Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ: ΙΣΤΟΡΙΚΑ & ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ.
ΟΙ ΚΑΤΑ ΚΑΙΡΟΥΣ, ΣΚΟΠΙΜΕΣ, ΔΙΑΣΤΡΕΒΛΩΣΕΙΣ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ † ΑΡΧΙΜ. ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΚΑΤΡΑΜΑΔΟΥ
«Η ιστορικότητα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού είναι κάτι αυτονόητο για κάθε Χριστιανό, αλλά και για κάθε καλοπροαίρετο άνθρωπο. Σύμφωνα με τη μαρτυρία της Αγ. Γραφής, ο Κύριος είναι ιστορικό πρόσωπο, που γεννήθηκε στην Βηθλεέμ της Ιουδαίας, «επί Καίσαρος Αυγούστου», δίδαξε τον Λαό, έκανε θαύματα, σταυρώθηκε «επί Ποντίου Πιλάτου» και αναστήθηκε «τη τρίτη ημέρα». Και η επιστημονική έρευνα επιβεβαιώνει αρκετά από τα στοιχεία του ιστορικού βίου του Ιησού, τα οποία γνωρίζουμε από τα Ευαγγέλια. Ωστόσο, από χώρους εχθρικούς προς τον Χριστιανισμό, είτε «επιστημονικούς» είτε χώρους ιδεολογικά φορτισμένους, εγείρονται κατά καιρούς αμφισβητήσεις της ιστορικότητας του Χριστού και επιστρατεύονται «επιστημονικά» επιχειρήματα για να «στηρίξουν» τις αμφισβητήσεις αυτές. Η προβολή τέτοιων αμφισβητήσεων από μέσα ενημερώσεως και κάθε είδους έντυπα εντείνεται, συνήθως, όσο πλησιάζουν οι μεγάλες εορτές του Χριστιανισμού, προκειμένου να πεισθεί το ευρύ κοινό ότι τα γεγονότα, που εορτάζει η Εκκλησία, είναι ένας μύθος, που στερείται κάθε ιστορικής βάσης. Παράλληλα, προβάλλεται η παράδοξη αντίληψη ότι η ιστορικότητα του Ιησού δεν είναι απαραίτητο στοιχείο για την κατανόηση της ουσίας της χριστιανικής πίστης. Πολλοί ισχυρίζονται ότι ο Χριστός δεν ήταν πραγματικό πρόσωπο, αλλά μια ιδέα- κατάσταση, στην οποία καλείται να φτάσει ο καθένας από μας. Τέτοιες αντιλήψεις προβάλλονται από νεότερα φιλοσοφικά ρεύματα, από ομάδες και οργανώσεις των ανατολικών θρησκειών και από το κίνημα της Νέας Εποχής. Η έλλειψη γνήσιας Ορθόδοξης κατήχησης έχει ως αποτέλεσμα τέτοιες αντιλήψεις να διαδίδονται ευρύτερα και να γίνονται αποδεκτές ακόμη κι από Χριστιανούς! Στα πλαίσια αυτά τα ιστορικά στοιχεία, που περιέχουν τα Ευαγγέλια, κατανοούνται ως αλληγορίες και σύμβολα, η δε αυθαιρεσία στην ερμηνεία της Αγ. Γραφής γνωρίζει την αποκορύφωσή της. Στα νεότερα χρόνια ο φιλόσοφος Hegel (1770-1831) ισχυρίστηκε ότι, εκείνο που έχει σημασία δεν είναι το ιστορικό πρόσωπο του Χριστού, αλλά η συνδεδεμένη με αυτό ιδέα. Ιστορικά μπορεί να πιστεύει καθένας ό,τι θέλει, όμως, το μόνο που έχει σημασία είναι η ιδέα.
Το ίδιο πίστευε και ο Schelling (1775-1854), ενώ μαθητές του όπως οι Schopenhauer (1788-1860), Bruno Bauer (1809-1882) κ.α., αμφισβήτησαν την ιστορικότητα του Ιησού ή την ερμήνευσαν συμβολικά. Δυστυχώς, και προτεστάντες θεολόγοι πρόβαλαν την ανάγκη «απομύθευσης» των Ευαγγελίων και της Κ. Διαθήκης εισάγοντας τη διάκριση μεταξύ «ιστορικού Ιησού» και «Χριστού της πίστεως». Τέλος, επειδή κάθε σταθμός της ζωής του Χριστού έχει θεολογικό περιεχόμενο, αιρέσεις προτεσταντικών αμφισβήτησαν το νόημα των χριστιανικών εορτών. Για παράδειγμα, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ισχυρίζονται ότι «οι εορτές γενικώς και ειδικά αυτή της Γεννήσεως του Κυρίου, δεν είναι αυτό που φαίνεται, αλλά έχει μια παγανιστική, μη χριστιανική προέλευση, και μάλιστα συχνά συνοδεύονται από ελευθεριάζουσες πράξεις και δραστηριότητες, όπως είναι η οινοποσία, η μέθη, η πορνεία και άλλα». Οι εορτές αυτές λένε « δεν μνημονεύονται στην Αγ. Γραφή, παρά μόνο κάτω από αρνητικές περιστάσεις, όπου πάντοτε θανατώνεται κάποιος, όπως τα γενέθλια του Ηρώδη, όπου θανατώθηκε ο άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής». Για την εορτή των Χριστουγέννων προβάλλεται το επιχείρημα ότι ο Χριστός δεν γεννήθηκε στις 25 Δεκεμβρίου, άρα δεν έχει νόημα να εορτάζουμε αυτή την ημερομηνία, που συνδέεται άλλωστε με την αρχαία λατρεία του ήλιου.
Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΜΑΣ ΩΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΓΕΓΟΝΟΣ
Στην Κ. Διαθήκη απουσιάζει εντελώς η αντίληψη ότι ο Χριστός είναι μια ιδέα ή ότι η Γέννησή Του είναι ενσάρκωση ιδέας. Αντίθετα, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι είναι συγκεκριμένο ιστορικό πρόσωπο, που γεννήθηκε και έζησε σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο και συνδέεται με άλλα ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα της εποχής του. Για να τονίσουν αυτό ακριβώς οι Ευαγγελιστές παραθέτουν γενεαλογίες της καταγωγής του Ιησού, δηλ. αλυσίδες διαδοχικών γεννήσεων, από τις οποίες καταδεικνύεται η καταγωγή του, ως ανθρώπου, από το «γένος» Δαβίδ και Αβραάμ (Ματθ. 1,1-16, Λουκ. 3,24-38). Οι Ευαγγελιστές επισημαίνουν ότι η Γέννηση του Ιησού είχε προφητευθεί από μεγάλους Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης πριν από αιώνες και ήταν κάτι αναμενόμενο. Η πρώτη σχετική «προφητεία» δίδεται από τον Θεό μετά την πτώση των Πρωτοπλάστων (Γεν. 3,15). Οι Προφήτες είχαν δει συγκεκριμένα γεγονότα, συνδεόμενα με τη Γέννηση: ότι ο Χριστός θα γεννηθεί από παρθένο (Ησ. 7,14), θα καλείται Εμμανουήλ, δηλ. Θεός (Ησ. 7,14), θα γεννηθεί στη Βηθλεέμ (Μιχ. 5,2), θα ονομασθεί Ναζωραίος (Ματθ. 2,23). Είχαν δει επίσης την προσκύνηση των Μάγων (Ψαλμ. 71,10-11, Ησ. 60,6), την επιστροφή από την Αίγυπτο (Ωσ. 11,1), τον θρήνο για τη σφαγή των νηπίων (Ιερ. 38,15). Τονίζοντας την ιστορική Γέννηση και καταγωγή του Ιησού, οι Ευαγγελιστές δεν αρνούνται την προΰπαρξη Του ως Θεού, ούτε πιστεύουν ότι άρχισε να υπάρχει, όταν γεννήθηκε από την Παρθένο Μαρία. Αντίθετα, τονίζουν ότι προΰπαρχε ως Θεός-ως Υιός του Θεού, και, «ότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου», έγινε άνθρωπος για τη σωτηρία μας (Γαλ. 4,4), χωρίς, βέβαια, να πάψει ποτέ να είναι Θεός.
Ό,τι άρχισε να υπάρχει με τη Γέννηση του Χριστού ήταν η ανθρώπινη φύση Του, την οποία «προσέλαβε» από την Παρθένο Μαρία. Ο Χριστός ένωσε στο πρόσωπό Του, δύο τέλειες φύσεις, τη θεία και την ανθρώπινη. Η Κ. Διαθήκη τονίζει ότι η ανθρώπινη φύση του Χριστού είναι ιστορική, πραγματική, όμοια με τη δική μας, δηλ. ο Χριστός δεν νομίσαμε ότι έγινε άνθρωπος, αλλά έγινε όντως άνθρωπος. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης λέει «ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο» (Ιω. 1,14) δεν εννοεί ότι σαρκώθηκε κάποιος αφηρημένος λόγος ή ιδέα, κατά το παράδειγμα φιλοσοφικών και θρησκευτικών συστημάτων της εποχής του, αλλά ότι σαρκώθηκε ο ενυπόστατος Λόγος του Θεού, Αυτός που αποτελεί ιδιαίτερη υπόσταση, που έχει ξεχωριστή ύπαρξη. Αυτός ο Λόγος, ταυτίζεται με τον «μονογενή υἱόν, τόν ὅντα εἰς τόν κόλπον τοῦ πατρός» (Ιω. 1,18), προϋπήρχε κάθε δημιουργίας του Θεού αιωνίως «ἐν ἀρχή ήν ὁ Λόγος», Ιω. 1,1 και είναι Θεός «καί Θεός ήν ὁ Λόγος», Ιω. 1,1, όπως ακριβώς και ο Πατήρ Του. Εντάσσοντας τη Γέννηση στο τοπικό και χρονικό της πλαίσιο, οι Ευαγγελιστές τονίζουν ότι ο Χριστός γεννήθηκε στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας, την εποχή που βασίλευε εκεί ο Ηρώδης όταν ηγεμόνας της Συρίας ήταν ο Κυρήνιος επί Ρωμαίου αυτοκράτορος «Καίσαρος Αυγούστου» και μάλιστα με αφορμή γενική απογραφή, που ο ίδιος είχε διατάξει, για ολόκληρη την αυτοκρατορία «απογράφεσθαι πάσαν την οικουμένην» απογραφή, που ήταν η πρώτη της ηγεμονίας του Κυρηνίου στη Συρία).
Τα παραπάνω πρόσωπα και γεγονότα είναι ιστορικά. Ο Οκταβιανός Αύγουστος ήταν αυτοκράτορας μεταξύ των ετών 31 π.Χ και 14 μ.Χ. Ο Ηρώδης «ο Μέγας» ήταν βασιλιάς στην Ιουδαία, υποτελής στη Ρώμη, στο διάστημα 37 π.Χ – 4 π.Χ. Ο βίαιος χαρακτήρας του επιβεβαιώνεται από εξωβιβλικές πηγές. Είχε διαδοχικά δέκα συζύγους και απέκτησε πολλά παιδιά, αρκετά από τα οποία φονεύθηκαν με εντολή του. Εκτέλεσε 45 από τα 70 μέλη του Μεγάλου Συνεδρίου των Ιουδαίων, δηλ. όλη σχεδόν την πνευματική, οικονομική και πολιτική αριστοκρατία των Εβραίων και έτσι κανείς δεν εκπλήσσεται για την ευαγγελική αφήγηση περί της σφαγής των νηπίων στη Βηθλεέμ. Η ηγεμονία του Κυρηνίου επιβεβαιώνεται από τον Ιουδαίο ιστορικό Ιώσηπο (Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, XVIII, 1-2), ενώ για την τακτική των συχνών απογραφών στην αυτοκρατορία μαρτυρούν πολλές εξωβιβλικές πηγές. Με βάση αυτά, μπορεί να υπολογισθεί με ακρίβεια το έτος της Γεννήσεως του Χριστού. Η πιο γνωστή απόπειρα στο παρελθόν, στην οποία βασίζεται το ισχύον χρονολογικό σύστημα, έγινε από τον μοναχό Διονύσιο Μικρό στη Ρώμη το 562 μ.Χ. Μέχρι τότε ίσχυαν άλλα χρονολογικά συστήματα. Με την επικράτηση του Χριστιανισμού και με βάση ότι το πρόσωπο του Ιησού τέμνει την ιστορία του κόσμου σε προ Χριστού και μετά Χριστόν εποχή, έπρεπε να ισχύσει ένα χρονολογικό σύστημα με αφετηρία το γεγονός της Γεννήσεως του Χριστού. Σήμερα γνωρίζουμε ότι, σύμφωνα με σύγχρονους και ακριβέστερους υπολογισμούς, ο χρόνος της Γεννήσεως του Χριστού τοποθετείται λίγο πριν το έτος 4 π.Χ (τέλος Α΄μέρους)
Ο αστέρας της Γεννήσεως και η προσκύνηση των Μάγων.
Το γεγονός της Γεννήσεως του Χριστού, όπως περιγράφεται στο Ι. Ευαγγέλιο, συνοδεύθηκε από υπερφυσικά σημεία, όπως η δοξολογία των Αγγέλων, ο αγγελικός ύμνος («Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ»), η εμφάνιση του Αγγέλου στους Ποιμένες, η «δόξα Κυρίου» που περιέλαμψε τους Ποιμένες της Βηθλεέμ, ο αστέρας που οδήγησε τους Μάγους στο Βρέφος, η προσκύνηση των Μάγων. Θα ήταν παράδοξο να αναμένουμε από την επιστημονική έρευνα να επιβεβαιώσει τέτοια γεγονότα, τα οποία ούτως η άλλως υπερβαίνουν τα όρια του φυσικού. Όμως, από χώρους εχθρικούς στον Χριστιανισμό και περιβεβλημένους επιστημονικό μανδύα, επιχειρήθηκε να εξηγηθούν κάποια από τα γεγονότα αυτά ως φυσικά, με σκοπό να απογυμνωθεί το γεγονός της Γεννήσεως του Κυρίου από κάθε υπερφυσικό περιεχόμενο.
Έτσι κάποιοι ισχυρίστηκαν ότι το άστρο, που οδήγησε τους Μάγους, ήταν ένα φυσικό φαινόμενο της εποχής, δηλαδή «σύνοδος πλανητών», είτε Δία και Κρόνου, είτε Δία και Αφροδίτης, που απλώς συνέπεσε τη χρονική εκείνη στιγμή και ήταν ορατό ως αρκετά φωτεινότερο από τα υπόλοιπα άστρα. Τέτοιες ερμηνείες, εκτός του ότι δεν είναι γενικά αποδεκτές επιστημονικώς, δεν ερμηνεύουν το φαινόμενο, που περιγράφει η Βίβλος, και προκαλούν εύλογα ερωτήματα όπως: Πώς η «σύνοδος» αυτή οδηγούσε ανθρώπους σε τόσο μεγάλες αποστάσεις; Πώς εξαφανίσθηκε και επανεφανίσθηκε, όταν οι Μάγοι έφθασαν στον Ηρώδη; Πόσο χρόνο διήρκεσε αυτή η «σύνοδος»; Από το Ι. Κείμενο του Ευαγγελίου εξάγεται ότι επί δύο ολόκληρα χρόνια ταξίδευαν οι Μάγοι για να φθάσουν στο Βρέφος, οδηγούμενοι από τον αστέρα. Έτσι υπολόγισε («ἡκρίβωσε») τον χρόνο ο Ηρώδης (Ματθ. 2,7) και διέταξε τη σφαγή των Νηπίων της Βηθλεέμ «ἀπό διετοῦς καί κατωτέρῳ» (Ματθ. 2,16). Είναι χαρακτηριστικό ότι η προσκύνηση των Μάγων δεν έγινε στο Σπήλαιο της Βηθλεέμ, αλλά «εἰς τήν οἰκίαν», όπου διέμενε «τό παιδίον μετά Μαρίας τῆς μητρός αὐτοῦ» (2, 11). Η ερμηνεία του Αγ. Θεοφυλάκτου ότι ο αστέρας ήταν «ἀγγελική δύναμις» (Άγγελος), που οδηγούσε του Μάγους, είναι πιο λογική από τις «επιστημονικές» θεωρίες, όπως οι παραπάνω.
Η καθιέρωση της εορτής των Χριστουγέννων
Είναι αληθές ότι η Βιβλική Παράδοση δεν διέσωσε την ακριβή ημερομηνία της Γεννήσεως του Χριστού. Τα ιερά κείμενα του Ευαγγελίου δεν παρέχουν καμιά ασφαλή πληροφορία για την εποχή της Γεννήσεως.
Η εικόνα των Χριστουγέννων που έχουμε στον νου μας, με τα χιόνια και το ψύχος, είναι μεταγενέστερης δυτικής προέλευσης και δεν στηρίζεται στα κείμενα. Το Σπήλαιο ήταν μάλλον πρόχειρο κατάλυμα της Θεοτόκου και του Ιωσήφ και όχι χώρος προστασίας από το κρύο. Κατά τον ίδιο τρόπο, η Φάτνη χρησιμοποιήθηκε ως τόπος εναποθέσεως του Βρέφους «κούνια» και όχι ως θερμαντικό μέσο. Πουθενά δεν αναφέρεται χιονόπτωση, βροχή, κακοκαιρία, ψύχος, φαινόμενα άλλωστε πολύ σπάνια για την περιοχή. Η αναφορά σε «ποιμένας … ἀγραυλοῦντας και φυλάσσοντας φυλακᾶς τῆς νυκτός» (Λουκ. 2,8) μάλλον παραπέμπει σε άλλη εποχή. Προσπάθειες χρονολογήσεως με βάση τη σύλληψη του Προδρόμου και την εφημερία του Ζαχαρία στον Ναό δεν έχουν οδηγήσει σε ασφαλή συμπεράσματα. Η ακριβής ημερομηνία της Γεννήσεως παραμένει άγνωστη. Αυτό, όμως, δεν εμπόδισε την Εκκλησία να καθιερώσει μια μέρα τιμής για το μεγάλο αυτό γεγονός, αφού σημασία έχει η τιμή του γεγονότος κι όχι η ακριβής ημερομηνία του.
Οι πρώτες αναφορές στον εορτασμό της Γεννήσεως υπάρχουν σε κείμενα του Πάπα Τελεσφόρου (125-136), σύμφωνα με κάποιους ερευνητές. Σαφέστερες πληροφορίες παρέχουν κείμενα του 3ου μ.Χ. αι., χωρίς αυτό να σημαίνει ότι νωρίτερα η Εκκλησία δεν τιμούσε το γεγονός, παρ’ ότι οι συνθήκες της εποχής καθιστούσαν προβληματικό κάθε εορτασμό, λόγω των διωγμών του Χριστιανισμού. Είναι ιστορικά βέβαιο, ότι στην Ανατολή τον 3ο μ.Χ. αι. η Γέννηση εορταζόταν μαζί με τη Βάπτιση του Χριστού στις 6 Ιανουαρίου, με το κοινό όνομα «Θεοφάνεια», ως εορτές φανερώσεως του Θεού στον κόσμο. Άλλωστε, η προσωνυμία «Θεοφάνεια» προσιδιάζει περισσότερο στη Γέννηση παρά στη Βάπτιση, γιατί τότε «Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί» (Α’ Τιμ. 3,16).
Στη Δύση η Γέννηση εορταζόταν στις 25 Δεκεμβρίου, ημέρα που οι εθνικοί-ειδωλολάτρες λάτρευαν τον φυσικό ήλιο. Ο λόγος του εορτασμού της Γεννήσεως τη μέρα αυτή είναι προφανής. Οι Χριστιανοί ήθελαν να διακηρύξουν σε κάθε κατεύθυνση ότι ο κτιστός ήλιος δεν έχει καμμία θεία ιδιότητα και είναι απλώς δημιούργημα του Αληθινού Ηλίου της Δικαιοσύνης.Σαφείς αναφορές στην ιδιότητα του Χριστού ως Ηλίου της Δικαιοσύνης υπάρχουν μέχρι σήμερα στην υμνολογία των Χριστουγέννων. Σιγά – σιγά επικράτησε και στην Ανατολή ο εορτασμός της Γεννήσεως στις 25 Δεκεμβρίου. Αυτό έγινε τον 4ο μ.χ. αι., με τη συμβολή των Πατέρων της Εκκλησίας του Μ. Βασιλείου και του Αγ. Γρηγορίου του Θεολόγου. Πρέπει να σημειωθεί, ότι ο εορτασμός των μεγάλων εορτών, με αφορμή σταθμούς της ζωής του Χριστού, είναι απόλυτα σύμφωνος με το γράμμα και το πνεύμα της Αγ. Γραφής.
Στην Π. Διαθήκη εορτάζονται γεγονότα θαυμαστής σωτηρίας του Λαού του Θεού. Ο ίδιος ο Κύριος προέτρεψε τους Μαθητές να επιτελούν την «ανάμνησιν» του Πάθους Του (Λουκ. 22,19-20). Κατά το παράδειγμα της «αναμνήσεως» του Πάθους και της Αναστάσεως του Χριστού, καθιερώθηκαν οι μεγάλες Δεσποτικές εορτές. Για τη Γέννηση είναι σαφής η μαρτυρία της Κ. Διαθήκης ότι και οι Άγγελοι ανύμνησαν το γεγονός, δοξολογούντες τον Θεό και ψάλλοντες «δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καί ἐπί γῆς εἰρήνη» (Λουκ. 2,13-14). Αυτό επέδρασε προφανώς καταλυτικά στην πρώϊμη καθιέρωση του εορτασμού της Γεννήσεως του Χριστού από την αρχαία Εκκλησία.
Το θεολογικό νόημα της Γεννήσεως
Η Γέννηση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού εκτός από ιστορικό γεγονός είναι «το μέγα τῆς εὐσεβείας μυστήριον» (Α’ Τιμ. 3,16)που πρέπει να σεβόμεθα. Ποιο ακριβώς είναι το μυστήριο αυτό; Είναι το γεγονός ότι «Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί» ο Θεός έγινε άνθρωπος. Μυστήριο «χρόνοις αἰωνίοις σεσιγημένον, φανερωθέν δε νῦν» (Ρωμ. ιδ΄, 24,25). Είναι το μυστήριο της σωτηρίας μας, το οποίο διακονεί και ενεργεί ο ίδιος ο Υίός του Θεού που έγινε άνθρωπος για να σώσει το ανθρώπινο γένος από τη «δουλεία του εχθρού». Με την έλευσή Του στον κόσμο ο Υιος του Θεού ενώνεται μαζί μας και μας σώζει. Η ανθρώπινη φύση ενώνεται με τη θεία στο πρόσωπο Του και ο καθένας από μας ενώνεται με τον Χριστό κοινωνώντας το Σώμα και το Αίμα Του. Κατά την διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας «ό,τι ενώνεται με τον Χριστό, εκείνο και σώζεται» και «εκτός του Χριστού και της Αγίας Του Εκκλησίας δεν υπάρχει σωτηρία.
Είναι δυνατό να μην χαιρόμαστε, να μην πανηγυρίζουμε την έλευση του Χριστού στον κόσμο; Να αδιαφορούμε μπροστά στο γεγονός της σωτηρία μας; Μόνο όσοι δεν έχουν την αίσθηση-αντίληψη του μυστηρίου της σωτηρίας, υιοθετούν μια τέτοια στάση. Αν οι Άγγελοι του ουρανού πανηγυρίζουν και ψάλλουν ύμνους για τη δική μας σωτηρία, για την «εἰρήνην» και «εὐδοκίαν» που ήλθε στον κόσμο τι πρέπει να κάνουμε εμείς; Η Ορθόδοξη Εκκλησία πανηγυρίζει τη Γέννηση του Χριστού, ως γεγονός παραπλήσιο με αυτό της Αναστάσεως. Η υμνολογία αποτελεί έκρηξη χαράς για τη σωτηρία, που ήλθε στον κόσμο. Μαζί με τους Αγγέλους ψάλλουμε : «Χριστός γεννᾶται, δοξάσατε· Χριστός ἐξ οὐρανῶν, απαντήσατε· Χριστός ἐπί γῆς, ὑψώθητε».
ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ.!!
Πηγή Ενοριακό Φυλλάδιο 23 και 30 Δεκ 2018