ΤΙ ΕΟΡΤΑΖΟΥΜΕ ΣΤΗΝ ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ ΜΕΣΟΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ
Την Τετάρτη μετά την Κυριακή του Παραλύτου πανηγυρίζει η Εκκλησία μία Δεσποτική Εορτή, της Μεσοπεντηκοστής. Τα βυζαντινά χρόνια, η Εορτή αυτή ήταν η Εορτή της Μεγάλης Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως και συνέτρεχαν στο Ναό πλήθη λαού. Ας ανοίξει κάποιος την «Έκθεση της Βασιλείου Τάξεως» του Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου για να δει το επίσημο του εορτασμού, όπως ετελείτο μέχρι του έτους 903 μ.Χ. στον Ναό του Αγ. Μωκίου στην Κωνσταντινούπολη, μέχρι την ημέρα που έγινε η απόπειρα κατά της ζωής του Αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’ του Σοφού (11 Μαΐου 903 μ.Χ.). Εκεί υπάρχει μία περιγραφή του λαμπρού πανηγυρισμού, που καταλαμβάνει σελίδες και καθορίζει με την γνωστή βυζαντινή ορολογία, πως ο Αυτοκράτωρ το πρωί της Εορτής με τα επίσημα βασιλικά του ενδύματα και την συνοδεία του ξεκινούσε από το παλάτι για να μεταβεί στον Ναό του Αγ. Μωκίου, όπου θα ετελείτο η Θ. Λειτουργία.
Σε λίγο έφθανε η λιτανεία με επί κεφαλής τον Πατριάρχη, και ο Βασιλεύς και Πατριάρχης εισήρχοντο επισήμως στον Ναό. Η Θ. Λειτουργία ετελείτο με την συνήθη βυζαντινή μεγαλοπρέπεια. Μετά από αυτήν ο Αυτοκράτωρ παρέθετε πρόγευμα, στο οποίο έπαιρνε μέρος και ο Πατριάρχης. Και ο Αυτοκράτωρ υπό τις επευφημίες του πλήθους «Εἰς πολλούς καί ἀγαθούς χρόνους ὁ Θεός ἀγάγει τήν βασιλείαν ὑμῶν» και με ενδιαμέσους σταθμούς επέστρεφε στο παλάτι. Στο Πεντηκοστάριο, βλέπει κανείς τα ίχνη της παλαιάς λαμπρότητας της Εορτής. Παρουσιάζεται μία μεγάλη Δεσποτική Εορτή, με εκλεκτά τροπάρια, διπλούς κανόνες, έργα των μεγάλων υμνογράφων, Θεοφάνους και Ανδρέου Κρήτης, Αναγνώσματα και την επίδρασή στις προ και μετά από την Εορτή Κυριακές και με την παράταση του εορτασμού της επί 8 ημέρες κατά τον τύπο των Μεγάλων εορτών του εκκλησιαστικού έτους.
Ποιο όμως είναι το θέμα της εορτής αυτής; Το θέμα της είναι εορτολογικό και θεωρητικό.
Η Τετάρτη της Μεσοπεντηκοστής είναι η 25η από του Πάσχα και η 25η προ της Πεντηκοστής ημέρα. Σημειώνει το μέσον της περιόδου των 50 μετά το Πάσχα εορτάσιμων ημερών. Είναι δηλαδή σταθμός, μία τομή. Ωραία το τοποθετεί το πρώτο τροπάριο του εσπερινού της εορτής: «Πάρεστιν ἡ μεσότης ἡμερῶν, τῶν ἐκ σωτηρίου ἀρχομένων ἐγέρσεως Πεντηκοστῇ δέ τῇ θείᾳ σφραγιζομένων, καί λάμπει τάς λαμπρότητας ἀμφοτέρωθεν ἔχουσα καί ἑνοῦσα τάς δύο καί παρεῖναι τήν δόξαν προφαίνουσα τῆς δεσποτικῆς ἀναλήψεως σεμνύνεται». Χωρίς δηλαδή να έχει δικό της θέμα η ημέρα αυτή συνδυάζει τα θέματα, του Πάσχα αφ’ ενός και της επιφοιτήσεως του Αγ. Πνεύματος αφ’ ετέρου, και «προφαίνει» την δόξα της Αναλήψεως του Κυρίου, που θα εορτασθεί μετά από 15 ημέρες.
Αυτό το μέσον των 2 Εορτών έφερνε και στο νου μας και το εβραϊκό επίθετο του Κυρίου «Μεσσίας». Μεσσίας στα ελληνικά μεταφράζεται Χριστός. Ηχητικά θυμίζει το μέσον. Στα τροπάρια και το συναξάρι της ημέρας η παρετυμολογία αυτή γίνεται αφορμή να παρουσιασθεί ο Χριστός ως Μεσσίας – μεσίτης Θεού και ανθρώπων, «μεσίτης καί διαλλάκτης ἡμῶν καί τοῦ αἰωνίου αὐτοῦ Πατρός». «Διά ταύτην τήν αἰτίαν τήν παροῦσαν ἑορτήν ἑορτάζοντες καί Μεσοπεντηκοστήν ὀνομάζοντες τόν Μεσσίαν τε ἀνυμνούμεν Χριστόν». Σ’ αυτό βοήθησε και η Ευαγγελική Περικοπή, που επιλέγει για την ημέρα αυτή (Ιω. 7, 14-30). Μεσούσης της εορτής του Ιουδαϊκού Πάσχα ο Χριστός ανεβαίνει στο ιερό και διδάσκει. Η διδασκαλία Του προκαλεί θαυμασμό και ζωηρά αντιδικία μεταξύ αυτού και του λαού και των διδασκάλων. Είναι Μεσσίας ο Ιησούς ή δεν είναι; Είναι η διδασκαλία του Ιησού εκ Θεού ή δεν είναι;
Νέο θέμα προστίθεται: ο Χριστός είναι διδάσκαλος. Αυτός που ενώ δεν έμαθε γράμματα κατέχει το πλήρωμα της σοφίας, είναι η Σοφία του Θεού η κατασκευάσασα τον κόσμο. Από αυτόν τον διάλογο εμπνέεται το μέρος της υμνογραφίας της Εορτής. Εκείνος που διδάσκει στον ναό, στο μέσον των διδασκάλων του Ιουδαϊκού λαού, στο μέσον της εορτής, είναι ο Μεσσίας, ο Χριστός, ο Λόγος του Θεού. Αυτός που αποδοκιμάζεται από τους δήθεν σοφούς του λαού Του είναι η του Θεού Σοφία. Λίγες σειρές πιο κάτω στο Ευαγγέλιο του Ιωάννου, αμέσως μετά την περικοπή που περιλαμβάνει τον διάλογο του Κυρίου με τους Ιουδαίους «Τῆς ἑορτῆς μεσούσης», έρχεται ένας παρόμοιος διάλογος, που έλαβε χώρα μεταξύ του Χριστού και των Ιουδαίων «τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς», δηλαδή την Πεντηκοστή. Αυτός αρχίζει με μία μεγαλήγορο φράση του Κυρίου μας, «Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω. Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθώς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοί ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος» (Ιω. 7, 37-38). Και σχολιάζει ο Ευαγγελιστής. «Τοῦτο δέ εἶπε περί τοῦ Πνεύματος, οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν» (Ιω. 7, 39). Δεν έχει σημασία ότι οι λόγοι αυτοί του Κυρίου δεν ελέχθησαν κατά την Μεσοπεντηκοστή, αλλά λίγες ημέρες αργότερα. Ποιητική αδεία μπήκαν στο στόμα του Κυρίου στην ομιλία Του κατά την Μεσοπεντηκοστή. Ταιρίαζαν εξ’ άλλου τόσο πολύ με το θέμα της Εορτής. Δεν μπορούσε να βρεθεί πιο παραστατική εικόνα για να δειχθεί ο χαρακτήρας του διδακτικού έργου του Χριστού. Στο διψασμένο ανθρώπινο γένος η διδασκαλία του Κυρίου ήλθε σαν ύδωρ ζων, σαν ποταμός χάριτος που δρόσισε το πρόσωπο της γης. Ο Χριστός είναι η πηγή της χάριτος, του ύδατος του αλλομένου εις ζωήν αιώνιον, που ξεδιψά και αρδεύει τις συνεχόμενες από βασανιστική δίψα ψυχές των ανθρώπων. Που μεταβάλλει τους πίνοντας σε πηγές. «Ποταμοί ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσι ὕδατος ζῶντο» (Ιω. 7, 38). «Καί γενήσεται αὐτῷ πηγή ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωήν αἰώνιον», είπε στην Σαμαρείτιδα (Ιω. 4, 14). Που μετέτρεψε την έρημο του κόσμου σε θεοφύτευτο παράδεισο αειθαλών δένδρων φυτεμένων παρά τας διεξόδους των υδάτων του Αγ. Πνεύματος. Το γόνιμο αυτό εορταστικό θέμα έδωσε νέες αφορμές στην εκκλησιαστική ποίηση και την διδασκαλία της Εκκλησίας μας και στόλισε την εορτή της Μεσοπεντηκοστής με εξαίρετους ύμνους. Αυτή είναι η Εορτή της Μεσοπεντηκοστής. Η έλλειψη ιστορικού υποβάθρου της στέρησε τον απαραίτητο εκείνο λαϊκό χαρακτήρα, που θα την έκανε προσφιλή στον πολύ κόσμο και το θεωρητικό της θέμα ας βοηθήσει τους χριστιανούς, που δεν έχουν τις απαραίτητες θεολογικές προϋποθέσεις, να ξεπεράσουν την επιφάνεια και να εισδύσουν στην πανηγυριζόμενη δόξα του διδασκάλου Χριστού, της Σοφίας και Λόγου του Θεού, που είναι η πηγή του ακένωτου ύδατος. Αμήν.