ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ †ΑΡΧΙΜ. ΣΠΥΡΙ∆ΩΝΟΣ ΚΑΤΡΑΜΑ∆ΟΥ
Πάλιν και πολλάκις εµείς οι Ορθόδοξοι οφείλουµε να ευγνωµονούµε τον ∆ωρεοδότη Τριαδικό Θεό για τις αναρίθµητες ευλογίες που καθηµερινώς και αφειδώς µας χαρίζει. Είναι βέβαια τόσο µεγάλες και πολλές οι αφανείς και φανερές θείες δωρεές, όπου κανείς ανθρώπινος νους ή και αγγελικός δεν µπορεί ούτε να τις συλλάβει, ούτε να τις διηγηθεί. Τον ευχαριστούµε για τη µεγαλύτερη και ανώτερη απ’ όλες τις δωρεές Του, για τη ροπή και την εξοικείωση προς Αυτόν, δηλαδή τη θέωση του ανθρώπου, το καθ’ οµοίωσιν. Προσευχόµαστε και δοξολογούµε αδιαλείπτως αν θέλουµε να ονοµαζόµαστε ευγνώµονες δούλοι και αληθινοί χριστιανοί.
Θα πρέπει να Τον δοξάζουµε και για τα έµψυχα δώρα Του, τους επιγείους Αγγέλους, τους ουρανίους ανθρώπους, τους Αγίους της Εκκλησίας. Και τούτο διότι πρωτοπόροι αυτοί, µε Προστάτιδα την Κυρία Θεοτόκο, µε έργα και µε λόγια µας χειραγωγούν στο δρόµο προς τη θέωση, την οδό της Βασιλείας των Ουρανών. Έπαθαν και έµαθαν τα θεία, στην πράξη και στη θεωρία, έφθασαν από το κατ’ εικόνα στο καθ’ οµοίωσιν, και έτσι µας δίδαξαν άλλοτε µε τον βίο, άλλοτε µε τον λόγο, άλλοτε µε τα θαύµατά, κι άλλοτε µε την εκκωφαντική σιωπή τους, το τέλειο πρότυπο του σωστού χριστιανού, του φωτισµένου και αγιασµένου.
Ο Προνοητής και Παντογνώστης Κύριος φρόντισε να έχουµε Αγίους σε κάθε εποχή, να µη παραπονιόµαστε ότι ακούσαµε τους βίους παλαιοτέρων Αγίων, χωρίς όµως την ζωντανή παρουσία τους ανάµεσά µας, οι οποίοι έζησαν πριν πολλά χρόνια ή πολλούς αιώνες, ενώ σήµερα δεν υπάρχουν Άγιοι. Πάντοτε υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν Άγιοι πρότυπα ζωής, ζωντανά παραδείγµατα, φάροι τηλαυγείς στην πολυτάραχη ζωή και µας φωτίζουν, µας παρηγορούν, µας στηρίζουν, µας εµψυχώνουν στον πνευµατικό µας αγώνα. Τονίζει ο Άγ. Φιλόθεος ο Κόκκινος : «ό,τι ήσαν οι Προφήτες για τους προ Χριστού ανθρώπους, είναι τώρα οι Άγιοι για τους µετά Χριστόν ανθρώπους. Όπως οι Προφήτες στήριζαν και παρηγορούσαν τους πιστούς και τους ετοίµαζαν για την Παρουσία του Χριστού, έτσι και οι Άγιοι στηρίζουν και παρηγορούν όλους εµάς, τους µετά Χριστόν πιστούς, προετοιµάζοντάς µας για τη ∆ευτέρα Παρουσία Του.» Με αυτές τις προϋποθέσεις έχουµε νεωτέρους Αγίους, τον άγιο Νεκτάριο, τον άγιο Νικόλαο Πλανά, τον άγιο Καλλίνικο Επίσκοπο Εδέσσης, τον άγιο Πορφύριο τον Καυσοκαλυβίτη, και µεταξύ αυτών εξέχουσα θέση και ο Γέροντας Παΐσιος ο Αγιορείτης. Πολλά ωφέλιµα δηµοσιεύτηκαν για τον βίο, τα θαύµατα και τη διδασκαλία του αγίου Παϊσίου και οικοδόµησαν πολλούς ανθρώπους, πιστούς και ολιγοπίστους.
Ο όσιος Παΐσιος γεννήθηκε στα Φάρασα της Καππαδοκίας το 1924 από γονείς ευσεβείς, τον Πρόδροµο και την Ευλογία. Γόνος πολύτεκνης οικογένειας, βαπτίσθηκε από τον Άγ. Αρσένιο τον Καππαδόκη και έλαβε και το όνοµά του. Ο Άγιος Αρσένιος είχε προέβλεψε ότι ο τότε νεοφώτιστος Αρσένιος θα γίνει µοναχός. Την ίδια χρονιά µε την οικογένεια και τους συµπατριώτες του ήλθαν ως πρόσφυγες στην Κέρκυρα, κατόπιν στην Ηγουµενίτσα και τέλος εγκαταστάθηκαν στην πανέµορφη ορεινή κοµώπολη την Κόνιτσα Ιωαννίνων. Από µικρός έµαθε τα γράµµατα και ευλαβείτο τον κοιµηθέντα Άγιο Αρσένιο. ∆ιάβαζε την Αγ. Γραφή, τα Συναξάρια, νήστευε, αγρυπνούσε και προσευχόταν πολύ. Τελείωσε το ∆ηµοτικό και ασχολήθηκε ολοπρόθυµα µε την ξυλουργική τέχνη. 15χρονών, µετά από µια σκληρή δοκιµασία πίστεως που του υπέβαλε άθεος δαρβινιστής, έµεινε ακλόνητος στην πίστη του προς τον Χριστό, και αµέσως αξιώθηκε να γίνει θεόπτης, να δει το ιλαρό-άκτιστο φως Του. Έκτοτε αποφάσισε οριστικά να γίνει µοναχός και αναζητούσε εναρέτους γέροντες. Λιτοδίαιτος, ασκητικός και ησυχαστικός τις ελεύθερες ώρες του νουθετούσε την παρέα του. Στα χρόνια της Κατοχής και του εµφυλίου πολέµου πέρασε κακουχίες, αλλά δεν λιποψύχησε, ούτε έχασε το θάρρος του. Το 1945 κατατάχθηκε στο στρατό ως διαβιβαστής. Ευχαριστούσε τον Θεό που απαλλάχθηκε από την ένοπλη συµµετοχή. Αργότερα χρησιµοποιούσε παραβολικά την ιδιότητά του ως ασυρµατιστού, συµβολίζοντάς τη µε τη ζωή του µοναχού που στέλνει σήµατα στον Θεό. Έπαθε κρυοπαγήµατα, αλλά γλίτωσε τον ακρωτηριασµό.
Χαιρόταν ο ίδιος να βρέχεται, να κουράζεται, να κρυώνει, για να µη ταλαιπωρούνται οι συστρατιώτες του. Θυσία για τους άλλους. Κάποτε γλίτωσε τη µονάδα τους µε τον ασύρµατο. Πολλές φορές διέφυγε τον θάνατο. ∆εν παρέλειπε να νηστεύει και να προσεύχεται. Το 1950 απολύθηκε από το στρατό και επισκέφθηκε το Άγ. Όρος. Τοτε δεν αναπαύτηκε, γι’ αυτό επέστρεψε στην Κόνιτσα να εργαστεί ως ξυλουργός-αγρότης, µη παραλείποντας τους ασκητικούς του αγώνες. Αγρυπνούσε και κοιµόταν στο τσιµέντο. Με το µισθό που έπαιρνε δεν λησµονούσε την ελεηµοσύνη. Το 1953 µοίρασε τις οικονοµίες του στους φτωχούς και έφυγε και πάλι για τον Άθωνα. Εγκαταστάθηκε στην Μονή Εσφιγµένου, όπου διακόνησε ως φούρναρης, τραπεζάρης, ξυλουργός, αρχοντάρης, ψάλτης και εκκλησιαστικός. Εδώ βρήκε εναρέτους πατέρες. Αντιµετώπισε φοβερούς πειρασµούς, αισθητές δαιµονικές επιθέσεις. Το 1954 έλαβε την ρασσοευχή µε το όνοµα Αβέρκιος. ∆ιετέλεσε διακονητής στο ξυλουργείο µε ένα δύστροπο γέροντα, στον οποίο έκανε αιµατηρή υπακοή και υποµονή. Έτσι έπαθε βρογχεκτασία, είχε συχνές αιµοπτύσεις. Αργότερα πήγε σε εναρέτους γέροντες στην Κουτλουµουσιανή Σκήτη και στην Μονή Φιλοθέου, όπου διακόνησε στην τράπεζα. Πράος, ειρηνικός, καλωσυνάτος. Για 3 µήνες φιλοξενήθηκε σε φιλοµόναχο σπίτι στην Κόνιτσα, για τη βελτίωση της υγείας του. Το 1956 επωνοµάστηκε οριστικά Παΐσιος. ∆εν µπόρεσε να φύγει για την αγαπηµένη του ησυχία. Με σηµείο και εντολή της Παναγίας, έφυγε το 1958 από το Άγ. Όρος για τη Μονή Στοµίου στην Κόνιτσα, όπου τον περίµεναν νέοι αγώνες, νέες δοκιµασίες, νέα στεφάνια. Με πολλές θυσίες αναστήλωσε το καµένο µοναστήρι. Ευεργετούσε τους φτωχούς, νήστευε,
αγρυπνούσε. Μετέφερε τα λείψανα του Αγ. Αρσενίου από την Κέρκυρα. Αντιµετώπισε σθεναρά τους αιρετικούς ενώ εξυπηρέτησε κάποιους Μουσουλµάνους, βοηθώντας τους να µάθουν την αλήθεια, να βαπτισθούν. Εκεί δέχθηκε πολλές δαιµονικές επιθέσεις, µα είχε και απαράµιλλη θεία παρηγοριά, βλέποντας καθηµερινώς τα σηµεία της Θείας Προνοίας, ακόµη και στα παραµικρά πράγµατα. Το 1962 φεύγει για το Σινά, την ποθητή του ησυχία. Εκεί επιδόθηκε σε υπεράνθρωπες ασκήσεις, είχε πολλές θείες εµπειρίες, τις οποίες µε νοσταλγία θυµόταν αργότερα. Εργάσθηκε στο ξυλουργείο και στη συντήρηση παλαιών εικόνων της Μονής µε πολλή σιωπή και δεξιοτεχνία. ∆ιά προσευχής έλυσε την ανοµβρία του τόπου. Εγκαταστάθηκε στο ασκητήριο των αγίων Γαλακτίωνος και Επιστήµης, γύριζε ξυπόλυτος µε πενιχρά ρούχα, ελάχιστη τροφή, τσάι και λίγο νερό. Εκεί πέρασε µεγάλους πειρασµούς, αλλά η Χάρις του Θεού τον φύλαξε. Ένα κονσερβοκούτι έγινε κατσαρόλα, πιάτο, ποτήρι και µπρίκι για τις βιοτικές ανάγκες του. Κοινωνούσε κάθε βδοµάδα ή κάθε δεκαπέντε ηµέρες. Με τα ξυλόγλυπτα που κατασκεύαζε ενίσχυε οικονοµικά τους Βεδουίνους.
Όλοι τον αγαπούσαν, τον αποκαλούσαν Αµπούνα Παΐζι. Το 1964 έπαθε άσθµα, αναγκάστηκε να αφήσει την σιναϊτική έρηµο. Επανέκαµψε στον Άθωνα, εγκαταστάθηκε στην Ιβηριτική Σκήτη, όπου απέκτησε την πρώτη συνοδεία, µεταξύ των οποίων τον Ιεροµόναχο Βασίλειο Ηγούµενο Σταυρονικήτα & Ιβήρων, και τον Ιεροµόναχο Γρηγόριο, Γέροντα του Κελλίου Αγ. Ιωάννου Θεολόγου, Παναγούδας. Κατόπιν υπακοής στον Γέροντά του παπα-Τύχωνα, έγινε µεγαλόσχηµος το 1966.»
Δεν έπαυσε τους αγώνες, τη φιλοξενία και την ελεημοσύνη. Κατόπιν υπακοής στον Γέροντά του παπα-Τύχωνα, έγινε μεγαλόσχημος το 1966. Την ίδια χρονιά στο Κέντρο Νοσημάτων Θώρακος Βορείου Ελλάδος έκανε σοβαρή εγχείρηση στους πνεύμονες, λόγω επιδεινώσεως της ασθενείας του. Εκεί τον επισκέφθηκαν φιλομόναχες νέες, του έδωσαν αίμα, και αυτές έγιναν οι πρώτες μοναχές στο Ησυχαστήριο της Σουρωτής. Έλαβε αίμα και τους έδωσε πνεύμα. Με εντολή του Γέροντά του πήγε στα Κατουνάκια, όπου συνανεστράφη πνευματικά με ασκητές, τους οποίους βοηθούσε με ρούχα και τρόφιμα. Εδώ πάλι αξιώθηκε της θέας του Ακτίστου φωτός. Το 1968 με ιερομονάχους επάνδρωσε την Ι. Μονή Σταυρονικήτα. Την ίδια χρονιά κοιμήθηκε ο παπα-Τύχων, και ο Όσιος Παΐσιος εγκαταστάθηκε στο ασκητήριο του Πνευματικού του, στον Τ. Σταυρό, θεωρώντας το μεγάλη ευλογία. Νέοι αγώνες διαδέχθηκαν τους παλαιούς. Πειρασμοί, αγώνες, αλλά παράλληλα θείες παρηγορίες. Εδώ κατόρθωσε να συνδυάσει ησυχία και ιεραποστολή, στηρίζοντας και ανακουφίζοντας τους κουρασμένους και ταλαιπωρημένους επισκέπτες από τον καύσωνα της ζωής και το πέλαγος του κόσμου. Τότε πραγματοποίησε προσκύνημα στην Παναγία της Τήνου, και εν συνεχεία συμπαραστάθηκε στην ασθένεια του π. Αθανασίου Σταυρονικητιανού στο Λαϊκό Νοσοκομείο Αθηνών, αφήνοντας μεγάλη ευλογία σε όλους τους ασθενείς, τους ιατρούς και τους νοσηλευτές. Το νοσοκομείο έγινε λαϊκό προσκύνημα, θεραπευτήριο ψυχών.
Το 1972 επισκέφθηκε τα Φάρασα και την Κωνσταντινούπολη, προσκυνώντας με πολλή ευλάβεια στην Αγ. Σοφία και την Μονή της Χώρας. Σημαντικό γεγονός εκείνης της εποχής είναι η επίσκεψη της Αγ. Ευφημίας στο καλύβι του, η οποία του προείπε μελλοντικά πράγματα μέχρι το τέλος του κόσμου. Από την Αγ. Ευφημία άντλησε αρκετά στοιχεία για μελλούμενα, τα οποία αναφέρει στις διδαχές του, καθώς και τη μορφή της Αγίας, την οποία περιέγραψε στις μοναχές πως να την αγιογραφήσουν.
Το 1977 επισκέφθηκε την Αυστραλία για στηριγμό των Ελλήνων Ορθοδόξων. Κατά την επιστροφή του στο κελί του Τ. Σταυρού είδε τον φύλακα Άγγελό του. Σε περίοδο ανομβρίας με την προσευχή του άνοιξαν οι ουρανοί και έβρεξε πολύ. Το 1979 πήγε στο κελί Παναγούδα, το οποίο και ανακαίνισε. Εδώ πλέον είχε την αισθητή παρουσία των Αγίων Παντελεήμονος και Λουκιλλιανού, οι οποίοι τον παρηγόρησαν και τον ανακούφισαν από τους σωματικούς πόνους και την κούραση. Εκείνο τον καιρό αισθάνθηκε άρρητη ευωδία από την εικόνα της Θεοτόκου «Αξιόν εστι» και από τα Άγ. Λείψανα του Οσιομάρτυρος Κοσμά του Αιτωλού.
Το 1982 επισκέφτηκε τους Αγ. Τόπους και το Σινά. Με πολλή ευλάβεια και θαυμασμό μιλούσε αργότερα για την Θεία Χάρη που έχει ο Γολγοθάς και ο Πανάγιος Τάφος. Στο Όρος των Ελαιών ζήτησε να μείνει μόνος, για να προσευχηθεί, αγκάλιασε σφιχτά την Πέτρα της Γεθσημανή, εκεί όπου προσευχήθηκε ο Χριστός, έκλαψε και προσευχήθηκε πολλή ώρα με λυγμούς. Δείγμα της μεγάλης αγάπης του για τον Αναστάντα Κύριο μας. Προσκύνησε τον τάφο της Θεοτόκου στον Κήπο της Γεθσημανή και μας βεβαίωσε πως η Εικόνα της Παναγίας της Ιεροσολυμίτισσας είναι η πλέον πιστή με το πρωτότυπο, με το γλυκύτατο πρόσωπο της Πλατυτέρας των ουρανών.
Επέστρεψε στην Παναγούδα, και αναλώθηκε σε αγρυπνίες και προσευχές. Δέχθηκε επισκέψεις της Θεοτόκου. Το 1987 έκανε εγχείρηση βουβωνοκήλης. Επισκέφθηκε και πάλι το Σινά. Στη Θεσσαλονίκη το 1988 συμμετείχε σε συγκέντρωση κατά της ταινίας “Ο τελευταίος πειρασμός” στηρίζοντας τους πιστούς από το μπαλκόνι της “Καταφυγής”. Εκατοντάδες ψυχές τότε έξω από το Ναό του Αγ. Δημητρίου έτρεξαν να πάρουν την ευχή του. Το 1992 σε αγρυπνία κάποιοι τον είδαν να λάμπει και να αιωρήται. Αμέτρητες νουθεσίες, θεραπείες, εμψυχώσεις, παρηγορίες, προφητείες, σημεία και τέρατα επιτελέστηκαν από τον Άγιο Παΐσιο κατά την παραμονή του στην Παναγούδα. Αρχιερείς, ιερείς και μοναχοί, λαϊκοί, νέοι και γέροι, πλούσιοι και πτωχοί, μορφωμένοι και αμαθείς, έγγαμοι και άγαμοι, παραστρατημένοι, ψυχοπαθείς, ναρκομανείς, δαιμονισμένοι, πλανεμένοι, ινδουιστές και βουδιστές έβρισκαν καταφύγιο, θεογνωσία και ιατρεία ψυχής και σώματος στο ευλογημένο κελί του. Η Παναγούδα είχε γίνει το πνευματικό νοσοκομείο για κάθε προσκυνητή. Όμως μετά από τόσες ασθένειες, βρογχεκτασία, αιμοπτύσεις, δύσπνοια, ευαισθησία στο κρύο, ελκώδη κολίτιδα, δισκοπάθεια, βουβωνοκήλη, αιμορραγία στα έντερα και σιδηροπενία, καθώς και με τις ανάλογες εγχειρήσεις, απέκτησε και καρκίνο. Εγχειρίστηκε τον Φεβρουάριο του 1994 και του αφαιρέθηκε ο όγκος παχέος εντέρου. Η ασθένεια είχε ήδη κάνει μεταστάσεις. Υπέμεινε καρτερικά και υποδειγματικά τους πόνους, χωρίς να βαρυγκομά. Αντιθέτως χαιρόταν και δεχόταν κόσμο, όπως πάντα. Κοινωνούσε τακτικά. Με το φοβερό μαρτύριο του καρκίνου κοιμήθηκε ειρηνικά την επομένη της Αγίας Ευφημίας, 12 Ιουλίου 1994. Τάφηκε στην Μονή Αγ. Ιωάννου Θεολόγου στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης. Μέχρι σήμερα ο τάφος του αποτελεί παγκόσμιο προσκύνημα. Δεν εγκατέλειψε όμως όλους αυτούς που διακόνησε, όλους αυτούς που τον αγάπησαν, αλλά τους ενίσχυσε και τους ενισχύει και τώρα με διάφορες εμφανίσεις του. Τώρα πια η Αγία ψυχή του πρεσβεύει προς Κύριον για τη σωτηρία όλων μας.
Όποιος ασχοληθεί με τη ζωή και το έργο του Οσίου Παϊσίου, μένει έκθαμβος, εκστατικός με την ισάγγελη πολιτεία, τους λόγους, τα θαύματά του. Τόμοι ολόκληροι δεν φθάνουν να ολοκληρώσουν το Συναξάρι του. Οι εγκωμιαστές για άλλους ανθρώπους ψάχνουν να βρουν κάτι να πουν να επαινέσουν, για τον Όσιο Παίσιο δεν ξέρουμε τι να πρωτοαναφέρουμε. Ολόκληρη η ζωή, το έργο, η διδασκαλία, τα θαύματά του είναι αδύνατον να περιγραφούν.
Μοιάζουν με ποτάμι που δεν μπορεί να χωρέσει σε μια χούφτα, ή με το παράδειγμα του παιδιού που φανερώθηκε στον Άγ. Αυγουστίνο, το οποίο προσπαθούσε να βάλει τη θάλασσα σε μια λακκούβα. Τι να πρωτοθαυμάσει κανείς, τι να πρωτο επαινέσει! Πτωχότατος κατά κόσμο, πλούσιος σε ευλογίες.
Αδύναμος κατά άνθρωπο, πανίσχυρος κατά Θεό, πυρακτωμένος από τη Θ. Χάρη Μοναχός και ιεραπόστολος. Ασκητής αυστηρός αλλά φιλάνθρωπος και επιεικής στους αδυνάτους, ασθενείς, αδικημένους. Σε όλη του τη ζωή με μια θεία τρέλα. Αγάπησε τον Χριστό με όλη την ψυχή του, την καρδιά, την ισχύ, τη διάνοια, και τον πλησίον του σαν τον εαυτό του. Είχε ξεγράψει για τον εαυτό του, την ανάπαυση, άνεση, καλοπέραση. Προτιμούσε ο ίδιος να χαθεί προκειμένου να σωθούν οι συνάνθρωποί του, μιμούμενος τον Απ. Παύλο. Από μικρός έδειξε αμέτρητο ζήλο στα πνευματικά. Στηριγμένος στη βαθειά πίστη προς τον Κύριο, βαδίζοντας πάνω στα ασκητικά ίχνη του Αγ. Αρσενίου απέκτησε θείο φόβο, σύμφωνα με τους Αγ. Πατέρες και πλήρη εμπιστοσύνη στον Θεό για ότι του συνέβαινε. Από την παιδική του ηλικία επιδόθηκε σε πνευματικούς αγώνες. Απέδιδε τα πάντα στη Θεία Πρόνοια. Ακράδαντα πίστευε πως τίποτα δεν γίνεται χωρίς τη Χάρη του Θεού, μαζί με την ανθρώπινη συνέργεια. Νέος ακόμη βοηθούσε τους πάντες στις εργασίες τους, διαβάζοντας τους παράλληλα την Αγία Γραφή. Στο στρατό διέπρεψε ως διαβιβαστής. Έτρεχε ολοπρόθυμα να εξυπηρετήσει το τάγμα του βάζοντας τη ζωή του σε κίνδυνο, για να μη κινδυνεύσουν συστρατιώτες του που ήσαν οικογενειάρχες. Προσφορά και θυσία για τους συνανθρώπους του, χωρίς κρατούμενα, ανιδιοτελώς. Τελειώνοντας τη στρατιωτική του θητεία βοηθούσε τους γονείς του. Ότι περίσσευε το έδινε στους φτωχούς, στις χήρες και στα ορφανά, στα θύματα του πολέμου. Κατόπιν μοίρασε τις οικονομίες του, απαλλάχθηκε από κάθε τι που τον έδενε με τον κόσμο, και ως αετός ιπτάμενος πέταξε για τον Άθωνα. Έλεγε χαρακτηριστικά: «Όσα πετάς, τόσο πετάς». Σ’ όλη την μοναχική του ζωή, στο Άγ. Όρος, το Στόμιο το Σινά, ποτέ δεν χαρίστηκε στον εαυτό του. Ποτέ δεν αναπαύθηκε στα κεκτημένα. Ήθελε με κάθε τρόπο να ευαρεστήσει τον Θεό και τους ανθρώπους, σύμφωνα με τις υποσχέσεις της μοναχικής κουράς. Για να ευαρεστεί τον Θεό κρυβόταν σε σπήλαια, έκανε αγρυπνίες με κομποσχοίνι, αναρίθμητες μετάνοιες, πρόσφερε την άσκηση του ως θυσία αγάπης για τον Χριστό, και δέχθηκε τις αρρώστιες του με ευχαριστία και δοξολογία. Δεν πανικοβαλλόταν, δεν γόγγυζε, αλλά υπέμενε και δόξαζε τον Κύριο. Θεωρούσε πως ένα «Δόξα σοι ο Θεός» σε καιρό πειρασμών είναι ανώτερο από εκατό «Κύριε ελέησον». Έλεγε με βεβαιότητα: «Όσο με ωφέλησαν οι αρρώστιες, δεν με ωφέλησε η άσκηση που έκανα τόσα χρόνια σαν μοναχός». Λίγους μήνες πριν κοιμηθεί, τον επισκέφθηκε ο Αρχιμανδρίτης Γεώργιος Ηγούμενος της Μονής Γρηγορίου, παρ’ όλες τις οδύνες του, είπε με αστείο τρόπο στον Γέροντά: «Γέροντα, αρρωστήσαμε κι εμείς, για να μη παραπονούνται οι κοσμικοί πως μόνο αυτοί αρρωσταίνουν». Παρ’ όλο που έκανε αυστηρή νηστεία εφ’ όρου ζωής, κατόρθωνε να την κρύβει μπροστά στους άλλους, για να μη δίνει υποψίες. Μόνο από το λιπόσαρκο και σκελετωμένο του σώμα μπορούσε κανείς να αντιληφθεί τις νηστείες του. Τις νύχτες αγρυπνούσε προσευχόμενος. Κοιμόταν ελάχιστα, στο πάτωμα, στις πλάκες, στα τούβλα, στο τσιμέντο, ή έβαζε πέτρες κάτω από το στρώμα του. Καταφρονούσε την ανάπαυση του σώματος , σύμφωνα με τον Άγ. Ισαάκ.
Τις εργασίες στο κελί τις έκανε μόνος του, μέχρι που αρρώστησε. Τακτοποιούσε το καλύβι, κόσσιζε τα χόρτα, έκοβε ξύλα για το χειμώνα. Η αυταπάρνηση ο ζήλος και το φιλότιμο ενίσχυαν το σώμα του και έκανε περισσότερη άσκηση από άλλους πιο δυνατούς. Η βία στον εαυτό του έφτανε σε οριακά σημεία, συνήθως τα ξεπερνούσε. Διαρκής μετάνοια τον κατείχε σε όλη του τη ζωή. Πίστευε πως είναι ο πιο αμαρτωλός, ζητώντας διαρκώς το Θ. έλεος, τη συγχώρηση των αμαρτιών του. Είχε μάθει απ’ έξω τον Μεγάλο Κανόνα. Του άρεσε να λέγει την προσευχή της μετανοίας του Μανασσή από το Μ. Απόδειπνο. Την μελετούσε με πνεύμα συντετριμμένο, και ως εκ τούτου ισοπεδωνόταν. Όταν έψαλλε το «Πάντων προστατεύεις αγαθή…», έτρεμε από κατάνυξη. Όταν έφθανε στο σημείο «άλλην γάρ ουκ έχομεν αμαρτωλοί προς Θεόν…», ξεσπούσε σε λυγμούς. Έβγαινε από την Εκκλησία, τάχα για να σκουπίσει τη μύτη του. Συνιστούσε σε όλους να μή ζητούν χαρίσματα, παρά μόνον μετάνοια. Έπειτα τους παρέπεμπε σε πνευματικούς για εξομολόγηση. Χαιρόταν, συνέπασχε με τους μετανοημένους, ενώ στενοχωριόταν με τους αμετανοήτους. Τι ζητάτε βρε από μένα; Είπε κάποτε σε προσκυνητές που ήρθαν να τον δούνε και να τον συμβουλευθούν από τον Πειραιά. Εσείς εκεί κάτω έχετε τον Άγιο Γέροντα τον Π. Γεώργιο Κρητικό από εκείνον να ζητάτε την πορεία, την βοήθεια και την λύτρωσή σας, εγώ είμαι ελάχιστος μπροστά του, παρά το ότι εκείνος είναι και Έγγαμος. Άγιος Ιερεύς, Λειτουργός και Πνευματικός Πατέρας. Παράλληλα στη ζωή του ο Όσιος Παΐσιος ασκούσε και τις υπόλοιπες αρετές: Την ξενιτεία, την υπακοή, την ακτημοσύνη, την προσευχή, την ειρήνη της ψυχής, τη διάκριση, την απλότητα, τη νήψη, την απάθεια, την εμπιστοσύνη στον Θεό. Η εμπιστοσύνη του στη Θ. Πρόνοια ήταν συνεχές βίωμα και μόνιμη διδασκαλία του. Νουθετούσε ως εξής: «Αφήστε τον εαυτό σας 100% με τέλεια εμπιστοσύνη στα χέρια του Θεού». Σε κάποιον που παραπονιόταν για την τάχα αδιαφορία των Αρχιερέων και Ιερέων προς το ποίμνιο, του απάντησε σοφά: «Ε, μη τα κάνετε όλα εσείς! Αφήστε και στον Θεό να κάνει κάτι!». Θεωρούσε το φιλότιμο απαραίτητο για την πνευματική ζωή. Όριζε ως φιλότιμο το απόσταγμα της καλοσύνης. Ότι γίνεται πέρα από καθήκον, πέρα από υποχρέωση χωρίς να ζητηθεί, από ανιδιοτελή αγάπη, αυτό είναι φιλότιμο. Συνιστούσε τα εξής: «Να κάνουμε το καλό, όχι ωφελιμιστικά, όχι νομικά, αλλά από αγάπη προς τον Θεό. Τότε όχι μόνο με ευκολία κάνω ό,τι υποχρεούμαι, αλλά θυσιάζω και ό,τι δικαιούμαι». Μας υποδείκνυε να αποφεύγουμε με κάθε τρόπο την κατάκριση. Έλεγε πως ο δαίμονας της κατακρίσεως μας παραδίδει στο δαίμονα της πορνείας. Μας νουθετούσε να είμαστε σαν τη μέλισσα, να μαζεύουμε τη γύρι, τα καλά στοιχεία από παντού, όχι σαν τη μύγα, που πηγαίνει πάντα στις ακαθαρσίες. Μεγάλη σημασία έδινε στην καθαρότητα των λογισμών. Να γίνει ο νους εργοστάσιο καλών λογισμών.
Χρησιμοποιούσε απλά παραδείγματα όπως ο Κύριος, για να κάνει αντιληπτό τον πνευματικό αγώνα στους ακροατές. Έλεγε : «Ο διάβολος είναι σαν τη γάτα. Κοιτάζει στα κλαδιά, κι όταν εντοπίσει ένα πουλί, το κοιτάζει συνεχώς, μέχρι να το μαγνητίσει και να το ρίξει από το κλαδί. Αν το πουλί κοιτάξει τη γάτα και προσπεράσει το βλέμμα της, γλίτωσε. Αν την παρατηρεί συνεχώς, ζαλίζεται και πέφτει.
Χρειάζεται προσπέραση και περιφρόνηση στο λογισμό που μας βάζει ο πονηρός» «Ο νους να είναι σαν το Άγ. Όρος. Πάνω από αυτό περνούν αεροπλάνα; Προσγειώνεται κανένα; Όχι. Έτσι και ο νους στους λογισμούς. Αφήστε τους να περάσουν, χωρίς να προσγειωθούν». Είχε αισθητές δαιμονικές επιθέσεις. Αντιμετώπιζε καθημερινά πειρασμούς καταφρονώντας τις κακουργίες. Ήξερε τις παγίδες που του έστηναν, και τις προσπερνούσε με αδιαφορία, ταπείνωση και σύνεση, χωρίς να φοβάται. Εκείνο όμως που τον χαρακτήριζε ήταν η ταπείνωση. Η πλουτο-ταπείνωση, του Άγ. Ιωάννου Κλίμακος. Έβαζε τον εαυτό του κάτω απ’ όλη την κτίση κι από τα ζώα. Θεωρούσε τον εαυτό του χειρότερο κι από γαϊδουράκι. Θωρακιζόταν με ταπείνωση, για να μη κινδυνέψει από υπερηφάνεια. Ονόμαζε τον εαυτό του λειψό, μυξιάρικο, χωριάτη, χαμένο, σκιάχτρο, αγράμματο και ολιγόμυαλο. Απέφευγε τιμές, διακρίσεις, αξιώματα, προβολή. Όταν τον ρωτούσαν, απαντούσε: «Τι να υπερηφανευτώ, όταν ξέρω ποιός είμαι; Κι όταν σκεφθώ πόσο αίμα έχυσε ο Χριστός για μένα, πάει να μου φύγει το μυαλό». Κάποτε ένας μοναχός διανυκτέρευσε στο κελί του. Το βράδυ ο μοναχός άκουσε πολλές δαιμονικές επιθέσεις κατά του Γέροντος. Το πρωί του είπε: «Καταλαβαίνω, Γέροντα, τι πόλεμο σας κάνουν οι δαίμονες». Εκείνος απάντησε : «Δεν πάνε να βρούνε κανένα δυνατό». Έλεγε για την ταπείνωση: «Δεν αρκεί μόνο να διώχνουμε τους λογισμούς υπερηφάνειας, αλλά να σκεφθούμε τη θυσία και τις ευεργεσίες του Θεού και τη δική μας αχαριστία. Τότε η καρδιά μας, και γρανιτένια να είναι, ραγίζει. Όταν ο άνθρωπος γνωρίσει τον εαυτό του, τότε του γίνεται κατάσταση η ταπείνωση. Ο Θεός έρχεται και κατοικεί μέσα στον άνθρωπο και η ευχή λέγεται μόνη της». Προς το τέλος της ζωής του ήθελε να ταφή απλά και απέριττα στο Άγ. Όρος. Επειδή ήταν θέλημα Θεού να ταφεί εκτός Αγ. Όρους, υπάκουσε ταπεινά. Ζήτησε να μη κληθεί κανείς στην κηδεία του. Γι’ αυτή την ταπείνωση ο Κύριος του έδωσε το χάρισμα της διακρίσεως. Μπορούσε να δει ολοκάθαρα τον εαυτό του, μπορούσε να κάνει αξονική τομογραφία στην ψυχή του καθενός, μπορούσε να δει το μέλλον. Απέκτησε διορατικό και προορατικό χάρισμα. Στενοχωριόταν με όσα συμβαίνουν στην Πατρίδα, διέβλεπε με πίκρα το μέλλον στα πολιτικά, κοινωνικά, εκκλησιαστικά θέματα, μα δεν απελπιζόταν. Προέβλεπε ότι η Παιδεία της Χώρας θα χειροτερέψει, οι Νόμοι θα αλλάζουν. Διαβεβαίωνε πως θα έρθουν καλύτερες ημέρες, σοφότεροι Ηγέτες, σώφρονες Ποιμένες. Προφήτεψε παγκόσμια γεγονότα, συνιστούσε σε όλους να αποφεύγουμε τα άκρα, τον πανικό και την αδιαφορία. Να ’χουμε πάντα μια καλή ανησυχία. Αρετή του η αγάπη. Όπου και να πήγαινε, αγκάλιαζε όλους τους ανθρώπους με στοργή και φροντίδα. Έδινε μεγάλη σημασία στην ελεημοσύνη. Τη θεωρούσε βασικό κριτήριο για τη σωτηρία καθενός. Μάζευε ρούχα, χρήματα, τρόφιμα, φάρμακα, τα έκανε δέματα, τα έστελνε σε απόρους. Βοηθούσε με χρήματα και γνωριμίες φτωχά και ορφανά παιδιά, προκειμένου να σπουδάσουν. Μοίραζε ευλογίες, Σταυρούς, εικονάκια, βιβλία, κομβοσχοίνια.. Έδινε, δύσκολα έπαιρνε, και τούτο για να μη δυσαρεστήσει τον δωρητή. Όλη του η ζωή ήταν δόσιμο, κένωση, θυσία προς όλους. Παρακαλούσε τον Θεό να θεραπεύωνται οι ασθενείς και να αρρωσταίνει ο ίδιος. Συμπονούσε, συναισθανόταν, συνέπασχε με καθένα που τον επισκεπτόταν. Έκλαιγε για τους ανθρώπους που δεν πιστεύουν στον Χριστό. Θεωρούσε όλο τον κόσμο γονείς, αδέλφια, συγγενείς. Έκανε αντιαιρετικούς αγώνες, αντιμετωπίζοντας αιρετικούς, μάγους, ετεροδόξους και αλλοθρήσκους. Σε θέματα πίστεως ήταν σταθερός και ανυποχώρητος. Ορθόδοξος. Δεν δεχόταν συμβιβασμούς και καινοτομίες στη πίστη.
Συνιστούσε να μη φανατιζόμαστε, να μη βγαίνουμε από την Εκκλησία, όπως οι Ζηλωτές. Η απέραντη αγάπη του δεν περιορίστηκε στους ανθρώπους, επεκτάθηκε και στα ζώα. Όπου και να βρισκόταν φρόντιζε για την άλογη κτίση. Συζητούσε με ερπετά, ζώα, πουλιά. Μεγάλη οικειότητα με τα ζώα, γάτες και ποντίκια. Άφηνε σε κεραμιδένιο αυλάκι γάλα για τα φίδια, μια φέτα ψωμί για το τσακάλι της νύχτας, μια καραμέλα έξω από τη μυρμηγκοφωλιά, για να ξεκουράζωνται τα μυρμήγκια. Ταΐζε αρκούδες έξω από το κουζινάκι του. Κάποιοι μοναχοί τον είδαν να καλεί και να τρέφει πουλιά με τα χέρια του. Ανέφερε «Τα άγρια ζώα είναι φιλότιμα. Συνάντησα φιλότιμο περισσότερο στα άγρια ζώα, παρά σε ανθρώπους. Αν θέλεις φίλο αληθινό μετά τον Θεό, πιάσε φιλία με τους Αγίους. Αλλιώς με τα άγρια ζώα». Τόνιζε «η αγάπη προς το ζωικό βασίλειο πρέπει να είναι περίσσευμα της αγάπης προς τον άνθρωπο, αλλιώς φτάνουμε σε παραλογισμούς». Προσευχόταν και για τους δαίμονες, πονούσε για τον Εωσφόρο, απορούσε πως ένας τόσο μεγάλος Άγγελος έπαθε τέτοια πτώση εξ αιτίας της υπερηφάνειας του. Ο λόγος του πάντα «αλάτι ηρτυμένος». Συμβούλευε, νουθετούσε, επιτιμούσε. Κάπου-κάπου φώναζε, αγανακτούσε, θύμωνε, αλλά με διάκριση και λεπτότητα, χωρίς να πληγώνει. Ευκαίρως ακαίρως κήρυσσε Ιησού Χριστό. Θεωρούσε την προσευχή πιο ωφέλιμη και αποτελεσματική από τη συνομιλία και την αλληλογραφία. Ήθελε την προσευχή να γίνεται με πόθο, συναίσθηση, στεναγμούς, όχι μηχανικά, αγγαρεία. Είχε ιδιαίτερη ευλάβεια και αγάπη στην Παναγία, την οποία τακτικά επεικαλείτο και την είχε δεί. Βεβαίωνε ότι οι προσευχές και οι αδιάλειπτες πρεσβείες Της στηρίζουν τον κόσμο…Πολλές μαρτυρίες πιστών, εμφανίσεις του, θαυματουργίες του, μας βεβαιώνουν ότι ακόμη και τώρα, μετά την κοίμηση του, έχει παρρησία στο Θεό. Έγινε ο ίδιος άσβεστη καιόμενη λαμπάδα στον Θρόνο του Θεού για να πρεσβεύει για όλους. Έχοντας ένα τέτοιο Άγιο, ανεκτίμητο θησαυρό της Ελλάδος, κόσμημα της Εκκλησίας και πρεσβευτή της Οικουμένης, ποια είναι η δική μας ευθύνη απέναντι στον Θεό, τους συνανθρώπους, τον ίδιο τον εαυτό μας; Ποιος είναι ο προσωπικός πνευματικός αγώνας, η δική μας άσκηση, η ζωή, ο λόγος, το έργο, η ομολογία, το δικό μας φιλότιμο; Όμως μην απελπιζόμαστε. Να έχουμε φιλότιμο, να αγωνισθούμε καθένας κατά το μέτρο του, στη νηστεία, μετάνοια, προσευχή, σιωπή, υπακοή ταπείνωση. Γνωρίσαμε έναν Άγιο, τον είδαμε, τον ακούσαμε. Ας τον μιμηθούμε έστω και στα λίγα, στην μικρή άσκηση που μπορούμε να κάνουμε, στη λίγη νηστεία, στην αγρυπνία, την προσευχή, τη συντριβή και την ταπείνωση, για να αναπληρώσουμε τα κενά στον δύσκολο αγώνα μας. Έτσι θα καθορισθούμε, έτσι θα φωτισθούμε, έτσι θα αγιασθούμε, με την υπομονή, την καρτερικότητα, την ελπίδα και την εμπιστοσύνη μας μόνο στον Παντοδύναμο Θεό. Ας τον έχουμε Πρεσβευτή και Μεσίτης στην ζωή και στον αγώνα μας. Αμήν