«ΠΕΡΙ ΚΡΙΣΕΩΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΚΡΙΣΕΩΣ»
ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΠΑΙΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
«Η κρίση που έχεις, είναι χάρισμα που σου έδωσε ο Θεός, αλλά την εκμεταλλεύεται το ταγκαλάκι (Διάβολος) και σε κάνει να κατακρίνεις και να αμαρτάνεις .Γι’ αυτό, μέχρι να εξαγνισθεί η κρίση σου και να έρθει ο θείος φωτισμός, να μη την εμπιστεύεσαι. Όταν κανείς ασχολείται με τους άλλους και τους κρίνει, ενώ ακόμα δεν έχει εξαγνισθεί η κρίση του, πέφτει συνέχεια στην κατάκριση.- Και πώς, Γέροντα, θα εξαγνισθεί η κρίση μου;
– Πρέπει να την λαμπικάρεις. Μπορεί να έχεις καλή διάθεση και μια δύναμη μέσα σου, αλλά πιστεύεις ότι κρίνεις πάντοτε σωστά. Η κρίση σου είναι όμως είναι ανθρώπινη, κοσμική. Προσπάθησε να απαλλαγείς από το ανθρώπινο στοιχείο, να αποκτήσεις ανιδιοτέλεια, για να έρθει ο θ. φωτισμός και να γίνει η κρίση σου πνευματική, θεϊκή. Τότε η κρίση σου θα είναι σύμφωνη με την δικαιοσύνη του Θεού και όχι με την ανθρώπινη δικαιοσύνη. Με την αγάπη και την ευσπλαχνία του Θεού και όχι με την λογική την ανθρώπινη. Μόνον ο Θεός κρίνει δίκαια, γιατί μόνον Αυτός γνωρίζει τις καρδιές των ανθρώπων. Εμείς, επειδή δεν ξέρουμε την δίκαιη κρίση του Θεού, κρίνουμε “κατ’ όψιν“, εξωτερικά, και γι’ αυτό πέφτουμε έξω και αδικούμε τον άλλον. Η ανθρώπινη κρίση είναι μεγάλη αδικία. Είπε ο Χριστός: “Μη κρίνετε κατ’ όψιν, αλλά την δικαίαν κρίσιν κρίνατε“. Θέλει πολλή προσοχή. Ποτέ δεν μπορούμε να γνωρίζουμε πώς ακριβώς έχουν τα πράγματα.
Πριν από χρόνια σε μοναστήρι στο Άγ. Όρος ήταν ένας πολύ ευλαβής Διάκονος, φόρεσε ρούχα κοσμικά και γύρισε στην πατρίδα του. Τότε πολλοί Πατέρες είπαν διάφορα εναντίον του. Αλλά τι είχε γίνει; Κάποιος του είχε γράψει ότι οι αδελφές του ήταν ακόμα ατακτοποίητες και, επειδή φοβήθηκε μήπως παραστρατήσουν, πήγε να τις βοηθήσει. Έπιασε δουλειά σε ένα εργοστάσιο και ζούσε πιο καλογερικά από ό,τι προηγουμένως. Μόλις τακτοποίησε τις αδελφές του, άφησε τη δουλειά του και πήγε πάλι σε μοναστήρι, για να μείνει. Ο Ηγούμενος, όταν είδε ότι τα ήξερε όλα, τυπικό, διακονήματα κ.λ.π., τον ρώτησε πού τα ήξερε και εκείνος άνοιξε τη καρδιά του και του τα είπε όλα. Τότε ο Ηγούμενος ενημέρωσε τον Επίσκοπο και εκείνος τον χειροτόνησε αμέσως ιερέα. Πήγε σε ένα απομακρυσμένο μοναστήρι και εκεί ζούσε πνευματική ζωή με άσκηση. Έφθασε σε άγια κατάσταση και βοήθησε πνευματικά πολλούς ανθρώπους. Μερικοί που δεν ξέρουν τι απέγινε μπορεί ακόμη να τον κατακρίνουν.
Πόσο πρέπει να προσέχουμε την κατάκριση! Πόσο αδικούμε τον πλησίον μας, όταν τον κατακρίνουμε! Στη πραγματικότητα με την κατάκριση αδικούμε τον εαυτό μας όχι τους άλλους, διότι μας αποστρέφεται ο Θεός. Τίποτε άλλο δεν αποστρέφεται τόσο πολύ ο Θεός όσο την κατάκριση, γιατί ο Θεός είναι δίκαιος και η κατάκριση είναι γεμάτη από αδικία.
– Γέροντα, γιατί πέφτω συχνά στην κατάκριση;– Επειδή ασχολείσαι πολύ με τους άλλους. Περιεργάζεσαι και θέλεις από περιέργεια να μαθαίνεις τι κάνει η μια, τι κάνει η άλλη. Έτσι μαζεύεις υλικό, για να έχει ο Διάβολος να εργάζεται και να σε ρίχνει στην κατάκριση
– Γιατί, Γέροντα, ενώ πρώτα δεν έβλεπα τα ελαττώματα των άλλων, τώρα τα βλέπω και κατακρίνω;- Τώρα
βλέπεις τα ελαττώματα των άλλων, γιατί δεν βλέπεις τα δικά σου.
– Από πού προέρχονται, Γέροντα, οι λογισμοί κατακρίσεως;– Από την ιδέα που έχουμε για τον εαυτό μας– δηλαδή από την υπερηφάνεια- και από την τάση να δικαιολογούμε τον εαυτό μας.– Γέροντα, η κατάκριση έχει έλλειψη αγάπης;– Έχει. Και έλλειψη αγάπης και αναίδεια . Όταν δεν έχεις αγάπη, δεν βλέπεις με επιείκεια τα λάθη των άλλων, οπότε τους ταπεινώνεις μέσα σου και τους κατακρίνεις. Πάει μετά ο Διάβολος και τους βάζει να κάνουν και άλλο σφάλμα. Το βλέπεις εσύ, τους κατακρίνεις πάλι και ύστερα συμπεριφέρεσαι με αναίδεια.
«- Μερικές φορές, Γέροντα, με στεναχωράει η αδελφή με την οποία συνεργάζομαι και την κατακρίνω.
– Πού ξέρεις εσύ με πόσα διαβολάκια πολεμάει εκείνη την ώρα η αδελφή; Μπορεί να την πολεμούσαν 50 δαίμονες, για να την ρίξουν, ώστε να σε κάνουν να πεις: «Ά, τέτοια είναι». Ύστερα, όταν δουν ότι την κατέκρινες, θα έρθουν
500 δαίμονες να την ρίξουν πάλι μπροστά σου, για να την κατακρίνεις ακόμα περισσότερο. Μπορεί να της πεις: «Αδελφή, μη βάζεις αυτό το πράγμα εκεί, εδώ είναι η θέση του». Την άλλη μέρα θα την κάνει το διαβολάκι να ξεχάσει το τι της είπες και να το βάλει πάλι στην ίδια θέση. Θα κάνει και καμιά άλλη αταξία και θα λες με το λογισμό σου: «Μα χθες της είπα να προσέξει και σήμερα το έβαλε πάλι εκεί! Έκανε κι άλλη αταξία!». Οπότε την κατακρίνεις και δεν μπορείς να συγκρατηθείς και να μη μιλήσεις. «Αδελφή, της λες, δεν σου είπα να μην το βάλεις εκεί; Αυτό είναι ακαταστασία. Με έχει σκανδαλίσει η συμπεριφορά σου!». Αυτό ήταν!
Ο Διάβολος έκανε τη δουλειά του. Σε έβαλε να την κατακρίνεις, αλλά και να ψυχρανθείς μαζί της. Και εκείνη, επειδή δεν ξέρει ότι εσύ ήσουν η αιτία για την απροσεξία της, θα νοιώθει τύψεις που σε σκανδάλισε και θα πέσει σε λύπη. Βλέπετε με τι πονηριά εργάζεται ο Διάβολος κι εμείς το ακούμε; ΓΙ’ ΑΥΤΟ ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΤΕ ΝΑ ΜΗΝ ΚΡΙΝΕΤΕ ΚΑΝΕΝΑΝ. Να κρίνετε μόνον τους Διαβόλους που, ενώ ήταν Άγγελοι, κατάντησαν δαίμονες και αντί να μετανοήσουν, γίνονται πονηροί και κακοί και βάλθηκαν με μανία να καταστρέψουν τα πλάσματα του Θεού. Ο Πονηρός παρακινεί τους ανθρώπους να κάνουν παραξενιές και αταξίες, και ο ίδιος πάλι βάζει λογισμούς στους άλλους ανθρώπους, για να κρίνουν και να κατακρίνουν, και έτσι νικάει και τους μεν και τους δε. Και αυτοί μεν που νικούνται και κάνουν αταξίες, αισθάνονται μετά την ενοχή τους και μετανοούν, ενώ οι άλλοι που κατακρίνουν δικαιώνουν τον εαυτό τους, υπερηφανεύονται και καταλήγουν στην ίδια πτώση με τον πονηρό, την υπερηφάνεια.Με την κατάκριση φεύγει η Χάρις του Θεού
– Όταν, Γέροντα, μου περνάει ένας λογισμός σε βάρος του άλλου, είναι πάντοτε κατάκριση; – Δεν το καταλαβαίνεις εκείνη την ώρα;- Μερικές φορές αργώ να το καταλάβω.- Κοίταξε να καταλαβαίνεις το συντομότερο την πτώση σου και να ζητάς συγχώρεση και από την αδελφή την οποία κατέκρινες και από τον Θεό, γιατί αυτό γίνεται εμπόδιο στην προσευχή. Με την κατάκριση φεύγει αμέσως η Χάρις του Θεού και δημιουργείται αμέσως ψυχρότητα στη σχέση σου με τον Θεό. Πώς να κάνεις μετά προσευχή; Η καρδιά γίνεται πάγος μάρμαρο. Η ΚΑΤΑΚΡΙΣΗ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΛΑΛΙΑ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΕΣ ΑΜΑΡΤΙΕΣ ΚΑΙ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΟΥΝ ΤΗΝ ΧΑΡΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΠΟ ΚΑΘΕ ΑΛΛΟ ΑΜΑΡΤΗΜΑ. «Όπως το νερό σβήνει την φωτιά, λέει ο Άγ.Ιωάννης της Κλίμακος, έτσι και η κατάκριση σβήνει την Χάρη του Θεού»
– Γέροντα, νυστάζω πολύ στην πρωινή Ακολουθία. – Μήπως κατέκρινες κάποιον αδελφό; Εσύ βλέπεις εξωτερικά τα πράγματα και κατακρίνεις, γι’ αυτό νυστάζεις μετά στην Ακολουθία. Από την στιγμή πού κατακρίνει κανείς και δεν αντιμετωπίζει τα πράγματα πνευματικά, μαζεύονται δέκατα πνευματικά και αποδυναμώνεται. Και όταν αποδυναμωθεί, ή νυστάζει ή έχει αϋπνία. – Γέροντα συχνά πέφτω στη γαστριμαργία. – Κοίταξε, εκείνο που πρέπει τώρα να προσέξεις πολύ είναι η κατάκριση. Αν δεν κόψεις την κατάκριση, ούτε από τη γαστριμαργία θα μπορέσεις να απαλλαγείς. Ο άνθρωπος που κατακρίνει, επειδή διώχνει τη Χάρη του Θεού, μένει αβοήθητος και δεν μπορεί να κόψει τα ελαττώματά του. Και αν δεν καταλάβει το σφάλμα του, για να ταπεινωθεί, θα έχει συνέχεια πτώσεις. Αν όμως το καταλάβει και ζητήσει την βοήθεια του Θεού, τότε ξαναέρχεται η Χάρις του Θεού.Όποιος κατακρίνει τους άλλους, πέφτει στα ίδια σφάλματα
– Γέροντα, πώς συμβαίνει, όταν κατακρίνω τον αδελφό μου για κάποιο σφάλμα του, σε λίγο να κάνω κι εγώ το ίδιο σφάλμα; – Αν κατακρίνει κανείς τον άλλον για ένα σφάλμα του και δεν καταλάβει την πτώση του, ώστε να μετανοήσει, συνήθως πέφτει στο ίδιο σφάλμα, για να το καταλάβει. Ο Θεός δηλαδή από αγάπη επιτρέπει ο
άνθρωπος να αντιγράφει την κατάσταση αυτού τον οποίο κατέκρινε. Αν πεις ότι κάποιος είναι πλεονέκτης και δεν καταλάβεις ότι κατέκρινες, ο Θεός παίρνει τη Χάρη του και επιτρέπει να πέσεις κι εσύ στη πλεονεξία.
Αρχίζεις τότε να μαζεύεις. Μέχρι να καταλάβεις τη πτώση σου και να ζητήσεις συγχώρεση από τον Θεό, θα λειτουργούν οι πνευματικοί νόμοι.
Για να σε βοηθήσω, θα σου πω κάτι από τον εαυτό μου. Όταν ήμουν στη Μονή Στομίου, έμαθα για μια συμμαθήτρια από το Δημοτικό ότι είχε παραστρατήσει και έκανε ζημιά στην Κόνιτσα. Προσευχόμουν λοιπόν να τη φωτίσει ο Θεός να ανέβει στο μοναστήρι, για να της μιλήσω. Είχα ξεχωρίσει και κομμάτια περί μετανοίας από την Αγ. Γραφή και από Πατερικά. Μια μέρα λοιπόν ήρθε με 2 άλλες γυναίκες. Μιλήσαμε και έδειξε ότι κατάλαβε. Στη συνέχεια ερχόταν συχνά με το παιδί της και έφερνε κεριά, λάδι, λιβάνι για τον Ναό. Μια φορά κάποιοι γνωστοί προσκυνητές από τη Κόνιτσα μου λένε: « Πάτερ, αυτή η γυναίκα υποκρίνεται. Εδώ φέρνει κεριά και λιβάνι και κάτω συνεχίζει με τους αξιωματικούς». Όταν ξαναήρθε, τη βρήκα στην Εκκλησία να ασπάζεται τις εικόνες, και της έβαλα τις φωνές: «Φύγε από δω, της είπα, έχεις βρωμίσει όλη την περιοχή!…». Η καημένη έφυγε κλαίγοντας. Δεν πέρασε πολύ ώρα και αισθάνθηκα μεγάλο σαρκικό πόλεμο. «Τι είναι αυτό; λέω. Ποτέ μου δεν είχα τέτοιον πειρασμό. Τι συμβαίνει;». Δεν μπορούσα να βρω την αιτία. Κάνω προσευχή, τα ίδια. Οπότε παίρνω τον ανήφορο για την Γκαμήλα.«Καλύτερα να με φάνε οι αρκούδες», είπα. Προχώρησα αρκετά. Ο πειρασμός δεν υποχωρούσε. Βγάζω τότε ένα τσεκουράκι που είχα κρεμασμένο στη μέση μου και δίνω 3 τσεκουριές στο πόδι μου, μήπως με τον πόνο φύγει ο πειρασμός. Το παπούτσι γέμισε αίμα, αλλά τίποτε. Σε μια στιγμή ήρθε στο νου μου εκείνη η γυναίκα και τα λόγια που της είχα πει. «Θεέ μου, εγώ για λίγο έζησα αυτή την κόλαση και δεν μπορώ να την αντέξω, κι αυτή η ταλαίπωρη που ζει συνέχεια αυτήν την κόλαση!…Συγχώρεσέ με που την κατέκρινα». Αμέσως ένοιωσα μια δροσιά θεϊκή και εξαφανίσθηκε ο πόλεμος. Βλέπεις τι κάνει η κατάκριση; Αν παραβλέπουμε τα σφάλματα των άλλων, θα παραβλέψει και ο Θεός τα δικά μας.
– Γέροντα, σήμερα στη διαλογή των ελιών κατέκρινα αδελφές, γιατί έβλεπα ότι δεν έκαναν προσεκτικά τη δουλειά τους.
-Κοίταξε να αφήσεις τις κρίσεις και τις κατακρίσεις, γιατί μετά θα σε κρίνει κι εσένα ο Θεός. Εσύ δεν βάζει καμιά ελιά λίγο χαλασμένη μαζί με τις άλλες;
— Αν παραβλέπουμε τα σφάλματα των άλλων και δεν τους κατακρίνουμε, θα μπορούμε τότε να πούμε στο Χριστό: «Χριστέ μου, βάλε με κι εμένα σε καμιά άκρη στο Παράδεισο!». Θυμάστε τι γράφει το Γεροντικό για έναν αμελή μοναχό που σώθηκε γιατί δεν κατέκρινε; Όταν ήρθε η ώρα να πεθάνει, ήταν χαρούμενος και ειρηνικός. Τότε ο Γέροντάς του, για να ωφεληθούν οι Πατέρες που είχαν μαζευτεί γύρω του, τον ρώτησε: «Αδελφέ, πώς και δεν φοβάσαι τον θάνατο, αφού έζησες με αμέλεια;». Ο αδελφός απάντησε: «Έζησα με αμέλεια. Από τότε που έγινα μοναχός προσπάθησα να μην κατακρίνω κανέναν, τώρα θα πω στον Χριστό: Χριστέ μου, είμαι ταλαίπωρος, αλλά τουλάχιστον την εντολή Σου: ¨Μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε την τήρησα». « Μακάριος είσαι αδελφέ, του είπε ο Γέροντας, γιατί σώθηκες χωρίς κόπο».
– Γέροντα, μερικοί άνθρωποι, όταν βλέπουν κάποιον να ζει αμαρτωλά, λένε: «Α, αυτός, έτσι που πάει, είναι για την κόλαση!».– Αν οι κοσμικοί άνθρωπο πάνε στην κόλαση από τις καταχρήσεις, οι πνευματικοί θα πάνε από τις κατακρίσεις… Για κανέναν δεν μπορούμε να πούμε ότι θα πάει στην κόλαση. Ο Θεός δεν ξέρουμε πώς εργάζεται. Κανέναν να μη καταδικάζουμε, γιατί έτσι παίρνουμε την κρίση από τα χέρια του Θεού. Πάμε να γίνουμε Θεοί. Αν ρωτήσει ο Χριστός την ημέρα της Κρίσεως, ας πούμε τη γνώμη μας…Αν στραφούμε στον εαυτό μας, δεν θα κατακρίνουμε.
-Γέροντα, όταν βλέπω κάποια αταξία στη δουλεία μου, κατακρίνω μέσα μου.– Εσύ, να κοιτάς την ευταξία την δική σου και όχι τις αταξίες των άλλων. Να είσαι αυστηρός με τον εαυτό σου και όχι με τους άλλους. Τι δουλειά έκανες σήμερα;- Ξεσκόνιζα.- Ξεσκόνιζες τους άλλους ή τον εαυτό σου;– Δυστυχώς τους άλλους.
– Κοίταξε, θα αρχίσεις να κάνεις δουλειά στον εαυτό σου, όταν πάψεις να ασχολείσαι με το τι κάνουν οι άλλοι γύρω σου. Αν ασχολείσαι με τον εαυτό σου, θα βλέπεις μόνον τα δικά σου σφάλματα και στους άλλους δεν θα βρίσκεις κανένα σφάλμα. Τότε θα απελπιστείς με τη καλή έννοια από τον εαυτό σου και θα κατακρίνεις μόνον τον εαυτό σου. Θα αισθάνεσαι την αμαρτωλότητά σου και θα αγωνίζεσαι να απαλλαγείς από τις αδυναμίες σου. Ύστερα, όταν βλέπεις στους άλλους κάποια αδυναμία, να λες: «Μήπως εγώ ξεπέρασα τις αδυναμίες μου; Πώς λοιπόν έχω τέτοια απαίτηση από τους άλλους;». Γι’ αυτό να μελετάς και να παρακολουθείς συνέχεια τον εαυτό σου, για να αποφεύγεις την κρυφή υπερηφάνεια, να έχεις αυτομεμψία με διάκριση, για να αποφεύγεις την κατάκριση. Έτσι θα διορθωθείς.
– Γέροντα, ο άγιος Ισαάκ γράφει: «Εάν αγαπάς την καθαρότητα, εισελθών έργασαι εν τη αμπέλω της καρδίας σου, εκρίζωσον εκ της ψυχής σου τα πάθη, έργασαι μη γνώναι κακίαν ανθρώπου». Τι εννοεί; – Εννοεί να στραφείς στον εαυτό σου και να κάνεις δουλειά στον εαυτό σου. Οι άγιοι αγίασαν επειδή είχαν στραφεί στον εαυτό τους και έβλεπαν μόνον τα δικά τους πάθη. Με την αυτοκριτική και την αυτομεμψία που είχαν, έπεσαν τα λέπια από τα μάτια της ψυχής τους, και έφτασαν να βλέπουν καθαρά και βαθιά. Έβλεπαν τον εαυτό τους κάτω απ’ όλους τους ανθρώπους και όλους τους άλλους τους θεωρούσαν καλύτερους από τον εαυτό τους. Τα δικά τους σφάλματα τα έβλεπαν μεγάλα και τα σφάλματα των άλλων μικρά, έβλεπαν με τα μάτια της ψυχής και όχι με τα γήινα μάτια. Έτσι εξηγείται όταν έλεγαν: «Εγώ είμαι χειρότερος απ’ όλους τους ανθρώπους». Τα μάτια της ψυχής είχαν καθαρίσει και είχαν γίνει διόπτρες γι’ αυτό κα έβλεπαν τα μικρά τους σφάλματα – τα ξυλαράκια – σαν δοκάρια. Εμείς όμως, ενώ τα σφάλματά μας είναι δοκάρια, δεν τα βλέπουμε. Κοιτάμε τους άλλους με το μικροσκόπιο και βλέπουμε τα δικά τους αμαρτήματα μεγάλα, ενώ τα δικά μας δεν τα βλέπουμε, γιατί δεν καθάρισαν τα μάτια της ψυχής μας. Η βάση είναι να καθαρίσουν τα μάτια της ψυχής. Όταν ο Χριστός ρώτησε τον τυφλό: «Πώς βλέπεις τώρα τους ανθρώπους;», εκείνος Του απάντησε: «σαν δένδρα» γιατί δεν είχε αποκατασταθεί όλο το φως του. Όταν αποκαταστάθηκε το φως του, τότε έβλεπε καθαρά. Ο άνθρωπος, όταν φτάσει σε καλή πνευματική κατάσταση όλα τα βλέπει καθαρά, όλα τα σφάλματα των άλλων τα δικαιολογεί γιατί τα βλέπει με το θεϊκό μάτι και όχι με το ανθρώπινο. Αν δικαιολογούμε τους άλλους, Δεν θα τους κατακρίνουμε
– Γέροντα, όταν μου περνούν λογισμοί υπερηφάνειας και κατακρίσεως, προσπαθώ να δικαιολογώ τους άλλους. Αυτό είναι πτώση ή αγώνας;– Αγώνας είναι. Όταν κάποιος χαζεύει με ανοιχτό το στόμα και μπει μια μύγα μέσα στο στόμα του, θα την φτύσει. Αλλά καλύτερα να προσέχει να μην μπει- Συχνά όμως, Γέροντα, βλέποντας τι κάνουν οι άλλοι τους κατακρίνω.- Δεν μπορείς να μη βλέπεις τι γίνεται γύρω σου. Πρέπει όμως να αποκτήσεις διάκριση, ώστε να δίνεις στους άλλους ελαφρυντικά και να τους δικαιολογείς. Τότε θα τους βλέπεις σε καλή κατάσταση.
– Γέροντα, την ώρα της Ακολουθίας έχω λογισμούς γιατί κάποιος δεν έρχεται στο αναλόγιο να ψάλει, γιατί ή ψάλλει σιγανά και συνέχεια κατακρίνω.– Ε, καλά, γιατί δεν σκέφτεσαι ότι ίσως είναι κουρασμένος ή είχε έναν πόνο και δεν μπόρεσε να κοιμηθεί, και γι’ αυτό δεν ψάλλει; Ξέρω αδελφούς που, και άρρωστοι και δεν μπορούν να σύρουν τα πόδια τους από τον πυρετό, θα αγωνισθούν να μη γίνει αυτό αντιληπτό, για να μην τους πουν να φύγουν από το διακόνημα και πάει άλλος στη θέση τους και δυσκολευθεί. Αυτό δε σε συγκινεί; – Με συγκινεί, Γέροντα, αλλά δεν καταφέρνω να δικαιολογήσω πάντα κάποιον , όταν φέρεται άσχημα.»
– Σκέφθηκες ποτέ ότι η αδελφή μπορεί να φέρεται άσχημα, για να κρύψει την αρετή της; Εγώ γνωρίζω ανθρώπους που κάνουν επίτηδες αταξίες και τους κακολογούν όσοι δεν ασχολούνται με τον εαυτό τους. Ή μπορεί κάποια αδελφή να φερθεί άσχημα, επειδή είναι κουρασμένη, αλλά αμέσως μετανοιώνει. Εσύ την κατακρίνεις, ενώ εκείνη έχει ήδη μετανοιώσει για την άσχημη συμπεριφορά της. Στα μάτια των ανθρώπων είναι ταπεινωμένη, στα μάτια όμως Του Θεού είναι ψηλά.
– Γέροντα, έχω μια στενότητα. Δεν έρχομαι στη θέση του άλλου, για να τον δικαιολογήσω.
– Να βλέπεις με πόνο τον άλλον που σφάλλει και να δοξάζεις τον Θεό για όσα σου έχει δώσει, γιατί μετά ο Θεός θα σου πει: «Εγώ, παιδί μου, τόσα σου έδωσα, κι εσύ γιατί μου φέρθηκες σκληρά;». Να βλέπεις πλατιά τα πράγματα. Να σκέφτεσαι το παρελθόν του ανθρώπου, τις ευκαιρίες που του δόθηκαν να καλλιεργήσει τον εαυτό του και τις ευκαιρίες που είχες εσύ και δεν τις αξιοποίησες. Έτσι, θα συγκινηθείς από τις δωρεές που σου χάρισε ο Θεός, θα τον δοξολογήσεις γι’ αυτές και θα ταπεινωθείς, επειδή δεν ανταποκρίθηκες. Παράλληλα θα νοιώσεις αγάπη και πόνο για τον αδελφό που δεν είχε τις δικές σου ευκαιρίες και θα κάνεις γι’ αυτόν προσευχή. Υπάρχουν άνθρωποι που κάνουν εγκλήματα μεγάλα, αλλά έχουν πολλά ελαφρυντικά. Ποιος ξέρει οι άνθρωποι αυτοί πώς είναι στα μάτια του Θεού; Εάν δεν μας βοηθούσε ο Θεός, μπορεί και εμείς να ήμασταν αλήτες. Κάποιος εγκληματίας έκανε λ.χ. 20 εγκλήματα και τον κατακρίνω και δεν σκέφτομαι τι παρελθόν έχει. Ποιος ξέρει πόσα εγκλήματα έκανε ο πατέρας του!… Από μικρό παιδί τι κλοπές θα τον έβαζαν να κάνει! Ύστερα, όταν ήταν νέος, πόσα χρόνια θα έζησε μέσα στις φυλακές και θα καθοδηγήθηκε από άλλους έμπειρους φυλακισμένους. Αυτός θα μπορούσε να είχε κάνει όχι 20 αλλά 40 εγκλήματα και συγκρατήθηκε. Ενώ εγώ με την κληρονομικότητα και την αγωγή που είχα, θα έπρεπε τώρα να έκανα θαύματα.
Έκανα; Όχι. Άρα είμαι αναπολόγητος. Αλλά, ακόμη και είκοσι θαύματα αν έκανα, ενώ μπορούσα να κάνω σαράντα, πάλι θα ήμουν αναπολόγητος. Με αυτούς τους λογισμούς διώχνουμε την κατάκριση και ανοίγουμε μια ρωγμή στη σκληρή καρδιά μας. Να μη βγάζουμε εύκολα συμπεράσματα