ΠΡΟΣΕΥΧΗ: «ΙΣΤΑΜΑΙ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΘΕΟΥ »
ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΣ κ.κ. ΜΑΚΑΡΙΟΥ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ : †ΑΡΧΙΜ. ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΚΑΤΡΑΜΑΔΟΥ
ΙΣΤΑΜΑΙ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
«Πατέρες και Αδελφοί, Χριστός Ανέστη!
Η προσευχή για την Ορθόδοξη Εκκλησία είναι κατάσταση ψυχοσωματική. Δεν πρόκειται για μια στροφή προς τον εαυτό μας, μια απρόσωπη σχέση, αλλά για κοινωνία δύο προσώπων, αφ’ ενός εμού, του προσευχομένου ανθρώπου, και, αφ’ ετέρου, του αληθώς παρόντος και συνόντος Θεού. Προσεύχομαι σημαίνει ότι ίσταμαι ενώπιον του Θεού και μιλώ μαζί Του. Μετέχω, δηλαδή, σ’ ένα ζωντανό διάλογο, ο οποίος δεν είναι εριστικός, δεν έχει διαπληκτισμούς ούτε και επιχειρηματολογία. Πρόκειται για μία κατάσταση πίστεως και εσωτερικής δυνάμεως, για μια ενέργεια υπερφυσική, που κινεί τον προσευχόμενο προς την αιώνια ζωή. Εξάλλου, ο Χριστός ενηνθρώπησε, για να νικήσει το θάνατο και να μας χαρίσει την αιωνιότητα. Αλλά η αιωνιότητα αυτή δεν αφορά μια μεταθανάτια χρονική παράταση της υπάρξεώς μας αλλά την πληρότητα της χάριτος, που νοηματοδοτεί και ζωογονεί το παρόν και το μέλλον, το σώμα και την ψυχή του ανθρώπου. Ίσταμαι ενώπιον του Θεού σημαίνει ότι χρησιμοποιώ το λόγο της σιωπής κι έτσι η προσευχή μου δεν καθίσταται μια μεταφυσική ενασχόληση ή ένας κανόνας της καθημερινότητας, που βασίζεται σε μια δεοντολογική θρησκευτική υποχρέωση, αλλά γίνεται ελευθερία και ζωή. Η προσευχή μου είναι βασικός λόγος που οδηγεί στο Θεό, πρόσωπο προς πρόσωπο, δημιουργώντας μία κοινωνία και επικοινωνία που είναι τρυφερή και παράλληλα δυνατή, που σε ενθουσιάζει, ενώ, ταυτόχρονα, σε ειρηνεύει.
Υπάρχει ο λόγος με τον οποίο επικοινωνείς, χωρίς να κοινωνείς. Ο κοσμικός διάλογος βασίζεται σ’ αυτόν ακριβώς το λόγο, τον οποίο χρησιμοποιεί σαν εργαλείο, για να επιτύχει ένα συγκεκριμένο σκοπό. Υπάρχει, όμως, και ο λόγος που κοινωνείς χωρίς επικοινωνιακά μέσα και υπάρχει κι αυτός που απλώς πληροφορεί. Υπάρχει ο λόγος που εμπνέει και μεταμορφώνει τον άνθρωπο. Υπάρχει όμως και ο ψυχικός λόγος, ακόμη και ο θρησκευτικός. Αλλά η προσευχή είναι ο κατεξοχήν πνευματικός λόγος που αποτελεί συνέχεια της Πεντηκοστής, διότι είναι δώρο του Αγίου Πνεύματος. Αυτός ο λόγος μπορεί να είναι και θεολογικός, αλλά κάθε θεολογικός λόγος δεν είναι απαραίτητα πνευματικός. «Ο θεολογικός» λόγος με τη βαθιά σημασία της λέξεως δεν γεννιέται από τα βιβλία, τα πανεπιστήμια, τις θεολογικές σχολές ή τη θεωρητική γνώση, αλλά από την άσκηση και την προσευχή, από την κένωση και την εμπειρία του Θεού όπως βιώνεται μέσα στην κατεξοχήν προσευχή της Εκκλησίας την Θ. Ευχαριστία.
Ίσταμαι, λοιπόν, ενώπιον του Θεού σημαίνει ότι ξεκινώ ένα ουσιαστικό διάλογο, με λόγο πνευματικό που απορρέει από το υπερώο της Πεντηκοστής δηλ. από την Αγ. Τράπεζα του Ναού και της Ενορίας όπου ανήκω, κινούμαι και δρω εκκλησιαστικά και πνευματικά με τους αδελφούς ενορίτες μου, όχι για να πείσω ή να κερδίσω, αλλά για να κοινωνήσω αληθινά με το Θεό, που Τον αγαπώ. Αν δεν αγαπούμε τον Θεό και τον άνθρωπο, καλύτερα να μην τολμούμε να προσευχόμαστε. Ο λόγος της προσευχής δεν είναι λόγος επικοινωνιακός, δεν υφίσταται για να εξυπηρετήσει προσωπικές και μόνο ανάγκες και σκοπιμότητες ή για να καλύψει τα υπαρξιακά μου κενά. Πολύ ορθά σημειώνει ο Ευαγγελιστής: «οὐκ ἔρχεται ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ μετὰ παρατηρήσεως, οὐδὲ ἐροῦσιν· ἰδοὺ ὧδε ἢ ἰδοὺ ἐκεῖ· ἰδοὺ γὰρ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστιν».
Η προσευχή σε προσωπικό, «εντός του ταμείου μας» ή σε συλλογικό επίπεδο εντός της Θ. λατρείας της Εκκλησίας μας προετοιμάζει για τη βασιλεία του Θεού, την οποία δεν πρέπει να αναζητούμε μακριά μας. Είναι υπόθεση της ανθρώπινης καρδιάς να βιώνει την παρουσία του Θεού και να αισθάνεται τα πράγματα του Θεού ως πράγματα ενεργούμενα στον άνθρωπο και τα πράγματα του ανθρώπου ως πράγματα τελειούμενα στο Θεό.
Ίσταμαι ενώπιον του Θεού σημαίνει ότι ανακαλύπτω μέσα μου τη ζωή σε όλο της το μεγαλείο και ζω την ανάσταση πριν την κοινή ανάσταση. Η παρουσία του Θεού δεν δύναται να κατανοηθεί κοσμικά και με την ανθρώπινη λογική. Άλλωστε, όλες οι ανθρωπομορφικές εικόνες που χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε το Θεό δεν ανταποκρίνονται και δεν απευθύνονται στο είναι Του, αλλά εξυπηρετούν μια λειτουργική αναγκαιότητα: τη δική μας αδυναμία να Τον κατανοήσουμε δίχως εικόνες και σύμβολα. Γι’ αυτό, μιλώντας για την παρουσία του Θεού κατά την ώρα της προσευχής, δεν αναφερόμαστε σε μια ορατή «φιγούρα» που στέκεται ενώπιόν μας, αλλά περισσότερο σε μια κατάσταση που βιώνεται υπαρξιακά. Η παρουσία του Θεού συνιστά μια θεία φανέρωση, που φωτίζει και ανοίγει τα μάτια της ψυχής. Ο Χριστός, άλλωστε, ήλθε στον κόσμο, για να μας ελευθερώσει και να μας κάνει κατά χάριν θεούς. Ήλθε, για να μας δώσει τη δυνατότητα να δούμε και να βιώσουμε τη θέα «του απροσίτου, ανέσπερου, αναστάσιμου φωτός». Ήλθε, για να μπορέσουμε να Τον γνωρίσουμε θεοπρεπώς, για να αισθανθούμε και να βιώσουμε την παρουσία Του ως φως και ειρήνη. Ήλθε, για να μας χαρίσει «το αρχαίον κάλλος» και την υιοθεσία. Δεν ήλθε, για να διδάξει αλήθειες θεωρητικές και νομικές ή να προσφέρει μία εγκόσμια δικαίωση σε αυτούς που βασίζονται στις δυνάμεις τους και τα κατορθώματά τους. Ήλθε και μίλησε «ὡς ἐξουσίαν ἀγάπης ἔχων. οὐχ ὡς οἱ γραμματεῖς. Οὐκ ἐρίσει οὐδέ κραυγάσει»……διότι ερίζουν και κραυγάζουν οι αδύνατοι και αυτοί που φοβούνται να μην κλονιστεί η παντοκρατορία του εγώ τους
Ίσταμαι ενώπιον του Θεού σημαίνει ότι περισσότερο αισθάνομαι και βιώνω υπερβατικά την παρουσία Του, παρά την βλέπω με τα μάτια του σώματος.
Όταν ο άνθρωπος εισέλθει στην κατάσταση της προσευχής, διαπιστώνει ότι οι φοβερές δυνάμεις του σκότους τον παρεμποδίζουν, με χίλιους τρόπους, στο να έχει μια σταθερότητα. Για αυτό χρειάζεται από την πλευρά του να καταβληθούν τεράστιες ψυχοσωματικές δυνάμεις, κόπος και ένταση, τουλάχιστον κατά τα αρχικά στάδια, μέχρι, δηλαδή, να καταστεί η προσευχή τρόπος ζωής. Αλλά η εγρήγορση του προσευχομένου πρέπει να είναι μόνιμη και συνεχής, γιατί πολλές φορές στον πνευματικό μας αγώνα η προσευχή θα φανεί σαν μια άκαρπη υπόθεση ή σαν χαμένος χρόνος. Μπορεί κάποιος να προσεύχεται για μέρες ή εβδομάδες ή χρόνια ολόκληρα, αλλά να μη βλέπει να έρχεται στη ζωή του αυτό που θα τον μεταμορφώσει. Δεν αισθάνεται ότι κάπου εκεί έξω υπάρχει ο Θεός που θα τον ακούσει. Δεν βλέπει κάποια ανταύγεια φωτός, ούτε νιώθει ζεστασιά και γλυκύτητα στην καρδιά του. Δεν βρίσκει πόθο και ελπίδα. Αισθάνεται σαν να τον έχει εγκαταλείψει ο Θεός, σαν να μη θέλει να ασχοληθεί μαζί του. Η ύπαρξή του είναι ένα τίποτα, ένα μεγάλο κενό, το οποίο τον αποκαρδιώνει και μάλλον τον απωθεί από το έργο της προσευχής.
Αυτή, μάλιστα, η επιβάρυνση γίνεται σήμερα ακόμη πιο αισθητή, επειδή ο άνθρωπος, για να κουραστεί θέλει να έχει κίνητρο και άμεση ικανοποίηση. Τίποτα δεν γίνεται χωρίς ανταμοιβή. Κανείς δεν περιμένει με υπομονή και καρτερία να έρθουν οι καρποί. Όλοι βιάζονται. Κι αν σ’ αυτή την αποκαρδιωτική κατάσταση προστεθεί και η επιπλέον μεθοδία του διαβόλου, που οδηγεί τον άνθρωπο -ακόμη και τον προσευχόμενο -σε σκέψεις απιστίας και αρνήσεως του Θεού, λογισμούς αντιδραστικότητας και βλασφημίας, τότε η προσπάθεια για προσευχή χάνει κάθε ενδιαφέρον, δυναμική και ζωτικότητα. Αλλά στην πνευματική ζωή υπάρχουν πάντα μεταπτώσεις, κι αυτό πρέπει να το γνωρίζουμε. Κάποτε θα αισθανόμαστε πως προοδεύουμε και κάποτε θα διαπιστώνουμε ότι μένουμε στάσιμοι. Κάποτε πάλι θα χάνουμε το κουράγιο μας και θα φτάνουμε σε σημείο απόγνωσης. Κάποιες φορές θα έχουμε έντονη την ευχετική δύναμη, αλλά κάποιες άλλες θα αισθανόμαστε ότι μονολογούμε άσκοπα. Ωστόσο,«τα εναλλασσόμενα αυτά βιώματα και οι καταστάσεις που διέρχεται ο εκτενώς και από καρδιάς προσευχόμενος φέρνουν σε αυτόν την πολύτιμη γνώση του μυστηρίου των οδών της σωτηρίας…
Για κάθε άνθρωπο υπάρχει μία μοναδική οδός προς τον Θεόν», την οποία απολαμβάνει, όταν αυτή του αποκαλύπτεται μυστικώς. Έτσι γνωρίζει το Θεό με ένα τρόπο πολύ προσωπικό, που αγγίζει όλη του την ύπαρξη και αλλοιώνει όλο του το είναι. Ας μη διαφεύγει της προσοχής μας ότι η δυσκολία της προσευχής και ο αποπροσανατολισμός μας από τον ζώντα και ενώπιόν μας ιστάμενο Θεό αποτελεί και μία επιπλέον απόδειξη ότι η δύναμη της προσευχής είναι τεράστια, άσχετα αν εμείς βλέπουμε αποτελέσματα ή όχι.
Μια από τις μεγαλύτερες νίκες του διαβόλου είναι να μας πει ότι η κοινωνία με το Θεό είναι ουτοπική η ανέφικτη. Προσπαθεί να μας πείσει ότι ο Θεός δεν είναι παρών. Δεν είναι δίπλα μας, δεν μας βλέπει και δεν μας ακούει. Είναι αυτό το ίδιο ψεύδος που ενέσπειρε στην ψυχή των πρωτοπλάστων, όταν τους παγίδευσε στον πειρασμό ότι ο Θεός δεν τους έβλεπε και ότι δεν βρισκόταν ανάμεσά τους. Πρέπει να ξέρουμε ότι όλα αυτά τα συναισθήματα: το ότι είμαι άχρηστος, το ότι δεν αισθάνομαι την παρουσία του Θεού, το ότι βιώνω την απογοήτευση και το ότι κυριεύομαι από ακηδία, δεν είναι τίποτα άλλο παρά η δυσωδία του διαβόλου και η φρίκη που νιώθει, όταν μας βλέπει προσευχόμενους ενώπιον του ζώντος Θεού. Αλλά κατά βάθος το ξέρουμε πως, παρά τα βιώματα αρνήσεως ή απογοητεύσεως, ο Θεός δεν παύει να είναι παρών και ζωντανός, διότι η παρουσία Του και η παντοδυναμία Του δεν εξαρτώνται από το δικό μας ψυχικό κόσμο ή την πνευματική μας κατάσταση. Ο Θεός δεν σταματά να μας αγαπά. Μας αγαπά και μας βλέπει. Δεν ανακαλεί τις υποσχέσεις Του. Δεν αθετεί τον λόγο Του. Ισχύει πάντοτε ο λόγος του Ευαγγελίου: «Αἰτεῖτε, καὶ δοθήσεται ὑμῖν… ζητεῖτε, καὶ εὑρήσετε….. κρούετε, καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν· πᾶς γὰρ ὁ αἰτῶν λαμβάνει καὶ ὁ ζητῶν εὑρίσκει καὶ τῷ κρούοντι ἀνοιγήσεται». Ο Θεός συγχωρεί τα λάθη μας. Είναι ελεήμων και μακρόθυμος. «Είναι τόσο μεγάλος, τόσο εγγύς, τόσο πιστός, τόσο δυνατός, τόσο ελεήμων, ώστε δεν θα μπορούσε κανείς να πλάση πιο χρήσιμο πρόσωπο, για να κουβεντιάσει μαζί του» κατά τον πατερικό λόγο. Η προσευχή δεν είναι προνόμιο του πεπτωκότος ανθρώπου. Ο άνθρωπος, ως κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού δημιούργημα, έχει μεν την τάση να προσεύχεται και να αναζητά την ένωσή του με το Θεό, αλλά η πρακτική αυτή προϋποθέτει την καλή διάθεση του ανθρώπου και την ελεύθερη βούλησή του. Γι’ αυτό, εξάλλου, έχουμε την εντολή και το υπόδειγμα της προσευχής από τον ίδιο τον Θεάνθρωπο Χριστό, ο οποίος δεν μας υπέδειξε τα φυσικά και αυτονόητα, αλλά αυτά που προβιβάζουν τον άνθρωπο και ευοδώνουν το σκοπό της θεώσεώς του. Τα κατά καιρούς εμπόδια και οι δυσκολίες που παρουσιάζονται, αποτελούν μία δοκιμασία για τη βούληση και την ελευθερία μας. Μέσα από την πάλη της προσευχής, κρίνεται η αγάπη μας προς το Θεό, αφού στο σημείο αυτό καλούμαστε να κάνουμε την επιλογή μας. Όποιος αγαπά το Θεό στέκεται δυνατός και αποφασιστικός στην αγάπη Του και η βούλησή του, επιλέγει αυτήν ακριβώς την αγάπη του Θεού και όχι οτιδήποτε άλλο. Δεν μπορεί κάποιος να αγαπά, χωρίς να πάσχει. Κι όσο περισσότερο αγαπά κάποιος, τόσο πιο μεγάλη οδύνη έχει. Πρέπει να αγαπούμε μέχρι τέλους. Η προσευχή είναι απόδειξη αγάπης προς τον Χριστό, με τον οποίο επιθυμούμε να ενωθούμε. Δεν παύει, όμως, να είναι οδυνηρή, γιατί θέλει μεγάλη τόλμη και υπομονή. Να σταθούμε, λοιπόν, ενώπιον του Θεού, ο Οποίος υπάρχει παρά τη δική μας αίσθηση. Να σταθούμε ενώπιον του Θεού με σοφία, με διάκριση και ταπείνωση, δίχως να περιμένουμε κάτι για τον εαυτό μας. Να ζήσουμε την ελευθερία της προσευχής και να απαλλάξουμε τον εαυτό μας από αιτήματα και θελήματα που μας κρατούν εγκλωβισμένους στην κτιστότητα. Να σταθούμε ενώπιον του Θεού και να προσευχηθούμε ως έσχατοι και αχρείοι δούλοι και ως πιστοί οικονόμοι. Η προσευχή μας είναι αναγκαία, γιατί μας ενώνει με το Θεό. Δεν προσδοκούμε από την προσευχή ούτε να ηρεμήσουμε, ούτε τα οικονομικά μας προβλήματα να λυθούν, ούτε τα ψυχολογικά μας να θεραπευθούν, ούτε οι λογισμοί μας να φύγουν, ούτε τους πόνους από τους χωρισμούς μας να γιατρέψουμε. Ένα θέλουμε: να σταθούμε ενώπιον του Θεού και να είμαστε σε κοινωνία μαζί Του. Αυτόν θέλουμε να αγαπήσουμε και να γνωρίσουμε. Πολλές φορές μεταφέρουμε το φρόνημα του κόσμου στην πνευματική μας ζωή και προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε με κοσμική νοοτροπία αυτά τα οποία δεν ανήκουν σ’αυτόν τον κόσμο. Η προσευχή δεν είναι ένας τρόπος πνευματικής καταξίωσης, που βασίζεται στις δικές μας ανθρώπινες δυνάμεις, γιατί στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν υπάρχει ο καταξιωμένος και ο αυτοδημιούργητος αλλά ο χαριτωμένος άνθρωπος, δηλαδή αυτός που τον έχει επισκιάσει η χάρις του Αναστάντος Χριστού. Ο κοσμικός άνθρωπος θα δει την προσευχή σαν μία επιπλέον ευκαιρία ικανοποίησης μιας βαθύτερης ανάγκης για υπερβατική εμπειρία, αφού δια μέσου αυτής θα δρέψει καρπούς προς ίδιον όφελος. Η θρησκεία φαντάζει στα μάτια του σαν ένα μέσο, για να εξασφαλίσει την τέλεια πνευματική άνεση· γι’αυτό χρησιμοποιεί τόν Χριστό και τη Θεολογία, την προσευχή και την πνευματικότητα σαν μια ευδαιμονιστική πανάκεια. Με αυτό το κοσμικό πνεύμα νομίζουμε ότι σήμερα θα πάρουμε ένα κομποσχοίνι στα χέρια μας, θα βρούμε κι ένα πνευματικό και αύριο θα αρχίσουν να φαίνονται τα σημεία της πνευματικής καρποφορίας και, «πλανώμεθα πλάνην οικτρά….». Η προσευχή της Λατρείας της Εκκλησίας ξεπερνά τα όρια αυτής της λογικής. Η προσευχή είναι προσπάθεια να μεταβούμε, «ψυχή τε και σώματι», σε μια άλλη κατάσταση.
Δεν πειραματιζόμαστε και δεν χρησιμοποιούμε την προσευχή και την παρουσία μας στη Λατρεία της Εκκλησίας, για να προβληθούμε Φαρισαϊκά και να αναδειχθούμε σε προσωπικό επίπεδο ή για να βεβαιώσουμε έμπρακτα ότι ο Θεός υπάρχει, μόνο όταν απαντά στα απαιτητικά αιτήματά μας. Εξάλλου, και η σιωπή του Θεού, αλλά και η πορεία μας είναι μία απάντηση και η αρνητική απάντηση του Θεού είναι μία ανταπόκριση. Η προσευχή δεν είναι μία ευκαιρία του σήμερα ή ένα γεγονός της στιγμής, αλλά είναι ολόκληρη η ζωή μας, η ύπαρξή μας, ο κόσμος μας ο εσωτερικός, που συνειδητοποιεί ότι τελικά τίποτα δεν υπάρχει στη ζωή πιο όμορφο και πιο ειρηνικό από το να ίσταμαι ενώπιον του Θεού και να προσεύχομαι και συμπροσεὐχομαι, όχι γιατί θέλω κάτι, αλλά περισσότερο γιατί χαίρομαι αυτή την κοινωνία μαζί Του και με τους άλλους αδελφούς μου. Δια του τρόπου αυτού πραγματοποιείται μυστικώς και βαθμηδόν η ένωση του ανθρώπου με το Θεό. «Γίνεται δηλαδή περιχώρηση της Θείας και της ανθρώπινης ζωής με μια διπλή κίνηση. Ο άνθρωπος ανατείνει τις ψυχικές του δυνάμεις προς τον Θεό και ο Θεός συγκαταβαίνει προς αυτόν». Ο προσευχόμενος αρχίζει σιγά σιγά να εισέρχεται στην πορεία της τελειώσεως, λαμβάνοντας δύναμη από την ενέργεια του αληθινού Θεού, με σκοπό να αγωνιστεί, για να εκπληρώσει τον προορισμό του. Όσο περισσότερο προσεύχεται, τόσο περισσότερο αντιστέκεται στη δύναμη που παρεμποδίζει τον προορισμό της θεώσεως και του αγιασμού. Με την προσευχή ο άνθρωπος αποκτά ισορροπία στις αμφισβητήσεις του και γίνεται πιο ανδρείος και πιο δυνατός. Δυναμώνεται μέσα του η αίσθηση ότι στέκεται ενώπιον του Θεού. Δια της καρδιακής προσευχής, στης συμμετοχής στην Θ. Λατρεία της Εκκλησίας και ιδιαιτέρως δια της συνειδητής συμμετοχής στην κυρία και ουσιαστική προσευχή Της που είναι η συμμετοχή μας δηλ. στην Θ. Ευχαριστία, αρχίζει σιγά σιγά να μεταβαίνει ο πιστός προσευχόμενος άνθρωπος στον κόσμο του Αναστασίμου Θείου Φωτός. Το σώμα, αν και υλικό, παύει να είναι αισθητό. Η ψυχή μπορεί να έχει πάθη και να είναι προσκολλημένη στα κοσμικά, αλλά η προσευχή της δημιουργεί άλλη αίσθηση. Εντός της Θ. Λατρείας και διά της προσευχής ξεκινά η στροφή προς την αιωνιότητα. Όταν ο Απ. Παύλος έλεγε: «Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ πρὸ ἐτῶν δεκατεσσάρων· εἴτε ἐν σώματι οὐκ οἶδα, εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· ἁρπαγέντα τὸν τοιοῦτον ἕως τρίτου οὐρανοῦ. καὶ οἶδα τὸν τοιοῦτον ἄνθρωπον· εἴτε ἐν σώματι εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν·ὅτι ἡρπάγη εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἤκουσεν ἄρρητα ρήματα, ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι» μας έδινε τα κυριότερα χαρακτηριστικά της δικής του εμπειρίας, που ήταν η απουσία της αισθήσεως του σώματος και, κατ’ επέκταση, η απουσία αισθήσεως του υλικού κόσμου και η μεταφορά της υποστάσεώς του (αρπαγή) στην ευρυχωρία του Ουρανού και στην αίσθηση των εσχάτων. Ίσταμαι ενώπιον του Θεού σημαίνει μία συνάντηση και μία έμπειρία κατά την οποία ο άνθρωπος ζει καταστάσεις που δεν εκφράζονται με λόγια. Ο ιστάμενος ενώπιον του Θεού παύει να αμφιβάλλει και να φοβάται. Δεν μένει στην αγωνία της απαντήσεως των ερωτημάτων του από το Θεό. Αισθάνεται ότι έλαβε το μεγαλύτερο δώρο, το οποίο είναι η είσοδός του στην αιωνιότητα και, επομένως, δεν αγωνιά για τα μικρά και ταπεινά πράγματα. Είναι δύσκολο να βιώσεις την αιωνιότητα, έχοντας φθαρτό σώμα και ζώντας σ ένα κόσμο που συνεχώς καταστρέφεται. Αλλά ο προσευχόμενος λαμβάνει την κατάλληλη στιγμή αυτό το δώρο της πρόγευσης της αιωνιότητας. Και τότε παύει να σκέπτεται, να θυμάται, να αγωνιά, να μεριμνά. Βιώνει μια άλλη κατάσταση υψώσεως και καλής αλλοιώσεως. Το σώμα περιέρχεται σε ζωντανή νέκρωση και ο νους αιχμαλωτίζεται από την αγάπη του Θεού. Αυτή η κατάσταση είναι πρόγευση αιωνιότητας. Οπ. Σωφρόνιος του Έσσεξ έλεγε ότι η προσευχή διαπερνά τους αχανείς χώρους του κοσμικού είναι και διασχίζει σαν αστραπή ακαριαία την οικουμένη από το ένα άκρο στο άλλο. Ορμώμενος μάλιστα, από το στίχο του εθνικού μας ύμνου «που με βια μετρά τή γη», υπεστήριζε ότι η προσευχή διατρέχει αχρόνως όλους τους αιώνες και ο νους του πνευματικού ανθρώπου μπορεί με μιας να μετρήσει ολόκληρη τη γη. Τέλος, ίσταμαι ενώπιον του Θεού σημαίνει ότι σιωπώ, παύω να λέω πολλά και να κάνω το πνευματικό οδηγό και δάσκαλο στους άλλους. Επικαλούμενος το όνομα του Χριστού, που περιέχει όλα τα ονόματα, εισέρχομαι στο χώρο της ησυχίας. Η σιωπή δεν είναι τόσο το να μη μιλώ ή το να μη σκέφτομαι, όσο το να απομακρύνομαι από τον εαυτό μου και να βυθίζομαι στην ανυπαρξία. Όσο κανείς ωριμάζει πνευματικά, τόσο περισσότερο σιωπά, ακόμη και την ώρα της προσευχής. Δεν είναι αυτό που λες ή που κάνεις. Αλλά ακριβώς αυτό το εσωτερικό βίωμα που έχεις, το αίσθημα της πληρότητας ότι ίστασαι ενώπιον του Θεού. Όλα αυτά, που δεν είναι ουτοπικά ούτε ακατόρθωτα και που για να τα ζήσεις δεν χρειάζεται να είσαι αποκλειστικά επίσκοπος, κληρικός, λαϊκός η μοναχός, είναι εύκολα και προσβάσιμα σε όλους τους ανθρώπους που αγαπούν το Χριστό και θέλουν να έχουν κοινωνία μαζί Του. Η Χάρις του Παρακλήτου θα έρθει με λίγη υπομονή και τότε πολλά, που δεν τα κατανοούμε τώρα ,γιατί ο νους μας δεν έχει ακόμη αποκτήσει σφαιρική κατανόηση των πάντων, θα τα κατανοήσουμε εμπειρικά και βιωματικά. Βεβαίως, τα δώρα είναι πολύτιμα και κάνουν τη διαφορά γιατί πάντοτε συνοδεύονται από εκπλήξεις. Είναι δώρο το να μεταφέρεσαι προς στιγμήν στην ώρα της τελέσεως της Θ. Λειτουργίας στην αιωνιότητα, αλλά και η επιστροφή στην πραγματικότητα του κόσμου είναι αναπόφευκτη, όπως τότε με τον Κύριο και τους μαθητές Του που μετά την εμπειρία της Μεταμορφώσεως και του «καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι» επέστρεψαν για το καλό της πορείας της Εκκλησίας στο κόσμο και στα του κόσμου, χωρίς να γίνουν πλέον ποτέ από τότε, κόσμος. Αυτή, όμως, η επιστροφή στην παχύτητα του κόσμου μας κάνει, όπως έκανε και εκείνους να ποθούμε περισσότερο το Αναστάντα Χριστό και να νοσταλγούμε τη Βασιλεία Του, την πορεία μας μέσα στην Εκκλησία Του, με μια όμως ήρεμη και ειρηνική αγωνία. Η προσευχή είναι σύμπτωμα της πνευματικοποίησης των αισθήσεων και υπογραμμίζει την αρραγή ενότητα του ανθρωπίνου προσώπου και δείχνει πως το σώμα λυτρώνεται και αγιάζεται μαζί με την ψυχή. Ο Αναστάς Κύριος, που με την Ανάστασή Του «ζωή πολιτεύεται» ταπεινά και αδελφικά εύχομαι να δίνει σε όλους μας την επίγνωση του να «ΙΣΤΑΜΑΙ ΠΡΟΣΕΥΧΟΜΕΝΟΣ» αλλά και της αναγκαιότητας να «ίσταμαι πάντα προσευχόμενος.»