ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΗΛΙΟΥΠΟΛΕΩΣ

«ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ»

«ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ»

«ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ»

 

 

Τά δύο αὐτά ὀνόματα ἀποτελοῦν ὁμολογουμένως τό καύχημα τῶν Ἑλλήνων. Ὁ Καποδίστριας πολιτικός μέ ἄριστη στρατηγική στούς χειρισμούς του καί ὁ Κολοκοτρώνης στρατηγός μέ ζηλευτή πολιτική διάκριση καί διορατικότητα. Δύο προσωπικότητες πού συνεργάστηκαν μεταξύ τους μέ ἀμοιβαῖο σεβασμό καί τιμή.[1]

Δύο ἀκούραστοι συνοδοιπόροι μέ ἕναν καί μοναδικό σκοπό, τήν ἀνασύσταση καί ἀναγέννηση τῆς πατρίδος.

Ἐνῶ αὐτοί πού παραμέρισαν τό προσωπικό τους συμφέρον γιά τό συμφέρον τοῦ γένους, οἱ συμπαρτιῶτες τους, ἀντί νά τούς ἀνταποδώσουν τήν δέουσα εὐχαριστία καί εὐγνωμοσύνη, τούς ἔλεγξαν καί τούς τιμώρησαν.

Θέλησαν νά δομήσουν τό νεοσύστατο Ἑλληνικό κράτος μέ πυλῶνες τήν πίστη στόν Θεό καί τήν θυσιαστική προσφορά στά κοινά χωρίς ἰδιοτέλειες, καί τό πλήρωσαν.

Ἐν συνεχείᾳ θά ἐξετάσουμε ὁρισμένες πτυχές τῆς ζωῆς, τοῦ χαρακτήρα τους, τῆς δράσης τους, ἐπισημαίνοντας τά κοινά σημεῖα ἤ καί τίς διαφορές τῶν δύο αὐτῶν μεγάλων ἀνδρῶν, λαμβάνοντας χρήσιμες πληροφορίες, πολύτιμα συμπεράσματα, ἴσως καί ἀφορμές προβληματισμοῦ γιά τήν κατάσταση στίς μέρες μας, ἀφοῦ ἡ ἱστορία ἐπαναλαμβάνεται.

Ποιά εἶναι ὅμως ἡ πρώτη «ἐπικοινωνία» τῶν δύο αὐτῶν ἀνδρῶν; Εἶναι καταγεγραμμένο στήν ἱστορία ὅτι ὁ Κολοκοτρώνης ἐργάστηκε γιά νά τοποθετηθεῖ ὁ Καποδίστριας κυβερνήτης τῆς Ἑλλάδος.

Πράγματι, ὁ Γέρος τοῦ Μωριᾶ,[2] εἶναι τό πρόσωπο ἐκεῖνο πού ὄχι μόνο πίστεψε στήν ἰδέα ὁ Καποδίστριας νά γίνει ὁ κυβερνήτης τῆς Ἑλλάδος, ἀλλά ἐργάστηκε σκληρά γιά τόν σκοπό αὐτό. Στά Ἀπομνημονεύματά του φαίνεται ἀπογοητευμένος μέ ὅσους ἐκ τῶν Ἑλλήνων θέλησαν νά κυβερνήσουν καί θεωροῦσε τόν Καποδίστρια ὡς τήν καλύτερη λύση στό ζήτημα τῆς ἡγεσίας. Καταγράφουμε τήν ὑπόθεση ὅπως ὁ ἴδιος ἀναφέρει: «Καί ἐσηκώθηκα καί ἔκραξα τόν Μεταξᾶν, καί ἐπῆρα καί δέκα νομάτους τό μεσημέρι, καί δέν ἤξευρε ἄλλος κανένας ποῦ ὑπάγω, μόνον τόν Νικηταρᾶν ἔκραξα καί τοῦ εἶπα νά ἔχῃ τήν ἔγνοιαν, νά μήν γίνῃ κανένα σκάνδαλον, ἕως ὅπου νά ἔλθω. Ἡ συνέλευσις τῆς ἤρχετο θαῦμα, μήν ἠξεύροντας ποῦ ὑπάγω. Καί ἐπῆγα εἰς τό ποτάμι τοῦ Πόρου, καί οἱ βάρκες τοῦ Ἄμιλτον ἔκαναν νερό, καί ἐμπήκαμεν εἰς μίαν βάρκα, καί ἐπήγαμεν ἐπάνω στήν φρεγάτα. Μᾶς ἐδέχθηκε ὁ Ἄμιλτον καί ἐκάτσαμεν εἰς ὁμιλίαν, τοῦ λέγω:

-Καπιτάν Ἄμιλτον, ἤλθαμεν νά πάρωμεν τήν συμβουλήν σου … γνωρίζεις τούς Ἕλληνας ἀπό ἐδῶ καί τόσους χρόνους. Τούς ἐβάλαμεν ὅλους νά μᾶς κυβερνήσουν, καί ποτέ δέν μᾶς ἐκυβέρνησαν καθώς ἔπρεπε, καί βλέποντες ὅτι δέν ἔχομεν ἄνθρωπον πολιτικόν νά μᾶς κυβερνήσῃ, ἤλθαμεν νά σέ πάρωμεν εἰς γνώμην».[3]

Ἀφοῦ ὁ Κολοκοτρώνης τόν ρωτᾶ ἄν ἐκεῖνος ἔχει ὑπ’ ὄψιν του κάποιον ἱκανό, ἀπό ὅπου καί νά εἶναι, ὁ διάλογος καταλήγει ὡς ἑξῆς:

«Τάχα δέν μᾶς δίδει ἡ Ἀγγλία ἕνα πρόεδρον, ἕνα βασιλέα; Ὁ Ἄμιλτον ἀπαντᾶ «Ὄχι, ποτέ δέν γίνεται!..

-Δέν μᾶς δίδει ἡ Φράντζα;

-Ὁμοίως, μᾶς ἀποκρίθῃ.

-Ἡ Ρωσσία;

-Ὄχι!..

-Ἡ Προυσία;

-Ὄχι!..

-Ἡ Ἀνάπολι;

-Ὄχι!..

-Ἡ Ἱσπανία;

-Ὄχι, δέν γίνεται!..

Ἀφοῦ ἐμελέτησα ὅλα τά βασίλεια.

-Σάν δέν μᾶς δίδουν τοῦτες οἱ αὐλές, τί θά γίνωμεν ἡμεῖς;

Μᾶς ἀποκρίθηκε, ὅτι:

Τηρᾶτε νά εὑρῆτε κανέναν Ἕλληνα.

Ἡμεῖς ἄλλον Ἕλληνα ἀξιώτερον δέν ἔχομεν, μόνον νά ἐκλέξωμεν τόν Καποδίστριαν!..

Ἐγύρισε καί μ᾽ ἐκύτταξε ἀκούοντας τό ὄνομα Καποδίστριας καί μοῦ εἶπε: Πάρτε τόν Καποδίστρια …διότι ἐχαθήκατε!..[4] Στήν συνέχεια, ὁ Κολοκοτρώνης ἀνέλαβε τήν ὅλη διαδικασία γιά τήν ἐκτέλεση τῆς συμφωνίας: «Τήν αὐγήν ἐσυναχθήκαμεν καί ὑπογράψαμεν διά τόν Καποδίστριαν. Ἄρχισαν καί ἔκαμαν τά γράμματα τῆς προσκλήσεως, τά ἔστειλα ἀπό τρία μέρη, καί ἔτσι ἐτελείωσε ἐκείνη ἡ ὑπόθεσις»[5].

Ἐπίσης, στήν ἔρευνά μας ἐντοπίσαμε μιά ἐπιστολή τοῦ Κολοκοτρώνη[6] πρός τόν Καποδίστρια ἀπό τήν ὁποία προκύπτουν χρήσιμα συμπεράσματα γιά τό πῶς ὁ γενναῖος στρατηγός ἀπευθυνόταν στόν μετέπειτα κυβερνήτη τοῦ τόπου μας.

Ἀπό τήν ἀνάγνωσή της θά σταθοῦμε σ’ ἕνα μόνο σημεῖο πού δηλώνει ὁλοφάνερα τόν σεβασμό τοῦ στρατηγοῦ πρός τόν Καποδίστρια. Παραθέτουμε τό κείμενο: «Αἱ κρίσεις Σας περί τῶν πραγμάτων τῆς Ἑλλάδος εἶναι ὄντως σοφαί καί αἱ συμβουλαί, τάς ὁποίας δίδετε, ἀπό ἔνθερμον ἐμπνέονται πατριωτισμόν».[7]Ἀλλά καί ὁ κυβερνήτης ἔδειχνε τόν σεβασμό καί τήν ἐμπιστοσύνη του στό πρόσωπο τοῦ Κολοκοτρώνη. Ὁ κυβερνήτης Καποδίστριας εἶχε πλήρη ἐμπιστοσύνη στόν Κολοκοτρώνη καί γι᾽ αὐτό μεταξύ τῶν προσώπων στά ὁποῖα ἀνέθεσε διοικητικές καί στρατιωτικές θέσεις, ἦταν ὁ Κολοκοτρώνης ὡς ὑπεύθυνος τῆς Πελοποννήσου.[8]

Ἐπίσης, ὅταν ἀποφάσισαν ἀργότερα νά δολοφονήσουν τόν Καποδίστρια, ἤξεραν ὅτι αὐτό εἶναι ἀντίθετο μέ τήν βούληση τοῦ Κολοκοτρώνη, ὁ ὁποῖος ἦταν τό «στήριγμα τοῦ κυβερνήτη».[9]

Ἡ γνωριμία τους χρονολογεῖται πιθανότατα ἀπό τό 1805. Ἡ ἐκτίμηση τοῦ Κολοκοτρώνη στό πρόσωπο τοῦ Κυβερνήτου ἦταν ἀπό τήν ἀρχή θετικότατη. Μάλιστα εἶχε πολλές φορές ἀναφερθεῖ δημοσίως μέ θερμά λόγια στίς ἱκανότητες τοῦ Καποδίστρια καί θεωροῦσε ὅτι θά μπορέσει νά διαδραματίσει ἕναν σημαντικότατο ρόλο στήν ἀνασύνταξη τῆς πατρίδος. Εἶχε πεῖ ὁ Κολοκοτρώνης γιά τόν κυβερνήτη: «Τέλεια πληρεξουσιότητα σ᾽ αὐτόν γιατί ἦταν ὁ μόνος ἄνθρωπος ἱκανός».[10]

Ἀμοιβαία ἦταν καί ἡ γνώμη τοῦ Καποδίστρια γιά τόν Κολοκοτρώνη καί γιά τόν λόγο αὐτό τόν στήριξε ὅποτε ἦταν δυνατόν. Ὁ Κυβερνήτης ἤθελε νά χρησιμοποιήσει τόν στρατηγό σέ διάφορες θέσεις τοῦ κρατικοῦ μηχανισμοῦ, ἀλλά αὐτό δέν ἦταν δυνατόν τουλάχιστον τά πρῶτα ἔτη τῆς ἀπελευθερώσης.[11]

Ἀλλά καί μετά τήν δολοφονία τοῦ Καποδίστρια, ἑνώθηκαν ὅλες οἱ φωνές, ἀσφαλῶς καί τοῦ Κολοκοτρώνη, ἀλλά καί τῶν συγγενῶν τῶν φονιάδων Μαυρομιχαλαίων, λέγοντας: «Ὁ δολοφονήσας τόν Καποδίστριαν, ἐδολοφόνησε τήν Ἑλλάδα.»[12] Αὐτή εἶναι ἡ γνώμη τοῦ Κολοκοτρώνη γιά τόν Καποδίστρια, ἀλλά σίγουρα ἰσχύει καί τό ἀντίστροφο. Πράγματι, ὁ Καποδίστριας ὀμιλώντας στόν Παρί ντε Βένσα γιά τόν Γέρο τοῦ Μωριᾶ εἶπε: « Νά  καινούργιος μας δυσσέας».[13]

Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι μετά τήν δολοφονία τοῦ Καποδίστρια, ὁ λαός προσβλέπει στόν Κολοκοτρώνη ὡς πατέρα καί ὡς πρόσωπο ἱκανό νά ἀναλάβει τίς εὐθύνες καί νά συνεχίσει τό ἔργο τοῦ δολοφονηθέντος.[14]

Ἕνα αἴσθημα πού συνεῖχε τούς δύο μεγάλους ἄνδρες, ἦταν ἡ ἀγωνία τους γιά τήν πατρίδα. Ὄντως, περίπου στά 1828, ὁ Καποδίστριας, ὡς ἐπιφανής πολιτικός ἄνδρας, ἐπισκέπτεται τίς εὐρωπαϊκές χῶρες γιά νά ἐξασφαλίσει τά καλύτερα γιά τήν Ἑλλάδα. Αὐτό γίνεται πασιφανές στήν περικοπή τῆς ἀκόλουθης ἐπιστολῆς: «Κατέβαλε κόπους, ὑπομνηματίζων καί προτείνων εἰς τάς δυνάμεις καί πρός τούς δυνατούς φίλους γράφων καί ὁμιλῶν καί ἐνεργῶν.»[15] Στό τέλος τῆς ἐπιστολῆς αὐτῆς, ἀναγνωρίζοντας τήν βοήθεια του ἐκ τοῦ Ἐξωτερικοῦ, λέγει ὁ Κολοκοτρώνης: «Κύριε Κόμη, ὅστις πονεῖ μεγάλως διά τήν πατρίδα, οὐδείς ἀμφιβάλλει ὅτι πολύ συνηργήσατε καί συνεργεῖτε μέ τούς φίλους Σας εἰς τό νά στέλλωνται βοήθειαι· οὔτε νά παύσετε πρέπει, οὐδέ στιγμήν, προσπαθοῦντες διά τήν ὠφέλειαν καί σωτηρίαν, καί ἐν γένει διά τό καλόν τῆς πατρίδος καί πάντα δυνατόν τρόπον, παρηγοροῦντες τάς ἀνάγκας της, συμβουλεύοντες ἡμῖν· ὅ,τι ὡφέλιμον καί συντεῖνον εἰς τήν σωτηρίαν της, καί ἐστέ βέβαιοι, ὅτι τ᾽ ὄνομά Σας θέλει καταλάβει χῶρον μεταξύ τῶν μεγάλων εὐεργετῶν της…».[16]

Ὡς πρός τήν ἔγνοια τοῦ Κολοκοτρώνη γιά τό μέλλον τοῦ γένους ἀναφέρουμε τόν σχετικό διάλογο μεταξύ αὐτοῦ καί του Ἅρμανσβεργ, Προέδρου τῆς Ἀντιβασιλείας:

–          «Πολλούς ἐχθρούς ἔχεις Στρατηγέ.»

–          «Ἕνα γνωρίζω ἐκλαμπρότατε, τόν ὁποῖον μεγάλως φοβοῦμαι.»

–          «Τίς εἶναι αὐτός ὁ γνωστός Σοι καί τόσον ἐπίφοβος;»

–          «Τ᾽ὄνομά μου, ἐκλαμπρότατε».[17]

Γι’ αὐτόν τόν λόγο ὁ ἱστορικός Τάσος Γριτσόπουλος λέγει ὅτι στό πρόσωπό του «ἐπύκνωσε τήν πίστη καί τό ὅραμά τῆς ἐθνικῆς ἐλευθερίας, διά τήν ὁποίαν ἠγωνίσθη».[18]

Ἕνα ἄλλο κοινό σημεῖο τῶν δύο μεγάλων εὐεργετῶν τοῦ Γένους μας εἶναι ἡ πίστη στόν Θεό. Ὅταν θέλησε ὁ Καποδίστριας νά μεριμνήσει γιά βασιλέα τῆς Ἑλλάδος, τέθηκε τό ζήτημα περί τοῦ γιοῦ τοῦ Βασιλέως τῆς Βαυαρίας Λουδοβίκου, Ὄθωνα, γιά τόν ὁποῖο ὁ κυβερνήτης, -ἐκτός ἄλλων αἰτίων- πρόβαλε τό διαφορετικό θρήσκευμα.[19]Ἐπίσης, ἐάν προσέξει κανείς ποῦ ἔγινε ἡ δολοφονία του Καποδίστρια, θά παρατηρήσει ὅτι αὐτή διαπράχθηκε ἔξω ἀπό τόν ναό τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος Ναυπλίου[20], ὅταν ὁ κυβερνήτης πήγαινε νά λετουργηθεῖ: «Ὅπου τό θύμά της ἐπορεύετο πρωΐ νά παρευρεθῇ εἰς τήν θείαν μυσταγωγίαν καί προσφέρῃ τήν πρός αὐτόν ἄδολον λατρείαν του.»[21]

Εἶναι γεγονός ὅτι ὑπάρχουν στιγμές στήν ζωή κάθε ἀνθρώπου κατά τίς ὁποῖες ὁ χριστιανός δεικνύει ἄν ἡ πίστη του εἶναι θεωρία ἤ βίωμα ἀληθινό. Ἄς θαυμάσουμε τήν στάση τοῦ Κολοκοτρώνη πρός ἐχθρούς καί φίλους. «Σημειωτέον δέ ὅτι καί ἀφοῦ ἀπεφυλακίσθη καί τήν ἐμπρέπουσαν αὐτῷ θέσιν ἀνέκτησεν ὁ Κολοκοτρώνης, πάντας τούς εἰρημένους διώκτας του ἀμνησικάκως ἐσυγχώρησε, κατ᾽ οὐδενός ἐμνησικάκησε, καί ἀπαρχῆς δέ οὐδείς ἀκακώθη ὑπ᾽ αὐτοῦ ποτέ δι᾽ ἔχθραν ἤ ἐκδίκησιν, ὅθεν καί τότε πάντας, φίλους του καί ἐχθρούς, ἐξίσου ἀνεξικάκως προσεδέχετο λέγων, ὅτι ὁ Θεός ἐσυγχώρησε καί ηὐδόκησε νά γίνουν ὡς ἐγένοντο τά γεγονότα πρός δοκιμασίαν κοινήν, καί πιστεύων ὅτι οὐδέν ἐδύναντο νά κάμουν οἱ ἄνθρωποι ἐναντίον τῆς θείας βουλήσεως ἤ παραχωρήσεως.»[22]

Ὁ Γέρος τοῦ Μωριᾶ ἦταν πιστός χριστιανός καί ὅλα τά ἐξαρτοῦσε ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ὄχι χωρίς τήν συμμετοχή καί τήν προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου. «Καταπληκτικός ἦτο, ὅταν διεκήρυσσεν ὅτι ὁ Θεός ὑπέγραψε τήν ἐλευθερίαν τῶν Ἑλλήνων καί δέν ἔπαιρνε πίσω τήν ὑπογραφήν του. Τοῦτο ὅμως κάθε ἄλλο παρά ἐσήμαινεν ὅτι ἡ ἐλευθερία θά ἤρχετο χωρίς ἀγῶνα ἤ τούς ῞Ελληνες οὐραγούς ξένων δυνάμεων.»[23]

Ἄς ἀναφέρουμε καί μιά διαφορά τῶν δύο ἀνδρῶν ἡ ὁποία ὅμως δέν τούς διεχώριζε ἄλλα τούς ἕνωνε μέ ἕναν θαυμαστό τρόπο. Ἦταν ἡ μόρφωση!

Ὁ μέν Κολοκοτρώνης παρέμεινε «ἀγράμματος διά βίου, ἀλλ᾽ ὄχι ἀναλφάβητος ἤ ἀπαίδευτος. Γραφήν καί ἀνάγνωσιν στοιχειώδη ἔμαθε κοντά εἰς ἕνα μοναχόν εἰς τό μοναστήρι τῶν Ἁγίων Θεοδώρων πλησίον τῆς Βυτίνας, ὅπου φαίνεται ὅτι εἶχε καταφύγει νεαρός ὁ Θοδωράκης.»[24] Νά τί λέει ὁ ἴδιος: «Τό ψαλτήρι, το᾽κτωήχι, ὁ μηναῖος, ἄλλαι προφητεῖαι, ἦσαν τά βιβλία ὁπού ἀνέγνωσα…»[25]. Ἀπό τήν ἄλλη, ὁ Καποδίστριας, μετά τά ἐγκύκλια μαθήματα, σέ ἡλικία 18 ἐτῶν πηγαίνει στήν Ἰταλία καί ἀρχίζει ἀνώτερες σπουδές στό Πανεπιστήμιο τῆς Πάντοβας. Θά τελειώσει στά 1779 μέ τό πτυχίο τῆς ἰατρικῆς, ἀλλά καί μέ εὐρύτατη μόρφωση στόν χῶρο τῆς φιλοσοφίας καί τῆς φιλολογίας.[26]Ἐνῶ ὅμως ὡς πρός τό μορφωτικό ἐπίπεδο ἡ διαφορά εἶναι τεράστια, ἡ τιμή καί ὁ ἀπόλυτος σεβασμός μεταξύ τους εἶναι χαρακτηριστικά.

Πέρα ὅμως ἀπό τήν μόρφωση ὑπῆρξαν πολλά κοινά σημεῖα στόν χαρακτήρα τους. Ἡ ἀποφασιστικότητα, ἡ μεγάλη θέληση, ἡ τόλμη, καί ἡ σύνεση.[27]Ἀκόμα, ἡ ἡγετική τους μορφή καί δράση.[28]Ἄν καί οἱ δύο γνώρισαν μεγάλες ἀπογοητεύσεις ἀπό φίλους καί ἐχθρούς τους, δέν σταμάτησαν τίς προσπάθειές τους. Ὁ Κολοκοτρώνης ἐκφράζει τήν ἰδέα, τήν πάλη, τήν θυσία καί ἐκπροσωπεῖ τό ἡρωϊκό πνεῦμα τῶν Ἑλλήνων.[29]Ὁ ἴδιος ἦταν «ἀνθρωπογνώστης», μποροῦσε νά διακρίνει εὔκολα τά πρόσωπα καί τίς συμπεριφορές τους.[30] Καί τόν Καποδίστρια χαρακτηρίζει ἀνιδιοτέλεια, ἀφοῦ εἶχε ἀγκαλιάσει πρῶτα ὅσους ἀπό τήν ἀρχή ἀντιτάχθηκαν στό ἔργο του.[31]Ἐπίσης, ἡ τόλμη του, ὅπως φαίνεται ἀπό τήν ὅλη δράση του τόσο στό ἐξωτερικό, ὅσο καί στήν Ἑλλάδα, εἶναι ἀξιοσημείωτη.[32]

Ὁμοιότητες τῶν δύο ἄνδρῶν μπορεῖ νά διακρίνει κανείς καί στήν ἀντιμετώπισή τους ἐκ μέρους τῶν συμπατριωτῶν τους, ὅπως καί ἐκ μέρους τῆς πατρίδος τους.

Κοινή, λοιπόν, ὑπῆρξε ἡ ἀγνωμοσύνη τῆς πατρίδος πρός τίς δύο αὐτές λαμπρές προσωπικότητες. Ὁ μέν Καποδίστριας δολοφονήθηκε, ὅπως ἀναφέραμε ἀλλά καί ὁ Κολοκοτρώνης δολοφονεῖται καθημερινῶς. Διασύρεται ὡς κατηγορούμενος σέ δίκη «δι᾽ ἐγκλήματα δῆθεν κατά τῶν καθεστώτων».[33]Ἐντύπωση δέ προκαλεῖ ἡ παρουσία τοῦ Ἐδουάρδου Μάσσων, Ἄγγλου, ὁ ὁποῖος ἔκανε τήν ἀνάκρισιν καί τήν ἀπαγγελία κατηγορίας ὡς Εἰσαγγελεύς τοῦ φονεύσαντος τόν Καποδίστρια Μαυρομιχάλη, ἀλλά τόν συναντοῦμε καί πάλι στήν δίκη τοῦ Κολοκοτρώνη. Τήν σημειώνουμε σάν μιά ἀκόμα τυχαία ὁμοιότητα τῶν δυό.

Ἀπό τά προαναφερθέντα προκύπτει ὅτι ἡ εὐλογημένη Ἑλληνική γῆ δέν εἶχε πάντοτε τούς ἡγέτες πού τῆς ἄξιζαν, καί ὅταν στό διάβα τῶν καιρῶν ἐμφανιζόταν κάποιος, τότε εὕρισκε ἄδοξο τέλος. Μακάρι ἡ ἱστορία νά μήν ἐπαναλαμβάνεται .

«Τύχη δεν υπάρχει. Τύχη είναι η στιγμή που η ευκαιρία συναντάει την προσπάθεια» Αριστοτέλης.

Οι νεοέλληνες ακουμπήσαμε όλη μας τη ύπαρξη στην απόλυτη ψευδαίσθηση που ονομάζεται «τύχη» και τελικά δραπετεύσαμε από τη ζωή, με ήσυχη τη συνείδηση πως πράττουμε το καθήκον μας.

Αφήσαμε την πόρτα της ιστορίας μισάνοιχτη να χάσκει, δίχως αυτοκτονικές μας συμπεριφορές  και τις καταστροφικές μας τακτικές. Πως μπορεί όμως ένας ολόκληρος λαός, να διέπεται από μια τέτοια φενάκη, να παίζει τυχερά παιχνίδια, τζόγο, χρηματιστήρια, τη ζωή του όλη να την ακουμπάει, επάνω σε ένα νούμερο της «ρουλέτας», το αν είναι κόκκινο ή μαύρο μικρή σημασία έχει και να προσδοκά να του χαμογελάσει η τύχη, αυτού του ίδιου ιδιωτικά, αδιαφορώντας για το τι ορυμαγδός συμβαίνει γύρω του.

Η τύχη όμως, όπως από πολλούς υπονοείται δεν υπάρχει, η συγχρονία που δημιουργείται από την ταυτόχρονη συνάντηση ευκαιρίας προσπάθειας, δηλαδή αντικειμενικών και υποκειμενικών προϋποθέσεων, παράγει ένα αποτέλεσμα, το οποίο μπορεί να έχει θετικό πρόσημο.

Οι ευκαιρίες δίνονται σε όλους μας, αλλά αξιοποιούνται από τους  τολμηρούς και τους φιλόπονους και όχι από τους δειλούς και τους φυγόπονους. Η προσπάθεια προϋποθέτει παροντική αυταπάρνηση και μελλοντικό οραματισμό, δίχως εμμονές στο χθες, Οι έλληνες, όποτε παρήγαγαν πνεύμα και πολιτισμό, «σπρώχνοντας» την ιστορία πιο πέρα μέσα στο χρόνο, πληρούσαν αυτές τις ικανές και αναγκαίες συνθήκες, δηλαδή τον συνδυασμό ατομικής και συλλογικής προσπάθειας, με ευκαιριακές παραμέτρους, κατάλληλες να φέρουν το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα.

Από κάποια στιγμή και μετά, όλοι εμείς οι απόγονοι εκείνων, των φιλόπονων και (ε)αυτοαπαρνούμενων ελλήνων, «κάτσαμε επάνω» στα επιτεύγματα και κατορθώματα των ένδοξων προγόνων μας, με αποτέλεσμα το παρόν να μαραζώσει και το μέλλον να αχνοφαίνεται ζοφερό. Η ελπίδα ανδρώνεται στη προσπάθεια και η προσπάθεια αξιοποιεί την ευκαιρία, έτσι ο άνθρωπος παίρνει τη ζωή στα χέρια του, για να την διαχειριστεί επ’ αγαθώ, διχως μεσάζοντες μνημόνια που μας οδηγούν σε μνημόσυνα και τυχαία γεγονότα, που μπορεί να έχουν κάποια σχετική αξία, αλλά σε καμία περίπτωση δεν αποκτούν την καθοριστική βαρύτητα που τους αποδίδεται ως προς την εξέλιξη των πραγμάτων.

Μια φράση που έχει στοιχειώσει την νεοελληνική πραγματικότητα, είναι αυτή που αναφέρει: «ωραίοι ως έλληνες», αυτή η φράση, αποτέλεσε και αποτελεί ένα συνειδητό ή ασυνείδητο άλλοθι, για την συνολική κακοδαιμονία που επιφέρει η οκνηρία και η μόνιμη επίκληση των «από μηχανής θεών». Τελικά πόσο ωραίος μπορεί να είναι κάποιος που επαιτεί και ζει με δανεικά. Που δεν παράγει σχεδόν τίποτε. Που αναδεικνύει πρόσωπα σε εξουσίες, επικίνδυνα και νοσηρά. Που δεν κάνει σχεδόν ποτέ αυτοκριτική, αλλά κατηγορεί μόνιμα, τους άλλους για ότι οδυνηρό, του συμβαίνει. Που διάγει παρα-Ιστορικό βίο σαλτιμπάγκου και μίμου.

Πηγή


[1]Ὁ Γέρων Κολοκοτρώνης, Ἀθῆναι 1851, σ. 233.

[2] Τόν ὀνόμαζαν ἔτσι ἐξαιτίας τῶν πολλῶν στρατιωτικῶν του ἰδιοτήτων καί ἄλλων ἀπό τόν Θεό χαρισμάτων, τά ὁποῖα χαρακτήριζαν ἕναν ὥριμο ἄνδρα.

[3] Θεοδώρου Κολοκοτρώνη, Ἀπομνημονεύματα, Παναρκαδική Ὁμοσπονδία Ἑλλάδος, σ. 168.

[4] Θεοδώρου Κολοκοτρώνη Ἀπομνημονεύματα, Παναρκαδική Ὁμοσπονδία, Ἑλλάδος, σσ. 169-170.

[5] Θεοδώρου Κολοκοτρώνη Ἀπομνημονεύματα, Παναρκαδική Ὁμοσπονδία Ἑλλάδος, σ. 170.

[6] Γράφτηκε στίς 15 Ἰουλίου 1826.

[7] Μιχαήλ Οἰκονόμου, Ἱστορικά τῆς Ἐλληνικῆς Παλιγγενεσίας, Ἀθῆναι 1976, σ. 642.

[8]Μιχαήλ Οἰκονόμου, Ἱστορικά τῆς Ἐλληνικῆς Παλιγγενεσίας, Ἀθῆναι 1976, σ. 812.

[9] Μιχαήλ Οἰκονόμου, Ἱστορικά τῆς Ἐλληνικῆς Παλιγγενεσίας,, Ἀθῆναι 1976, σ. 840.

[10]Σφυρόρεα Βασιλείου, στό Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, Ἐκδοτική Ἀθηνῶν, τόμ. 4ος, 1991, σ. 425.

[11] Λεωνίδα Κομνηνοῦ, Λεπτομέρειες τς παναστάσεως, ἐκδ. ΜΕΞΗ, 1913, σ. 20

[12]Μιχαήλ Οἰκονόμου, Ἱστορικά τῆς Ἐλληνικῆς Παλιγγενεσίας, Ἀθῆναι 1976, σ. 841.

[13]Νίκου Κωσταρᾶ, «Ἀναφορά στήν κουρσαρική δράση τοῦ Θεοδώρου Κολοκοτρώνη», περιοδικό «Ἄκοβος» τεῦχος 17ο, σσ.61-62.

[14] Μιχαήλ Οἰκονόμου, Ἱστορικά τῆς Ἐλληνικῆς Παλιγγενεσίας, Ἀθῆναι 1976, σ. 842.

[15] Μιχαήλ Οἰκονόμου, Ἱστορικά τῆς Ἐλληνικῆς Παλιγγενεσίας, Ἀθῆναι 1976, σ. 808.

[16] Μιχαήλ Οἰκονόμου, Ἱστορικά τῆς Ἐλληνικῆς Παλιγγενεσίας, Ἀθῆναι 1976, σ. 645.

[17]Μιχαήλ Οἰκονόμου, Ἱστορικά τῆς Ἐλληνικῆς Παλιγγενεσίας, Ἀθῆναι 1976, σ. 852.

[18] Τάσου Γριτσοπούλου, «Εἰσαγωγή», στό Θεοδώρου Κολοκοτρώνη, Διήγησις Συμβάντων τῆς Ἑλληνικῆς Φυλῆς ἀπό τά 1770 ἔως τά 1836, Ἀθῆναι 1981 σ. 2.

[19] Μιχαήλ Οἰκονόμου, Ἱστορικά τῆς Ἐλληνικῆς Παλιγγενεσίας, Ἀθῆναι 1976, σ. 839.

[20]Ἀλεξάνδρου Δεσποτοπούλου, στό Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, Ἐκδοτική Ἀθηνῶν, τόμ. 4ος, 1991, σ. 265.

[21] Μιχαήλ Οἰκονόμου, Ἱστορικά τῆς Ἐλληνικῆς Παλιγγενεσίας, Ἀθῆναι 1976, σ.840.

[22]Μιχαήλ Οἰκονόμου, Ἱστορικά τῆς Ἐλληνικῆς Παλιγγενεσίας, Ἀθῆναι 1976, σ. 855.

[23] Τάσου Γριτσοπούλου, «Εἰσαγωγή», στό Θεοδώρου Κολοκοτρώνη, Διήγησις Συμβάντων τῆς Ἑλληνικῆς Φυλῆς ἀπό τά 1770 ἔως τά 1836, Ἀθῆναι 1981, σ. 3.

[24] Γ.Α .Σταμίρη, «Ὁ διδάσκαλος τοῦ Κολοκοτρώνη ἱερομόναχος Νεόφυτος Φωτεινόπουλος ἐκ Ζυγοβιστίου», «Γορτυνιακά», τ. Α´(1972), σσ. 91ἑξ.

[25] Τάσου Γριτσοπούλου, «Εἰσαγωγή», στό Θεοδώρου Κολοκοτρώνη, Διήγησις Συμβάντων τῆς Ἑλληνικῆς Φυλῆς ἀπό τά 1770 ἔως τά 1836, Ἀθῆναι 1981, σ. 2.

[26] Στό Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, Ἐκδοτική Ἀθηνῶν, Τόμ. 4ος, 1991, σ. 262.

[27] Τάσου Γριτσοπούλου, «Εἰσαγωγή», στό Θεοδώρου Κολοκοτρώνη, Διήγησις Συμβάντων τῆς Ἑλληνικῆς Φυλῆς ἀπό τά 1770 ἔως τά 1836,, Ἀθῆναι 1981,σ.3.

[28] Κ. Παπαρηγοπούλου, Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, τόμ. 7ος Ἔκδοσις 8η, πό Παύλου Καρολίδου, Νίκας Α.Ε., σσ.236-237.

[29] Τάσου Γριτσοπούλου, «Εἰσαγωγή», στό Θεοδώρου Κολοκοτρώνη, Διήγησις Συμβάντων τῆς Ἑλληνικῆς Φυλῆς ἀπό τά 1770 ἔως τά 1836, Ἀθῆναι 1981, σ. 57.

[30] Δ. Κουρέτα, «Ἡ ἀνθρωπογνωσία τοῦ Κολοκοτρώνη, «Φιλολογική Πρωτοχρονιά» 1972, σ. 191.

[31]Ὁ Γέρων Κολοκοτρώνης, Ἀθῆναι 1851, σ. 222.

[32]Ἀλεξάνδρου Δεσποτοπούλου, στό Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό,, Ἐκδοτική Ἀθηνῶν, τόμ. 4ος,1991, σ. 262.

[33] Μιχαήλ Οἰκονόμου, Ἱστορικά τῆς Ἐλληνικῆς Παλιγγενεσίας, Ἀθῆναι 1976, σ.851.

Μοιραστείτε τη σελίδα. Πατήστε το τελευταίο κουμπί για περισσότερες επιλογές
Exit mobile version