Site icon ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΗΛΙΟΥΠΟΛΕΩΣ

«ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ » 2016

Α οικουμενική σύνοδος πατέρων 318 Πατέρες

Α οικουμενική σύνοδος πατέρων 318 Πατέρες

«ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ »

Η σημερινή Κυριακή,   είναι αφιερωμένη στην μνήμη των   318 Πατέρων της Α’ Οικουμενικής Συνόδου. Δεν επέλεξε τυχαία η Εκκλησία να τιμά και να εορτάζει τους θεοφόρους Πατέρες  μία Κυριακή πριν την Πεντηκοστή, κατά την οποία έστειλε ο Χριστός στους  Αποστόλους το Άγ. Πνεύμα, όπως τους είχε υποσχεθεί, όταν έλεγε ότι “ ….. εγώ θα ζητήσω από τον Πατέρα και θα σας δώσει άλλον Παράκλητο, ο οποίος θα είναι μαζί σας παντοτινά, το Πνεύμα της αληθείας το οποίο ο κόσμος δεν μπορεί να λάβει, γιατί δεν το βλέπει ούτε το γνωρίζει. Εσείς όμως το γνωρίζετε, γιατί ήδη βρίσκεται ανάμεσά σας και θα είναι μέσα σας” (Ιω. 14, 15-17).

Με τον σημερινό δηλαδή εορτασμό υπενθυμίζεται σε όλους μας ότι αφ’ ενός μεν η Εκκλησία αποτελεί καρπό της επενέργειας του Αγίου Πνεύματος στον κόσμο, το οποίο συνέχει και ενοποιεί τους πιστούς σε ένα σώμα, το σώμα  του Χριστού,  και αφ’ ετέρου ότι  η διδασκαλία της Εκκλησίας μας, όπως εκφράστηκε και οριοθετήθηκε από τους Πατέρες της Εκκλησίας και από τις Οικουμενικές  Συνόδους,  αποτελεί  καρπό  του  φωτισμού  του  Αγίου  Πνεύματος,  έκφραση  του βιώματος της Εκκλησίας . Αυτές και μόνο οι επισημάνσεις αποτελούν σημαντικότατα μηνύματα για την ζωή μας ως χριστιανών και μάλιστα Ορθοδόξων χριστιανών, όχι μόνο για την γνωριμία μας με τις ρίζες και τις αλήθειες της μακραίωνης Παραδόσεως της Εκκλησίας, αλλά έτι περισσότερο επειδή μέσα στο παγκοσμιοποιημένο γίγνεσθαι της εποχής μας καθίσταται επιτακτικότερο παρά ποτέ να γνωρίζουμε την αυθεντική διδασκαλία της Ορθοδοξίας, μιας που οι τάσεις συγκρητισμού και η προώθηση της ιδέας της πανθρησκείας, σε συνδυασμό και με  την άγνοια ή και  την αδιαφορία , τείνουν να αλλοιώσουν και να αμβλύνουν ακόμα και στους κόλπους των παραδοσιακών χριστιανών το περί πίστεως και περί Εκκλησίας αίσθημα.

ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ  ΚΥΡΙΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΠΟΥ ΖΟΥΜΕ :

1) Η άγνοια του Ευαγγελίου. Ολοένα και λιγότερο ασχολούμαστε με την μελέτη της Αγ. Γραφής, με την ανάγνωση της Κ. Διαθήκης. Ελάχιστοι έχουν διαβάσει έστω μια φορά ολόκληρη την Καινή Διαθήκη. Ίσως να μη μας φαίνεται σημαντικό, όμως αν δεν μελετάμε τον λόγο του Θεού, τότε πώς θα γνωρίσουμε τί πραγματικά πιστεύουμε και τί ζητάει ο Θεός από τον άνθρωπο;

2) Έχουμε σχηματίσει μια αφηρημένη ιδέα περί Θεού. Νομίζουμε ότι ο Θεός είναι μια ιδέα, μια αφηρημένη δύναμη εκεί ψηλά στον ουρανό, μακριά από εμάς, ξένος προς τη ζωή μας και την καθημερινότητά μας. Τον  σεβόμαστε, Τον φοβόμαστε ίσως, αλλά δεν  πιστεύουμε ότι ο  Θεός ασχολείται με εμάς, με τον κόσμο, με τα προβλήματα και τις ανάγκες μας.

3)  Θεωρούμε  την  πίστη και  τη  θρησκευτικότητα ως  ιδιωτική υπόθεση. Έχουμε την εντύπωση ότι ο καθένας μπορεί από μόνος του να πιστεύει στον Θεό με τον τρόπο που ο ίδιος Τον φαντάζεται και με τον τρόπο που ο καθένας θεωρεί σωστό. Στην καλύτερη περίπτωση θεωρούμε ότι η θρησκευτικότητά μας εξαντλείται στον περιστασιακό εκκλησιασμό, ή έστω, στον τακτικό, της κάθε Κυριακής, και ότι η υπόλοιπη ζωή μας δεν έχει να κάνει με το Θεό και με την Εκκλησία. Αυτή η ιδιωτική θεώρηση των πραγμάτων αντανακλά ακόμα και στον τρόπο με τον οποίο πιστεύουμε στον Θεό αλλά και στην άποψή μας για το τί είναι η Εκκλησία. Σχηματίζουμε δηλαδή από τη μια μεριά μια δική μας θα έλεγα προσωπική θρησκεία, προσαρμόζουμε την πίστη στα δικά μας μέτρα και στα δικά μας θέλω, και από την άλλη, όταν μιλάμε για Εκκλησία θεωρούμε τον εαυτό μας έξω από αυτή.

4)  Αγνοούμε τη διδασκαλία της Εκκλησίας, ακόμα και στα βασικά. Παραμένουμε σε ό,τι ακούμε από τους γύρω μας, σε εσφαλμένες συχνά απόψεις, σε “κανόνες” και πρακτικές που αρκετές φορές αγγίζουν τα όρια της δεισιδαιμονίας. Δεν μπαίνουμε στον κόπο να αναζητήσουμε και να μάθουμε την αληθινή διδασκαλία της Εκκλησίας, δεν μας ενδιαφέρει να διαβάσουμε πνευματικά βιβλία ή, έστω, να ρωτήσουμε φωτισμένους ιερείς και θεολόγους να μας πληροφορήσουν σχετικά με αυτή. Αρκούμαστε στα λίγα, στα φτωχά και   λανθασμένα. Και όλα αυτά επειδή θεωρούμε ότι η διδασκαλία της Εκκλησίας δεν έχει εφαρμογή στον καθημερινό μας βίο, ότι δεν αγγίζει ουσιαστικά την ύπαρξη και τη ζωή μας.

5) Τέλος, υπάρχει διάχυτη η ιδέα του συγκρητισμού, η οποία προωθείται από τους θιασώτες της παγκοσμιοποίησης, η ιδέα δηλαδή ότι εφόσον όλοι πιστεύουν σε κάποιο Θεό, δεν έχει σημασία πώς τον πιστεύουν.  Νομίζουμε  ότι όλες οι θρησκείες είναι το ίδιο, μιας που τελικά αυτό που επιδιώκουν είναι η ηθική προαγωγή των ανθρώπων. Αυτές είναι κυρίως οι τάσεις που επικρατούν στην εποχή μας και αν ψάξουμε μέσα μας θα διαπιστώσουμε ότι ορισμένες από αυτές έχουν υιοθετηθεί σε τέτοιο βαθμό, που φαντάζουν φυσιολογικές και σύμφωνες με την πίστη μας.

Αν θελήσουμε να αναζητήσουμε ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΒΑΒΥΛΩΝΙΑΣ, θα διακρίνουμε από τη μια μεριά το κοσμικό πνεύμα και από την άλλη τη δική μας άγνοια ή μάλλον ελλιπή γνώση πάνω στα θέματα της πίστεως.

Το  κοσμικό πνεύμα,  θέτει ως προτεραιότητα το ανθρώπινο θέλημα, το οποίο περιορίζεται στα  γήινα,  τα  υλικά,  θέλει  τον  άνθρωπο  ικανοποιημένο,  βολεμένο,  χωρίς  να  κουράζεται,  να  αγωνίζεται και κυρίως χωρίς να εργάζεται τα πνευματικά. Με γνώμονα την ευδαιμονία και με σκοπό την  παγκοσμιοποιημένη αντίληψη  περί  οικονομίας και  περί  ανθρώπου,  προωθεί  τον  λεγόμενο συγκρητισμό, όπως τον περιγράψαμε, την πλήρη αποδοχή δηλαδή της “αλήθειας” των άλλων, ενταγμένης κάτω από την αφηρημένη περί Θεού αντίληψη. Η πίστη  υποβιβάζεται στο επίπεδο μιας ιδεολογίας, μιας κοσμοθεωρίας ίσης ακόμη και με τα φιλοσοφικά ή άθεα συστήματα, αφού σε αυτά τη θέση του Θεού παίρνουν οι ιδέες της ηθικής και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Από την άλλη μεριά, η πρόοδος αυτών των ιδεών και των τάσεων οφείλεται στη δική μας άγνοια και ελλιπή γνώση πάνω στα θέματα της πίστεως. Αυτό αποτελεί τη δική μας μεγάλη ευθύνη για όσα συμβαίνουν γύρω και μέσα μας, γιατί δεν γνωρίζουμε τί ακριβώς πιστεύουμε και έτσι είμαστε ευάλωτοι και ευπειθείς σε όλες αυτές τις δοξασίες που καθημερινά, μεταχειριζόμενες κάθε μέσο, μας πολιορκούν. Ο μόνος τρόπος για να αντισταθούμε απέναντι στις προσβολές που περιγράψαμε αλλά και για να καταστήσουμε τους εαυτούς μας γνήσια και ενεργά μέλη της Εκκλησίας, είναι να γνωρίσουμε την πίστη μας στην πραγματική της διάσταση. Και στο σημείο αυτό καθίσταται  αναγκαία η μαθητεία μας στους Πατέρες της Εκκλησίας και κυρίως στα όσα μας παρέδωσαν μέσα από τους απαράβατους Όρους των Οικουμενικών Συνόδων. Στο ερώτημα “ποιά είναι η αλήθεια, τί είναι η Ορθοδοξία, και σε τί διαφέρει από τις αιρέσεις και από τις άλλες θρησκείες;”, οι Πατέρες της Εκκλησίας και οι Οικουμενικές Σύνοδοι  αποτελούν την σταθερή και ακλόνητη απάντηση.

Ίσως αντιτείνει κανείς ότι όλα αυτά αναφέρονται σε άλλες εποχές, ότι η κοινωνία και ο κόσμος έχει αλλάξει και πρέπει και η Εκκλησία να προχωρήσει, “να εκσυγχρονιστεί”, να μη μένει προσκολλημένη στις αναμνήσεις του παρελθόντος. Αυτές οι απόψεις ακούγονται και από χείλη θεολόγων και Ποιμένων, οι οποίοι λησμονούν ότι το μήνυμα του Ευαγγελίου είναι πάντα νέο και πάντα επίκαιρο, ότι η Αλήθεια δεν μεταβάλλεται και δεν αλλοιώνεται σύμφωνα με τις επιταγές του κόσμου και ότι σκοπός της Εκκλησίας δεν είναι να μετασχηματίζεται σύμφωνα με τις επιθυμίες των ανθρώπων, αλλά καλείται να μεταμορφώσει και να αναβιβάσει τον άνθρωπο προς τον Θεό.

Στο σημείο αυτό είναι απαραίτητο να κάνουμε μια σαφή διάκριση ανάμεσα στο  τί είναι η Αλήθεια και στο πώς αυτή εκφράζεται ανά πάσα στιγμή και σε κάθε εποχή. Μέσα στη σύγχυση και πολυφωνία της εποχής μας, συχνά μπερδεύουμε αυτά τα δύο πράγματα και οδηγούμαστε σε επισφαλή μονοπάτια. Η Αλήθεια της πίστεως είναι ο ίδιος ο Χριστός, ο σαρκωθείς Λόγος του Θεού, που έπαθε και Αναστήθηκε για τη σωτηρία των ανθρώπων, που ανελήφθη στους ουρανούς μαζί με το αναστημένο Του σώμα και έστειλε στη συνέχεια, σαν σήμερα, το Άγιον Πνεύμα στον κόσμο για να φωτίζει και να ενώνει όλους τους πιστούς σε ένα σώμα, στο σώμα του ίδιου του Χριστού, μέσα από το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Αλήθεια της πίστεώς μας είναι η διδασκαλία του Χριστού, η οποία μένει αναλλοίωτη εις  τους  αιώνες. Και  αυτή  την Αλήθεια κήρυξαν οι  άγιοι Απόστολοι, ανέλυσαν οι Πατέρες,   οριοθέτησαν οι Οικουμενικές Σύνοδοι, το έργο των οποίων αποτελεί την απάντηση σε κάθε απόπειρα ιδιωτικής ερμηνείας του Ευαγγελίου. Όλα αυτά δεν αλλάζουν, και δεν μπορεί να αλλάζουν ανάλογα με τις εποχές. Ο τρόπος πάλι με τον οποίο η Εκκλησία πορεύεται μέσα στον κόσμο, κάποια εξωτερικά της δηλαδή στοιχεία, μπορεί να μεταβάλλονται με το χρόνο, υπό την απαράβατη όμως προϋπόθεση ότι συνεχίζουν να αποτελούν έκφραση της αναλλοίωτης Αλήθειας της πίστεώς μας. Γνώμονας δηλαδή της οποιασδήποτε αλλαγής μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας οφείλει να είναι πάντοτε η απαρέγκλιτη τήρηση της ορθής πίστεως, η οποία, όπως είπαμε, δεν μπορεί να αλλάζει ανάλογα με τις διαθέσεις μας ή τις επιταγές των καιρών.  Η μεγάλη  συμβολή και σημασία των Οικουμενικών Συνόδων για τους πιστούς κάθε εποχής, είναι ότι με τρόπο σαφή και περιεκτικό, διασαφηνίζουν και συγκεφαλαιώνουν την αυθεντική διδασκαλία της Εκκλησίας σε όλα τα μεγάλα θέματα της πίστεώς μας, και πάνω από όλα  στα  δογματικά ζητήματα.  Οι  Οικουμενικές Σύνοδοι  δεν  αποτελούν  απλά  μια  διατύπωση κάποιων Πατέρων της Εκκλησίας, αλλά την «εν Αγίω Πνεύματι» ομόφωνη θέση της Εκκλησίας αναφορικά με όσα οι Προφήτες προανήγγειλαν, ο Χριστός μας δίδαξε, οι Απόστολοι κήρυξαν και οι Πατέρες της Εκκλησίας δογμάτισαν, την Παράδοση δηλαδή της Εκκλησίας μας, η οποία δεν είναι άλλη από την αλήθεια του Ευαγγελίου. Στο σημείο αυτό έγκειται και η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στην ορθόδοξη αντίληψη περί  Παραδόσεως στο πώς την εννοούν οι  Αιρετικοί Ρωμαικαθολικοί και Προτεστάντες. Η Παράδοση δε σχετίζεται με το “παραδοσιακό”, δηλαδή με τα στοιχεία της λαϊκής τέχνης ή τις δοξασίες του παρελθόντος. Δεν είναι φολκλόρ, κάτι που ανήκει σε μια παρωχημένη εποχή, ούτε μουσειακό αντικείμενο. Η Παράδοση είναι ο ίδιος ο Τριαδικός Θεός, όπως αποκαλύφθηκε στους ανθρώπους και ενήργησε το έργο της Θείας Οικονομίας. Είναι η αναλλοίωτη Αλήθεια της Ορθοδοξίας, και γι αυτό σε κάθε Οικουμενική Σύνοδο αλλά και σε κάθε Σύνοδο όπως και αυτή που στις ημέρες μας διεξάγεται στην Κρήτη,   οι Πατέρες με επίφαση τονίζουν την παραμονή τους εντός του πλαισίου της Ιεράς Παραδόσεως, χωρίς να προσθέτουν ούτε να αφαιρούν τίποτα από την Αλήθεια, αλλά οριοθετώντας την από την αίρεση και την πλάνη.

Η αναγκαιότητα των Οικουμενικών Συνόδων προέκυψε ακριβώς από την αναπόφευκτη ροπή του ανθρώπινου νου να ερμηνεύει τα λόγια της Αγίας Γραφής σύμφωνα με τη δική του προσωπική αντίληψη και σκέψη. Αυτό βέβαια, αποτελεί προτεσταντική αντίληψη και δόγμα. Πιστεύουν δηλαδή  οι προτεστάντες,  ότι ο κάθε πιστός μπορεί από μόνος του να ερμηνεύει την Αγία Γραφή και να δίνει τη δική του εξήγηση. Όμως αυτή η τάση είναι η απαρχή κάθε αιρέσεως, και απόδειξη αποτελεί ο κατακερματισμός του προτεσταντικού κόσμου σε άπειρες παραφυάδες, εντελώς ξένες μεταξύ τους. Απέναντι λοιπόν στην ιδιωτική ερμηνεία, τη συχνά πλανεμένη, του Ευαγγελίου, τοποθετήθηκαν τόσο οι Πατέρες της Εκκλησίας με τα συγγράμματά τους, όσο και η ίδια η Εκκλησία με τις Οικουμενικές Συνόδους, με σκοπό όχι να αντιπαρατεθούν με τους αιρετικούς, αλλά για να εκφράσουν με σαφήνεια την αλήθεια που η Εκκλησία στο σύνολό της και ως σώμα Χριστού βιώνει μέσα στη διαχρονικότητά της.

Υπό το πρίσμα αυτό, τα Δόγματα της Εκκλησίας, όπως διατυπώθηκαν με τις Οικουμενικές  Συνόδους, αποτελούν το σταθερό οικοδόμημα της Ορθοδοξίας, το οποίο είναι θεμελιωμένο επάνω  στην αρραγή πέτρα της πίστεως, δηλαδή επάνω στον ίδιο το Χριστό. Η γνώση επομένως των Όρων των  Οικουμενικών Συνόδων αποτελεί  σημαντικότατο βήμα  για  την  πνευματική μας  οικοδομή, δεδομένου ότι μας προσφέρουν την αυθεντική ερμηνεία για την τριαδικότητα του Θεού, για το πρόσωπο του Ιησού Χριστού και το έργο της σωτηρίας του ανθρώπινου γένους, για τον τρόπο της ενανθρωπήσεως του Θεού, για το Άγιο Πνεύμα και πώς αυτό ενεργεί στην Εκκλησία, για το πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου, για τη θέση των Αγίων μέσα στη ζωή της Εκκλησίας, για την τιμή και προσκύνηση των Ι. Εικόνων. Είναι όντως σημαντικό να γνωρίζουμε όλες αυτές τις αλήθειες της πίστεώς μας, αν θέλουμε να προφυλαχθούμε από τις πλάνες των αιρέσεων και την αποστασία από τον Θεό που χαρακτηρίζουν την εποχή μας. Γιατί, όταν δε γνωρίζουμε τί ακριβώς πιστεύουμε, τότε είναι εύκολο να θεωρήσουμε την πλάνη ως αλήθεια και να παρασυρθούμε έξω από την ορθή πίστη.

Μαζί με τις δογματικές διατυπώσεις, δηλαδή τους Όρους των Οικουμενικών Συνόδων, οι άγιοι Πατέρες θέσπισαν και μία σειρά από Κανόνες οι οποίοι οφείλουν να διέπουν τη ζωή των Ορθοδόξων Χριστιανών. Αν θεωρήσουμε τους Κανόνες της Εκκλησίας ως αποκομμένους από την πίστη, τότε θα διολισθήσουμε στην αντίληψη, η οποία δυστυχώς καλλιεργείται στις μέρες μας, ότι οι Ιεροί Κανόνες αφορούσαν τους χριστιανούς του παρελθόντος και ότι μπορούμε να τους αλλάζουμε ανάλογα με τις απαιτήσεις των καιρών. Οι Ιεροί Κανόνες όμως αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της πίστεώς μας, εφόσον είναι η εφαρμογή στην πράξη των όσων η Εκκλησία πρεσβεύει και διδάσκει. Όλοι οι Ιεροί Κανόνες έχουν  χριστοκεντρικό χαρακτήρα, αφού συνδέονται άμεσα με το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Δεν αρκεί μόνο να πιστεύουμε και να διδάσκουμε ορθά, αλλά και να ζούμε ορθά. Δεν είναι δυνατόν η ζωή μας να διαφέρει από τα πιστεύω μας, μια τέτοια αντινομία δεν μπορεί να υπάρχει και επομένως η ορθοδοξία οφείλει να συμπορεύεται με την ορθοπραξία. Η ζωή μας οφείλει να συμβαδίζει με το Ευαγγέλιο, οι αλήθειες του Ευαγγελίου είναι   αναλλοίωτες  και   αναλλοίωτοι  παραμένουν  και   οι   Ιεροί   Κανόνες.   Για   τον   Χριστό προτεραιότητα έχει ο άνθρωπος και όχι το Σάββατο, δηλαδή η πνευματική τελείωση και όχι ο νόμος, οφείλουμε τόσο οι Ποιμένες της Εκκλησίας όσο και οι πιστοί να εξετάζουμε το πνεύμα των Ι. Κανόνων και την πνευματική ωφέλεια και παιδαγωγία που απορρέει από αυτούς.

Οι Ι. Κανόνες δεν είναι η κλίνη του Προκρούστη, επάνω στην οποία κατακρεουργείται το ανθρώπινο πρόσωπο. Οι Ι. Κανόνες μας δείχνουν τον τρόπο με τον οποίο οφείλουμε να ζούμε και να σκεφτόμαστε εν Χριστώ, μας δίνουν τα κριτήρια της ορθής χριστιανικής βιωτής και τους λόγους για τους  οποίους  αυτοί  ρυθμίζουν τη  ζωή  μας, αποτρέποντας μας  από  πράξεις  και  ενέργειες  που  ως αποτέλεσμα έχουν την απομάκρυνσή μας από την αγάπη του Θεού και του πλησίον.

Επειδή για το Χριστό προτεραιότητα έχει ο άνθρωπος, το έργο της Εκκλησίας είναι να οδηγήσει τον άνθρωπο κοντά στο Χριστό. Για το λόγο αυτό  οι Ι. Κανόνες δίνουν το δικαίωμα στους Ποιμένες της Εκκλησίας να εφαρμόσουν κατά περίπτωση την Οικονομία ή την αυστηρότητα, δηλαδή την ηπιότερη εφαρμογή των Κανόνων, ιδιαίτερα όταν υπάρχει ειλικρινής μετάνοια, ή την κατά γράμμα τήρησή τους. Σε  καμία όμως περίπτωση δεν  επιτρέπεται οι  Ι.  Κανόνες να  καταστρατηγούνται ή  να  θεωρούνται ανεπίκαιροι, είτε από τους Ποιμένες είτε από τη  θέληση του κάθε πιστού. Από τη στιγμή που η ζωή μας αποτελεί επιστροφή προς το Θεό, τότε δεν είναι κακό να επιστρέφουμε στους Πατέρες και στις Οικουμενικές Συνόδους. Πέραν όμως τούτου, έχει καταστεί  ξεκάθαρο, ότι η μελέτη των Πατέρων και των Οικουμενικών Συνόδων δεν έχει να κάνει με την ανόητη συζήτηση περί προόδου και οπισθοδρομικότητας, αλλά με την επίγνωση της Αληθείας, με την πραγματική και σε βάθος μόρφωσή μας στην ορθή πίστη. Χωρίς αυτή είμαστε έρμαιο της σύγχρονης βαβυλώνιας, όπου ο καθένας σχηματίζει τη δική του αλήθεια, τη δική του θρησκεία, τον δικό του Θεό.

Η Ορθοδοξία όμως δεν είναι πολυφωνία, ούτε συνισταμένη πολλών διαφορετικών απόψεων. Η Ορθοδοξία είναι η ομοφωνία ως προς την πίστη, και τούτο επειδή δεν μπορεί άλλο να λέει η κεφαλή και αλλού να βαδίζουν τα πόδια, για να χρησιμοποιήσω μια εικόνα από το Ευαγγέλιο. Αν διαβάσουμε   «τα   Πρακτικά»   των   Οικουμενικών   Συνόδων,   αυτή   η   ομοφωνία   και   ομοψυχία διατρανώνεται στη φράση “έδοξε τοις αγίοις πατράσει και τη αγία Συνόδω”. Δεν αναφέρει ότι έτσι αρέσει σε μερικούς, ή ότι κάποιοι έστω διαφωνούν αλλά ότι όλοι τους, ανεξαιρέτως, συμφωνούν. Και αυτή ακριβώς η ομοψυχία και ομοφωνία και η κοινή πίστη είναι καρπός του Αγίου Πνεύματος, το οποίο καλεί πάντας “εις ενότητα”.

Η Πεντηκοστή, όπως χαρακτηριστικά ψάλλουμε, η επενέργεια δηλαδή του Αγίου Πνεύματος, βρίσκεται στον αντίποδα της Βαβέλ, δε διασπά αλλά ενώνει τους πάντες, τη σκέψη μας, την πίστη μας, τη ζωή μας ολόκληρη. Αν όλοι είμαστε μέλη του ενός σώματος του Χριστού, τότε αναπόφευκτα θα ομονοούμε και θα φρονούμε τα ίδια, και σε αυτό ακριβώς συνίσταται η Εκκλησία, στην ενότητα των πάντων.

Όπως δηλαδή   ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα, συμφωνούν σε όλα χωρίς κάποιο να υποτάσσεται σε  κάποιο άλλο,  έτσι  και  η  κοινή πίστη των  Ορθοδόξων δεν  αποτελεί κατάλυση της προσωπικότητας ενός εκάστου των πιστών, αλλά ομόνοια και ομοψυχία και συμφωνία.

Η γνώση των Οικουμενικών Συνόδων για εμάς, τους Ορθόδοξους χριστιανούς   είναι ζωτικής σημασίας, αφού καταρχάς μας συνδέουν άρρηκτα με τη διαχρονική και αναλλοίωτη Παράδοση και πίστη της Αγίας μας Εκκλησίας. Απέναντι μάλιστα στις διάφορες ιδέες που κυκλοφορούν ακόμα και ανάμεσα σε ευσεβείς χριστιανούς οι Οικουμενικές Σύνοδοι μας προσφέρουν, πέρα από τη δογματική και πρακτική διδασκαλία της  Εκκλησίας,  τις  απαντήσεις σε  αυτές  τις  σύγχρονες  διασπαστικές του  σώματος  της Εκκλησίας τάσεις. Οι απαντήσεις αυτές είναι:

1) Η  Εκκλησία δεν είναι σύνολο πιστών,  αλλά σώμα Χριστού. Η ζωή επομένως του κάθε πιστού είναι αδιάσπαστα συνδεδεμένη με όλους τους άλλους, τους ζώντες, τους πριν και τους μετά. Η αντίληψη ότι ο καθένας οφείλει να ασχολείται με το να σώσει την ψυχή του και μόνο, αδιαφορώντας για τους συνανθρώπους του, είναι  εσφαλμένη. Κανείς δεν μπορεί να σωθεί από μόνος του, για τον απλούστατο λόγο ότι καμία αρετή δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς την παρουσία και τη συναναστροφή μας με τον πλησίον μας. Η Εκκλησία δεν είναι σύνολο ομοϊδεατών, αλλά σώμα Χριστού και κοινωνία πιστών.

2)  Η πίστη δεν αποτελεί ιδιωτική υπόθεση, αλλά κοινωνία προσώπων με την Αλήθεια. Για την Ορθόδοξη πίστη δεν είναι απαραίτητη  η κοινή πίστη, η ομοφωνία ως προς τη διδασκαλία, αλλά η πίστη γίνεται πράξη μέσα από την κοινωνία των προσώπων. Δεν λατρεύει  ο κάθε πιστός χωριστά το Θεό, αλλά σύσσωμη η Εκκλησία προσεύχεται, ειδικά κατά τη Θεία Λειτουργία, και κοινωνούν όλα τα μέλη της με τον Χριστό και μεταξύ τους. Όλα τα Μυστήρια, το Βάπτισμα, ο Γάμος, η Ιερωσύνη κλπ, τελούνται μέσα στο Ναό, επειδή αποτελούν γεγονότα τα οποία αφορούν τη ζωή ολόκληρης της Εκκλησίας και επιδρούν σε όλο το σώμα της Εκκλησίας. Η τάση για ιδιωτικό τρόπο προσέγγισης του Θεού, ο καθένας από το σπίτι  του και  με τον τρόπο που ο ίδιος κρίνει σωστό, η απόρριψη των Μυστηρίων  δείχνει τουλάχιστον  άγνοια αν όχι πλάνη εκ μέρους των χριστιανών. Σε αντίθεση με όσα διάφοροι προφασίζονται, η συμμετοχή στο σώμα της Εκκλησίας  δεν αποτελεί στοιχείο της ιδιωτικής ζωής του καθενός. Η ιδιότητά μας ως χριστιανών δεν εξαντλείται και δεν περιορίζεται μέσα στο Ναό ή στο σπίτι μας, όταν προσευχόμαστε. Η ιδιότητά μας ως χριστιανών δεν είναι έξω από την καθημερινότητά, από την εργασία μας, από τις συναναστροφές, αλλά διαπερνά και οφείλει να διαπερνά και να ορίζει ολόκληρη τη ζωή   και να εκδηλώνεται στην κοινωνία. Διαφορετικά θα φθάσουμε στο σημείο  να  φοβόμαστε  να  ομολογήσουμε  ότι  είμαστε  χριστιανοί,  τη  στιγμή  που  οι  άθεοι  και  οι αλλόθρησκοι αγωνίζονται σθεναρά για την επικράτηση των ιδεών τους, βάλλοντας καθημερινά κατά της πίστεώς μας με σκοπό τον ολοκληρωτικό θρησκευτικό μας αποχρωματισμό.

3) Οι Οικουμενικές Σύνοδοι μας υπενθυμίζουν ότι η αλήθεια είναι μία και διαχωρίζεται σαφώς από την πλάνη. Απέναντι στον οδοστρωτήρα του συγκρητισμού και της παγκοσμιοποίησης, οφείλουμε να μην ξεχνάμε ότι αν ο Χριστός είναι ένας, ο μόνος αληθινός Θεός, τότε και η Αλήθεια δεν μπορεί παρά να είναι μία. Την οριοθέτησαν οι Πατέρες της Εκκλησίας με τα συγγράμματά τους και με τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων. Η αλήθεια επομένως δεν είναι κάτι το διαπραγματεύσιμο, ούτε το συζητήσιμο, ούτε μπορεί να είναι άλλη σήμερα και άλλη αύριο.  Ο  Χριστός τόνισε με έμφαση ότι «ο ουρανός και η γη μπορεί να εξαφανιστούν αλλά από τα λόγια του δεν θα πέσει ούτε μία οξεία».

Τέλος, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι Οικουμενικές Σύνοδοι και η διδασκαλία των Πατέρων αποτελούν έκφραση του βιώματος της Εκκλησίας. Η Εκκλησία δε  νοιάστηκε να κατασκευάσει ένα σύστημα ιδεών και κανόνων για να εντάξει τα μέλη της και να τα καταδυναστεύει, αλλά σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους έδωσε τη μαρτυρία της ορθής πίστεως και του ορθόδοξου βιώματος, προκειμένου να προστατέψει τα μέλη της από τους κινδύνους, τους πνευματικούς κινδύνους, που απειλούσαν την ενότητα των πιστών χριστιανών.

Υπό το πρίσμα αυτό, μας μεταφέρουν απαράλλακτη και αναλλοίωτη την αλήθεια του Ευαγγελίου και τα υγιή κριτήρια τόσο της ορθής πίστεως όσο και της ορθής καθημερινής βιωτής, τα οποία είναι εφαρμόσιμα σε κάθε εποχή. 

† Αρχιμ. Σπυρίδων Κατραμάδος

 

Πηγή Ενοριακά Φυλλάδια 12,19,20 Ιουν 2016

Μοιραστείτε τη σελίδα. Πατήστε το τελευταίο κουμπί για περισσότερες επιλογές
Exit mobile version