«Η ΕΠΟΧΗ ΜΑΣ ΠΑΡΑΓΕΙ ΔΙΧΑΣΜΟΥΣ – ΟΧΙ ΕΝΟΤΗΤΑ»
†ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ κ. ΝΙΚΟΑΛΑΟΥ
Είναι γνωστή η ρήση του χριστιανού φιλοσόφου Μπλεζ Πασκάλ που λέει για κάποιον που δεν πιστεύει: «πήγαινε στην Εκκλησία, άναψε κερί, φίλησε το χέρι του παπά, πάρε αντίδωρο, θα δεις πως σιγά-σιγά θα πιστέψεις». Τι θα προσυπογράφατε ή τι θα αμφισβητούσατε στη ρήση αυτή;
Ο Πασκάλ ήταν και σοφός και πιστός χριστιανός, άνθρωπος με πηγαία αυθεντική πίστη και επεξεργασμένη λεπτή επιστημονική λογική. Έτσι έγραψε το περίφημο βιβλίο των Σκέψεών του. Εκεί, σε κάποιο σημείο, λέγει ότι αν ζεις σύμφωνα με τις εντολές του Θεού, τότε τον θέλεις τον Θεό· και όταν τον θέλεις, τότε τον πιστεύεις. Με άλλα λόγια, η πίστη στην ύπαρξη του Θεού είναι συνέπεια της επιθυμίας της παρουσίας του και αυτή αποτέλεσμα της ποιότητας της ζωής σου. Για να τον πιστέψεις πρέπει να νιώσεις την ανάγκη του. Το κερί, ο σεβασμός στην Ιερωσύνη, η προσκύνηση των Ι. Εικόνων, η Θ. Λατρεία, όταν συνδυάζονται με τον πόθο μιας ανώτερης ζωής, εμπνευσμένης από τις Εντολές του Θεού, η οποία καταξιώνει και ανεβάζει τον άνθρωπο, δημιουργούν μια υπαρξιακή σύγκρουση που οδηγεί στην επιθυμία και στην ανάγκη του Θεού. Αυτό είναι το υπόστρωμα της πίστεως.
Άλλος τρόπος προσέγγισης είναι το πρόσωπο του Κυρίου μας Ιησού Χριστού που είναι ένας μαγνήτης, όπως και ο λόγος του. Οι Μακαρισμοί, η παραβολή του Ασώτου Υιού, η παραβολή του Καλού Σαμαρείτη, το κήρυγμα περί «αγάπης ακόμη και του εχθρού», άσχετα με το αν πιστεύεις ή όχι στον Θεό, σε πρώτη φάση σε ξαφνιάζουν, ύστερα σε εντυπωσιάζουν, στη συνέχεια ή τα απορρίπτεις ως ανεφάρμοστα ή σε εμπνέουν, σε μαγεύουν και σου προξενούν ζήλο να τα εγκολπωθείς στη ζωή σου, να τα ζήσεις, να τα κάνεις εμπειρία σου.
Το ίδιο και η ζωή του Χριστού, έχει ένα μεγαλείο, είναι συναρπαστική. Όταν τη γνωρίσεις λίγο, αρχίζεις να τον αγαπάς ως δάσκαλο, ως πρότυπο, να Τον εμπιστεύεσαι. Από αυτά που καταλαβαίνεις προχωράς στα άλλα που υποψιάζεσαι και τα αποδέχεσαι ως αλήθειες. Επειδή Τον εμπιστεύεσαι, ανακαλύπτεις ότι ο λόγος και το πρόσωπό Του έχουν κάτι θεϊκό μέσα τους. Θέλεις να ασχοληθείς, να επικοινωνείς μαζί Του. Ήδη έχεις αρχίσει να πιστεύεις στη θεότητά Του. Θα πω και κάτι άλλο. Είναι η διαφορά της γνώσης από το μυστήριο.
Η γνώση έχει μέσα της μια σκληρότητα, νιώθεις ότι τα ξέρεις, τα καταλαβαίνεις, την έχεις κατακτήσει, και τότε δημιουργείται μέσα σου μια εγωιστική αυτοπεποίθηση. Αντίθετα η στάση σου ενώπιον ενός Μυστηρίου που σε υπερβαίνει, σε ταπεινώνει. Τότε σου αποκαλύπτεται η αλήθεια Του, η γνώση σου πλέον είναι δώρο και όχι δικό σου κατόρθωμα. Αυτό σου μαλακώνει την ανήσυχη και μίζερη ψυχή, στην κάνει δεκτική. Ανοίγεσαι σε άλλο κόσμο. Συνεπώς αυτό που λέγει ο Πασκάλ για το κερί, το χέρι του παπά και το αντίδωρο, αν δεν αποτελεί μια τυπολατρία, αλλά γίνεται ταπεινά με απροσδιόριστη δίψα, χωρίς νομοτελειακά να οδηγεί στην πίστη, θα μπορούσε πραγματικά να την ξυπνήσει, να επιτρέψει στον Παράκλητο το Άγ. Πνεύμα να κατοικήσει μέσα σου.
Εντολές του Θεού. Τι ακριβώς εννοούμε; Ποιος ορίζει τι είναι εντολή του Θεού ή αυτό που λέγεται θέλημα του Θεού; |
Οι Εντολές του Θεού είναι αυτές οι κατευθύνσεις προς μια ανώτερη ζωή, απαλλαγμένη από πάθη, μικρότητες και βαρίδια που σε φυλακίζουν στην εφημερότητα και την παροδικότητά σου, στην υλική και σαρκική σου φύση, στη βιολογικότητά σου. Εύκολα τις ανιχνεύεις μέσα στο Ι. Κείμενο της Αγίας Γραφής πνευματικής εμπειρίας και σοφίας. Στην Εκκλησία τα ονομάζουμε τα κείμενα αυτά της Αγ. Γραφής θεόπνευστα, διότι έχουν πνοή θεϊκή μέσα τους. Διαβάζεις τη Σοφία Σολομώντος, την επί του Όρους Ομιλία του Κυρίου ή τις παραβολές και τις Αποστολικές Επιστολές, μυείσαι σε μια άλλου είδους ζωή. Πρέπει όμως να τα προσεγγίσεις με σωστό φρόνημα και φυσικά χωρίς μίζερες προκαταλήψεις.
Οι Εντολές του Θεού δεν είναι αλυσίδες που σε σφίγγουν αλλά είναι φώτα που δείχνουν την πορεία σου, που κατευθύνουν στον στόχο σου.
Τελικά, τι σημαίνει «πιστεύω» και γιατί κάτι τέτοιο είναι αναγκαίο στον άνθρωπο; Τονίζεται από την Εκκλησία η ανάγκη του Θεού στη ζωή και στα λόγια και στις πράξεις μας . Τι ανάγκη είναι αυτή; |
Η πίστη στον Χριστό όταν είναι αυθεντική έτσι όπως την ζει και την διδάσκει και την προβάλλει η Εκκλησία μας, εκτείνει τον άνθρωπο, τον τεντώνει, τον μεγαλώνει και τον ανεβάζει όσο περισσότερο μπορεί να εκφράσει η ανθρώπινη φύση, του δίνει δύναμη. Αυτή η κίνηση προς τον Θεό είναι ό,τι μπορεί να καταξιώσει περισσότερο την ανθρώπινη φύση.
Συχνά θεωρούμε ότι η πίστη αντιβαίνει στη λογική ή και αντικρούεται προς την επιστημονική γνώση και στερεί την ομορφιά και το μεγαλείο της σκέψης. Επιτρέψτε μου να σας πω ότι αυτό αποτελεί προκατάληψη αυτών που την αγνοούν. Η πίστη ασφαλώς υπερβαίνει τη λογική και την ικανοποιεί πολύ περισσότερο από την πιο προχωρημένη γνώση. Η θεολογία είναι κατά πολύ ανώτερη από την όποια επιστημονική γνώση. Οταν κανείς υποψιαστεί έστω λίγο αυτό για το οποίο μιλούμε, τότε ο Θεός, είναι ανάγκη καταξίωσης, είναι μονόδρομος υπέρβασης των ορίων του και αυτό το βλέπουμε στη ζωή των Αγίων της Εκκλησίας μας.
Έλεγε ο Αγ. Παΐσιος με χαρακτηριστική απλότητα: οι Αμερικανοί ξοδεύουν δισεκατομμύρια δολάρια για να πάνε μέχρι το φεγγάρι, ενώ εμείς με ένα παξιμάδι πηγαίνουμε πολύ παραπέρα, πλησιάζουμε τον Θεό. Είναι άλλη η λογική και ασύλληπτη η ομορφιά της Εκκλησιαστικής ζωής και της Εκκλησιαστικής Εμπειρίας. Είναι πιο έξυπνοι οι πιστοί από τους επιστήμονες. Δυστυχώς, αυτό, ενώ αποτελεί εμπειρία της ζωής και του πολιτισμού μας, ενώ είναι η πραγματική υφαλοκρηπίδα και ο υπόγειος πλούτος μας, πάνω στα οποία πατάει η ζωή και ο πολιτισμός μας ως Ελλήνων, σήμερα τα περιφρονούμε και τα αγνοούμε, ή ακόμη περισσότερο τα ειρωνευόμαστε και τα βρίζουμε. Είναι η μεγαλύτερη αδικία που μπορούμε να κάνουμε στον εαυτό μας.
Επειδή ζούμε σε εποχές διχασμών και αιρέσεων, θα ακουγόταν ως ανεδαφικό η επικοινωνία και η επανένωση όλων των Χριστιανικών Δογμάτων και η προοπτική της ένωσης και της αλληλοκατανοήσεως όλων των ανθρώπων; |
Οι αιρέσεις και οι διχασμοί υπήρχαν πάντοτε στην ιστορία των ανθρώπων. Στις μέρες μας, βέβαια, τις μεγεθύνει η τεράστια διάχυση της όποιας ανεξέλεγκτης πληροφορίας, η ιλιγγιώδης επικοινωνιακή ευρύτητα και ταχύτητα, η ψευδαίσθηση της γνώσης, η τύφλωση των εγωισμών, τα ασύλληπτα συμφέροντα. Ενώ η εποχή μας έχει επινοήσει τέλειους φακούς, προκαλεί παραμόρφωση στα είδωλα και θόλωση στην εικόνα. Βλέπεις μακριά, βλέπεις πολλά, αλλά δεν βλέπεις καθαρά. Έτσι υπάρχει γνώση αλλά η αλήθεια γίνεται δυσδιάκριτη. Αυτό δημιουργεί σύγχυση και αιρέσεις.
Ο κόσμος είναι βαθιά διχασμένος. Και ο χριστιανικός κόσμος, και εμείς οι ορθόδοξοι. Δυστυχώς. Επειδή νομίζουμε ότι γνωρίζουμε τα πάντα και φυσικά δεν γνωρίζουμε τη διάλεκτο της αγάπης και του σεβασμού. Η επικοινωνία, ιδίως μεταξύ των διασπασμένων χριστιανών, είναι επιβεβλημένη, όπως και η προσπάθεια αλληλοκατανόησης. Η επανένωση είναι επιθυμητή, αλλά φαίνεται ανέφικτη και εξωπραγματική. Και αν αυτή συμβεί, θα είναι τεχνητή και ψεύτικη, δεν θα στηρίζεται στην αλήθεια, αλλά στην ανάγκη επιφανειακής συνύπαρξης. Η εποχή μας έχει την ικανότητα να παράγει διχασμούς, όχι ενότητα. Εάν η ένωση σημαίνει νόθευση της αλήθειας, δεν υπάρχει λόγος να γίνει. Ίσως θα έπρεπε να αποφευχθεί. Θα ζημιωθούν όλοι. Θα υπάρχει ενότητα αλλά όχι αλήθεια. Η ειρηνική όμως συνύπαρξη, η συνεργασία, η αμοιβαία κατανόηση είναι μεγάλη ευλογία.
Πώς αντιμετωπίζει η Εκκλησία το μεταναστευτικό θέμα, αφού δεν συνδέεται μόνο με το αίσθημα της εθνικής ασφάλειας, αλλά και με αισθήματα ανθρωπιάς και αλληλεγγύης, όπως μας αποκαλύπτονται χάρη στον λόγο του Χριστού; |
Δεν είναι μόνον θέμα εθνικής ασφάλειας ή ανθρωπιάς και αλληλεγγύης, είναι και θέμα διατήρησης της πολιτισμικής ταυτότητας και εθνικής ιδιοπροσωπίας μας.Και όλα αυτά μαζί κάνουν το πρόβλημα πολύ σύνθετο και δυσεπίλυτο.
Ως προς την εθνική ασφάλεια, αυτό αποτελεί πρόβλημα της πολιτείας. Αυτή πρέπει να το λύσει. Στα άλλα δύο έχει λόγο η Εκκλησία και αυτά τα δύο δεν συνοδοιπορούν εύκολα. Η πολιτισμική μας ταυτότητα, άρρηκτα συνδεδεμένη με την ορθόδοξη χριστιανική μας παράδοση, πρέπει να προστατευθεί, όχι ως προνόμιο εκκλησιαστικό αλλά ως παρακαταθήκη ιστορική του λαού μας. Αλλά και τον ξένο, τον διωγμένο, τον αδικημένο, τον φτωχό και κατατρεγμένο μπορεί η Εκκλησία να τον αγνοήσει; Αν το κάνει, αρνείται τη διδασκαλία της. Αν πάλι αγνοήσει την απειλή που δέχεται η παράδοσή της, τότε αρνείται την υπόστασή της. Θα έπρεπε να αγωνιστούμε, όλοι αυτοί οι άνθρωποι να επιστρέψουν ή να παραμείνουν στις πατρίδες τους, ώστε και τον τόπο τους να απολαύσουν και στην πρόοδο των χωρών τους να συμβάλουν με την εργασία τους και ξένοι να μη νιώσουν και τον πολιτισμό τους να στηρίξουν. Όλα τα άλλα θα έχουν τεράστιες συνέπειες.
Ποιος άραγε προκάλεσε τα σύγχρονα μεταναστευτικά ρεύματα;
Το πιο σημαντικό πράγμα δεν είναι να βοηθήσουμε όλους αυτούς τους δυστυχισμένους ανθρώπους – που ασφαλώς και κάτι τέτοιο αποτελεί αδιαπραγμάτευτο χρέος μας – ούτε πάλι να προφυλαχθούμε από τη φοβερή απειλή του εθνικού και πολιτισμικού αφανισμού μας – και αυτό ασφαλώς θα πρέπει να το κάνουμε με τόλμη και σεβασμό, το πιο σημαντικό είναι να ορθώσουμε το ανάστημα και να βροντοφωνάξουμε με παρρησία ότι αρνούμαστε να συμπράξουμε στην εγκληματική αδικία του μεταναστευτικού ξεριζωμού. Η σιωπή μας δεν συγχωρείται, όσα πιάτα φαγητό και αν δώσουμε, όσες κουβέρτες και αν μοιράσουμε, όσες φωτογραφίας ψευτο-φιλανθρωπίας και αν δημοσιεύσουμε.
Πώς αντιμετωπίζει η Εκκλησία το φαινόμενο της εργαλειοποίησης του Θρησκευτικού Φανατισμού με τα γνωστά σε όλους επακόλουθα; |
Ως ορθόδοξος χριστιανός όμως, μπορώ να μιλήσω για τον δικό μας φανατισμό. Κατ’ αρχάς ο φανατισμός, ο εμπαθής ζηλωτισμός, η θρησκευτική εξαγρίωση, τι σχέση μπορεί να έχουν με τον Θεό της ειρήνης, την πνευματική απελευθέρωση του ανθρώπου, τη σωτηρία του από τα πάθη και το καταστροφικό εγώ του;
Ο χριστιανός οφείλει να είναι παιδί του Θεού, δεν είναι υποστηρικτής Του ή οπαδός Του. Δεν αγωνίζεται για να προστατεύσει την αλήθεια από τους εχθρούς της ή να επικρατήσει το θρησκευτικό του ιδεολόγημα. Ακόμη και όταν με ιεραποστολικό ζήλο αγωνίζεται να διαδώσει την πίστη του, αυτό το κάνει επειδή αυτή ελευθερώνει τους άλλους, όχι επειδή είναι δική του. Ο Θεός είναι ο ενεργών, όχι ο ίδιος. Συνεπώς, κάθε εμπαθής φανατισμός είναι απορριπτέος. Όπως και ο συντηρητισμός, γιατί εμποδίζει την ψυχή να κινηθεί προς το καινούργιο, αντιστρατεύεται τον ανακαινισμό, την υποδουλώνει, τη φυλακίζει στον τύπο, στη συνήθεια, στην ασφάλεια, στην άποψή του.
Πάνω σε αυτή τη βάση θα μπορούσε αντί να εργαλειοποιείται ο θρησκευτικός φανατισμός, να αξιοποιείται η υγιής πίστη, η οποία έχει τη δυναμική της ειρήνης, του δικαίου, της ηθικής, της προόδου.
Γιατί δεν αξιοποιείται η πίστη;
Γιατί, αντί να υπογραμμίζεται ο Θεός, να προωθείται ο φανατισμός;