.
ΑΙ ΓΕΝΕΑΙ ΠΑΣΑΙ ΜΑΚΑΡΙΖΟΜΕΝ ΣΕ ΤΗΝ ΜΟΝΗΝ ΘΕΟΤΟΚΟΝ
†ΑΡΧΙΜ. ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΚΑΤΡΑΜΑΔΟΥ
«Ο κόσμος μας ασχολείται όσο τίποτε άλλο με εκείνους που ξεχωρίζουν. Τα σύγχρονα πρότυπα ζωής, τα οποία θέτουν ως βάση για την ευτυχία ο πολιτισμός μας και έχουν να κάνουν με το «φαίνεσθαι» της ζωής, το χρήμα, την ομορφιά, τις ικανότητες και τα χαρίσματα που οδηγούν σε ανέλιξη, την δυνατότητα εντάξεως σε εκείνο το σύστημα ζωής που γεννά και συντηρεί διασημότητες, κάνουν τους ανθρώπους να ασχολούνται συνεχώς με άλλους ανθρώπους.
Βεβαίως δεν είναι όσοι ξεχωρίζουν πάντοτε πρότυπα προς μίμησιν. Όμως η κατάστασή τους, η συμπεριφορά τους, οι περιστάσεις της ζωής τους γίνονται αφορμήσεις περιεργείας από την πλευρά των πολλών, καθώς μάλιστα, η τηλεόραση φέρνει τον κάθε διάσημο στο σπίτι μας και στο χρόνο μας.
Απέναντι σ’ αυτό το σύστημα που δοξολογεί ανθρώπους και τους θεωρεί ευτυχισμένους, διότι ο κόσμος ασχολείται μαζί τους και οι ίδιοι κερδίζουν χρήματα από αυτήν την ενασχόληση και ζούνε μία ζωή, η οποία υπερβαίνει κατά πολύ τον μέσο όρο της ζωής των πολλών, η φράση την οποία η Εκκλησία μας, κατά την εορτή του Δεκαπενταυγούστου, απευθύνει προς την Υπεραγία Θεοτόκο ηχεί μάλλον παράδοξα στα αυτιά μας: «Αἱ γενεαὶ πᾶσαι, μακαρίζομέν σε, τὴν μόνην Θεοτόκον»!
Για τους πολλούς η Παναγία αποτελεί μία μορφή που μας συνδέει με το παιδικό μας παρελθόν, με την έννοια της Μάνας, σύμβολο μοναδικό, αλλά και απο-ιεροποιημένο στην εποχή μας. Μας συνδέει ακόμη με την θρησκευτική μας πίστη και παράδοση, η οποία εγείρει συναίσθημα, αλλά δεν έχει κανένα πρακτικό αντίκρισμα για την ζωή μας. Μόνο στις δυσκολίες μας την θυμόμαστε και ιδίως μπροστά στη δοκιμασία του πόνου ή του θανάτου. Μας συνδέει ακόμη με ένα λαογραφικό και πολιτισμικό παρελθόν, διότι κάθε σύμβολο γίνεται αφορμή δημιουργίας εθίμων, εορτών και δίδει ταυτότητα σε μικρότερες ή μεγαλύτερες κοινωνικές ομάδες, ιδιαιτέρως όμως σε όσους νοσταλγούν τον τόπο καταγωγής τους, αν, μάλιστα, αυτός είναι χωριό ή νησί. Απέναντι σ’ αυτή τη θέαση η Εκκλησία επιμένει: «μακαρίζομεν αἱ γενεαὶ πᾶσαι».
Θεωρούμε την Θεοτόκο ευτυχισμένη και το διακηρύσσουμε στεντορεία τη φωνή. Και είναι αυτός ο μακαρισμός αποκάλυψη ενός άλλου προτύπου ζωής, μέσα στο οποίο τα πρόσωπα λειτουργούν σε εντελώς διαφορετική προοπτική σε σχέση με τις σύγχρονες διασημότητες.
Η Παναγία δεν βίωσε απλώς την ευτυχία της Μάνας. Βίωσε την πληρότητα του να είναι η Μητέρα του Θεού. Βεβαίως, για κάθε γυναίκα η μητρότητα είναι δώρο και ευλογία μοναδική. Το κάθε παιδί έχει μοναδική και ανεπανάληπτη αξία και καταξιώνει την μητέρα του. Όμως η κυοφορία κάθε μητέρας είναι και κυοφορία φθοράς. Η μητρότητα είναι ταυτισμένη με τη φύση και τους νόμους της. Για την Παναγία η μητρότητα υπερβαίνει τους όρους της φύσεως.
Δεν είναι ο άνθρωπος που δημιουργεί άνθρωπο μέσα από την φυσική οδό, αλλά ο Θεός που δια του ανθρώπου γίνεται άνθρωπος μέσα από την οδό εκ Πνεύματος Αγίου. Γι’ αυτό και η Παναγία δε γεννά απλώς έναν άνθρωπο, αλλά τον Θεάνθρωπο.
Η Παναγία δηλαδή γίνεται η οδός εκείνη που οδηγεί την ανθρώπινη φύση σε κοινωνία με την θεϊκή. Στο πρόσωπό της η φύση βιώνει το μυστήριο της ενσαρκώσεως του Λόγου και γι’ αυτό η ανθρώπινη φύση βιώνει μία πληρότητα μοναδική, αυτή της υπερβάσεως της φθοράς.
Γι’ αυτό και ο μακαρισμός επιμένει στο ότι η Παναγία είναι « η μόνη» που «ἒτεκε τόν Θεόν». Καμία άλλη γυναίκα στον κόσμο δεν γεύθηκε αυτή την ευλογία.
Επομένως, η Παναγία δεν είναι απλώς ένα θρησκευτικό σύμβολο ή μία πραγματικότητα στην οποία απευθυνόμαστε για να πετύχουμε απλώς παράκληση, παρηγοριά στις θλίψεις και τις δοκιμασίες μας ή στο άλγος του θανάτου. Είναι η οδός εκείνη που μας δείχνει πώς υπερβαίνεται ο πόνος και ο θάνατος. Και τούτο γίνεται χάρις στη συνεχή κοινωνία με το Θεό στο πρόσωπο του Υιού της.
Η σχέση με το Χριστό δεν ανακουφίζει πρόσκαιρα τον άνθρωπο, ούτε μεταθέτει στο χώρο της αιωνιότητος την ελπίδα για υπέρβαση του πόνου και του θανάτου. Γίνεται ο μυστικός εκείνος τρόπος κοινωνίας που κάνει τον άνθρωπο να αντλεί δύναμη και υπομονή από την πίστη και ταυτόχρονα, να βιώνει την πραγματικότητα της Αναστάσεως από αυτήν τη ζωή. Η Παναγία έλαβε αυτή την ευλογία όχι μόνο με την παραλαβή από τον Υιό της του πνεύματός της κατά την στιγμή της Κοιμήσεως, αλλά βίωσε την ανακαίνιση και στο σώμα της, το οποίο «μετέστη πρός τήν Ζωήν», γευόμενο την Ανάσταση. Και γι’ αυτό γίνεται οδός για τον καθέναν.
Τα όσα πιστεύει η Εκκλησία και βιώνει μέσα στην παράδοσή της για το πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου την καθιστούν ένα πρόσωπο μοναδικής σημασίας για τη ζωή μας. Δεν είναι η εορτή της Κοιμήσεώς της ένα λαογραφικό ή εθιμικό γεγονός. Είναι δηλωτική του εκκλησιαστικού τρόπου ζωής. Όποιος πιστεύει στον Χριστό και Τον κοινωνεί στην μυστηριακή, αγαπητική και ασκητική ζωή της Εκκλησίας, ομοιάζει με την Υπεραγία Θεοτόκο, διότι στην ουσία, Τον κυοφορεί στην ύπαρξή του. Επομένως, δεν εορτάζουμε απλώς «το Πάσχα του καλοκαιριού» ή την επιστροφή στις πατρικές μας ρίζες ή την αναψυχή του λαϊκού πανηγυριού. Ξαναβλέπουμε το πώς ορίζει η Εκκλησία την ευτυχία του ανθρώπου. Δεν είναι η πρόσκαιρη δόξα, αλλά η κοινωνία με τον Θεό που μεταμορφώνει την ύπαρξή μας και της δίδει αληθινό νόημα και στον παρόντα καιρό και στην αιώνια προοπτική. Σφραγίδα αυτής της προοπτικής αποτελεί η Υπεραγία Θεοτόκος και η σχέση μας είναι εφικτή, αρκεί ο καθένας μας να το επιθυμεί και να αγωνίζεται στη ζωή της Εκκλησίας.
Η ταπεινή κόρη της Ναζαρέτ σήμερα δεν θα είχε καμία αξία για τον τρόπο που οι άνθρωποι ορίζουν την δόξα. Χωρίς αυτήν όμως ο βίος μας θα ήταν αληθινά «μακρά οδός ἀπανδόκευτος», γιατί ο άνθρωπος δεν θα μπορούσε να πιστέψει ότι έχει την δύναμη να γίνει αυτό για το οποίο πλάστηκε, ύπαρξη που εναποθέτοντας την ελευθερία της στα χέρια του Δημιουργού, συναντά την Αγάπη Του ως τον μοναδικό τρόπο της σωτηρίας και της αιωνιότητος και ως την οδό της υπερβάσεως του θανάτου.
Σε μια εποχή όπου η οικονομία έχει υπερκυριαρχήσει της πολιτικής, η αγωνία για αποτροπή οικονομικής κατάρρευσης και ο ανταγωνισμός για αύξηση των εσόδων απειλεί, όχι μόνον την ανθρώπινη αξιοπρέπεια αλλά και αυτή καθ’ αυτή τη ζωή του ανθρώπου, σε μια εποχή μεγάλης αξιακής σύγχυσης και παγκόσμιων τρομακτικών αλλαγών, σε μια εποχή όπου ένας κοινωνικός αποκλεισμός απειλεί και πλήττει όλο και περισσότερες κοινωνικές ομάδες, σε μια εποχή, τέλος, όπου η Πατρίδα, που όλοι πονάμε και αγαπούμε, γεύεται ποτήρια χολής και όξους, καταπληγωμένη από δικούς και ξένους, προς τίνα καταφύγωμεν άλλον, πού προσφύγωμεν, πού πορευθώμεν; «Τήν δέησιν ἐκχεῶ πρός Κύριον καί τῇ Μητρί Αὐτοῦ ἀπαγγελῶ μου τάς θλίψεις». Η γλυκιά μας Παναγιά είναι η μόνη ελπίδα και παρηγοριά μας. Σ΄ αυτή την ώρα έρχεται η Θεοτόκος να σηκώσει το βάρος και το σταυρό μας, να απαλύνει τις δυσκολίες και τις κρίσεις μας, να περιορίσει τα αδιέξοδα, να σπάσει τα δεσμά, να ελευθερώσει από τα δεινά. «Τήν πᾶσαν ἐλπίδα μου εἰς σε ἀνατίθημι, Μῆτερ τοῦ Θεοῦ, φύλαξόν με ὑπό τήν σκέπην Σου». Μπορούμε, λοιπόν, να ελπίζουμε. Δεν είμαστε μόνοι. Έχουμε την Αγία μας Εκκλησία, έχουμε την Παναγία Μητέρα μας. Γι’ αυτό αναθέτουμε στην Θεοτόκο ευλαβικά όλη μας την ελπίδα για το αύριο, για τα παιδιά μας και την Πατρίδα μας, συνεχίζοντες με υπομονή την ζωή και τον αγώνα μας. Ας είναι τελικά οι πρεσβείες της ακοίμητες για τον καθέναν από εμάς που εμπιστεύεται την οδό που εκείνη χάραξε. Χρόνια Πολλά και ευλογημένα σε όλους!»