+ Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ο Σ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ – Ν. ΡΩΜΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΠΑΝΤΙ ΤΩ ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ,
ΧΑΡΙΣ ΕΙΗ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗ ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ,
ΠΑΡ᾿ HΜΩΝ ΔΕ ΕΥΧΗ, ΕΥΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΣΥΓΧΩΡΗΣΙΣ
«Ύμνο ευχαριστίας αναπέμπουμε στον εν Τριάδι Θεό, τον αξιώσαντα ημάς να φθάσουμε και πάλι εις την Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή, διά να αγωνισθούμε τον καλό αγώνα της ασκήσεως, διά να στραφούμε εις το «ἓν, οὗ ἐστί χρεία» (πρβλ. Λουκ. ι’, 42). Μέσα σε ένα αντι- ασκητικό κόσμο, ενώπιον του συγχρόνου από-αγιασμού της ζωής και της κυριαρχίας ατομοκεντρικών και ευδαιμονιστικών προτύπων, η Ορθόδοξος Εκκλησία επιμένει στην τεσσαρακονθήμερη περίοδο πνευματικών αγώνων και «πανσέπτου εγκρατείας» διά τα τέκνα Αυτής, ως προετοιμασία διά την Αγία και Μεγάλη Εβδομάδα, τα Πάθη και τον Σταυρό του Χριστού, διά να καταστούμε θεωροί και κοινωνοί της ενδόξου Αναστάσεως Αυτού.
Κατά την Μεγάλη Τεσσαρακοστή καλούμαστε να βιώσουμε βαθύτερα την δημιουργική και σωστική Οικονομία του Τριαδικού Θεού και να μετάσχουμε εναργέστερα στην εσχατολογική αναφορά, κατεύθυνση και ορμή της εκκλησιαστικής και πνευματικής ζωής μας. Συνειδητοποιούμε το τραγικό αδιέξοδο της αυτοσωτηρικής υψηγορίας του Φαρισαίου, της σκληροκαρδίας του πρεσβυτέρου υιού της παραβολής του Ασώτου, της ανάλγητης αδιαφορίας διά την πείνα, την δίψα, την γυμνότητα, την ασθένεια, την εγκατάλειψη του συνανθρώπου, συμφώνως προς την ευαγγελική διήγηση περί της μελλούσης κρίσεως. Προτρεπόμεθα να μιμηθούμε την μετάνοια και την ταπείνωση του τελώνου, την επιστροφή του ασώτου υιού στον οίκο του Πατρός και την εμπιστοσύνη στην Χάριν Του, τους ποιούντας το έλεος προς τους ενδεείς, την ζωή της προσευχής του Γρηγορίου του Παλαμά, την άσκηση του Ιωάννου του Σιναίτου και της Μαρίας της Αιγυπτίας, και ενισχυόμενοι διά της προσκυνήσεως των Ι. Εικόνων και του Τ. Σταυρού, να φθάσουμε σε προσωπική συνάντηση με τον Αναστάντα εκ τάφου Ζωοδότη Χριστό. Κατά την ευλογημένη αυτή περίοδο αποκαλύπτεται με ιδιαίτερη έμφαση ο κοινοτικός και κοινωνικός χαρακτήρας της πνευματικής ζωής. Δεν είμαστε μόνοι, δεν ιστάμεθα μόνοι ενώπιον του Θεού. Δεν είμαστε άθροισμα ατόμων, αλλά κοινωνία προσώπων, διά τα οποία «είναι» σημαίνει «συν-είναι». Η άσκηση δεν είναι ατομικό, αλλά εκκλησιαστικό γεγονός και κατόρθωμα, μετοχή του πιστού στο μυστήριο και τα μυστήρια της Εκκλησίας, αγώνας κατά της φιλαυτίας, άσκηση της φιλανθρωπίας, ευχαριστιακή χρήση της δημιουργίας, συμβολή στη μεταμόρφωση του κόσμου. Είναι κοινή ελευθερία, κοινή αρετή, κοινό αγαθό, κοινή υπακοή στον κανόνα της Εκκλησίας.
Δεν νηστεύομε όπως επιθυμούμε ατομικά, αλλά όπως ορίζει η Εκκλησία. Η ασκητική μας προσπάθεια λειτουργείται εν τω πλαισίω των σχέσεών μας με τα άλλα μέλη του Εκκλησιαστικού Σώματος, ως μετοχή και συμμετοχή στα γεγονότα και τα δρώμενα, τα οποία συγκροτούν την Εκκλησία ως κοινότητα ζωής, ως «ἀληθεύειν ἐν ἀγάπη» (πρβλ. Εφεσ. δ’, 15). Η Ορθόδοξη Πνευματικότητα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την μετοχή στην όλη λειτουργία της ζωής της Εκκλησίας, η οποία κορυφώνεται στην Θ. Ευχαριστία, είναι ευσέβεια εκκλησιοτραφής και εκκλησιοδιάστατη.
Το στάδιο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής δεν είναι περίοδος θρησκειογενών ψυχικών εξάρσεων και επιφανειακών συγκινήσεων. Η Πνευματικότητα, εξ επόψεως Ορθοδόξου, δεν σημαίνει στροφή προς το πνεύμα και την ψυχή, η οποία τρέφεται από μία δυιστική υποτίμηση της ύλης και του σώματος. Πνευματικότητα είναι ο διαποτισμός ολοκλήρου της υπάρξεώς μας, του πνεύματος, του νοός και της βουλήσεως, της ψυχής και του σώματός μας, ολοκλήρου της ζωής μας, από το Άγιο Πνεύμα, το οποίον είναι Πνεύμα κοινωνίας. Πνευματικότητα σημαίνει, εκκλησιαστικοποίηση της ζωής μας, ζωή εμπνεόμενη και κατευθυνόμενη από τον Παράκλητο, πραγματική πνευματοφορία, η οποία προϋποθέτει την δικήν μας ελευθέρα συνεργία, την συνειδητή συμμετοχή στην μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας και ένθεο βιωτή.
Τιμιώτατοι αδελφοί και τέκνα εν Κυρίω αγαπητά,Δεν υπάρχει γνησία και ταυτοχρόνως άκαρπη πνευματικότητα. Ο αγαπών αληθώς τον Θεό, αγαπά και τον πλησίον και τον μακράν, και ολόκληρη την κτίση. Αυτή η «οὐδέποτε ἐκπίπτουσα» (Α’ Κορ. ιγ’, 8) θυσιαστική αγάπη είναι ευχαριστιακή πράξη, πλήρωμα ζωής, πρόγευση και αλήθεια των εσχάτων. Η Ορθόδοξη πίστη είναι πηγή ανεξάντλητου δυναμισμού, ικανώσεως προς αγώνας πνευματικούς, φιλόθεη και φιλάνθρωπη δράση, δαψιλή καρποφορία εν τω κόσμω επ᾿ αγαθώ. Πίστη και αγάπη αποτελούν εν τη Εκκλησία ενιαία και αδιάσπαστη εμπειρία ζωής. Η εν τη αγιοπνευματική κοινωνία της Εκκλησίας βίωση της ασκήσεως, της νηστείας και της φιλανθρωπίας αποτελεί φραγμό στην θρησκειοποίηση και την μετατροπή της εκκλησιογενούς ευσεβείας άγονη εσωστρέφεια και σε ατομικό επίτευγμα.
Το Πνεύμα του Θεού πνέει αδιαλείπτως εν τη Εκκλησία, ο Θεός είναι αεί «μεθ᾿ ἡμῶν» – μαζί μας. Κατά τις άγιες ημέρες της Μεγάλης Τεσσαρακοστής καλούμαστε να εντείνουμε τον ασκητικό αγώνα κατά του εγωιστικού μας φρονήματος, «τῇ προσευχῇ προσκαρτεροῦντες» (Ρωμ. ιβ’, 12), «ἐν ταπεινοφροσύνη διάγοντες καί ποιοῦντες ἔλεος» (Αββάς Ποιμήν), ζώντες φιλοκαλικώς και οικτιρμόνως, συγχωρούντες αλλήλους και ασκούντες την εις αλλήλους αγάπην, δοξολογούντες τον Αγαθοδότη Θεό και ευχαριστούντες διά τις πλούσιες Αυτού δωρεάς.
«Ἰδού νῦν καιρός εὐπρόσδεκτος, ἰδού νῦν ἡμέρα σωτηρίας» (Β’ Κορ. στ΄, 2).
Επί δε τούτοις, επικαλούμενοι την άνωθεν ενίσχυση διά να υποδεχθούμε άπαντες, πόθω ζέοντι και ευφροσύνως, την Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή και ευχόμενοι «εύδρομον το της νηστείας στάδιον», απονέμουμε στους Τιμιότατους εν Χριστώ αδελφούς και στα ανά την Οικουμένη προσφιλή τέκνα της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας την Πατριαρχική ημών ευλογία.
Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή, βιη´(2018)
† Ο Κωνσταντινουπόλεως Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ο Σ
διάπυρος προς Θεόν ευχέτης πάντων υμών