επέβαλε έναν κανόνα κοινής ζωής και έδιωξε με απόφασή του όλους εκείνους που δεν ήθελαν να συμμορφωθούν. Νέοι υποψήφιοι για τον μοναχικό βίο παρουσιάστηκαν, καί ο Παχώμιος, αφού τους δοκίμασε επαρκώς, τους επέβαλε να ζούν «κατά τας Γραφάς» έχοντας τα πάντα κοινά, σε πλήρη ισότητα, κατά το παράδειγμα της αποστολικής κοινότητος (βλ. Πραξ. 2). Υπηρετώντας όλους, όπως και προηγουμένως, τους δίδαξε να βαστάζουν τον σταυρό τους για να ακολουθούν τον Χριστό και να έχουν μοναδική μέριμνα στον νού τους τα λόγια του Κυρίου. Λέγεται πως άγγελος, με μοναχική περιβολή, του υπέδειξε τον τύπο της ενδυμασίας τους και του παρέδωσε μία πλάκα στην οποία ήταν χαραγμένος ο Κανόνας της αδελφότητος, «όριζε να δίνεται φαγητό και νερό στον καθένα ανάλογα με την κράση του και την εργασία του, δίχως να εμποδίζονται εκείνοι που επιθυμούσαν να εγκρατεύονται περισσότερο, όφειλαν να ζούν σε ξεχωριστά κελλιά, χωρισμένοι κατά «οίκους», σύμφωνα με τον χαρακτήρα τους η τις ενασχολήσεις τους, και να συναθρίζονται τρεις φορές την ημέρα για να αναπέμπουνστόν Θεό δώδεκα ευχές, που αποτελούνταν από Ψαλμούς και προσευχές. Όταν ο Παχώμιος αντέτεινε ότι οι προσευχές δεν ήσαν πολλές, ο άγγελος αποκρίθηκε; «όλα όσα ορίζω διασφαλίζουν ότι ακόμη και οι μικροί θα μπορούν να τηρούν τον Κανόνα, δίχως να αποθαρρύνονται, όσο για τους τελείους, αυτοί δεν έχουν ανάγκη νόμου, αφού στο κελλί τους αφιερώνουν όλη την ζωή τους στην θεωρία του Θεού». Όταν οι αδελφοί έφθασαν τους εκατό, ο Παχώμιος τους έκτισε ναό μέσα στο μοναστήρι και την Κυριακή καλούσε έναν ιερέα από το χωρίο να τελέσει την θεία Λειτουργία, διότι αρνούνταν να χειροτονηθεί κληρικός κάποιος από τους μοναχούς, από φόβο μήπως διαταραχθεί από ματαιοδοξία και αντιζηλία η επιτευχθείσα αρμονία τους. Λίγο μετά την ενθρόνισή του, ο αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας άγιος Αθανάσιος επισκέφθηκε το μοναστήρι της Ταβεννήσεως (329), αλλά ο Παχώμιος μαθαίνοντας ότι ήθελε να τον χειροτονήσει πρεσβύτερο κρύφθηκε μέχρι την αναχώρηση του ιεράρχη.
Καθώς η αδελφότητα, την οποία ονόμασε «Κοινωνία», γινόταν πολυπληθής, ο όσιος Παχώμιος όρισε αδελφούς στερεωμένους στην αρετή να τον βοηθούν: έναν ως οικονόμο, μαζι με έναν δεύτερο και άλλους ως υπευθύνους των «οίκων». Άλλοι πάλι ήσαν επιφορτισμένοι με την φροντίδα των ασθενών, την φιλοξενία η την πώληση των εργοχείρων που φτιάχνονταν στο μοναστήρι. Τρεις φορές την εβδομάδα, ο όσιος Παχώμιος δίδασκε ο ίδιος στο σύνολο της αδελφότητος ερμηνεύοντας τις Γραφές και κατά τις δύο νηστίσιμες ημέρες οι επικεφαλής των οίκων κατηχούσαν με την σειρά τους τους μοναχούς τους.
Η αδελφή του οσίου, Μαρία, είχε έλθει κι αυτή να ζήσει κοντά του και ο Παχώμιος φρόντισε να κτισθεί ένα μοναστήρι στο χωριό, όπου συγκεντρώθηκαν πολλές αδελφές για να διάγουν βίο παρόμοιο με εκείνο των μοναχών, υπό την καθοδήγηση ενός συνετού Γέροντα, ονόματι Πέτρου.Ο όσιος δεχόταν με περίσκεψη τους υποψηφίους που προσέρχονταν και δεχόταν μόνο έναν μικρο αριθμό μεταξύ εκείνων που ειχαν ζήσει προηγουμένως διεφθαρμένο βίο η είχαν δύστροπο χαρακτήρα, από φόβο μήπως παρασύρουν τους άλλους αδελφούς στην απώλεια. Για όσους, όμως, δεχόταν ως υποτακτικούς, έκανε τα πάντα, προκειμένου να τους ελευθερώσει από την δουλεία των παθών, αγωνιζόμενος μέρα νύχτα μαζί τους. Όταν συναντούσε μοναχούς ατίθασους, πάσχιζε να τους διορθώσει και προσευχόταν συνεχώς γι’ αυτούς, πολλαπλασιάζοντας τις νηστειες, τις αγρυπνίες και τις σκληραγωγίες του, με σκοπό να μετανοήσουν και να διδαχθούν το μυστήριο της μοναχικής πολιτείας και την ειρήνη που αντλεί κανείς από την υπακοή. Αν, παρά ταύτα, επέμεναν να προβάλλουν αντίσταση, τους απέπεμπε από την αδελφότητα, για να μην εμποδίζουν τους άλλους μοναχούς να προοδεύουν στον φόβο Θεού. Έτσι, μία χρονιά, έδιωξε μέχρι και εκατό μοναχούς, ανάμεσα σε τριακόσιους που αποτελούσαν την Κοινωνία.
Χάρη στο διορατικό του χάρισμα, ο όσιος Παχώμιος αντιλαμβανόταν τα σφάλματα και τους διεστραμμένους λογισμούς των αδελφών και γνώριζε πως να τους θεραπεύει πριν αμαρτήσουν. Παρόλο που θεράπευε τους αρρώστους και λύτρωνε τους δαιμονισμένους τόσο μεταξύ των αδελφών όσο και μεταξύ των κοσμικών που συνέρρεαν στο μοναστήρι, εγκαταλειπόταν για τα πάντα στο θέλημα του Θεού και δεν θύμωνε ποτέ, όταν ο Κύριος δεν εισάκουε την προσευχή του. Δίδασκε πως ανώτερα από τα σωματικά ιάματα ήσαν τα πνευματικά ιάματα των ψυχών που από την πλάνη και την ολιγωρία οδηγούνται στην γνώση του αληθινού Θεού και στην μετάνοια. Δεν ζητούσε ποτέ από τον Θεό να λάβει οράματα, διότι αυτά μπορούν να είναι ένας δρόμος που οδηγεί στην πλάνη και έλεγε:«Ανθρωπον εάν ίδης αγνόν και ταπεινόφρονα, όραμα μέγα εστίν, οράματος γαρ τοιούτου τι μείζόν εστιν, τον αόρατον Θεόν εν ορατώ ανθρώπω,ναώ αυτού ιδέιν;»
Ακόμη και όταν ήταν καταβεβλημένος από την αρρώστια αρνιόταν να τον υπηρετούν η να λάβει κάποιαν ανακούφιση. Ένα φάρμακο μόνο δεχόταν: το Όνομα του Κυρίου, και δίδασκε τους ασθενείς με το παράδειγμά του να υπομένουν με εγκαρτέρηση και ευχαριστίες τα δεινά τους, με σκοπό να λάβουν διπλό στέφανο: εκείνον της ασκήσεως και της υπομονής στις δοκιμασίες. Στις αρρώστιες των αδελφών ήξερε να διακρίνει αλάνθαστα όσες είχαν προκληθεί από τους δαίμονες η από επενέργεια των παθών τους, και τους δίδασκε να τις νικούν με γενναία αποφασιστικότητα της ψυχής. Όταν όμως επρόκειτο για πραγματικές ασθένειες της σαρκός, ερχόταν ο ίδιος να διακονήσει τους ανήμπορους και δεν δίσταζε να δώσει σε κάποιους κρέας για τροφή, παρά το μοναστικό έθος. Καθώς ο αριθμός των αδελφών δεν έπαυε να αυξάνεται, ο Παχώμιος μετά από ένα όραμα ίδρυσε ένα ακόμη μοναστήρι στην Παβαύ, λίγο μακρύτερα έναντι του Νείλου, (περίπου 3 χλμ. από την Ταβέννησι). Το έκτισε πολύ μεγάλο και το οργάνωσε όπως εκέινο της Ταβεννήσεως. Όταν η Παβαύ κατοικήθηκε, ο ηγούμενος της Μονής Χηνοβοσκού (Σενεζήτ) ζήτησε από τον άγιο να θέσει την αδελφότητά του στην δικαιοδοσία του, με το ίδιο Τυπικό. Ο όσιος Παχώμιος μετέβη επί τόπου με μερικούς αδελφούς, τους οποίους και άφησε εκεί για να καταρτίσουν τους μοναχούς στην τάξη της Κοινωνίας.
Έκανε το ίδιο και με την Μονή την λεγόμενη Μοναχώσις, εν συνεχεία δε, μετά από όραμα, πήγε να ιδρύσει καινούργια μονή, τη λεγόμενη Τασή. Μετά από αίτημα του επισκόπου της Πανοπόλεως, ίδρυσε ακόμη ένα μοναστήρι στην περιοχή αυτή, μοχθώντας ο ίδιος με τους αδελφούς στην κατασκευή των κτηρίων. Λίγο αργότερα, ένας πρόκριτος, ο Πετρώνιος [23 οκτ.], προσέφερε την μονή που είχε ιδρύσει στο Τηβεύ, στην περιοχή Διοσπόλεως. Ο Παχώμιος τοποθέτησε κάποιον Απολλώνιο επικεφαλής της μονής και όρισε τον Πετρώνιο προιστάμενο ενός άλλου καθιδρύματος, της Μονής Τυμηναί, κοντά στην Πανόπολη. Τέλος, μετά από νέο όραμα, ίδρυσε ένα μεγάλο μοναστήρι στο Πιχνούμ, μακριά στον Νότο, στην έρημο Σνη. Τούτο το μεγάλο συγκρότημα από εννέα κοινόβια και δύο γυναικείες μονές αριθμούσε τρεις χιλιάδες μοναχούς, όσο ζούσε ο Παχώμιος, και μέχρι επτά χιλιάδες στην συνέχεια. Όλοι ζούσαν εκεί σε αρμονία, πιστοί στους κανόνες που θέσπισε ο άνθρωπος του Θεού. Δεν είχαν καμμία μέριμνα για τα εγκόσμια πράγματα, και χάρη στην ησυχία και τον ισαγγελικό βίο τους ζούσαν διαρκώς ωσάν μεταφερμένοι στον ουρανό. Ο όσιος τους επισκεπτόταν συχνά για να τους καταρτίσει στον λόγο του Θεού, να διορθώσει τις παρεκτροπές και να ενθαρρύνει τους αδελφούς να προσκαρτερούν στους αγώνες τους. Διέμενε συνήθως στην Μονή της Παβαύ, όπου ζούσε ως απλός μοναχός, μέλος ενός «οίκου» και υποταγμένος στην κοινή τάξη, αφού, ακλόνητα στερεωμένος στην πέτρα της ταπεινοφροσύνης, δεν σκεπτόταν ποτέ ότι ήταν επικεφαλής η πατέρας των μοναχών, παρά μόνο διάκονός τους. Μία ημέρα που επισκέφθηκε την Μονή Ταβεννήσεως, κάθησε κι αυτός να δουλέψει στο εργόχειρό του και δέχθηκε πρόθυμα τις υποδείξεις ενός παιδιού μοναχού που τον έμεμψε ότι δεν έκανε σωστά την δουλειά του.
Ο οικονόμος του μεγάλου κοινοβίου της Παβαύ, ήταν επιφορτισμένος με την διαχείριση της Κοινωνίας: συγκέντρωνε τα αντικείμενα που κατασκευάζονταν στα μοναστήρια και μεριμνούσε για την εξυπηρέτηση όλων των αναγκών τους. Δύο φορές τον χρόνο, οι αδελφοί συναθροίζονταν στην Παβαύ, μία φορά το Πάσχα, για να γιορτάσουν όλοι μαζί,και μία φορά τον Αύγουστο, μετά την συγκομιδή, όταν οι προεστώτες λογοδοτούσαν για την θητεία τους και ορίζονταν νέοι υπεύθυνοι. Όταν ο μακάριος Παχώμιος δεν ευκαιρούσε να μεταβεί σε ένα μοναστήρι, έστελνε τον αγαπητό μαθητή του, τον Θεόδωρο [16 Μαΐου], η απηύθυνε επιστολή στον οικονόμο, γραμμένη σε μυστική γλώσσα που μόνο εκείνος κατανοούσε. Είχε πάντοτε την όψη σοβαρή και τεθλιμμένη, καθώς ο Θεός τον είχε αξιώσει να θεωρεί εν οράματι τα αιώνια βάσανα που επιφυλάσσονται στους αμαρτωλούς και στους ανάξιους μοναχούς· για τον λόγο αυτό κάθε φορά που έπαιρνε τον λόγο, προειδοποιούσε τους μαθητές του για την ημέρα της Κρίσεως. Μία ημέρα, πέθανε ένας αμελής μοναχός. Αφού τον κήδευσαν, ο όσιος δεν άφησε τους αδελφούς να ψάλουν την Εξόδιο Ακολουθία του, ούτε θεία Λειτουργία στην μνήμη του, παίρνοντας δε το ένδυμά του το έκαψε, φοβερίζοντας όλους τους αδελφούς προς διόρθωσή τους.
Κατά την διάρκεια ενός λιμού, ο άνθρωπος του Θεού έμεινε νηστικός και είπε; «όσο οι αδελφοί μου θα πεινούν και δεν θα βρίσκουν ψωμί να φάγουν δεν θα φάω ούτε εγώ», εφαρμόζοντας έτσι κατά γράμμα τον λόγο του Αποστοιλου: Και είτε πάσχει εν μέλος, συμπάσχει πάντα τα μέλη (Α’ κορ, 12, 26).
Καθώς η φήμη του οσίου Παχώμιου είχε απλωθεί σε όλη την Αίγυπτο, βρέθηκαν κάποιοι που αμφισβήτησαν το διορατικό χάρισμά του και τις αποκαλύψεις του. Κλήθηκε λοιπόν στην Λατόπολη (345) ενώπιον σύναξης επισκόπων και ερωτώμενος επί του θέματος, αποκρίθηκε ότι ο Κύριος δεν τον αξίωνε διαρκώς με την χάρη αυτή της διακρίσεως και διορατικότητος, αλλά μόνο όταν Εκείνος ήθελε προς οικοδομήν της Κοινωνίας και σωτηρίαν των ψυχών, κατά το μέτρο της δικής του υποταγής στο θέλημα του Θεού. Τελικά αθωώθηκε και ευχαριστώντας τον Θεό δήλωσε, επ’ ευκαιρία της δοκιμασίας αυτής και της νέας εξορίας του αγίου Αθανασίου: «οφείλομεν υπομένειν πάντα πειρασμόν· ου γαρ βλάπτει». Προς το Πάσχα του 346, λοιμός ενέσκηψε στην Κοινωνία και αφάνισε περισσότερους από εκατό αδελφούς μεταξύ των πλέον επιφανών. Προσβλήθηκε και ο ίδιος ο όσιος, αλλά αρνήθηκε κάθε ιδιαίτερη φροντίδα. Παρότι το σώμα του ήταν άκρως εξασθενημένο «η καρδία και οι οφθαλμοί αυτού πυρ καιόμενον ην». Πέρασε τις πρώτες ημέρες της Μεγάλης Εβδομάδος προσευχόμενος στον Κύριο να μην διαρραγεί η ενότητα της Κοινωνίας μετά τον θάνατό του. Έπειτα συγκεντρώνοντας τους αδελφούς επικαλέστηκε την μαρτυρία τους ότι σε όλη την ζωή του δεν τους απέκρυψε τίποτε και είχε ζήσει ανάμεσά τους ως ένας μεταξύ πολλών, ως διάκονος όλων και ως τροφός γαλουχούσα και θάλπουσα τα τέκνα της. Προσέθεσε ότι οι κανόνες και οι παραδόσεις που είχε θεσπίσει για χάρη τους με την φώτιση του Κυρίου ήσαν ο μόνος δρόμος για να αξιωθούν την ανάπαυση της ψυχής και την αιώνιο σωτηρία. Κατά την Πεντηκοστή, όρισε διάδοχό του τον Πετρώνιο που είχε προσβληθει κι αυτός από την επιδημία, εν συνεχεία δε είπε στους αδελφούς να παύσουν τα δάκρυά τους, διότι ο Κύριος του είχε δώσει την εντολή να συναντήσει τούς Πατέρες στις ουράνιες μονές τους. Με μεγάλη αυστηρότητα παρήγγειλε στον Θεόδωρο να πάει να ενταφιάσει το σώμα του σε τόπο μυστικό, για να μην του αποδίδεται τιμή, και τον ικέτευσε να φροντίζει τους αμελείς αδελφούς. Παρέδωσε την αποστολική ψυχή του στον Θεό στις 9 Μαΐου 346, σε ηλικία πενήντα τεσσάρων ετών. Την στιγμή εκείνη ο τόπος εσείσθη από σεισμό, μία ουράνια ευωδία ξεχύθηκε και πολλοί γέροντες είδαν τάγματα αγγέλων να συνοδεύουν την ψυχή του οσίου στον τόπο αναπαύσεώς του.
Όταν η είδηση της εκδημίας του οσίου Παχώμιου έφθασε στην μακρινή έρημο του Μεγάλου Αντωνίου, αυτός τον επαίνεσε ως νέο απόστολο και εγκωμίασε τον κοινοβιακό βίο του οποίου ήταν ο ιδρυτής. Αντιλέγοντας σε εκείνους που ισχυρίζονταν πως αυτός είχε φθάσει σε μεγαλύτερη δόξα στον ερημητικό βίο, αποκρίθηκε ότι από ανάγκη ασκείτο κατά μόνας γιατί τότε δεν υπήρχε κοινόβιο και πρόσθεσε: «Εν τη Βασιλεία των ουρανών θα βλέπωμεν αλλήλους και πάντας τους αγίους Πατέρας, μάλλον δε τον δεσπότην και Θεόν μας Ιησούν Χριστόν». Μετά την τελευτή του οσίου Παχώμιου, ο όσιος Πετρώνιος ανέλαβε την ηγουμενία στην Κοινωνία λίγες μόνον ημέρες πριν παραδώσει και ο ίδιος την ψυχή του στον Θεό. Ορίστηκε τότε ο αββάς Ωρσίσιος [15᾽Ιουν.] για να επαγρυπνεί ώστε να γίνονται σεβαστές οι παραδόσεις και να διασφαλίσει, κατά το παράδειγμα του οσίου Παχώμιου, τον λόγο του Θεού. Όταν όμως ο ηγούμενος της μονής Μοναχώσεως, Απολλόνιος, στασίασε και θέλησε να αποχωρήσει από το κοινόβιο, ο Ωρσίσιος παραιτήθηκε και όρισε ηγούμενο στην θέση του τον Θεόδωρο. Μετά την εκδημία των πρώτων μαθητών του οσίου Παχώμιου, τα μοναστήρια της Κοινωνίας γνώρισαν μεγάλη ανάπτυξη, τόσο σε αριθμό μοναχών όσο και σε υλικό πλούτο, η άνθηση, όμως, αυτή ήταν βραχύβια και αφού έπεσαν σε παρακμή, αφανίστηκαν από τις εισβολές των βαρβάρων. Οι θεσμοί, οι γραπτοί κανόνες και κυρίως το κοινοβιακό πνεύμα, του οποίου ιδρυτής στάθηκε ο όσιος Παχώμιος, κληροδοτήθηκαν, όμως, στην Εκκλησία ως τελεία οδός μιμήσεως της αποστολικής κοινότητος και ως κλίμαξ προς την Βασιλεία των ουρανών.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀγελάρχης ἐδείχθης τοῦ Ἀρχιποιμένος, Μοναστῶν τᾶς ἀγέλας Πάτερ Παχώμιε, πρὸς τὴν μάνδραν ὁδηγῶν τὴν ἐπουράνιον, καὶ τὸ πρέπον ἀσκηταίς, ἐκεῖθεν σχῆμα μυηθεῖς, καὶ τοῦτο πάλιν μυήσας, νῦν δὲ σὺν τούτοις ἀγάλλη, καὶ συγχορεύεις ἐν οὐρανίαις σκηναίς.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ταῖς τῶν δακρύων σου ῥοαῖς, τῆς ἐρήμου τὸ ἄγονον ἐγεώργησας· καὶ τοῖς ἐκ βάθους στεναγμοῖς, εἰς ἑκατὸν τοὺς πόνους ἐκαρποφόρησας· καὶ γέγονας φωστὴρ τῇ οἰκουμένῃ, λάμπων τοῖς θαύμασιν, Παχώμιε Πατὴρ ἡμῶν ὅσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Φωστὴρ φαεινός, ἐδείχθης ἐν τοὶς πέρασι τὴν ἔρημον δέ, ἐπόλισας τοὶς πλήθεσι, σεαυτὸν ἐσταύρωσας, τὸν σταυρόν σου ἐπ’ ὤμων ἀράμενος, καὶ ἀσκήσει τὸ σῶμα, κατέτηξας, πρεσβεύων ἀπαύστως ὑπὲρ πάντων ἠμῶν.
Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὴν ἐν πρεσβείαις
Τὴν τῶν Ἀγγέλων ἐν στόματι πολιτείαν, ἐπιδεξάμενος Παχώμιε θεοφόρε, τούτων καὶ τῆς εὐκλείας ἠξίωσαι, τῷ τοῦ Δεσπότου θρόνῳ, σὺν αὐτοῖς παριστάμενος, καὶ πᾶσι πρεσβεύων θείαν ἄφεσιν.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις εὐσεβείας ὑπογραμμός, καὶ τῶν μοναζόντων, Ἀγελάρχης θεοειδής. Χαίροις τῆς Αἰγύπτου, κανὼν καὶ τύπος μέγας, Παχώμιε θεόφρον, Πατέρων καύχημα.