ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΘΕΙΟΝ ΠΑΘΟΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Ι. ΚΑΡΑΒΙΔΟΠΟΥΛΟΥ Καθηγητού Κ. Διαθήκης Θεολογικής Σχολή Α. Π. Θ.
Οι πηγές για την ιστορία του Πάθους και της Αναστάσεως του Χριστού είναι κατ’ αρχήν τα Ι. Ευαγγέλια. Εκτός από τα Ευαγγέλια η πίστη της Εκκλησίας συμπυκνώνεται σε ομολογίες πίστεως πού παραθέτουν ό Απ. Παύλος και οι συγγραφείς των Επιστολών της Κ. Διαθήκης. Η βίωση των σωτηριωδών γεγονότων αποτυπώθηκε στους Ύμνους της Εκκλησίας και στην λειτουργική ζωή, η οποία υπογράμμισε ανά τους αιώνες, τη σημαντική θέση πού κατέχουν τα γεγονότα αυτά για τη σωτηρία μας.
Η πατερική ερμηνεία των ευαγγελικών διηγήσεων και των Καινοδιαθηκικών αναφορών, συντέλεσε στην έξαρση της σπουδαιότητας του Σταυρού και της Αναστάσεως για τον κάθε άνθρωπο. Τα γεγονότα αυτά ενέπνευσαν τους βυζαντινούς αγιογράφους, οι οποίοι με θεολογικό βάθος και καλλιτεχνική δύναμη τα αισθητοποίησαν σε εικονογραφικούς κύκλους και σε επιμέρους θέματα, ώστε όχι απλώς να κοσμούν τους Ναούς, αλλά να δημιουργούν κατάλληλο κλίμα για την πνευματική ανάταση μας. Ενέπνευσαν τους καλλιτέχνες σε Ανατολή και Δύση, ώστε από το δράμα του 4ου αιώνα Χριστός Πάσχων, που αποδίδεται στον Αγ. Γρηγόριο τον Θεολόγο, μέχρι τις νεότερες ζωγραφικές και μουσικές δημιουργίες, να εμπλουτίσουν τον πολιτισμό με αριστουργήματα που ομορφαίνουν τη ζωή.
Αρχίζοντας τις ευαγγελικές διηγήσεις περί του θ. Πάθους ενώ οι πληροφορίες των 4 Ευαγγελίων για τον βίο, έργα και διδασκαλία του Κυρίου είναι αποσπασματικές και δείχνουν ότι από τις πολλές πληροφορίες της χριστιανικής παραδόσεως επιλέγονται ορισμένες, αυτές που χρειάζονται για την πίστη και τη σωτηρία (βλ. Ίω. κ’, 30-31) οι διηγήσεις για το Πάθος είναι λεπτομερέστερες, συμπαγέστερες, και αποτελούν το σημείο όπου συγκλίνουν και συναντώνται οι διηγήσεις και των 4 ευαγγελιστών. Αυτό είναι φυσικό. Ο Σταυρός του Χριστού και η Ανάστασή Του συνιστούν το κέντρο της πίστεως της Εκκλησίας, γύρω από το οποίο στρέφονται οι διηγήσεις για τον Χριστό, η λειτουργική ζωή, οι πρώτοι ύμνοι, η διδαχή των μελών της Εκκλησίας και το κήρυγμα προς τους εκτός της Εκκλησίας.
Ο Ευαγγελιστής Μάρκος είναι ο πρώτος συγγραφέας του θείου Πάθους και ο πρώτος χρονικά ευαγγελιστής. Η διήγησή του χαρακτηρίζεται από συντομία, ζωηρότητα και παραστατικότητα. Μολονότι η διήγησή του υπάρχει σχεδόν εξ ολοκλήρου στους άλλους 2 ευαγγελιστές ( Ματθαίο και Λουκά ) σώζονται ορισμένες λεπτομέρειες, π.χ. η παρουσία του νεανίσκου που, τυλιγμένος με σινδόνη, παρακολουθεί τη σύλληψη του Ιησού (Μάρκ. ιδ’, 51). Η βασική θεολογική γραμμή του Μάρκου πριν από τη διήγηση τον Πάθους, είναι το Πάθος του Υιού του Ανθρώπου, για το οποίο ήδη από τα πρώτα κεφάλαια του Ευαγγελίου προετοιμάζονται οι μαθητές και ο αναγνώστης. Ερμηνευτής χαρακτήρισε το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο ως «ιστορία του πάθους του Χριστού με μακρά εισαγωγή».
Η διήγηση του Ματθαίου έχει εντονότερο το χρονολογικό στοιχείο, διαποτίζεται από την πίστη ότι ο Οδεύων προς τα Πάθη και Σταυρωθείς Ιησούς είναι ο Αναστάς Κύριος. Γίνεται σύνδεση με τις προρρήσεις της Π. Διαθήκης. Στον Ματθαίο φαίνεται ότι η Εκκλησία βρίσκεται σε διάλογο με τον Ιουδαϊκό κόσμο, προς τον οποίο διακηρύσσει ότι οι Γραφές πραγματοποιήθηκαν στο πρόσωπο του Χριστού. Μοναδικά είναι τα γεγονότα πού αναφέρει ο Ματθαίος που είναι ο θάνατος του Ιούδα, το όνειρο της γυναίκας του Πιλάτου, η νίψη των χεριών του Πιλάτου, η έγερση κεκοιμημένων την ώρα του θανάτου του Χριστού, η φρούρηση του τάφου Του.
Η διήγηση του Λουκά κυριαρχείται από την πίστη ότι ο Εσταυρωμένος είναι ο αδίκως πάσχων δίκαιος, ο μάρτυς, αλλά ειδικότερα ο Πάσχων δούλος Θεού, για τον οποίο έγραψε ο Προφήτης Ησαΐας. Χαρακτηρίζεται από την τάση ακριβέστερης ιστορικής τοποθετήσεως των γεγονότων. Η θανάτωση του Κυρίου παρουσιάζεται ως η κατ’ εξοχήν ώρα της σατανικής εξουσίας του σκότους και, παράλληλα, ως η αποκορύφωση της θείας αγάπης και συγχωρητικότητας. Ο Κύριος επάνω στον Σταυρό δεν είναι ο ηττημένος από τον σατανά αλλά ο νικητής του.
Ό Λουκάς, μόνος από όλους τους ευαγγελιστές, παρουσιάζει τον Ιούδα ως κινούμενον από τον σατανά, αφηγείται την ευλογία του ποτηρίου κατά τον Μυστικό Δείπνο, διασώζει τη συζήτηση του Χριστού με τους μαθητές στον Μυστικό Δείπνο περί διακονίας, αναφέρει το θαύμα της συγκόλλησης του αφτιού του δούλου του αρχιερέως, που απέκοψε ο Πέτρος, την παρουσία αγγέλου ενισχύοντος τον Χριστό στη Γεθσημανή, την πολιτική κατηγορία των Ιουδαίων περί του Ιησού στον Πιλάτο, την αναπομπή του κατηγορουμένου Ιησού από τον Πιλάτο στον Ηρώδη Αντύπα, τον θρήνο των γυναικών, τη συγχώρεση των σταυρωτών από τον Κύριο και τη μετάνοια του ενός ληστή.
Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, στα τέλη του 1ου αιώνα, αναφέρει τι σήμαινε για την Εκκλησία το πρόσωπο του Χριστού, υπογράμμιζε τις προσπάθειες του ρωμαίου επάρχου Πιλάτου για την αθώωση του αναίτια από τους Ιουδαίους κατηγορηθέντος Ιησού. Η Εκκλησία, θέλει να πει προς τις Ρωμαϊκές πολιτικές Αρχές, δεν είναι ένα «ζηλωτικό» επαναστατικό κίνημα. Για τον λόγο αυτό ο ευαγγελιστής διασώζει την συζήτηση του Πιλάτου με τον Ιησού, παρουσιάζει την απόφαση του Πιλάτου ως οφειλόμενη σε φορτική πίεση εκ μέρους των Ιουδαίων. Διασώζει τη στιχομυθία του Ιησού με τους στρατιώτες πού τον συλλαμβάνουν, για την σπείρα και τον χιλίαρχο, για την προανάκριση του Ιησού από τον Άννα, για την παρουσία της Μητέρας του Κυρίου μας και του Ιωάννη κατά τη Σταύρωση, τον λογχισμό της πλευράς Του από το ρωμαίο στρατιώτη, και εισάγει τον Νικόδημο μαζί με τον Ιωσήφ στη σκηνή της ταφής Του ( ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ).
Πηγή Ενοριακό Φυλλάδιο 14 Απρ 2019
.