ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΠΡΟΤΑΣΗ ΠΕΡΙ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΑΣ
Όσο βαθαίνει η οικονομική κρίση στο τόπο μας και όχι μόνο, τόσο περισσότερο οι ανάγκες για το καθημερινό φαγητό και για τρόφιμα και χρήματα αυξάνουν. Οι περισσότεροι φορείς (Εκκλησία-Ενορίες Μοναστήρια, Δήμοι, Εθελοντικές Οργανώσεις) προσπαθούν να δώσουν τρόφιμα και φαγητό σε άστεγους, άνεργους, μετανάστες ή λαθρομετανάστες και άλλους συμπολίτες μας μάλιστα η ευαισθησία όλων μας γίνεται ακόμα μεγαλύτερη, και καλώς γίνεται αυτό, τώρα που πλησιάζουν οι Εορτές του Αγίου Δωδεκαημέρου. Αυτό βέβαια δεν αναιρεί το γεγονός ότι σχεδόν οι μισοί Έλληνες ταΐζουμε τους άλλους μισούς.
Όμως είναι εύκολο να καταλάβει κανείς πως η λύση του προβλήματος δεν είναι στην αύξηση των πακέτων με τρόφιμα ή των μερίδων φαγητού, ή στα λίγα περισσότερα χρήματα που τώρα την περίοδο αυτή θα δώσουμε, αλλά στη φιλοσοφία της «φιλανθρωπίας ». Μια ινδιάνικη παροιμία λέει : «Αν ψαρέψεις ένα ψάρι για να ταΐσεις το παιδί σου θα φάει καλά σήμερα. Αν του μάθεις να ψαρεύει θα τρώει καλά κάθε μέρα». Κάπως έτσι νομίζω ότι θα πρέπει να δομηθεί και το μοντέλο της προσφοράς μας σε όσους έχουν ανάγκη τροφίμων και χρημάτων ακόμη και από το καθημερινό φαγητό.
Τόσο η Εκκλησία η Ενορία το Μοναστήρι , όσο και οι Δήμοι ή και άλλοι Κρατικοί και Κυβερνητικοί Φορείς μπορούν μέσα από τη συνεργασία να δημιουργήσουν υποδομές εργασίας (αγροτική παραγωγή, βιοτεχνία, οικοτεχνία), ώστε όσοι λαμβάνουν τρόφιμα και φαγητό να έχουν έστω μια μερική απασχόληση που θα τους κάνει να νιώθουν πως κερδίζουν αυτά που παίρνουν, κερδίζουν το φαγητό τους με την εργασία τους και όχι με το καθισιό και την τεμπελιά τους στα καφενεία.
Είναι φυσικό πως η σχέση εργασίας οφείλει να είναι ενταγμένη σε διαφορετικό πλαίσιο από εκείνο των εργαζόμενων στον ιδιωτικό τομέα. Η ύπαιθρος και ιδιαίτερα η Ελληνική έχει ανάγκη από χέρια τα οποία θα οργώσουν, θα καλλιεργήσουν, θα μαζέψουν θα ζωντανέψουν τη γη. Τα χέρια αυτά είναι άδικο να περιμένουν πότε θα πάει 12 το μεσημέρι για να μπούνε στη σειρά σε κάποιο από τα συσσίτια για να πάρουν ένα πιάτο φαγητό ή να περιμένουν καθισμένοι πότε θα έρθει η μέρα να πάρουν τα τρόφιμά τους. Τα πρόσωπα από μόνα τους προδίδουν την κακή ψυχολογική κατάσταση, αλλά και την αναπαραγωγή καταστάσεων που καθημερινά ζούμε και ανακαλύπτουμε όπου η «επαιτεία» μοιάζει περισσότερο με επάγγελμα και λιγότερο με πραγματική ανάγκη.
Η Ευρώπη αυτή τη στιγμή δίνει μεγάλη σημασία στην Κοινωνική Οικονομία. Δημιουργεί υποδομές ώστε οι πολίτες να μπορούν μέσα από τη συνεργασία να δρουν επιχειρηματικά, να παράγουν και έτσι η ανάπτυξη και η εργασία οφείλουν να μην είναι αποκλειστική «υποχρέωση» του Κράτους που έτσι κι αλλιώς έχει αποδείξει πως δεν τα καταφέρνει και πολύ καλά σε αυτό τον τομέα.
Η Εκκλησία μπορεί να κάνει πραγματικά «θαύματα» αρκεί να αποκτήσει περισσότερη φαντασία και να ξεφύγει από το κλασσικό μοντέλο του Ενοριακού Φιλόπτωχου του έτοιμου δηλαδή πακέτου ή του μηνιαίου επιδόματος ή της μερίδας του φαγητού. Έχουμε αλήθεια δει; Πόσα και πόσα χωράφια είναι παρατημένα; πόσο και πόσα κτήρια που γκρεμίζουν; Πόσα και πόσα δένδρα κατάφυτα από τον καρπό τους μένουν ανεκμετάλλευτα ενώ οι υπεραγορές γεμίζουν με πατάτες Αιγύπτου, εσπεριδοειδή Αργεντινής σκόρδα Τουρκίας; πόσα και πόσα χωριά που μαραζώνουν μπορούν να γίνουν μικρές αναπτυσσόμενες κοινότητες όπου επαγγελματικές Σχολές θα μπορούσαν να διδάσκουν επαγγέλματα που χάνονται ενώ θα μπορούσαν να δημιουργηθούν και μικρά κοινόβια όπου όσοι ζούνε εκεί θα μπορούσαν να εργάζονται και δε θα ζητιανεύουν, θα είναι αξιοπρεπείς και δεν ντρέπονται, θα μαθαίνουν κάποιο επάγγελμα ώστε αργότερα να μπορούν να σταθούν στα πόδια τους. Ο Μακαριότατος Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας κ. Αναστάσιος γράφει : «Ο Θεός δεν ευλογεί το τίποτε. Ο Θεός ευλογεί το κάτι. Πρέπει και οφείλεις να κάνεις και συ που έχεις ανάγκη κάτι». Αυτό το κάτι όμως χρειάζεται να το δούμε συνολικά ως Κοινωνία και ως Εκκλησία ώστε να πάψουμε να είμαστε μόνο « φιλάνθρωποι » προάγοντας την αργοσχολία, αλλά να γίνουμε κυρίως «ΑΝΘΡΩΠΟΙ» με στόχους και προοπτικές και όραμα.