Site icon ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΗΛΙΟΥΠΟΛΕΩΣ

ΑΓ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ: Ο ΜΥΣΤΗΣ ΤΗΣ Θ. ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΣ ΚΑΙ Η ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΤΟΥ!

Θεία Κοινωνία.

Θεία Κοινωνία.

ΑΓ. ΙΩΑΝΝΗΣ  ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ: Ο ΜΥΣΤΗΣ ΤΗΣ Θ. ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΣ  ΚΑΙ Η ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΤΟΥ!

Σεβ. Μητροπολίτου Μάνης κ. Χρυσοστόμου

Αἰῶνες τώρα, τελεῖται σ’ ὅλους τούς Ορθόδόξους Ι. Ναούς, σ’ ὅλα τά πλάτη καί μήκη τῆς γῆς, πέροχη Θεία Λειτουργία το γ. ωάννου το Χρυσοστόμου. Ἄραγε, ὑπάρχει πιό μεγάλη τιμή καί πνευματική εὐφροσύνη γιά ἕναν ἄνθρωπο, κάποιο ἔργο του, νά εἶναι σέ χρήση ἀπό τόσες γενεές ἀνθρώπων σ’ ὅλη τήν οἰκουμένη;

Ποιά ραγε μεγαλύτερη χαρά μπορε ν’ ντικαταστήσει τό γεγονός ατό; Φυσικά, μόνο σ’ ἕνα ἐπουράνιο ἄνθρωπο, μέ τήν πνευματική ἔννοια τοῦ ὅρου, μπορεῖ νά πραγματοποιηθεῖ τό λίαν τιμητικό καί πανευφρόσυνο αὐτό γεγονός. Ἕνας τέτοιος ἐπουράνιος ἄνθρωπος, ἕνας ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ἕνας ἄνθρωπος ἐν Χριστῷ κατά πάντα, ἦταν χωρίς ἀμφιβολία, ὁ Ἱ. Χρυσόστομος. Γι’ αὐτό, καί ὡς ἄνθρωπος τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἔδωσε στήν οἰκουμένη τήν «νεκφράστου ραιότητος» καί θεολογικοῦ πλούτου καί βάθους Θ. Λειτουργία Του! Τήν παρέδωσε στήν κκλησία καί γινε Λειτουργία τς κκλησίας, μέ τήν ποία νθρωπος γιάζεται καί σώζεται.

Ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος εἶναι, λοιπόν, ἕνας ἀπό τούς μεγαλυτέρους ἁγίους. Οἰκουμενικός Διδάσκαλος, φλογερός μαχητής, λαμπρός Ἱεράρχης, Πνευματικός Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, ὑμνητής τῆς Θ. Εὐχαριστίας. «νήκει ληθς ες τν χορείαν τν μεγάλων νδρν τς κκλησίας κα γενικώτερον τς νθρωπότητος»[1] καί «ες τν συνείδησιν το χριστιανικο πληρώματος παραμένει ς πατήρ, ποος μόχθησε κατ’ ξοχν δι ν διαποτίσ τν κοινωνίαν μ τ χριστιανικ δεώδη κα φυσικ ν’ νακόψη τν κκοσμίκευσιν τς κκλησίας»[2]. Συμπληρώθηκαν ἤδη περί τά 1600 χρόνια ἀπό τήν κοίμησή του (407) στή μακρινή γιά τήν ἐποχή του πόλη, τά Κόμανα τοῦ Πόντου, ὅπου ἄφησε τήν ψυχή του νά ἀνέλθει πρός τόν θρόνο τοῦ Θεοῦ, ψελλίζοντας τό «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν»[3].

Θεωροῦμε, λοιπόν, σκόπιμο καί ἐπίκαιρο νά προσεγγίσουμε, ἀκροθιγῶς, τό θέμα τῆς Θ. Εὐχαριστίας καί εἰδικότερα τῆς Θ. Κοινωνίας μέσα ἀπό τά ἴδια τά κείμενα τοῦ Ι. Πατρός καί εἰδικότερα, ἀπό τίς Ὁμιλίες του. Μέ τίς Ὁμιλίες του αὐτές, πού ἀποτελοῦν τό ἑρμηνευτικό του ἔργο, ὅπως γράφει ὁ καθηγητής Πατρολογίας Στυλιανός Παπαδόπουλος, ὁ Ἱ. Χρυσόστομος «ρμηνεύοντας να βιβλικό κείμενο, ναλύει τήν μορφή, τά περιστατικά καί τό περιεχόμενο το κειμένου, κατηχε, θεολογε, οκοδομε, συμβουλεύει, πολογεται, καταπολεμε καί διηγεται τά θαυμάσια το Θεο, κυρίως μέ τήν παρουσίαση το ργου τς θείας οκονομίας»[4].

Κορυφαῖο καί βασικότατο μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τό θεοσύστατο μυστήριο τῆς Θ. Εὐχαριστίας. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος στό ὑπερῶον τῆς Ἱερουσαλήμ μᾶς τό παρέδωσε μέ τά ἅγια λόγια Του: «Λάβετε φάγετε· τοτο στι τό σμά μου… πίετε ξ ατο πάντες· τοτό στι τό αμα μου τό τς καινς διαθήκης, τό περί πολλν κχυνόμενον ες φεσιν μαρτιν»[5], δίνοντας συγχρόνως τήν θεία καί ἱερά ἐντολή: «Τοτο ποιετε ες τν μν νάμνησιν»[6]. Ἀλλά καί τά ἄλλα λόγια τοῦ Κυρίου: «Ἐὰν μ φάγητε τν σάρκα το υο το νθρώπου κα πίητε ατο τό αμα οκ χετε ζωήν ν αυτος, τρώγων μου τν σάρκα κα πίνων μου τ αμα χει ζων αώνιον»[7] καί ἡ διακήρυξή Του: «γώ εμι ρτος ζν κ το ορανο καταβάς»[8], πιστοποιοῦν τήν μεγάλη ἀξία τοῦ Μυστηρίου αὐτοῦ γιά τούς πιστούς χριστιανούς. Ὁ Ἀπ. Παῦλος θά ἔλθει καί θά ἑρμηνεύσει ὅλα αὐτά, θά ἐμβαθύνει καί θά δημιουργήσει τή θεολογία τῆς Εὐχαριστίας. Ἔτσι, κεντρική θέση στή διδασκαλία καί ζωή τοῦ Ἁγ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ἔχει τό μυστήριο τῆς Θ. Εὐχαριστίας.

Ἰδιαίτερα «γιά τή μαρτυρική ζωή τοῦ Χρυσοστόμου πηγή ἀνεξάντλητης δυνάμεως καί θάρρους ἦταν ἡ προσφορά τῆς θυσίας τοῦ Γολγοθᾶ. Στήν Ἀντιόχεια πρεσβύτερος, στή Βασιλεύουσα Ἀρχιεπίσκοπος, στίς κάπως ἥσυχες χρονιές καί στόν καιρό τό σκληρό, στό Θυσιαστήριο, ψελλίζοντας τίς ὑπέροχες εὐχές καί τίς δεήσεις τῆς θ. Λειτουργίας του, ἑνωνόταν μέ τόν Κύριο τῶν Δυνάμεων»[9]. Γι’ αὐτό, ἐκτός ἀπό τή Θ. Λειτουργία καί μερικές εχές στήν κολουθία τς θ. Μεταλήψεως, πού ἔγραψε, σέ ἀρκετά ἄλλα συγγράμματά του, ἐκεῖ σ’ αὐτά, μᾶς δίνει μέ θαυμάσιο τρόπο καί μέ ραιότατες εκόνες νά ννοήσουμε τήν ξία καί σημασία τς ερουργίας ατς. Ἀκολουθῶντας μάλιστα τήν Παύλεια θεολογία ὁ Ἱ. Χρυσόστομος θά ἐμπνευσθεῖ, θά γράψει, θά καθοδηγήσει, θά γίνει συνεχιστής τῆς Παραδόσεως, θά καταστεῖ ὁ «χρυσορρήμων» ὑμνητής τῆς Θ.  Εὐχαριστίας, ἀφοῦ καί ὁ ἴδιος λέγει «γ τν κκλησιαστικν δογμάτων τν Παλον οδα διδάσκαλον. ταν Παλον επω, Χριστν κηρύττω»[10]. Γράφει, λοιπόν, ὁ Ἱερός Χρυσόστομος γιά το ἱερό αὐτό Μυστήριο:

«νταθα γάρ σοι τν γν ορανν ποιε τουτ τ μυστήριον. ναπέτασον γον το ορανο τς πύλας, κα διάκυψον μλλον δ οχ το ορανο, λλ το ορανο τν ορανν, κα τότε ψει τ ερημένον. Τ γρ πάντων κε τιμιώτερον, τοτό σοι π τς γς δείξω κείμενον. σπερ γρ ν τος βασιλείοις τ πάντων σεμνότερον, ο τοχοι, οκ ροφος χρυσος, λλ τ βασιλικν σμα τ καθήμενον π το θρόνου· οτω κα ν τος ορανος τ το βασιλέως σμα. λλ τοτό τοι νν ξεστιν π γς δεν. Ο γρ γγέλους, οδ ρχαγγέλους, οδ ορανος κα ορανος ορανν, λλ’ ατν τν τούτων σοι δείκνυμι Δεσπότην»[11]. Καί συνεχίζει μ’ αὐτά τά καταπληκτικά λόγια:

«Εδες πς τό πάντων τιμιώτερον ρς πί γς: καί οχ ρς μόνον; λλά καί πτ καί οχ πτ μόνον, λλά καί σθίεις καί λαβών οκαδε ναχωρες»[12]. Ὑπογραμμίζει ἀκόμη, ὅτι, ὅταν τελοῦμε τή Θ. Λειτουργία εἶναι ἐκεῖνο τό Δεῖπνο (ὁ Μυστικός Δεῖπνος δηλαδή) κατά τόν ὁποῖο, ὁ ἴδιος ὁ Χριστός βρισκόταν πρό τοῦ ἁγίου Πάθους Του. Τίποτα δέ, δέν κάνει τό σημερινό Δεῖπνο κατώτερο ἐκείνου. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τό προσφέρει. Αὐτός εἶναι ὁ Χριστός, καί αὐτό τοῦτο τό Ι. Μυστήριο τῆς Θ. Εὐχαριστίας πού τελεῖται στήν Ἐκκλησία. Γι’ ατό καί θεμέλιο τς κκλησίας εναι Θ. Εχαριστία, ναίμακτος θυσία το Θεανθρώπου.

Ἡ Θ. Εὐχαριστία εἶναι θυσία. Ὁ Ἱ. Χρυσόστομος τό τονίζει αὐτό γράφοντας:

«Δι τς θυσίας ατο, φησί, πεφανέρωται· τουτέστιν, φανερώθη τ Θε κα προσλθε. Μή ον, πειδ ερες πολλάκις τοτο ποίει το νιαυτο, νομίσς τι πλς, κα οδ δι’ σθένειαν, τοτο γίνετο· μ ντων γρ τραυμάτων, οδ φαρμάκων λοιπν δε τ πιμελουμέν. Δι τοτο προσέταξε, φησίν, ε προσφέρεσθαι δι τ σθενές, κα στε νάμνησιν μαρτιν γίνεσθαι. Τί ον; μες καθ’ κάστην μέραν ο προσφέρομεν; Προσφέρομεν μέν, λλ’ νάμνησιν ποιούμενοι το θανάτου ατο· κα μία στν ατη, κα ο πολλαί. Πς μία, κα ο πολλαί; πειδ παξ προσηνέχθη, σπερ κείνη ες τ για τν γίων.

           Τοτο κείνης τύπος στί, κα ατη κείνης· τν γρ ατν ε προσφέρομεν, ο νν μν τερον πρόβατον, αριον δ τερον, λλ’ ε τ ατό· στε μία στν θυσία. πε τ λόγ τούτ, πειδ πολλαχο προσφέρεται, κα πολλο Χριστοί; λλ’ οδαμς, λλ’ ες πανταχο Χριστός, κα νταθα πλήρης ν, κα κε πλήρης, ν σμα. σπερ ον πολλαχο προσφερόμενος ν σμα στί, κα ο πολλ σώματα, οτω κα μία θυσία. ρχιερες μν κενός στιν τν θυσίαν τν καθαίρουσαν μς προσενεγκών. κείνην προσφέρομεν κα νν, τν τότε προσενεχθεσαν, τν νάλωτον. Τοτο ες νάμνησιν γίνεται το τότε γενομένου. Τοτο γρ ποιετε, φησίν, ες τν μν νάμνησιν. Οκ λλην θυσίαν, καθάπερ ρχιερες τότε, λλ τν ατν ε ποιομεν· μλλον δ νάμνησιν ργαζόμεθα θυσίας»[13].

 

«δ ερίσκεται τ πειρον μέγεθος τς γάπης το Χριστο. Δν ρκέσθη μίαν φορν ν προσφέρη τν θυσίαν του, λλ καταδέχεται συνεχς κα καταπαύστως ν τν παναλαμβάνη. Ατ εναι μεγάλη μαρτυρία τς γαθότητός του, βυσσος τς εσπλαχνίας κα τν οκτιρμν του», στοχάζεται σύγχρονος λόγιος κληρικός[14].

Ἡ Εὐχαριστιακή αὐτή θυσία εἶναι σῶμα Χριστοῦ. Ἀλλὰ καὶ ἡ Ἐκκλησία εἶναι σῶμα Χριστοῦ. Συνεπῶς, ἡ Ἐκκλησία ἔχει εὐχαριστιακή φύση κατα τήν ὡραία φράση «εχαριστιακή κκλησιολογία»[15]. Κατά τήν ἀναίμακτο αὐτή θυσία, ἔχουμε ἐκεῖ στήν Ἁγία Τράπεζα πού εἶναι ὁ τύπος τοῦ «περουράνιου θυσιαστηρίου που διάλειπτα ερουργε Μέγας ρχιερέας Θεάνθρωπος ησος Χριστός»[16], αὐτό τοῦτο τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ «τ μαγμένον, τ λόγχ πληγέν, κα τς σωτηρίους πηγς ναβλύσαν, τν το αματος, τν το δατος τ οκουμέν πάσ»[17].

Καί συνεχίζει ὑπέροχα ὁ Ἱ. Χρυσόστομος γιά τό Παναμώμητο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ: «Βούλει κα τέρωθεν τν σχν ατο μαθεν; ρώτησον τν αμοῤῥοοσαν, τν οκ ατο, λλ το περικειμένου ατ ματίου, μλλον δ οδ τούτου λοκλήρου, λλ το κρασπέδου ψαμένην· ρώτησον τν θάλασσαν, τν πρ τν νώτων ατ βαστάσασαν· ρώτησον κα ατν τν διάβολον, κα επέ· Πόθεν· χεις τν πληγν τν νίατον; Πόθεν οκέτι σχύεις οδέν; Πόθεν άλως; Τίνι κατεσχέθης φεύγων; Κα οδν τερον, τ σμα ρε τ σταυρωθέν. Δι τούτου τ κέντρα ατο κατεκλάσθη· δι τούτου τ κέντρα ατο κατεκλάσθη· δι τούτου κεφαλ ατο συνετρίβη· δι τούτου α ρχα κα α ξουσίαι δειγματίσθησαν· πεκδυσάμενος γάρ, φησί, τς ρχς κα τς ξουσίας, δειγμάτισεν, ν παῤῥησί θριαμβεύσας ατος ν ατ. ρώτησον κα τν θάνατον, πόθεν κατελύθη σου τ νκος; Πόθεν ξεκόπη σου τ νερα; Κα κόραις κα παιδίοις γέγονας καταγέλαστος, κα τυράννοις κα δικαίως πασιν ν πρ τούτου φοβερός; Κα τ σμα ατιάσεται τοτο… Τοτο τ σμα δωκεν μν κατέχειν κα σθίειν, περ γάπης πιτεταμένης ν»[18].

Ἔπειτα, «ἡ Θ. Εχαριστία εναι πηγ τς ζως τς κκλησίας κα ατ ατη ζω ατς[19], « σωτήριος κα συνέχουσα τς ψυχς μν ζωή»[20]. Πράγματι, ἡ θ. Εὐχαριστία εἶναι τό σωτήριο μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας πού τρέφει καί αὐξάνει τούς πιστούς καί συγχρόνως τούς ἑνώνει μέ τόν Θεάνθρωπο Χριστό. Ὁ Χριστός γίνεται ἡ αἰώνιος τροφή διότι εἶναι ὁ «ρτος τς Ζως»[21]. Κάθε πιστός ἑνούμενος μέ τόν Χριστό ἑνώνεται στενά καί μ’ ὅλους ἐκείνους οἱ ὁποῖοι τόν κοινωνοῦν, ἑνούμεθα εἰς «ν σμα γινόμεθα, κα μέλη, φησιν ( πόστολος), κ τς σαρκς ατο, κα κ τν στέων ατον’ ον μ μόνον κατ τν γάπην τοτο γενώμεθα, λλ κατ’ ατ τ πργμα, ες κείνη νακερασθμεν τν σάρκα. Δι τς τροφς γρ τοτο γίνεται ς χαρίσατο, βουλόμενος μν δεξαι τν πόθον, ν εχε περ μς. Δι τοτο νέμιξεν αυτν μν, κα νέφυρε τ σμα ατο ες μς, να ν τι πάρξωμεν, καθάπερ σμα κεφαλ συνημμένον»[22]. Βλέπουμε, λοιπόν, τὴν στενοτάτη αὐτή σχέση τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴ Θ. Εὐχαριστία νὰ τὴν ἐξαίρει ὅλως ἰδιαιτέρως ὁ Ἱ. Χρυσόστομος.

Φανερώνει δέ πραγματικά τι Εχαριστία εναι μυστήριον ψηλό καί «φρικτόν»[23] (=ερότατο) τς κκλησίας καί βέβαια Κεφαλή τς κκλησίας Χριστς «σμα μς, αυτο ποίησε, σμα μν τ αυτο μετέδωκε»[24]. Ἔτσι γίνεται κατανοητό ὅτι ἡ θ. Εὐχαριστία «συνιστ τν πυρήνα κα τ σκοπό, τν ρχ κα τ τέλος τς λατρείας. λες ο λειτουργικς πράξεις, πο λαμβάνουν χώρα στν κκλησιαστικ λατρεία, ποτελον να λο -τν συνεχ κα καθολικ γιασμ το σώματος- κα συγκλίνουν πρς τ Θεία Εχαριστία, τ πόλυτο κέντρο τς κκλησιαστικς νότητας»[25]. Πολύ ἐπιγραμματικά καί εὔστοχα ἔχει διατυπωθεῖ ὅτι: ἡ Θ. Λειτουργία εἶναι ἡ μεγαλυτέρα Ἐκκλησιολογία»[26] ὅτι « κκλησιαστικ νότητα, νότητα στν πίστη κα νότητα στν θεία Εχαριστία εναι ο τρες συντεταγμένες πο δν διαχωρίζονται κα πο λληλοεξαρτνται γι τν λοκληρωμένη κοινωνία κα ζω ν Χριστ»[27].

Στή συνάφεια αὐτή ἔρχεται ἀκόμη ὁ Ἱ. Χρυσόστομος καί μᾶς διδάσκει γιά τό Τίμιο Αἷμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.

«Τοτο τ αμα τν εκόνα μν νθηρν ργάζεται τν βασιλικήν (=τό κατ’ εκόνα πού μς δώρησε Θεός), τοτο κάλλος μήχανον τίκτει, τοτο πομαρανθναι τς ψυχς τν εγένειαν οκ φίησιν, ρδον ατν συνεχς κα τρέφον. Τ μν γρ π τν σιτίων (=πό τίς διάφορες τροφές) μν αμα γινόμενον, οκ εθέως τοτο γίνεται, λλ’ τερον τι· τοτο δ οχ οτως, λλ’ εθέως τν ψυχν ρδεύει, κα μεγάλην τιν δύναμιν μποιε. Τοτο τ αμα τ Δεσποτικόν, φεύγουσοι μν δαίμονες, συντρέχουσι δ γγελοι. Τοτο τ αμα κχυθν πσαν τν οκουμένην ξέπλυνε»[28]. Καί κατακλείει τήν ἑνότητα αὐτή μέ τά παρακάτω παρηγορητικά, ἐνισχυτικά καί θαυμάσια λόγια: «Τοτο σωτηρία τν μετέρων ψυχν, τούτ λούεται ψυχή, τούτ καλλωπίζεται, τούτ πυροται, τοτο πυρς λαμπρότερον ργάζεται τν νον τν μέτερον, τοτο χρυσίου φαιδροτέραν τν ψυχν ποιε, τοτο ξεχύθη τ αμα, κα τν ορανν ποίησε βατόν»[29].

Καταφαίνεται, λοιπόν, τι σκοπός γιά τόν ποο τελεται Θ. Λειτουργία εναι Θεία Μετάληψη κριβέστερα Θεία Κοινωνία. Αὐτό διδάσκει ὁ Ἱ. Χρυσόστομος μέ τήν χαρακτηριστική διασάφηση τῶν ὅρων «μετοχή» καί «κοινωνία». Συγκεκριμένα γράφει: «Τό ποτήριον τς ελογίας, ελογομεν, οχ κοινωνία το αματος το Χριστο στι; Σφόδρα πιστς κα φοβερς ερηκεν. γρ λέγει, τοτό στιν· τι τοτο τ ν τ ποτηρί ν, κενό στι τ π τς πλευρς εσαν, κα κείνου μετέχομεν...». « ρτος, ν κλμεν, οχ κοινωνία το σώματος το Χριστο στί; Δι τί μ επε, Μετοχή; τι πλέον τι δηλσαι βουλήθη, κα πολλν νδείξασθαι τν συνάφειαν. Ο γρ τ μετέχειν μόνον κα μεταλαμβάνειν, λλ κα τ νοσθαι κοινωνομεν. Καθάπερ γρ τ σμα κενο νωται τ Χριστ, οτω κα μες ατ δι το ρτου τούτου νούμεθα»[30]. Δηλαδή, ὁ πιστός ὁ ὁποῖος συμμετέχει εἰς τό Μυστήριον τῆς θείας Εὐχαριστίας «μεταλαμβάνει το σώματος καί το αματος το Θεανθρώπου καί νσωματοται ες Ατόν. Τήν πίστιν (δέ) ατήν τς κκλησίας μας κφράζει πολύτως λέξις “κοινωνία”, ποία χρησιμοποιεται διά τήν νομασίαν το μυστηρίου»[31]. Στήν ἴδια ὁμιλία του ὁ ἱερός πατήρ, τήν ἔννοια αὐτή τῆς «κοινωνίας» ἀπό τόν «ἕνα ἄρτο», τήν τονίζει ἀκόμα περισσότερο συμπληρώνοντας τά ἑξῆς:

«Κοινωνία το σώματος ζήτησε πάλιν γγύτερόν τι επεν· δι κα πήγαγεν, τι ες ρτος, ν σμά σμεν ο πολλοί. Τί γρ λέγω κοινωνίαν; Φησίν· ατό σμεν κενο τ σμα. Τί γάρ στιν ρτος; Σμα Χριστο· Τί δ γίνονται ο μεταλαμβάνοντες; Σμα Χριστο· οχ σώματα πολλά, λλ σμα ν. Καθάπερ γρ ρτος κ πολλν συγκείμενος κόκκων νωται, ς μηδαμο φαίνεσθαι τος κόκκους, λλ’ εναι μν ατούς, δηλον δ ατν εναι τν διαφορν τ συναφεί· οτω κα λλήλοις κα τ Χριστ συναπτόμεθα. Ο γρ ξ τέρου μν σώματος σύ, ξ τέρου δ κενος τρέφεται, λλ’ κ το ατο πάντες»[32].

Θεάρεστη κατάληξη αὐτῆς τῆς «κοινωνίας» μέ τόν Χριστό, εἶναι πλέον ἡ φανέρωση τοῦ συνδέσμου τῆς ἀγάπης μέ τόν Κύριο καί τούς ἄλλους ἀνθρώπους.

Παραγγέλλει ὑπό τύπον ἐρωτήσεως ὁ Ἱ. Χρυσόστομος: «Ε δ κ το ατο (=ρτου) κα τ ατ (=να σμα) γινόμεθα πάντες, δι τί μ κα τν ατν γάπην πιδεικνύμεθα κα γενόμεθα κα κατ τοτο ν;»[33]. Καί πολύ χαρακτηριστικά συμβουλεύει: «Δεξάμενοι τν μωμον κα γίαν θυσίαν καταφιλήσωμεν, τος φθαλμος περιπτυξώμεθα, διαθερμάνωμεν αυτν τν διάνοιαν, να μ ες κρμα ες κατάκριμα συνερχώμεθα, λλ’ ες σωφροσύνην ψυχς, ες γάπην, ες ρετήν, κα καταλαγν τν πρς τν Θεόν, ες ερήνην βεβαίαν, κα μυρίων γαθν πόθεσιν, να κα αυτος γιάσωμεν κα τος πλησίον οκοδομήσωμεν»[34].

Ἔτσι, ὁ πιστός μετά τή θεία Λειτουργία καί τή συμμετοχή του στή Θεία Κοινωνία, ὅπως γράφει ὁ π. Alexander Schmemann, «ποστέλλεται στόν κόσμο χι γιά νά προσαρμόζεται γιά νά ρνεται, λλά γιά νά ντιμετωπίζει δημιουργικά καί μέ περφυσική γάπη τόν κόσμο πού δημιούργησε Θεός. Ατό σημαίνει τι ρθόδοξος, πλισμένος μέ τή δύναμη τς πίστης καί καθοδηγούμενος πό τό φς τς λατρευτικς πείρας, νθρωπος πραγματικά λειτουργικός, θά προσπαθε, σέ κάθε περίσταση, νά πιτελέσει τή “λειτουργία” πού νέλαβε, ταν ποφάσισε νά γίνει δέχθηκε νά παραμείνει μέλος το Σώματος το Χριστο»[35].

Προχωρεῖ δέ ὁ Ἱ. Χρυσόστομος βαθύτερα καί χρησιμοποιεῖ καί ἄλλες ἐντονότατες, πολύ ἐκφραστικές λέξεις γιά νά ἀποδώσει καί ὑπογραμμίσει τό ὑπερφυσικό αὐτό γεγονός τῆς ἑνώσεώς μας μέ τόν Χριστό κατά τή Θ. Μετάληψη τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Χρησιμοποιεῖ τίς λέξεις: «νάκρασις», «μίξις», «νωσις», καί κόμη τά ρήματα: «συμπλέκομαι», «τρώγωμαι», «λεπτύνομαι κατά μικρόν», ταν τά τελευταα σέ μιλία τά θέτει κατ’ ναλογίαν στό στόμα το Χριστο[36]. Ἑπομένως κατά τόν Ἱ. Χρυσόστομο, ἡ ἕνωση μέ τόν Χριστό καί ἡ ἐνσωμάτωση στό ἅγιο σῶμα Του πραγματοποιεῖται στό μέγα αὐτό Μυστήριο τῆς Θ. Εὐχαριστίας, τῆς Θ. Κοινωνίας τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ.

Συνέπεια τῶν παραπάνω διδαγμάτων εἶναι νάλογη προετοιμασία γιά τή Θ. Κοινωνία, ὥστε νά μήν προσέλθουμε στό Ποτήριο μέ ἀδιαφορία καί ἀνευλάβεια. Προτρέπει τούς πιστούς ὁ Ἱ. Χρυσόστομος μέ τά παρακάτω λόγια:

«Προσίωμεν τοίνυν μετ θερμότητος ατ κα πεπυρωμένης γάπης, κα μ πομείνωμεν τιμωρίαν. σ γρ ν μεν εεργετημένοι μεγάλα, τοσούτ μλλον κολαζόμεθα μειζόνως, ταν νάξιοι τς εεργεσίας φανμεν. Τοτο τ σμα κα π φάτνης κείμενον δέσθησαν μάγοι. Κα νδρες σεβες κα βάρβαροι τν πατρίδα κα τν οκίαν φέντες, κα δν στείλαντο μακράν, κα λθόντες μετ φόβου κα τρόμου πολλο προσεκύνησαν. Μιμησώμεθα τοίνυν κν τος βαρβάρους μες ο τν ορανν πολται. κενοι μν γρ κα π φάτνης δόντες κα ν καλύβ, κα οδν τοιοτον δόντες οον σ νν, μετ πολλς τς φρίκης προσεσαν· σ δ οκ ν φάτν ρς, σπερ κενοι, λλ’ οσθα ατο κα τν δύναμιν, κα τν οκονομίαν πασαν, κα οδν γνοες τν δι’ ατο τελεσθέντων, μετ κριβείας μυσταγωγηθες παντα. Διαναστήσωμεν τοίνυν υατος κα φρίξωμεν, κα πολλ τν βαρβάρων κείνων πλείονα πιδειξώμεθα τν ελάβειαν, να μ πλς, μηδ ς τυχε προσελθόντες, πρ π τν αυτν σωρεύσωμεν κεφαλήν. Τατα δέ λέγω, (= Χρυσόστομος) οχ να μή προσίωμεν, λλ’ να μ πλς πορσίωμεν. σπερ γρ τ ς τυχε προσιέναι, κίνδυνος, οτω τ μ κοινωνεν τν μυστικν δείπνων κείνων, λιμς κα θάνατος. Ατη γρ τράπεζα τς ψυχς μν τ νερα, τς διανοίας σύνδεσμος, τς παῤῥησίας πόθεσις, λπίς, σωτηρία, τ φς, ζωή»[37].

Οἱ τελευταῖες αὐτές φράσεις τοῦ Ἱ. Χρυσοστόμου μᾶς εἰσάγουν στό σημαντικό θέμα τῆς προσελεύσεως καί τῆς συχνότητας στό ἱερό Μυστήριο. Γιά τόν διδάσκαλο τῆς Θ. Εὐχαριστίας, μή προσέλευση στή Θεία Κοινωνία εναι «λιμός καί θάνατος» τς ψυχς[38] καί ὁ ἴδιος ἐλέγχει αὐστηρότατα ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἐνῶ πηγαίνουν στή θεία Λειτουργία, ἐν τούτοις δέν προσέρχονται γιά νά κοινωνήσουν Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ. Λέγει πολύ χαρακτηριστικά: «Επέ μοι, ε τις ες στίασιν κληθείς, τς χερας νίψαιτο κα κατακλιθείη, κα τοιμος γένοιτο πρς τν τράπεζαν, ετα μ μετέχοι, οχ βρίζει τν καλέσαντα;»[39]. Συνταυτίζεται δηλαδή στό σημεο ατό, πως καί πρό ατο κμάσας Μέγας Βασίλειος[40], μέ τήν κανονική παράδοση[41] τς κκλησίας, ποία θέλει τή συχνή συμμετοχή στά χραντα μυστήρια.

Βέβαια ὁ Ἱ. Χρυσόστομος, ὅπως ἤδη σημειώσαμε, ρίχνει τό βάρος στήν ἀνάλογη καί σωστή προετοιμασία γιά τή Θ. Κοινωνία καί αὐτή ἡ προετοιμασία ἔχει ὡς κέντρο της, τήν καθαρότητα τῆς καρδίας, τόν «ληπτο βίο», δηλαδή τόν λιγότερο εὐπρόσβλητο ἀπό τήν ἁμαρτία. Γράφει: Πολλο τς θυσίας ταύτης παξ μεταλαμβάνουσι το παντς νιαυτο, λλοι δ δίς, λλοι δ πολλάκις. Πρς ον παντας μν λόγος στίν, ο πρς τος νταθα δ μόνον, λλ κα πρς τος ν τ ρήμ καθεζομένους· κενοι γρ παξ το νιαυτο μετέχουσι, πολλάκις δ κα δι δύο τν. Τί ον; τίνας ποδεξόμεθα; Τος παξ; Τος πολλάκις; Τος λιγάκις; Οτε τος παξ, οτε τος πολλάκις, οτε τος λιγάκις, λλ τος μετ καθαρο συνειδότος, τος μετ καθαρς καρδίας, τος μετ βίου λήπτου. Ο τοιοτοι ε προσίτωσαν· ο δ μ τοιοτοι, μηδ παξ. Τί δήποτε; τι κρμα αυτος λαμβάνουσι, κα κατάκριμα κα κόλασιν κα τιμωρίαν»[42]. Καί σ’ ἄλλο σημεῖο λέγει:

«Πολλούς ρ τος σώματος το Χριστο μετέχοντας πλς κα ς τυχε, κα συνήθει μλλον κα νόμ, λογισμ κα διανοί. ν πιστ, φησίν, τς γίας Τεσσαρακοστς καιρός, οος ἐὰν τις, μετέχει τν μυστηρίων, ν πιστ, τν πιφανίων μέρα. Καίτοι καιρς ο τοτο προσόδου· ο γρ πιφάνια, οδ Τεσσαρακοστ ποιε ξίους το προσιέναι, λλ ψυχς ελικρίνεια κα καθαρότης. Μετά ταύτης ε πρόσιθι, χωρς ταύτης μηδέποτε»[43]. Ἄξιες δέ ἰδιαίτερης προσοχῆς εἶναι καί οἱ παρακάτω συμβουλές τοῦ ἱεροῦ πατρός γιά τήν προσέλευση στή θ. Κοινωνία. «Μέλλοντες προσιέναι τ φρικτ κα θεί ταύτ τραπέζ κα ερ μυσταγωγί, μετ φόβου κα τρόμου τοτο ποιετε, μετ καθαρο συνειδότος, μετ νηστείας κα προσευχς, μ θορυβοντες, μηδ λακτίζοντες, μηδ θοντες τος πλησίον· σχάτης γρ τοτο παρανοίας κα καταφρονήσεως ο τς τυχούσης. Δι κα πολλν πάγει τος τατα ποιοσι τν κόλασιν κα τν τιμωρίαν»[44]. Καί κατακλείει τό σπουδαῖο καί ἀναγκαῖο αὐτό κεφάλαιο γράφοντας:

«ννόησον, νθρωπε, ποίας μέλλεις πτεσθαι θυσίας, ποί προσέρχεσθαι τραπέζ· νθυμήθητι κα τι γ ν κα σποδός, αμα κα σμα Χριστο μεταλαμβάνεις… Φάρμακόν στι σωτήριον τν μετέρων τραυμάτων τ προκείμενον, πλοτος στιν, νελλιπής, βασιλείας ορανν πρόξενος… Φρίξωμεν τοίνυν προσιόντες, εχαριστήσωμεν, προσπέσωμεν ξομολογούμενοι τ πταίσματα μν, δακρύσωμεν τ οκεα πενθοντες κακά· κτενες εχς ποδμεν τ Θε· κα οτω διακαθάραντες αυτος ρέμα κα μετ προσηκούσης εταξίας, ς τ βασιλε προσιόντες τν ορανν, οτω προσέλθωμεν»[45]. Ἐδῶ, λοιπόν, εἶναι τό λίαν χαρακτηριστικό γιά τήν Θ. Μετάληψη. Εἶναι «φάρμακον σωτήριον», τό «φάρμακον θανασίας» καί κατά τόν θεοφόρον Ἰγνάτιον τοῦ 2ου αἰ.

Τίς ὑπέροχες καί θεολογικότατες αὐτές ἐπισημάνσεις τοῦ Ἱ. Χρυσοστόμου ὀφείλουμε καί σήμερα νά προσέξουμε μέ τά ποικίλα σχόλια πού γράφονται καί κούγονται ν μέσω τς πανδημίας το κορωνοϊο.

Ἄλλωστε ἡ Θ. Λειτουργία δέν εναι μία νεκρή πόθεση στήν κκλησία, λλά τό «παντοτινό ζωντανό χημα τς διδασκαλίας της»[46] εναι « ποκάλυψη τς καινς κτίσεως… ἡ λειτουργία τῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ πού ἱερουργεῖται πάνω στήν Ἁγία Τράπεζα (καί) ἀποτελεῖ τήν καρδιά τῆς ζωῆς καί τῆς αὐτοσυνειδησίας μας (πού) θερμαίνει καί συγκροτεῖ τή ζωή μας συνέχει τό πρόσωπο τοῦ καθ’ ἑνός καί τή λειτουργική μας κοινότητα»[47]. Δέν μένει, παρά νά τονίσουμε, ὅτι τό χρυσό στόμα τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Doctor Eucharistiae, ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, δέν σίγησε. Συνεχίζει νά διδάσκει, νά κηρύττει, νά συμβουλεύει καί σήμερα. Γιά να γνήσιο εχαριστιακό θος, γιά μιά συνεχή ποκάλυψη τς Θείας Λειτουργίας καί τς θείας Κοινωνίας.

 

 

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:

[1] Μπαλάνου Δημ., Οἱ Πατέρες καί συγγραφεῖς τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, Ἀθῆναι 1961, σ. 100.

[2] Χρήστου Παν., Ἐκκλησιαστική Γραμματολογία, Πατέρες καί θεολόγοι τοῦ Χριστιανισμοῦ, τόμ. Α’, Θεσσαλονίκη 1971, σ. 209.

[3] Vita S. Ioannis Chrysostomi, PG 47, 263.

[4] Παπαδοπούλου Στυλ.: Ἄγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος, Ἱεροκήρυκας καί Ἑρμηνευτής τοῦ «κεκρυμμένου» βάθους τῆς Γραφῆς, ἀνάτυπον ἐκ τοῦ περ. «Θεολογία» (τόμ. ΞΗ’(1997), τεῦχος Α’-Β’, σελ. 134-170), Ἀθῆναι 1997, σ. 41.

[5] Ματθ. 26, 26-28.

[6] Λουκ. 22, 19.

[7] Ἰω. 6, 53-54.

[8] Ἰω. 6, 51.

[9] Ἀλεξίου Ἰω., (ἀρχιμ.), Ὁ φλογερός μαχητής, Ἀθῆναι 1995, σ. 228-229.

[10] Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς τό ρητόν τό λέγον, Ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιεῖς; PG 56, 423.

[11] Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς Α’ Κορ., ὁμιλ. ΚΔ’, PG 61, 205.

[12] Ὅπ. παρ.

[13] Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς Ἑβρ. ὁμιλία ΙΖ’, PG 63, 131.

[14] Μαστρογιαννοπούλου Ἠλ. (ἀρχιμ.), Φάρμακον ἀθανασίας, Ἀθῆναι 1974 σ. 26.

[15] Πρβλ. Γιέβτιτς Ἀθ. (ἱερομονάχου), Ἡ Ἐκκλησιολογία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου κατά τόν Ἱερόν Χρυσόστομον (διδ. Διατριβή), Ἀθῆναι 1967, σ. 124-125.

[16] Διονυσίου Μητροπολίτου Σερβίων καί Κοζάνης, Ἡ θεία Λειτουργία, Ἀθῆναι 1996, σ. 35 ἑπ.

[17] Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς Α’ Κορ., ὁμιλία ΚΔ’, PG 61, 203-204.

[18] Ὅπ. παρ.

[19] Γιέβτιτς Ἀθ. ὅπ. παρ. σ. 138.

[20] Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς Β’ Θεσσαλ., ὁμιλία Δ’, PG 62, 492.

[21] Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς Α’ Κορ., ὁμιλία ΚΖ’, PG 61, 231.

[22] Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς Ἰωάν., ὁμιλία ΜΣΤ’, PG 59, 260.

[23] Ὅπ. παρ.

[24] Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς Ἐφεσ.,ὁμιλία Γ’, PG 62, 27.

[25] Μεταλληνοῦ Γεωργ., (Πρωτοπρ.), Ἡ θεολογική μαρτυρία τῆς ἐκκλησιαστικῆς λατρείας, Ἀθήνα 1995, σ. 263.

[26] Γιέβτιτς Ἀθ., ὅπ. παρ. σ. 126.

[27] Staniloäe Dim., Γιά ἕνα ὀρθόδοξο οἰκουμενισμό (Εὐχαριστία-Πίστη-Ἐκκλησία), Πειραιεύς 1976, σ. 29.

[28] Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς Ἰωάν., ὁμιλία ΜΣΤ’, PG 59, 261.

[29] Ὅπ. παρ.

[30] Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς Α’ Κορ. ὁμιλία ΚΔ’, PG 61, 200.

[31] Γρηγορίου ἱερομονάχου, Ἡ λειτουργία τῆς Εὐχαριστίας τοῦ Θεοῦ, Ἀθῆναι 1971, σ. 99.

[32] Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς Α’ Κορ. ὁμιλία ΚΔ’, PG 61, 199-200.

[33] Ὅπ. παρ.

[34] Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς τὴν γενέθλιον ἡμέραν τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, Λόγος Α’, PG 49, 361-362.

[35] Schmemann Alex., Σύγχρονος κόσμος καί ἐκκλκησιατική λατρεία, ,περ. «Σύνορο», ἀρ. 37, (Ἄνοιξη 1966), σ. 11.

[36] Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς Α’ Τιμ. ὁμιλία ΙΕ’, PG 62, 586.

[37] Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς Α’ Κορ. ὁμιλία ΚΔ’, PG 61, 204-205.

[38] Ὅπ. παρ.

[39] Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς Ἐφεσ. ὁμιλία Γ’, PG 62, 29.

[40] Μεγ. Βασιλείου, Πρός Καισαρίαν πατρικίαν Ἐπιστολή XCIII (39η), PG 32, 484-485.

[41] Βλ. τούς κανόνες: Η’ καί Θ’ Ἀποστ., Β’ Ἀντιοχ., Ξς’ Πενθ. καί Γ’ Τιμοθέου Ἀλεξανδρείας.

[42] Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς Ἑβρ. ὁμιλία ΙΖ’, PG 63, 131-132.

[43] Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς Ἐφεσ. ὁμιλία Γ’, PG 62, 28.

[44] Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς τὴν γενέθλιον ἡμέραν τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, Λόγος Α’, PG 49, 360-361.

[45] Ὅπ. παρ.

[46] Andronikof Const., Des mystères sacramentals, (Supplement au SOP no 198, Mai 1995) σ. 4.

[47] Βασιλείου (Ἀρχιμ.), Εἰσοδικόν, Ἅγ. Ὄρος 1987, σ. 99 καί 102.

Πηγή 

Μοιραστείτε τη σελίδα. Πατήστε το τελευταίο κουμπί για περισσότερες επιλογές
Exit mobile version