«ΔΕΥΤΕ ΨΥΧΙΚΑΙΣ ΑΓΚΑΛΑΙΣ ΤΟ ΑΕΙΠΑΡΘΕΝΟΝ ΣΩΜΑ ΒΑΣΤΑΣΩΜΕΝ...»
( +Αρχιμ. Σπυρίδων Κατραμάδου)
« Με αυτά τα γεμάτα τρυφερότητα και πίστη λόγια, μας καλεί ο Άγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός να τιμήσουμε τη σημερινή ημέρα. Μια ημέρα, όμως, που κρύβει κάτι το παράδοξο και κάτι το αντιφατικό.- Εορτάζουμε έναν θάνατο!- Πανηγυρίζουμε μία απώλεια!- Δοξολογούμε τον Θεό για μία αναχώρηση από τα εγκόσμια! Και μάλιστα, την αναχώρηση ενός Προσώπου αγαπητού, του πλέον αγαπητού αλλά και του πλέον αγνού της ανθρώπινης ιστορίας: του Προσώπου της Υπεραγίας Θεοτόκου, της κατά σάρκα Μητέρας του Χριστού μας. Σαν σήμερα, η ανθρωπότητα ορφάνεψε και στερήθηκε την ορατή γέφυρα, «δι’ ης κατέβη ο Θεός». Σαν σήμερα, το μέγιστο πρότυπο της αρετής και της υπομονής αποχωρεί εκ του κόσμου τούτου. Κι όμως! Χαρά είναι αυτή, που μας συγκεντρώνει σήμερα σε όλους τους Ορθοδόξους ναούς επί της γης, την πιο λαμπρή ημέρα του καλοκαιριού.
Πώς εξηγείται η αντίφαση αυτή;
Την απάντηση προσφέρει με θαυμαστή περιεκτικότητα, αλλά και γλυκύ πνεύμα παρηγοριάς, η εκκλησιαστική μας υμνωδία· «…εν τη κοιμήσει τον κόσμον ου κατέλιπες Θεοτόκε…». Ναι! Τα μάτια μας πλέον δεν την αντικρίζουν. Μόνους, όμως, δεν μας άφησε, ούτε εγκαταλελειμμένους. Και το Απολυτίκιο της Εορτής συνεχίζει· «…μετέστης προς την ζωήν, μήτηρ υπάρχουσα της ζωής…». Συχνότατα αναφερόμαστε στην κοίμησή της, σπανιότατα, όμως αυτό που ο ύμνος στη συνέχεια εξυμνεί: Τη μετάσταση της Παναγίας.
Σε τί συνίσταται αυτή η μετάσταση;
Αποτελεί αρχαιότατο στοιχείο της εκκλησιαστικής μας παράδοσης, πως, ναι μεν η Θεοτόκος υπέστη τον φυσικό θάνατο, το σώμα της, όμως, δεν υπέστη τη φθορά και την διάλυση του τάφου, αλλά ακολούθησε την αγία της ψυχή και μετέστη άφθαρτο στους ουρανούς.
Η διδασκαλία αυτή της Εκκλησίας, ίσως να φαινόταν εκτεθειμένη στην κριτική ή και στη χλεύη της ορθολογιστικής πεζής και άνυδρης πνευματικά εποχής μας. Η Χάρη του Θεού, όμως, δεν μας αφήνει ακάλυπτους. Η αφθαρσία τόσων σωμάτων Αγίων μέχρι και τις μέρες μας, η άρρητη ευωδία κατά την ανακομιδή πληθώρας Ι. Λειψάνων, τα θαύματα ενώπιον σεπτών σκηνωμάτων στα πέρατα του κόσμου, μαρτυρούν το ένα και αναμφισβήτητο γεγονός: Το ορατό ανθρώπινο σώμα, αν και εμποτισμένο με τη φθορά, συνέπεια του προπατορικού αμαρτήματος, αξιώνεται, στην περίπτωση των Αγίων και των Μαρτύρων της Ορθοδόξου πίστεώς μας, να φανερώσει την λυτρωτική ενέργεια της αόρατης Θείας Χάριτος και να παιανίσει ήδη από την πρόσκαιρη τούτη ζωή, τον θρίαμβο της νίκης της ζωής επί του θανάτου. Προπομπός σ’ αυτόν το νικητήριο χορό των Αγίων, στέκει, μετά τον Αναστάντα Κύριο, η Κυρία και Δέσποινα του κόσμου, η Υπεραγία Θεοτόκος. Το άσπιλο σώμα της, το οποίο, όχι μόνο αξιώθηκε να φιλοξενήσει τον Αχώρητο Θεό, αλλά και ενήργησε το σύνολο των ανθρωπίνων αρετών, «ουκ εναπομένει εν τω θανάτω, ουδέ υπό της φθοράς διαλύεται», όπως διακηρύσσουν οι Πατέρες της Εκκλησίας. Εισέρχεται θριαμβευτικά στον χώρο της αφθαρσίας και προπορεύεται όλου του ανθρωπίνου γένους στην οδό της επιστροφής προς την αιωνιότητα και την Βασιλεία του Θεού.
Σήμερα, λοιπόν, η προσφορά της Παναγίας μας προς την ανθρωπότητα ολοκληρώνεται. Κατά τη νεαρή της ηλικία, με το μυστήριο της σύλληψης και γεννήσεως του Υιού της, κατέστη η γέφυρα, επί της οποίας βάδισε ο Θεός, προκειμένου να συναντήσει και να ανορθώσει την ταλαιπωρημένη ανθρώπινη φύση. Και σήμερα, με την Κοίμηση και τη Μετάστασή της στους ουρανούς, καθίσταται η οδός, επί της οποίας μπορεί με βεβαιότητα και ασφάλεια να βαδίσει ο καθένας από μας, προκειμένου να συναντήσει, ψυχή τε και σώματι, την αιώνια πηγή της αγάπης και της φιλανθρωπίας Αυτόν δηλαδή τον Ζωοδότη Δημιουργό. Ας μην περιορισθούμε, όμως σήμερα, στον θαυμασμό και τη δοξολογία. Ας τολμήσουμε να μετρήσουμε τους δικούς μας καιρούς, τους καιρούς της οδύνης και της ταλαιπωρίας, με το μέτρο και τις αλήθειες που περιέχει η Κοίμηση και η Μετάσταση της Θεοτόκου.
Εάν στο πρόσωπό της, η αρετή και η αγιότητα καταφέρνουν να εξοβελίσουν την φθορά και τον θάνατο, στα δικά μας πρόσωπα, μέσα από τις πράξεις και τις επιλογές μας, η φθορά και ο θάνατος επιστρέφουν στη ζωή μας, υποτάσσοντάς την στη ματαιότητα και την απόγνωση. Τα δεινά που υφιστάμεθα δεν είναι μόνον αποτέλεσμα αρνητικών οικονομικών συγκυριών και εξωτερικών επιβουλών. Αποτελούν και συνέπεια δικών μας λαθών και παθών, που εμποδίζουν την προσωπική, αλλά και την κοινωνική μας μετάσταση. Μετάσταση από μία πραγματικότητα κατάπτωσης και απαξίωσης των πάντων, προς μία πατρίδα ελπίδας και δημιουργίας. Γι’ αυτό και πάλι ο Αγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός, με αφορμή την σημερινή ημέρα, μας καλεί, όχι μόνον να αγκαλιάσουμε το Σεπτό Σκήνωμα της Παναγίας μας, όπως αναφέρθηκε στην αρχή, αλλά «και να συνεισέλθωμεν ένδον του μνήματος και συννεκρωθώμεν … συζώντες δε ζωήν απαθή και ακήρατον». Ο Άγ. Ανδρέας Επίσκοπος Κρήτης, φθάνει στο σημείο να χαρακτηρίσει το σώμα της Παναγίας, όχι μόνον «ζωαρχικόν (αρχή της ζωής, της αληθινής ζωής μας δηλαδή), αλλά και «ημέτερον», δηλαδή σώμα δικό μας. Καθίσταται, λοιπόν, η Παναγία, κυριολεκτικά Μητέρα μας, ιδιότητα την οποία της έχουν αποδώσει αναρίθμητα τα πονεμένα και απελπισμένα παιδιά της. Και είναι η μητρική της αγάπη που την κάνει να θέλει να μοιραστεί με όλους τους ανθρώπους, όλων των εποχών, τις δωρεές που αξιώθηκε.
Να, λοιπόν, γιατί εορτάζουμε σήμερα. Διότι, στο πρόσωπο της Παναγίας, η ελπίδα παραμένει ζωντανή και ο δρόμος της περιμένει να τον περπατήσουμε. Η δική μας πνευματική ποιότητα, το δικό μας αγωνιστικό φρόνημα, η δική μας σταθερότητα στις αιώνιες αξίες της πίστης και του Γένους μας, θα αποδείξουν τη δύναμη της ενάρετης και δίκαιης ζωής πιο ισχυρή από τη δύναμη της σωματικής μας φθοράς, αλλά και από την αβεβαιότητα και τις δοκιμασίες των καιρών μας.
Και όταν έρχονται στιγμές που ο πόνος μοιάζει αθεράπευτος και οι δυσκολίες ανυπέρβλητες, ας μην ξεχνάμε· στο δρόμο αυτό δεν βαδίζουμε ούτε μόνοι, ούτε αβοήθητοι. Αυτήν επικαλούμασταν. Αυτήν επικαλούμαστε, και προς αυτήν με παρρησία απευθυνόμαστε· «Σώσον ημάς τούς ομολογούντάς Σε Θεοτόκον, από πάσης περιστάσεως και λύτρωσαι κινδύνων τας ψυχάς ημών. Αμήν. ».