Site icon ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΗΛΙΟΥΠΟΛΕΩΣ

ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΩΣ ΟΦΕΙΛΟΥΝ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΚΛΗΡΙΚΟΙ

Τριώδιο

Τριώδιο

ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΩΣ ΟΦΕΙΛΟΥΝ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΚΛΗΡΙΚΟΙ

ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΩΣ ΟΦΕΙΛΟΥΝ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΚΛΗΡΙΚΟΙ

Α) ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

Ανήλθες σε κάποιο μεγάλο αξίωμα και κατέλαβες εκκλησιαστική  εξουσία; Μην υπερηφανεύεσαι’ δεν κατέκτησες από μόνος σου αυτό το μεγαλείο, αλλ’ ο Θεός σε έντυσε μ’ αυτό. Λοιπόν, να σέβεσαι την εξουσία αυτή, χωρίς να κάνεις κατάχρηση, χωρίς να την χρησιμοποιείς για ανάρμοστους σκοπούς, χωρίς να φουντώνεις από έπαρση, χωρίς να την σφετερίζεσαι αφού αυτή ανήκει στον Θεό (I. Χρυσοστόμου: Εις Α’ Κορ. ομιλ., 10, 3, Ρύ 61, 85)

Β) ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ

 Ο Αγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος γράφει πολλά και περισπούδαστα στον Απολογητικό για τη φυγή του στον Πόντο μετά τη χειροτονία του σε Πρεσβύτερο (ΕΠΕ 18, Γρηγ Θεολόγου Έργα, τ. 1, Θεσσαλονίκη: 1975, σσ. 73- 215). Είναι ένα εκτενέστατο Δοκίμιο περί Ιερωσύνης, θαυμασιότατο κείμενο, ερανιστής των κυριότερων αναφορών της Παλαιάς (κυρίως των Προφητειών) και της Καινής Διαθήκης (κυρίως του Αποστ. Παύλου) περί του ύψους της Ιερωσύνης, της αποστολής, των αγίων προϋποθέσεων, των ευθυνών, της αθλιότητος των ασυνειδήτων κληρικών, των επαπειλουμένων φοβερών θεηλάτων τιμωριών. Είναι τόσον εκτενής, τόσο μεστός, τόσο αριστοτεχνικός ο Λόγος του θεόφρονος Πατρός, ώστε είναι σωφρονέστερο, όλοι μας να μελετήσουμε και να μελετούμε από καιρού εις καιρό αυτόν τον θεσπέσιο Λόγο και να αντικρίζουμε σ’ αυτόν ωσάν σε καθρέπτη την δική μας πνευματική, ιερατική και ποιμαντική κατάσταση, « ……….Κάθαρση, φωτισμός, αγιοσύνη είναι τα πλαίσια της θεαρέστου ασκήσεως της Ιερωσύνης. Είναι ευνόητο ότι τέτοιους στόχους και τέτοια πλαίσια δεν τους θέτει το λαϊκό πλήρωμα, αλλά το επιβάλλει και το νομοθετεί η θεοδόμητη της Εκκλησίας ταυτότητα και η θεοκέλευστη αποστολή της. Οι απαιτήσεις του κόσμου είναι άλλου επιπέδου, αλλά εμείς οφείλουμε να αναγάγουμε στο “Θεόν ποιήσαι”, υπακούοντας στην Αγ. Γραφή και πάνω απ’ όλα σε Αυτόν τον Θεάνθρωπο Κύριο μας Ιησούς Χριστόν…»

Γ’ ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΣΤΟΥΔΙΤΗΣ

 Ο Αγ. Θεόδωρος ο Στουδίτης σε επιστολή του στον Αναστάσιο Επίσκοπο Κνωσίας του αναφέρει για την Ιερωσύνη τα πιο κάτω.

«…..Ο Επίσκοπος και ο Ιερεύς κατ’ επέκτασιν είναι έφορος και υπεύθυνος για όλα όσα διαπράττουν οι αρχόμενοι. Οφείλει να είναι άγγελος ασίγητος, που διακηρύσσει τα δικαιώματα του Θεού, το ακοίμητο μάτι που επιβλέπει την πορεία καθενός από τους ποιημαινομένους, να είναι μίμημα Χριστού, προς το οποίο προσέχοντας οι ακολουθούντες ρυθμίζουν τη ζωή τους σύμφωνα με το Ευαγγέλιο. Οφείλει να είναι αστέρας φωτεινός αειλαμπης για να τον βλέπουν και να διορθώνονται όσοι νυκτομαχούν από την άγνοια και την αμαρτία τους. Οφείλει να είναι ο προσφέρων ως ζωογόνο βροχή της διδασκαλία σε όσους διψούν τη σωτηρία τους, ο μέγιστος οικονόμος που θα δώσει απολογία για τη ζωή του καθενός στον καιρό της ανταποδόσεως……..Δεν υπάρχει μεγαλύτερη βαθμίδα της προς θιόν εγγύτητος και αγάπης ούτε αντάξια υψηλότερης αμοιβής από την τόσο σπουδαία αυτή επιστασία και αυτή την Διακονία όσο της Ιερωσύνης σύμφωνα με τα λόγια του Χριστού προς τον κορυφαίο απόστολο Πέτρο “Ει φιλείς με, Πέτρα, πλείον τούτων, πoίμαινε τα πρόβατά μου”. Αλλά και δεν υπάρχει επικινδυνότερη και ολεθριότερη ασχολία για όσους την ασκούν αναξίως.

Δ ΑΠΟΣ ΣΥΜΕΩΝ Ο ΝΕΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ

 Διαβάζουμε στον “Βίο και Πολιτεία του εν Αγίοις Πατρός ημών Συμεών του νέου Θεολόγου. Όταν μερικοί τον ρωτούσαν πως πρέπει να είναι ο Ιερεύς απαντούσε απλά, με κατάνυξη και στεναγμούς:

          «Αλίμονο, αδελφοί, γιατί με ρωτάτε για τέτοια ζητήματα, Το πράγμα είναι φοβερό και να το σκέπτεται κανείς. Εγώ είμαι ολότελα ανάξιος για να είμαι Ιερεύς, εννοώντας πόσο φοβερή είναι η ιερατική αξία. Όμως με ασφάλεια και ταπεινός γνωρίζω, ποιός πρέπει να είναι ο Ιερεύς. Πρώτα απ’ όλα αγνός, όχι μόνο στο σώμα αλλά πολύ περισσότερο στην ψυχή του. Και όχι μόνο αυτό, αλλά αμέτοχος από κάθε είδους αμαρτία: ταπεινός στο εξωτερικό ήθος και συντετριμμένος στον εσωτερικό του κόσμο. Όταν θα στέκεται μπροστά στην αγία Τράπεζα, οφείλει να βλέπει νοερά το Θεό και με τα μάτια του σώματος τα τίμια δώρα και αυτόν που αόρατα παρίσταται στα δώρα να Τον κατέχει με ζωντανή επίγνωση στην καρδιά του, για να μπορεί με παρρησία να προσφέρει τις ευχές και να συνομιλεί με το Θεό και Πατέρα σαν φίλος με φίλο και ακατάκριτα να λέει: “Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς”. Και τούτο, επειδή θα έχει, με τη χάρη της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος, ένοικο μέσα του τον αληθινό Θεό και κατά φύση Υιό του Θεού. Συνεπώς, το ζητούμενον ήθος της ευαγγελικής απλότητος και λιτότητος και ευσεβούς μή σκανδαλιζούσης συμπεριφοράς συνιστά έκφραση της γνησίας και ολοτελούς και πνευματειφόρου λατρευτικής ζωής του Ιερέως.

 

Ε’ ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ

 Το προσωπικό παράδειγμα του ισάξιου των 3 Ιεραρχών Αγ. Γρηγορίου του Παλαμά αποτελεί το ευγλωττότερο “κήρυγμα” περί της Ιερωσύνης, του μεγάλου αυτού εκκλησιαστικού χαρίσματος και αξιώματος και λειτουργήματος το οποίο ζωγραφίζει άριστα ο Αγ. Φιλόθεος Κόκκινος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως και πρώτος μαθητής και βιογράφος του Αγ. Γρηγορίου Παλαμά, «….. 1) ότι με υπερβολή ήταν πράος και ταπεινός κατά την ψυχή, 2) φύλαττε πάντοτε τον εαυτό του ανώτερο από κάθε οργή και έχθρα,.. 3)δεν εδέχετο ευκόλως τα απλώς και ως έτυχε κατά τινων λαλούμενα… 4) ότι προς τους υπερέχοντας όχι μόνον ελεύθερον φύλαττε το φρόνημα της ψυχής του και πάσης δουλοπρεπούς κολακείας ανώτερο, αλλά πολλάκις και εις μερικούς ευρίσκετο στερρός και αντίτυπος, μη παραχωρώντας εις τα παράνομα…5), προς τους ταπεινούς ήταν ταπεινός, προνοητικός και καθ’ υπερβολήν ήμερος και φιλάνθρωπος. 6) στους πειρασμούς ήταν καρτερικός και ανίκητος… 7) ότι προς πάσαν ηδονή ανθρωπίνη της τε ψυχής και του σώματος ήταν ανένδοτος και αδούλωτος… 8) την άκρα ησυχία και γαλήνη και χαρά της ψυχής του επεδίωκε…9) ήταν πάντοτε και σύννους» και πάντοτε έδειχνε ανταμωμένα το χαρωπό ήθος με κατάνυξη και νήψη… 10) ποτέ δεν έλειπε από τους οφθαλμούς του και το παράδοξο εκείνο και υπερφυσικό ρεύμα των δακρύων… Αφήνω να λέγω τώρα κατά μέρος τα όσα έλεγαν περί αυτού, εν τη Βασιλευούση ταύτη Πόλει, οι σοφοί και σπουδαίοι με εξαίσιο θαυμασμό, οι πρώτοι δηλαδή των αρχιερέων και οι εκλεκτότεροι της συγκλήτου, και οι λογιώτεροι και θεωρητικώτεροι από τους μοναστάς και ησυχαστας, οι οποίοι κοινώς τον ονόμαζαν κάθε λογής σοφίας, και προστάτη της Χριστού Εκκλησίας, και πρόμαχο της ευσεβείας, και των θείων δογμάτων διδάσκαλο, και οδηγό σε όλα τα κάλλιστα… και ότι κατ’ ουδένα τρόπον δεν ήταν ελλιπέστερος και κατώτερος αυτός από τους κορυφαίους των Θεολόγων Πατέρων, αλλά κατά πάντα ήταν και κοινωνός και σύμφωνος και ομόψυχος και συναγωνιστής εκείνων… Ότι η μεγάλη και θεουργός του Παναγίου Πνεύματος η Χάρις, όπου ενοίκησε εις αυτόν, όλας μεν τας δυνάμεις της ψυχής του τελείωσε και τας θέωσε κοινώς, και κατά πάσας τον ανέδειξε θείον κατά αλήθεια, και εξαίσιο άνθρωπο…. Όθεν φωτιζόμενος από την Χάρη του Παναγίου Πνεύματος μάνθανε τους λόγους των νοερών και νοητών, όχι εξ ακοής και με διδασκαλική και τεχνική παράδοση, καθώς τα παραλαμβάνομεν ημείς οι άλλοι, αλλά κατά θείον και υψηλό τρόπον, τουτέστι αγωνισζόμενος και φωτιζόμενος, καθώς είπα και εμπνεόμενος άνωθεν, καθώς οι εν ουρανοίς αγγελοι, και οι Προφήται και θεολόγοι…

 

ΣΤ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ

 Οκτώβριος του 2000. Ελέχθη τότε από τον Μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο στη σύγκλιση της Ιεραρχίας,

          «Ας αρχίσουμε από την αυτοκριτική μας. Και ιδιαίτερα από την αυτοκριτική τη δική μας, των Επισκόπων. Ο λαός αναμένει από εμάς ένα μήνυμα ζωής, το πρότυπο της χριστιανικής ζωής, Είμαστε, χωρίς αμφιβολία, η Εκκλησία της παραδόσεως, της ποιμαντικής προσφοράς και της θεολογικής σκέψεως, πιο πολύ από κάθε άλλη Ορθόδοξη Εκκλησία. Χρειάζεται όμως αναχθούμε ακόμη ανώτερες σφαίρες πνευματικότητος. Χρειάζεται να δώσουμε προς τα έξω την εικόνα των Επισκόπων της λιτότητας στην καθημερινή ζωή, της αγωνιστικότητας στην υπεράσπιση της πίστεως, της συνεχούς φροντίδας για τα προβλήματα του κόσμου. Οι Επίσκοποι δεν είναι και δεν πρέπει να γίνουν κοσμικοί άρχοντες, η δε επισκοπική αξία δεν έχει καμμία σχέση με τις εξουσίες του κόσμου τούτου. Είμαστε δούλοι των δούλων του Θεού και της φιλοπτωχίας διάκονοι.

          Όποιος από εμάς δεν το κατανοεί αυτό, αδικεί και τον εαυτόν του και την Εκκλησία. Υπάρχουν κάποιοι από εμάς που ζουν με πολυτέλεια, άλλοι που δεν έχουν διάθεση για αγώνες, άλλοι που διάγουν χωρίς την αγωνία του ποιμένα. Τα φαινόμενα αυτά πρέπει να λείψουν, αν θέλουμε να λάβουμε τα μηνύματα που εκπέμπονται από το λαό μας. Ο λαός αυτός μιας θέλει απλούς, καταδεκτικούς, πτωχούς, ομολογητές, ανεξάρτητους από δεσμεύσεις, ακέραιους, έντιμους, ταπεινούς και κυρίως πνευματικούς ανθρώπους. Με την αυτοκριτική μας μπορούμε να ξαναβρούμε το μυστικό της εποικοδομητικής παρουσίας μας μέσα στον κόσμο».

 

Μοιραστείτε τη σελίδα. Πατήστε το τελευταίο κουμπί για περισσότερες επιλογές
Exit mobile version