ΕΙΣ ΜΙΑΝ ΑΓΙΑΝ ΚΑΘΟΛΙΚΗΝ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ.
Η φράση «Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία» αποτελεί το ένατο άρθρο του Συμβόλου της Πίστεως της Ορθόδοξης Εκκλησίας, το οποίο αναφέρεται στις τέσσερις ιδιότητες της Εκκλησίας: ενότητα, αγιότητα, καθολικότητα και αποστολικότητα. Αυτή η ομολογία πίστεως των Ορθοδόξων Χριστιανών, που περιέχεται στο λεγόμενο Σύμβολο της Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως, εκφράζει τη βαθύτερη πεποίθηση αυτής της Εκκλησίας, που κατανοεί τον εαυτό της ως ιδρυθείσα από τον ίδιο τον Θεάνθρωπο Χριστό και ως αγιασθείσα με το αίμα Του, ως εκείνη που οικοδόμησε πάνω στο θεμέλιο των Αποστόλων και ως η αδιάκοπη συνέχεια της μίας αδιαίρετης Εκκλησίας των οκτώ πρώτων χριστιανικών αιώνων. Είναι σαφές ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία πρεσβεύει ότι δεν αποτελεί μια επιμέρους Εκκλησία που βρίσκεται σε ίση μοίρα με τις πολλές χριστιανικές εκκλησίες που υπάρχουν τώρα, αλλά ενσαρκώνει στον εαυτό της τη μία και μόνη Εκκλησία του Χριστού. Ακριβώς δε επειδή η Εκκλησία είναι σώμα Χριστού, και επειδή μία είναι και η κεφαλή αυτής, ο Ιησούς Χριστός, είναι μία, και βεβαίως μετά μίας κεφαλής δύναται να είναι «εις όργανικήν σχέσιν ζωής μόνον έν σώμα». Δεν είναι, συνεπώς, μια μερική και αποσπασματική Εκκλησία, αλλά καθολική, πλήρης και ολοκληρωμένη, και ως διδασκαλία της έχει τη διδασκαλία του Χριστού και των Αποστόλων, την οποία διατήρησε ανέπαφη μες στους αιώνες, επεξηγώντας την με ποικίλους τρόπους.
Τι σημαίνει ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η Αποστολική Εκκλησία.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία λέγεται και Αποστολική καθώς ιδρύθηκε από τον Κύριο, τον πρώτο και Μέγιστο Απόστολο, και ιδιαίτερα επειδή οικοδομήθηκε “επί τω θεμελίω των Αποστόλων και προφητών, όντος ακρογωνιαίου αυτού Ιησού Χριστού ” (Εφεσ. κεφ. β΄, 20), τηρώντας αναλλοίωτη τη διδασκαλία τους και τις υπόλοιπες παραδόσεις και διατάξεις. Πράγματι, η Ορθόδοξη Εκκλησία έχοντας “θεμέλιους δώδεκα και επ’ αυτών δώδεκα ονόματα των δώδεκα Αποστόλων του αρνίου”(Αποκ. κεφ. ΚΑ. παρ. 14), διαφύλαξε ακέραια και ανόθευτη και διδάσκει πάντοτε αμετάβλητη και χωρίς καινοτομίες τη διδασκαλία των Αποστόλων χωρίς ποτέ να απομακρύνεται από αυτή.
Και πιο συγκεκριμένα, σημαίνει δύο πράγματα: Ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία κατέχει α) την Αποστολική
Πίστη και β) την Αποστολική Διαδοχή. Τι είναι Αποστολική Πίστη και τι Αποστολική Διαδοχή;
Α) Αποστολική Πίστη.
Αποστολική είναι η πίστη, που μας παρέδωσαν ως παρακαταθήκη οι άγιοι ένδοξοι Απόστολοι, την οποία κληρονόμησαν από τον ίδιο το Θεάνθρωπο Χριστό, ως αυτήκοοι και αυτόπτες του Ιδίου του Θεού Λόγου. Επομένως, η αποστολική πίστη είναι η πίστη του Χριστού και κατ’ επέκτασιν είναι η πίστη της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Η πίστη αυτή της Εκκλησίας είναι θεόπνευστη και αδιαπραγμάτευτη. Η ένταξη καί η παραμονή στο μυστηριακό Σώμα του Χριστού, την Εκκλησία, δεν είναι απροϋπόθετη. Προϋποθέτει οπωσδήποτε την άνευ όρων αποδοχή και ομολογία της Αποστολικής πίστεως, όπως αυτή ερμηνεύθηκε και οριοθετήθηκε από τις αποφάσεις των Αγίων και Οικουμενικών Συνόδων της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Έτσι, λοιπόν, όταν κάποιος πιστός, ανεξαρτήτως της θεσμικής θέσεως που κατέχει στο Σώμα της Εκκλησίας (απλός πιστός, μοναχός, ιερεύς, ηγούμενος, επίσκοπος, μητροπολίτης, πατριάρχης), ή σύνολα πιστών, ανεξαρτήτως του αριθμού τους (τοπικές Εκκλησίες, σύνοδοι) παραβιάσουν εκ πεποιθήσεως την οριοθετημένη πίστη της Εκκλησίας, αποκόπτονται από τό Σώμα της. Κι αν είναι σ’ οποιοδήποτε ιερατικό αξίωμα, καθαιρούνται, ενώ οι λαϊκοί αφορίζονται, όπως προκύπτει από τα Πρακτικά των Αγίων και Οικουμενικών Συνόδων. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούν στο εξής να μετέχουν και να κοινωνούν στα Ι. Μυστήρια της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Επομένως, είναι προφανές ότι συλλήβδην όλοι οι αιρετικοί (Παπικοί, Προτεστάντες, Μονοφυσίτες κλπ.) και όλοι οι ετερόδοξοι (Μουσουλμάνοι, Ιουδαίοι) έχουν εκπέσει από την Αποστολική πίστη της Ορθοδόξου Εκκλησίας, επειδή οι αιρέσεις καί οι ετεροδοξίες τους ανατρέπουν πλήρως την Αποστολική πίστη της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Β) Αποστολική διαδοχή.
Με την Αποστολική πίστη συνδέεται αδιαίρετα και η Αποστολική διαδοχή. Η Αποστολική διαδοχή έχει ουσιαστικό περιεχόμενο μόνο μες στο Σώμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας καί προϋποθέτει οπωσδήποτε την
Αποστολική πίστη.
Λέγοντας Αποστολική διαδοχή εννοούμε την αδιάκοπη συνέχεια της ηγεσίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας από τους Αγ. Αποστόλους. Η συνέχεια αυτή έχει χαρισματικό χαρακτήρα καί διασφαλίζεται με τη μετάδοση της πνευματικής εξουσίας των Αγ. Αποστόλων στους Επισκόπους της Ορθοδόξου Εκκλησίας καί δι’ αυτών στους Ιερείς. Ουσιαστικά, λέγοντας Αποστολική διαδοχή εννοούμε πρωτίστως τη διαδοχή της Αποστολικής πίστεως κι έπειτα τη διαδοχή των πατριαρχικών, αρχιεπισκοπικών, μητροπολιτικών και επισκοπικών θρόνων καί όχι τη διαδοχή των θρόνων χωρίς τη διαδοχή της Αποστολικής πίστεως.
Ο τρόπος μεταδόσεως της πνευματικής, αποστολικής εξουσίας στους Επισκόπους γίνεται με τη χειροτονία. Αν, επομένως, κάποιος Επίσκοπος έχει λάβει με κανονικό, εκκλησιαστικό τρόπο τη χειροτονία του και στη συνέχεια βρεθεί εκτός Εκκλησίας, εξαιτίας της εσφαλμένης πίστεώς του, παύει ουσιαστικά να έχει και την Αποστολική διαδοχή, αφού αυτή έχει νόημα μόνο μέσα στο μυστηριακό Σώμα του Χριστού, την Ορθόδοξη Εκκλησία. Κατά συνέπεια, αν κάποιος Επίσκοπος ή και ολόκληρη Τοπική Εκκλησία, ανεξαρτήτως αριθμού μελών, εκπέσουν από την πίστη της Ορθοδόξου Εκκλησίας, όπως αυτή εκφράστηκε αλαθήτως στις Άγιες και Οικουμενικές Συνόδους, παύουν να έχουν οι ίδιοι την Αποστολική διαδοχή, επειδή βρίσκονται ήδη εκτός Εκκλησίας. Καί αφού διακόπτεται η Αποστολική διαδοχή, ουσιαστικά δεν μπορεί νά γίνεται λόγος για κατοχή ή για συνέχεια της Αποστολικής διαδοχής στους εκπεσόντες από την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Με βάση, λοιπόν, τα παραπάνω όλοι οι αιρετικοί (Παπικοί, Προτεστάντες, Μονοφυσίτες) και οι
ετερόδοξοι (Μουσουλμάνοι, Ιουδαίοι) στερούνται την Αποστολική διαδοχή, επειδή, στερηθέντες τήν Αποστολική πίστη, εξέπεσαν από την Ορθόδοξο Εκκλησία. Κατά συνέπεια, λόγος για Αποστολική διαδοχή εκτός της Ορθοδόξου Εκκλησίας, είναι λόγος ατεκμηρίωτος επιστημονικά και θεολογικά, είναι δηλ. λόγος αθεολόγητος και μάλλον οικουμενιστικός.
Με τήν Αποστολική διαδοχή συνδέεται καί η Ιερωσύνη. Η Ιερωσύνη προϋποθέτει την αδιάκοπη συνέχειά της από τούς Αγ. Αποστόλους, προϋποθέτει δηλ. την Αποστολική διαδοχή. Πρωτίστως, όμως, προϋποθέτει το Θεάνθρωπο Χριστό ως Ιερουργό στο Μυστηριακό Σώμα Του, την Ορθόδοξο Εκκλησία. Σε τελευταία ανάλυση, η Ιερωσύνη του Χριστού υφίσταται στην Ορθόδοξο Εκκλησία και παρέχεται από τον Ίδιο διά της Εκκλησίας Του και για την Εκκλησία Του. Αυτονομημένη Ιερωσύνη καί αυτονομημένα από την Εκκλησία Μυστήρια δεν μπορούν να υπάρχουν. Η Ιερωσύνη, όπως άλλωστε και όλα τα Ι. Μυστήρια, αποτελεί λειτουργική φανέρωση της Εκκλησίας. Η Εκκλησία «σημαίνεται εν τοις μυστηρίοις», κατά τον Aγ. Νικόλαο Καβάσιλα. Αυτό σημαίνει ότι, για να υπάρχουν Ι. Μυστήρια, πρέπει προηγουμένως να υπάρχει η Εκκλησία. Τα Ι. Μυστήρια είναι σαν τα κλαδιά ενός δένδρου. Ζωντανά κλαδιά, που ανθούν και καρποφορούν, μπορούν να υπάρχουν μόνο όταν αυτά είναι οργανική προέκταση του δένδρου, όταν δηλ. είναι οντολογικά συνδεδεμένα με τον κορμό του δένδρου. Επομένως, είναι θεολογικά ακατανόητο να υποστηρίζεται από οικουμενιστικούς κύκλους ότι οι αιρετικοί και οι ετερόδοξοι έχουν έστω και ένα μυστήριο, π.χ. το βάπτισμα. Το θεμελιώδες ερώτημα, που πρέπει να τίθεται εδώ, είναι : Ποιός ιερούργησε το μυστήριο; Πού βρήκε την Ιερωσύνη ο Ιερουργός; Ποιός του έδωσε την Ιερωσύνη, αφού αυτή τήν παρέχει μόνο η Ορθόδοξος Εκκλησία; Πού βρέθηκε η Εκκλησία στους αιρετικούς καί ετεροδόξους, αφού αυτοί, λόγω της εσφαλμένης δογματικής πίστεώς τους, εξέπεσαν από τήν Ορθόδοξο Εκκλησία;
Εν κατακλείδι, αυτό, που πρέπει να μείνει στο νου μας και πρέπει να τονίσουμε, είναι ότι μόνο η Ορθόδοξος Εκκλησία είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία καί ότι μόνο αυτή κατέχει τόσο τήν Αποστολική πίστη, όσο καί την Αποστολική διαδοχή, όπως επίσης και την Ιερωσύνη και τα Ι. Μυστήρια. Οι αιρετικοί και οι ετερόδοξοι, λόγω παραχάραξης της πίστεως, δεν κατέχουν ούτε την Αποστολική πίστη, ούτε την Αποστολική διαδοχή καί ακολούθως ούτε Ιερωσύνη ούτε Ι. Μυστήρια έχουν.