ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΗΛΙΟΥΠΟΛΕΩΣ

«ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΚΑΥΣΕΩΣ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ»

«ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΚΑΥΣΕΩΣ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ»

«ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΚΑΥΣΕΩΣ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ»

+ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ

 

Θα ήθελα, εν πρώτοις, πολύ να ευχαριστήσω την Ιερά Σύνοδο για την τιμή αυτής της ομιλίας στην παρούσα συνεδρία της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος. Η δυνατότητα να εκφέρει κανείς ενώπιον του ανωτάτου συνοδικού οργάνου της Αγιωτάτης Εκκλησίας μας λόγο και να καταθέσει τις σκέψεις του μέσα σε μια τόσο κρίσιμη για την πορεία της ανθρωπότητος και τη μαρτυρία της Εκκλησίας μας χρονική στιγμή, μάλιστα πάνω σε ένα θέμα που φαίνεται να επικεντρώνει την πρακτική έκφραση της πίστεως και της ευλαβείας αφ’ ενός και την όπως επιχειρείται από τη σύγχρονη εκκοσμικευμένη αντιδιαλεκτική σκέψη, με το εργαλείο του ορθού λόγου και της αμφισβήτησης, έμπρακτη απαξίωση της ιερότητος του ανθρώπινου σώματος και του κατ’ εικόνα Θεού πλασμένου ανθρώπου αφ’ ετέρου είναι και τιμή, είναι όμως και ευθύνη.

        Α.   Περιγραφή του προβλήματος σήμερα

Μετά από μακροχρόνιες προσπάθειες, την 1η Μαρτίου 2006, η Ελληνική Κυβέρνηση έκανε δεκτή τροπολογία 10 βουλευτών διακομματικής υποστήριξης, η οποία παρέχει τη δυνατότητα της μεταθανάτιας αποτέφρωσης των νεκρών στην Ελλάδα (Άρθρο 35, ΦΕΚ 57, Τευχ. Α  15.3.2006), με την προϋπόθεση ότι κάτι τέτοιο είναι συμβατό με τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις. Τον περασμένο Μάρτιο εξεδόθη και το υπ’ αριθμ. 31/2009  (ΦΕΚ 49/Α` /23.3.2009) Προεδρικό Διάταγμα που περιλαμβάνει τις «προϋποθέσεις καθορισμού των χώρων δημιουργίας Κέντρων Αποτέφρωσης Νεκρών», όπως και τους «όρους, τον έλεγχο της λειτουργίας τους και ειδικότερες προϋποθέσεις», τη διαχείριση της τέφρας κ.λπ. Μετά από λίγους μήνες, τον Ιούλιο 2009, υπογράφηκε κοινή Υπουργική απόφαση με σχετικές τροποποιήσεις (Υ.Α. οικ. 141270/2009  (ΦΕΚ 1411/Β`/15.7.2009). Κατόπιν τούτων, η δυνατότητα αποτεφρώσεως των νεκρών στη χώρα μας έχει πλέον θεσμικά κατοχυρωθεί και ήδη ο δρόμος για την κατασκευή των πρώτων αποτεφρωτήρων έχει ανοίξει. Παρά το γεγονός ότι η εφαρμογή του νόμου προϋποθέτει τη συμβατότητα των θρησκευτικών πεποιθήσεων, πολύ σύντομα, η Εκκλησία θα συναντήσει το πρόβλημα στην πράξη και συναφή με αυτό ερωτήματα και διλήμματα θα μας απασχολήσουν. Υπό αυτήν την έννοια, το ενδιαφέρον της Ιεράς Συνόδου είναι και επίκαιρο και δικαιολογημένο και συνετό.

       Β.    Ιστορικό στην Ελλάδα

Στη σύγχρονη Ελλάδα, το θέμα πρωτοεμφανίσθηκε το 1943 με την προσπάθεια ιδρύσεως σωματείου με την ονομασία «Εταιρία προς διάδοσιν της καύσεως των νεκρών», η οποία όμως απέτυχε λόγω απορρίψεως του σχετικού αιτήματος από το Πρωτοδικείο Αθηνών. Μετά τρία χρόνια συνεστήθη η λεγόμενη «Επιστημονική Εταιρία προς μελέτην των διαφόρων συστημάτων της μεταχειρίσεως των νεκρών». Λίγο αργότερα ο διάσημος μουσουργός Δημήτρης Μητρόπουλος ζήτησε να καεί μετά θάνατον το σώμα του, πράγμα που προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση, οδήγησε στην κυκλοφορία του προπαγανδίζοντος την ιδέα βιβλίου του ιατρού Δημητρίου Θεοδωρίδου «Η καύσις των νεκρών» και τέλος στη συζήτηση του θέματος υπό της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος το 1961. Σύνοψις όλων αυτών παρουσιάζεται στην πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη του Μητροπολίτου Κυθήρων Μελετίου Γαλανοπούλου το επόμενο έτος με τον τίτλο: «Διατί ταφή και όχι καύσις των νεκρών;»

        Γ.    Προφάσεις και επιχειρήματα

Με βάση και τα αρνητικά ερεθίσματα που δημιουργεί η άσχημη σήμερα πραγματικότητα της κηδείας και της ταφής, τα επιχειρήματα που επιστρατεύονται στην υπεράσπιση της καύσεως των νεκρών από διάφορους πολιτικούς, φιλοσόφους και καλλιτέχνες είναι κατά βάσιν τα εξής:

                α.    Έλλειψη χώρου

                       Το πρώτο επιχείρημα είναι η έλλειψη χώρου. Αυτό ισχύει κυρίως για την Αθήνα και τις μεγαλουπόλεις. Μια τεράστια πόλη με δυσανάλογο προς την έκτασή της πληθυσμό είναι πολύ φυσικό να διαθέτει περιορισμένης εκτάσεως κοιμητήρια για να φιλοξενήσουν ένα διαρκώς αυξανόμενο αριθμό νεκρών. Κατά καιρούς έχουν προταθεί λύσεις, λιγότερο η περισσότερο πρακτικές, σχετικά με τους οικογενειακούς τάφους η την αποσυμφόρηση των κοιμητηρίων με μετάθεση της ταφής στην επαρχία, όπου αυτό είναι δυνατόν κ.ο.κ. Το επιχείρημα ότι δεν έχουμε χώρο στα κοιμητήριά μας η χώρους για κοιμητήρια είναι φαινομενικά αιτιολογημένο, στην ουσία όμως αποτελεί πρόφαση. Όπως είναι ανάγκη στην πολύκοσμη Αθήνα να δημιουργηθούν χώροι για parking, αναψυχή, γήπεδα, πολυκαταστήματα κ.τ.λ., έτσι μπορεί να ληφθεί και η δέουσα πρόνοια για τους νεκρούς. Η αγάπη και ο σεβασμός δημιουργούν και χώρο και προϋποθέσεις. Στην πραγματικότητα καίμε ένα σώμα όχι γιατί δεν θέλουμε αυτό να ζήσει, αλλά γιατί δεν θέλουμε εμείς να ζήσουμε αιώνια. Η φυσική ύπαρξη, έστω και των οστών, έστω κι αν δεν τα βλέπουμε, θυμίζει τη συνέχειά μας, παραπέμπει στην αιωνιότητα.  Οι κοινωνίες με αυτήν την αιωνιότητα έχουν πρόβλημα, όχι με τον χώρο,  με τον έχουν πρόβλημα Θεό, όχι με τον νεκρό. Στις μωαμεθανικές χώρες, που απαγορεύεται η εκταφή η η σε κατακόρυφα επίπεδα ταφή, που οι πληθυσμοί είναι πυκνοί και αυξανόμενοι και οι νεκροί πολύ περισσότεροι, πως χωρούν τα κοιμητήρια; Το κριτήριο της έλλειψης του χώρου, είναι συναφές και με αυτό της έλλειψης του χρόνου. Δεν υπάρχει χρόνος για την κηδεία. Αυτό είναι το επόμενο βήμα· και είναι πιο λογικό. Δεν προλαβαίνουμε. Ζητούμε τη συντόμευση της κηδείας. Η Εκκλησία όμως πάντα θα προτιμά τη διανυκτέρευση στο σπίτι, την κηδεία στην ενορία και την ταφή στο κοιμητήριο.

                 β.   Λόγοι υγείας, αποφυγή μικροβίων

                       Ένας δεύτερος λόγος που συχνά ακούγεται ότι επιβάλλει την καύση των νεκρών είναι οι λόγοι υγιεινής. Αλλά τι ειρωνεία! Σε μια εποχή όπου, εντελώς αδικαιολόγητα και από χιλιάδες αιτίες, έχει καταμολυνθεί το οικοσύστημα και απειλείται το σύνολο της γήινης βιόσφαιρας, όπου πετούμε πιο πολλά απ  ὅσα χρησιμοποιούμε και η τεχνολογία των αποβλήτων συναγωνίζεται αυτήν των προϊόντων, είναι πράγματι υποκριτικό, ενώ καταστρέψαμε περιβαλλοντικά ο,τι φαίνεται και ζει, τώρα να νοιώθουμε πως κινδυνεύουμε από τα μικρόβια των νεκρών, που ούτε φαίνονται, ούτε φυσικά απειλούν∙ υπάρχουν μόνο στα μυαλά των σύγχρονων μηδενιστών. Τη μόλυνση τη δημιουργούν οι ζωντανοί, όχι οι νεκροί. Αν τα νεκροταφεία αποτελούν εστίες μολύνσεως, καλύτερα να παραμείνουν ως έχουν παρά να αποδοθούν για οποιαδήποτε χρήση με τον μολυσμό που ήδη δήθεν φέρουν.

                γ.    Ανθρώπινο δικαίωμα. Νομιμοποίηση ευθανασίας;

Ένας ισχυρός λόγος που κάποιοι προτάσσουν για την καύση είναι τα λεγόμενα ατομικά δικαιώματα, το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης. Η καύση των νεκρών όμως δεν είναι ατομικό δικαίωμα του νεκρού πλέον ανθρώπου· η διατήρηση του σώματός τους αποτελεί κοινωνική υποχρέωση σεβασμού και επιβιώσεως του προσώπου του. Είναι αδύνατο το θέλημα του ενός -κι ας αποκαλείται αυτό δικαίωμα- να προσκρούει στην ανάγκη για σεβασμό του συνόλου -αν βέβαια ακόμη υπάρχει κάτι τέτοιο. Δεν μπορεί να είναι δικαίωμα κάποιου να τον …κάψουν κάποιοι άλλοι! Το θέμα δεν είναι αν κάποιος επιθυμεί να καεί· είναι αν η κοινωνία θα δεχθεί να τον κάψει. Η καύση των νεκρών είναι πρόβλημα γι  αὐτὸν που την επιτελεί και όχι γι  αὐτὸν που την υφίσταται. Το κοινωνικό αγαθό ως αξία είναι ανώτερο κάθε ατομικής επιλογής. Αν η ταφή αποτελεί αξία, τότε η καύση δεν μπορεί να είναι ατομικό δικαίωμα.  Αν πάλι η επιθυμία ενός να καεί είναι υπερτέρα της ανάγκης της κοινωνίας για σεβασμό του νεκρού σώματος, τότε το ίδιο επιχείρημα δεν θα μπορούσε να φέρει στο προσκήνιο από νέα οπτική το θέμα της ευθανασίας; Αν η κοινωνία έχει υποχρέωση να κάψει όποιον το επιθυμεί, τότε θα είναι και υποχρεωμένη να διευκολύνει και τον θάνατο αυτού που της το ζητεί. Η υποχώρηση στη καύση των νεκρών με το αιτιολογικό του ατομικού δικαιώματος θα καταστήσει την ευθανασία επιβεβλημένη κοινωνική υποχρέωση.Επι πλέον, από εκκλησιαστικής απόψεως, όπως υποστηρίζει σε πρόσφατο δημοσίευμά του ο Σεβ. Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος, «το σώμα του κάθε πιστού ανήκει και στα λοιπά εκκλησιαστικά μέλη∙ άρα και η μετά θάνατον τύχη ενός σώματος δεν αφορά μόνον την επιθυμία του νεκρού, αλλά είναι υπόθεση όλων των μελών του εκκλησιαστικού σώματος». Αντίθετα προς την καύση νομικά επιχειρήματα παρουσιάζει η Ιατροδικαστική Υπηρεσία, διότι δεν θέλει να χάσει στοιχεία που βοηθούν στην εξιχνίαση διαπραχθέντων εγκλημάτων.

                δ.    Το αποτρόπαιον του θανάτου

Η ταφή αποτελεί αναντίρρητα μια συναισθηματικά πολύ δύσκολη εικόνα. Βλέπεις το οικείο σου πρόσωπο δίχως πνοή, δίχως ζωή, για τελευταία φορά να κατεβαίνει ανεπίστρεπτα στα σπλάγχνα της γης. Δεν θα ξαναντικρύσεις την οικεία όψη. Ήδη έχει αρχίσει η διαδικασία της αποσυνθέσεώς του. Ο πειρασμός να αποφύγει κανείς την εμπειρία δεν είναι αμελητέος. Η στρουθοκαμηλική νοοτροπία της εποχής μας προκρίνει το να αγνοούμε η να μην αντικρύζουμε την πραγματικότητα, παρά να την προβάλλουμε πάνω στην αλήθεια. Προτιμάει κανείς να βλέπει ένα κουτάκι παρά να αντικρύζει ένα πτώμα. Το πρώτο είναι απλό αντικείμενο. Το σώμα είναι νεκρό υποκείμενο. Βλέποντας το πρώτο ξεχνάς το πρόσωπο. Αντικρύζοντας το δεύτερο θυμάσαι το πρόσωπο, σκέπτεσαι το θάνατό του, αισθάνεσαι την απειλή του. Και αυτό πονά.

       Δ.    Βαθύτερα αίτια του αιτήματος της καύσης

Πέραν όμως των διαφόρων προφάσεων υπάρχουν βαθύτερα αίτια της επίμονης επιλογής της καύσεως των νεκρών:

                 α.    Ο μηδενιστικός τρόπος ζωής Η κοινωνία με την καύση των νεκρών προσυπογράφει το μηδενισμό της. Μια κοινωνία που δεν αντέχει τον άνθρωπο ούτε στην ασθένειά του, ούτε στην αδυναμία του, ούτε στο θάνατό του, μια κοινωνία που καίει τους νεκρούς της, μια κοινωνία που καταστρέφει και την ανάμνηση της ζωής και την ενθύμηση των μελών της -αυτό είναι τα λείψανα-, μια κοινωνία που κάνει την αρχή του ανθρώπου τεχνητή και επλεκτική και το τέλος του οριστικό και αμετάκλητο, μια κοινωνία που αρνείται την πνοή του αιώνιου και εγκλωβίζεται στην ασφυξία του εφήμερου, τι σχέση μπορεί να έχει αυτή η κοινωνία με τη ζωή; Ακόμη και οι άθεοι υπογράμμιζαν την ανάμνηση των επίγειων θεών τους με ταριχεύσεις των σωμάτων τους (περίπτωση Λένιν) η όπου αυτό δεν ήταν δυνατόν με κατασκευές αγαλμάτων και ψεύτικων ομοιωμάτων.
Φαίνεται πως το αποτέλεσμα του ανθρωπισμού χωρίς Θεό, του πολιτισμού χωρίς αξίες και του μηδενισμού χωρίς σκοπό, το αποτέλεσμα της σύγχυσης της αθεΐας είναι η εξαφάνιση του ανθρώπου, η καύση και του τελευταίου υπολείμματός του. Η καύση των νεκρών οδηγεί στην καύση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

                β.    Η επιθυμία αποθρησκευτικοποιήσεως της κοινωνίας. Στην αναζωπύρωση του όλου θέματος οδηγεί και μια προσπάθεια πρόκλησης της Εκκλησίας και σταδιακής νέκρωσης του αισθητηρίου της πίστεως. Η έννοια της αιωνιότητος όλο και απομακρύνεται από την εμπειρία της ζωής μας. Κάθε τι που την υπενθυμίζει και διακριτικά την υπογραμμίζει βαθμιαία γίνεται ανεπιθύμητο στην αποδοχή του και ενοχλητικό στην πρακτική του.Η ταφή έχει μια τελετουργία εμφανώς πιο έντονη από την καύση. Η προσπάθεια εισαγωγής της καύσης δημιουργεί μια απότομη αλλοίωση στα κοινωνικά μας ήθη και εισάγει εικόνες, παραστάσεις και λογική εντελώς ξένες προς τις επικρατούσες στον τόπο μας. Αυτό το νέο σκηνικό καίρια προσβάλλει το μονοπώλιο της εκκλησιαστικής και μεταφυσικής εικόνας της κηδείας που χαρακτηρίζεται από την ταφή. Η ταφή είναι περισσότερο μυστήριο, ενώ η καύση τελετή η διαδικασία.
Πρόσφατα δημοσιεύθηκε άρθρο του Χρήστου Γιανναρά με τίτλο «Γιατί τόσο αντιμεταφυσικό μένος;» στο οποίο υποστηρίζει ότι όλη η δήθεν εκσυγχρονιστική νοοτροπία των τελευταίων ετών στον τόπο μας, στην ουσία χτυπάει τον πολιτισμό και την παράδοσή μας, με εργαλείο και λογική εντελώς ξένα προς την ταυτότητά μας. Αποτελεί «συμπλεγματική αντιμεταφυσική μονομανία» που εδράζεται σε μια «βασανιστική ψυχολογική ανασφάλεια». Και όχι μόνον.

                 γ.   Η κυριαρχία της χρηστικής αντίληψης εις βάρος του σεβασμού και των αξιών. Η πρακτική και χρηστική αντίληψη έχουν επικρατήσει και μας έχουν πείσει γιατί μέσα στην καρδιά μας έχει έντονα αδυνατήσει η πνευματική και βιωματική διάσταση του γεγονότος. Το αληθινό και ωραίο έχει υποταγεί στη γύμνια και σκληρότητα της ορθολογιστικής πρακτικής. Όλα γίνονται βιαστικά και τυπικά. Ο,τι όμως δεν έχει υπομονή δεν έχει ούτε βάθος ούτε διάρκεια. Ούτε ρίζες ούτε αιωνιότητα. Έτσι ψέλνουμε «αιωνία η μνήμη», αλλά ταυτόχρονα η δική μας μνήμη είναι σφιχτά κλεισμένη· προσπαθούμε να ξεχάσουμε.Συχνά ακούγεται το λογικοφανές επιχείρημα: αφού η Εκκλησία κηδεύει κάποιον που έχει απανθρακωθεί από ατύχημα χωρίς καμμία δυσκολία η επιφύλαξη, γιατί να δυσκολεύεται να αποδεχθεί την καύση κάποιου που οικειοθελώς την επιλέγει; Η απάντηση είναι ότι άλλο καίγεται ένας ζωντανός και άλλο καίμε ένα νεκρό. Το πρώτο είναι τραγικό ατύχημα. Το δεύτερο αδικαιολόγητη βία. Υπάρχει περίπτωση που η Εκκλησία εκδηλώνει τον σεβασμό της με καύση. Όταν παλιώσουν κάποια άμφια η όταν υπάρχουν εικόνες κατεστραμμένες, τότε η ίδια η Εκκλησία που θεωρεί ασέβεια την καύση των εικόνων -αυτό έκαναν οι εικονομάχοι- τις καίει για να τις προφυλάξει από βεβήλωση. Τέλος, δεν είναι λίγοι αυτοί που επικαλούνται και οικονομικούς λόγους για την καύση, άσχετα αν το επιχείρημα αυτό δεν φαίνεται αντικειμενικά να ευσταθεί. Η αναγωγή όμως και μόνον του θέματος του θανάτου και του λειψάνου του σώματος σε οικονομική λογική τι άλλο δείχνει παρά ότι οι αξίες και οι ιδέες τελούν εν διωγμώ στις κοινωνίες μας;

               δ.   Λάθη και σφάλματα της εκκλησιαστικής ζωής και πρακτικής Στο σημείο αυτό, αξίζει να γίνει αναφορά και στην ασέβεια η οποία συχνά επιτελείται από εμάς τους κληρικούς. Η ζωή μας όχι μόνον απέχει από τον λόγο μας, αλλά κάποιες φορές διαψεύδει την πίστη και θεολογία μας. Στην κατάσταση που επικρατεί στα κοιμητήρια είμαστε αναντίρρητα συνυπεύθυνοι κι εμείς. Και η συμπεριφορά μας και η απουσία εκκλησιαστικής αισθητικής και ο σκληρός λόγος μας, έχουν ως συνέπεια αντί να λειτουργούμε ανακουφιστικά, παρηγορητικά και ενισχυτικά, να αυξάνουν συχνά τον πόνο και να αποδυναμώνουν την πίστη. Στην καλύτερη περίπτωση, έχουμε υποτάξει την προσευχή στις απαιτήσεις της κοσμικής ψυχολογίας, και έχουμε εκφυλίσει το μυστήριο του θανάτου για το οποίο μιλούμε σε τελετή την οποία καταστρέψαμε.Επίσης, δεν ποιμαίνουμε σωστά ούτε κατηχούμε τον λαό με λόγο και ζωή. Θεωρούμε ως εχθρούς και πολέμιους κάποιους που δεν μας κατανοούν και όχι εμάς που η ζωή μας καταργεί τα επιχειρήματά μας. Δεν κατανοούμε την αλλαγή των καιρών, του τρόπου σκέψης των ανθρώπων και των κοινωνιών και εφησυχάζουμε επαναπαυόμενοι στο μεγαλείο της ιστορίας και του παρελθόντος μας. Κι έτσι ο μεν λόγος μας δεν είναι πειστικός γιατί δεν είναι κατανοητός, η δε ζωή μας γιατί δεν εμπνέει.

        Ε.    Το σήμερα και το χθέςΣτό σημείο αυτό, ας επιχειρήσουμε μία περιγραφική σύγκριση του παρελθόντος της παραδοσιακής ταφής με τη σύγχρονη πρακτική της, στο πλαίσιο μιας μεγαλουπόλεως.  Η σημερινή εικόνα σε μια πόλη μεγάλη σαν την Αθήνα έχει πλέον δημιουργηθεί μια νέα εικόνα της κηδείας. Ο νεκρός δεν διανυκτερεύει στο σπίτι του, αλλά σε ψυγείο. Ούτε θαύεται την επομένη, αλλά συνήθως καθυστερεί.

Οι γείτονες, αποξενωμένοι ο ένας από τον άλλο και ερμητικά κλεισμένοι στον εαυτό του ο καθένας, αρνούνται το θέαμα και την κατάσταση που δημιουργεί. Η εκφορά του νεκρού δεν γίνεται πλέον από το σπίτι του -τον τόπο της εκφράσεώς του- αλλά από το δημόσιο κοιμητήριο -τον τόπο της δημοτικής εκμεταλλεύσεώς του, που συνήθως μάλιστα αποκαλείται νεκροταφείο. Έτσι δεν τον ξαγρυπνούμε. Ο χώρος αποχαιρετισμού του νεκρού είναι το απρόσωπο περιβάλλον μιας ψυχρής αίθουσας ενός κοιμητηρίου, και μάλιστα μαζί με άλλους. Το γεγονός χάνει τη μοναδικότητά του. Οι μεταφορείς της σωρού, οι νεκροθάπτες, οι ψάλτες είναι άγνωστοι, που πληρώνονται και που συνεχώς αυτή τη δουλειά κάνουν. Πρόσωπα εθισμένα και ως άγνωστα εντελώς αμέτοχα στην ιερότητα η τουλάχιστον στο συναισθηματικό δράμα της ακολουθίας και στο πραγματικό της οικογενείας. Οι φίλοι και οι γνωστοί δεν συμμετέχουν ενεργά στην πρακτική διαδικασία της κηδείας. Απλά, παρακολουθούν παθητικά.  Ο ιερέας, το ίδιο κουρασμένος, ψυχρός και αδιάφορος. Όπως ο γιατρός έχει συνηθίσει τους ασθενείς, αυτός έχει συνηθίσει να βλέπει τους νεκρούς. Αδυνατεί να συμμετάσχει. Τα λερωμένα του άμφια, η σκληρή και ξερή από τον κόπο και τη συνήθεια φωνή του, η μπουχτισμένη μορφή του, δίπλα στον κακόγουστο διάκοσμο -απογοητευτικό αποτέλεσμα τυποποιημένης επαγγελματικής διαδικασίας και όχι ευλαβούς ευαισθησίας προσφιλών προσώπων-, τα χιλιοπατημένα χαλιά, τους ανούσιους λόγους, και τις παγερές όψεις των δημοτικών υπαλλήλων του κοιμητηρίου και τις επαγγελματικές των εργολάβων, δεμένες με τους δυτικόπληκτους ξελαρυγγισμούς μιας παράταιρης χορωδίας η την μοιρολογική φωνή ενός ψάλτη της παλαιολιθικής εποχής συνθέτουν μια εικόνα που θυμίζει πιο πολύ το θάνατο απ  ὅσο ο ίδιος ο νεκρός.  Η κηδεία κατήντησε να είναι περισσότερο μια τελετή συμπαραστάσεως στους συγγενείς παρά μια εκκλησιαστική πράξη συντόνου και εντόνου προσευχής για τον αποθανόντα. Μια πράξη ανθρώπινης παρηγοριάς παρά μια κίνηση εκζητήσεως της θεϊκής παρακλήσεως. Κάτι που γίνεται γι  αὐτοὺς που μένουν πίσω παρά κάτι που επιτελείται γι  αὐτὸν που αναχωρεί.Όλο αυτό το σενάριο δημιουργεί τέτοια τραυματική εμπειρία συναισθηματικής και ιδεολογικής αηδίας που, επειδή ακριβώς επαναλαμβάνεται, θέλουν κάποιοι οριστικά να την ξεχάσουν. Και επειδή αυτό δεν γίνεται, θέλουν να υποβαθμίσουν το γεγονός. Αυτό εύκολα στις μέρες μας οδηγεί στην πρόταση για καύση των νεκρών. Η πραγματικότητα του παραδοσιακού παρελθόντος Δίχως να πέσουμε στην παγίδα μιας εξωραϊσμένης παρελθοντολογίας, νομίζω δεν θα αδικούσαμε την αλήθεια αν λέγαμε ότι το παρελθόν είχε πολύ περισσότερη ανθρωπιά, σεβασμό και υπογραμμισμένα τα πρόσωπα. Και αυτό συνεχίζεται μέχρι σήμερα σε αρκετά χωριά. Οι κοινωνίες ήταν μικρότερες, οι δεσμοί και οι σχέσεις πολύ πιο έντονες και αυθεντικές. Γι  αὐτὸ και η συμμετοχή του καθενός σε τόσο ιδιαίτατες στιγμές πολύ πιο προσωπική. Στα χωριά το γεγονός του θανάτου ήταν γεγονός που φαινόταν. Επικέντρωνε το ενδιαφέρον όλων. Μονοπωλούσε τις συζητήσεις. Έδινε ταυτότητα στην κοινωνική ζωή του συνόλου. Γι  αὐτὸ και το επισφράγισμα του θανάτου, η κηδεία και η ταφή είχαν σεβασμό, χρόνο, διάρκεια και προσωπική συμμετοχή. Απ  ὅπου περνούσε η κηδεία, σταματούσε κάθε κοσμική η εμπορική συναλλαγή. Οι καταστηματάρχες κατέβαζαν τα στόρια -στη Θράκη και τη Μικρά Ασία, ακόμη και οι τούρκοι και οι μωαμεθανοί-, όλοι σταυροκοπιόνταν, σταματούσε και το αντίθετο ρεύμα της κυκλοφορίας για να αποδώσει κι αυτό τον σεβασμό του. Η ίδια εικόνα διατηρείται σήμερα και στα μοναστήρια. Όλα επιτελούνται με μοναδική προσοχή στις λεπτομέρειες -αυτές υπογραμμίζουν την πίστη μας στο μυστήριο και το σεβασμό μας σ  αὐτὰ που διακηρύττουμε. Αν η Εκκλησία δεν μπορεί να πει ναι στην καύση των μοναχών, δεν μπορεί να συγκατατεθεί ποτέ και με την καύση του οιουδήποτε πιστού της.

        Σήμερα στην εκταφή, ο αρμόδιος υπάλληλος του Δήμου, έχει τα γάντια του για να μην μολυνθεί, απλώνει μια τυποποιημένη σακκούλα «σκουπιδιών» η «απορριμμάτων» -έτσι γράφει η κορδέλλα- από τον Βασιλόπουλο η τον Μαρινόπουλο και αρχίζει βιαστικά να σκάβει και να ψάχνει για τα οστά. Δίπλα του, ένα καταλερωμένο καροτσάκι γεμάτο χώματα, άχρηστα αντικείμενα και εργαλεία, το ίδιο με το οποίο γίνεται η μεταφορά των σκουπιδιών του κήπου, σου υπενθυμίζει απάνθρωπα το ενδεχόμενο να δεις τον αγαπημένο σου άλειωτο σκουπίδι να πετιέται σε μια γωνιά για ένα ακόμη χρόνο. Ο άνθρωπος που τα κάνει αυτά εδώ πληρώνεται. Σου είναι πολύ δύσκολο να του πεις να προσέξει μήπως κάτι παραμείνει θαμμένο. Μπορεί και να θυμώσει.   Το παρελθόν και εδώ είναι διαφορετικό· γυναίκες με καθαρές λεκάνες, άνδρες με κασμάδες και φτυάρια -που άφησαν για τη μέρα τη δουλειά τους-, ο παπάς και οι συγγενείς πηγαίνουν για την εκταφή. Απλώνουν πρώτα ένα πεντακάθαρο σεντόνι η μια αχρησιμοποίητη πετσέτα, όλα άσπρα, και μέσα σε υποβλητική ησυχία, με συγκίνηση και αγωνία, στον απόμερο χώρο του κοιμητηρίου, δίχως θορύβους επιτελείται η ιεροτελεστία της εκταφής. Αντί για γάντια η αμεσότητα του δέρματος. Αντί για αδικαιολόγητος φόβος, ο πόθος της καινούργιας συναντήσεως. Αντί για ψυχρή, επαγγελματική βιασύνη, η τρυφερότητα των αισθημάτων και η υπομονή του σεβασμού. Ο χρόνος τραβάει, διαρκεί. Όλα πλένονται όχι σε φορμόλη η άλλα χημικά, αλλά σε αγνό κρασάκι από το αμπέλι άσπρο για να μην μαυρίσουν τα οστά– και με πεντακάθαρο νερό. Έτσι ξανασυναντά κανείς το τελευταίο υπόλειμμα του θησαυρού του προσώπου. Αυτό είναι αδύνατο να σκεφθεί κανείς να το κάψει. Δεν μπορεί. Ούτε η φύση δεν κατάφερε από μόνη της να το εξαφανίσει. Σίγουρα η εικόνα αυτή με κανένα τρόπο δεν θα μπορούσε να επανέλθει στη σημερινή πραγματικότητα των πόλεων. Η γνώση όμως και η διαρκής ανάμνησή της είναι βασική προϋπόθεση στη διαμόρφωση μιας σύγχρονης πνευματικής πρακτικής, συμβατής με τα δεδομένα της σημερινής κοινωνικής πραγματικότητος και της αιώνιας και διαχρονικής εκκλησιαστικής αλήθειας. Η κηδεία από υπόθεση δημοτικής εκμεταλλεύσεως πρέπει να ξαναγίνει ιερή πράξη καθαρά εκκλησιαστικής φύσεως.
       Στ.  Ιστορία/παράδοση  Από τη Μινωική και Μυκηναϊκή ακόμη εποχή, στον τόπο μας βλέπουμε την παράδοση της κήδευσης και ταφής των νεκρών να συνδέεται με βαθειά φιλοσοφική, συναισθηματική σημασία, όπως αυτό φαίνεται από τα σχετικά αρχαιολογικά ευρήματα (τάφοι, αντικείμενα) αλλά και κείμενα (Πλουτάρχου, Βίος Λυκούργου). Η ταφή των νεκρών εθεωρείτο κατ’ εξοχήν ιερό καθήκον, η στέρηση δε της τιμής του ενταφιασμού μεγάλο κακό. Οι αρχαίοι μας πρόγονοι έθαβαν τους νεκρούς στην πόλη, τους περιτύλιγαν με σινδόνα ερυθρού χρώματος και υπεστρώνυαν τον τάφο με φύλλα ελιάς. Η περίοδος του πένθους ήταν σχετικά σύντομη, 11-12 μέρες, και ολοκληρωνόταν με μία θυσία.  Οι τόποι ταφής βρισκόταν εκτός της πόλεως εις σε καθορισμένους τόπους, τα νεκροταφεία, είτε σε ιδιόκτητους κήπους, υπό την μορφή ατομικών η και οικογενειακών τάφων. Σε περιπτώσεις διακεκριμένων προσώπων, η ταφή λάμβανε χώρα εντός της πόλεως σε δημοσιους χώρους.  Στην Ομήρου Οδύσσεια, χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Ελπήνορος, ο οποίος εκλιπαρεί τον Οδυσσέα να θάψει το άταφο και άκλαυστο σώμα του, όπως και το παράπονο του Οδυσσέως, ο οποίος υπό την απειλή ναυαγίου εκφράζει τη θλίψη του που δεν θα πέσει μαχόμενος ώστε να απολαύσει των ενταφίων τιμών.Το ίδιο και στην Ιλιάδα του Ομήρου. Οι δύο μεγαλύτερες μάχες του Τρωϊκού Πολέμου έγιναν για διεκδίκηση νεκρού σώματος: του Πατρόκλου και του Έκτορα. Ολόκληρη η Ραψωδία Ρ περιλαμβάνει τις μάχες που έγιναν για το νεκρό σώμα του Πατρόκλου, αφού ο Έκτορας πήρε πάνω του την πανοπλία του Αχιλλέα. Είναι όμως πολύ ενδιαφέροντα και τα όσα αναφέρονται στη Ραψωδία Ω, όπου οι θεοί επεμβαίνουν για να λάβει τέλος η ανόσια συμπεριφορά του Αχιλλέα στο πτώμα του Έκτορα, όπως και ο τρόπος με τον οποίο ο Πρίαμος γονυπετώς ικετεύει να του δοθεί το σώμα του γυιού του. Ο Αχιλλέας κάμπτεται και δίνει εντολή να το πλύνουν, να το μυρώσουν και να το τυλίξουν με δύο κουβέρτες, δώρα του Πριάμου στον ίδιο, τελικά δε ο ίδιος το τοποθετεί επάνω στο άρμα του βασιλέως των Τρώων, καταπαύουν οι εχθροπραξίες και αποδίδεται η δέουσα τιμή στο νεκρό σώμα του Έκτορα. Κατά τον Δημοσθένη και τον Λυσία, η παράλειψη του καθήκοντος του ενταφιασμού λογίζεται ως βαρύ έγκλημα. Η καύση ποτέ δεν επικράτησε σε αυτόν τον τόπο. Είναι εντελώς καινοφανής συνήθεια, ξένη στην ψυχολογία και παράδοσή μας. Μας δυσκολεύει να αντικαταστήσουμε κάτι πολύ βαθύ, ανθρώπινο, σεβαστικό και ιερό με κάτι ξένο και βίαιο. Πλείστες όσες αναφορές σχετικές με την παράδοση της ταφής των νεκρών και της σημασίας της αποδόσεως των σχετικών τιμών μπορεί να βρει κανείς σε άρχαιοελληνικά κείμενα, σε ιστορικές περιγραφές. Ανάλογα στοιχεία φανερώνουν την κοινή παράδοση ταφής των Περσών, Σκυθών, Μήδων, Αιγυπτίων, Κινέζων. Ιαπώνων, Κελτών, Γερμανικών φύλων, Μουσουλμάνων κ.λπ. Η ύπαρξη των κατακομβών καταδεικνύει επίσης εναργέστατα και την επικρατούσα παράδοση μεταξύ των Ρωμαίων. Παρά ταύτα φαίνεται ότι το έτος 250 π.χ. υπήρχε και ως παράλληλη πρακτική, μάλιστα κατά περιόδους κυριαρχούσα, και η καύση των νεκρών, η οποία εξαλείφθηκε με την επικράτηση του Χριστιανισμού περίπου το 400 μ.Χ.

       Ζ.    Πρακτική των άλλων χριστιανικών ομολογιών Στη Δύση έξαρση του αιτήματος της καύσης των νεκρών εμφανίσθηκε μετά τη Γαλλική Επανάσταση, με κύριο επιχείρημα τους κινδύνους της μολύνσεως που εγκυμονούσαν οι συνήθειες της ταφής. Έτσι δημιουργήθηκαν σύνδεσμοι υπέρ της καύσεως, αρχικά μεν στη Γαλλία, στα τέλη δε του 19ου αιώνος και στην Ελβετία, Γερμανία και Αγγλία. Αυτό οδήγησε στην κατασκευή κρεματορίων, παρά την αντίδραση της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας, η οποία δια του Συνοδικού της Κανόνος 1203 απαγόρευσε ρητά την καύση και τη συμμετοχή των πιστών της σε σωματεία η συνδέσμους καύσης νεκρών.  Τοῦτο διότι αφ’ ενός μεν η καύση παρεκκλίνει της Χριστιανικής παραδόσεως, αφ’ ετέρου δε απετέλεσε επιλογή απίστων και αντιδραστική πρακτική εχθρών της εκκλησίας (Ελευθεροτεκτόνων κ.α.), οι οποίοι με τον τρόπο αυτόν θέλησαν να δείξουν την περιφρόνησή τους στη διδασκαλία της εκκλησίας. Η Ρωμαιοκαθολική εκκλησία απαγόρευσε την απόδοση κάθε εκκλησιαστικής τιμής σε τέτοιες περιπτώσεις συνειδητής προσβολής της χριστιανικής διδασκαλίας, όπως και την τοποθέτηση της τεφροδόχου σε εκκλησιαστικό νεκροταφείο. Επιτρέπει την επιμνημοσυνη δέηση μόνο σε περιπτώσεις που κάποιος εκάη όχι κατά δική του επιθυμία αλλα κατά την επιλογή τρίτων συγγενικών του προσώπων. Αντίθετα, από το 1925 και εντεύθεν, η παρακτική των βασικών προτεσταντικών ομολογιών είναι πολύ ανεκτική έναντι της καύσης.

       Η.   Προγενέστερες αποφάσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος Αξίζει να αναφέρουμε και την προαναφερθείσα απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, με αφορμή τον προκληθέντα σάλο, ο οποίος προέκυψε από την άρνηση του γνωστού μουσουργού Δημητρίου Μητρόπουλου, να ταφεί και την αντίστοιχη επιθυμία του να καεί και η στάχτη του να τοποθετηθεί εντός λιτής ληκύθου. Κατά το έτος 1959, σύμφωνα με τον επικήδειο που εξεφώνησε ο πρόεδρος του Δ.Σ. του Ωδείου Αθηνών Κυριακίδης, ο Μητρόπουλος δήλωνε ότι «μετά τον θάνατόν του, επεθύμει να μην του γίνη πολυτελής κηδεία, αλλά να ταφή χωρίς τελετουργίας, ότι το σώμα του έπρεπε να καή και η λήκυθος που θα περιέκλειε την τέφραν του θα έπρεπε να είναι ευτελούς αξίας, τούτο δε διότι το σώμα του το έβλεπε γην και σποδόν… εποθούσε δε δια τον εαυτόν του την ανυπαρξίαν και έβλεπε τον θάνατον ως λύτρωσιν της ψυχής». Με αφορμή λοιπόν την απαγόρευση του αοιδίμου Αρχιεπισκόπου Αθηνών Θεοκλήτου Β  τελέσεως εκκλησιαστικής κηδείας επί της τέφρας του Μητρόπουλου εξεδόθη η κάτωθι Ιεροσυνοδική Απόφασις όπως:

1) Η Εκκλησία αρνήται την επιτέλεσιν νεκρωσίμου ακολουθίας η επιμνημοσύνου Δεήσεως υπέρ προσώπων άτινα οικεία η των οικείων βουλήσει εκάησαν άμα τω θανάτω αυτών,2) εκφρασθώσι τω Μακαριωτάτω Αρχιεπισκόπω δια την ευθαρσή απόφασιν αυτού όπως αρνηθή την εκκλησιαστικήν νεκρώσιμον ακολουθίαν εις την τέφραν του Μητροπούλου και τω Σεβ. Αργολίδος δια την δια του εγγράφου αυτού ορθήν παρ’ αυτού τοποθέτησιν του θέματος και δοθείσαν τη Ιερά Συνόδω πολύτιμον αφορμήν προς μελέτην και λήψιν αποφάσεως επί του ζητήματος, τα συγχαρητήρια της Ιεράς Συνόδου και 3) τα περί Εγκυκλίου προς τους Σεβ. Ιεράρχας αποφασισθώσι κατά την συνεδρίαν της προσεχούς Παρασκευής. Ταύτα δε καθ’ όσον η καύσις των νεκρών αντιβαίνει προς τε το πνεύμα της Αγίας Γραφής και την πολιάν Παράδοσιν της Αγίας ημών Εκκλησίας. Παρά ταύτα, τελικώς εδόθη η άδεια εις ιερέα και ετέλεσε τρισάγιο επί της ληκύθου, πράγμα που προκάλεσε τις αντιδράσεις αρκετών εκ των ιεραρχών, ως αναιρούσης την προαναφερθείσα απόφαση της ΔΙΣ και ως καθιερούσης τυπικό ταφής της ληκύθου της περιεχούσης τέφραν καέντος νεκρού.Το θέμα επανήλθε στην επικαιρότητα το έτος 1999, η δε Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος οργάνωσε σχετική ημερίδα της οποίας μάλιστα τα πρακτικά και τα συμπεράσματα δημοσιεύθηκαν σε ανάλογο τεύχος.Από την πλευρά των υπολοίπων Ορθοδόξων Εκκλησιών στην Ευρώπη, Αμερική, Βαλκάνια, Ρωσία, Αφρική κ.λπ., ενώ η εμμονή στη διδασκαλία της ταφής είναι καθολική, στην πράξη φαίνεται ότι σιωπηρώς με το πρόσχημα της οικονομίας παρατηρούνται ενίοτε παρεκκλίσεις, ιδίως στις χώρες του Δυτικού κόσμου, όπου η καύση επικρατεί.

       Θ.   Η Ορθόδοξη παράδοση και θεολογία Στην παράδοση της Εκκλησίας μας βέβαια, η ταφή αποτελεί πάγια πρακτική. Από την Παλαιά ακόμη Διαθήκη, στο βιβλίο της Γενέσεως παρουσιάζεται η ταφή της Σάρρας, του Αβραάμ, της Δεβώρας, της Ραχήλ, του Ισαάκ, της Ρεβέκκας, του Ιωσήφ, του Μωϋσέως κ.λπ., μάλιστα δε η κήδευση του Ιακώβ τη αδεία του Φαραώ υπό του Ιωσήφ και των αδελφών του (Γεν. ν  3). Η αποφυγή της ταφής εθεωρείτο ως βαρύτατη τιμωρία: «εν θανάτω νοσηρώ αποθανούνται, ου κοπήσονται και ου ταφήσονται∙ εις παραδειγμα επί προσώπου γης έσονται και τοις θηρίοις της γης και τοις πετεινοίς του ουρανού». Η περίπτωση μη ταφής εθεωρείται μεγάλο κακό η εκδίκηση και τιμωρία του Θεού.  Το ίδιο και η φροντίδα του νεκρού σώματος αποτελεί έκφραση σεβασμού προς τον νεκρό αλλά και απόδειξη της συνεχιζόμενης ζωής του. Έτσι αυτό εκφράζεται με το κλείσιμο των ματιών του νεκρού, «Ιωσήφ επιβαλεί τας χείρας αυτού επί τους οφθαλμούς σου», με την ένδυση των προσφιλών ενδυμάτων του νεκρού με την πάνδημη κήδευση, «και εκοιμήθη Ασά και έθαψαν αυτόν εν μνήματι, ω ώρυξεν εαυτώ εν πόλει Δαυΐδ, και εκοίμησαν αυτόν επί κλίνης και έπλησαν αρωμάτων και γένη μύρων μυρεψών και εποίησαν αυτώ εκφοράν μεγάλην έως σφόδρα». Αλλά και στην Καινή Διαθήκη γίνεται αναφορά στην ταφή του Τιμίου Προδρόμου· «και προσελθόντες οι μαθηταί αυτού ήραν το σώμα και έθαψαν αυτό, και ελθόντες απήγγειλαν τω Ιησού». Επίσης βλέπουμε να αποδίδεται τιμή στο νεκρό σώμα της Ταβιθά με το λούσιμο, εις δε το σώμα του Κυρίου με τα αρώματα («μίγμα σμύρνης και αλόης ως λίτρας εκατόν»), τα οθόνια αγοράσας (ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας) σινδόνα») και φυσικά την εναπόθεση στο «λελατομημένον εκ πέτρας» «καινόν μνημείον». Η λεπτομερής αναφορά που γίνεται –μάλιστα και από τους τέσσερεις ευαγγελιστές- στη θεόσωμο ταφή του Κυρίου καταδεικνύει με αδιαμφισβήτητο τρόπο τη μεγάλη σημασία της. Το ίδιο παρουσιάζεται στην εικονογραφία και υμνολογία η Κοίμησις της Υπεραγίας Θεοτόκου, του Μεγ. Βασιλείου, του Οσίου Εφραίμ, των Αγίων μαρτύρων και φυσικά όλων των πιστών στις υπέροχες επικήδειες ακολουθίες. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο περί μετανοίας κεφάλαιο της Κλίμακος του Ιωάννου η αποφυγή της ταφής και η παράδοση του σώματος ως βορά των ορνέων επίσης αναφέρεται ως τιμωρία και η σκέψη της ως αφορμή μετανοίας. Τέλος, οι εορτές της ανακομιδής των τιμίων λειψάνων, η περί αυτά παράδοση και εμπειρία της Εκκλησίας, η βαθειά πίστη δια μέσου των αιώνων και σε όλες τις παραδόσεις των Ορθοδόξων λαών επιβεβαιώνουν την αλήθεια που αυτή κρύβει. Όλη αυτή η πλούσια συμφωνία της παραδόσεως αποτελεί μία αδιάσειστη επιβεβαίωση στην πίστη και διαχρονική πρακτική της Εκκλησίας που με κανέναν τρόπο δεν μπορεί να μεταβληθεί. Συνοπτική θεολογική προσέγγιση του όλου θέματος παρουσιάζεται από τον Σεβ. Μητροπολίτη Ναυπάκτου κ. Ιερόθεο, συμφωνα με τον οποίο «η Εκκλησία δεν μπορεί να δεχθεί για τα μέλη της η να υιοθετήσει την αποτέφρωση των σωμάτων, επειδή σέβεται το ανθρώπινο σώμα που το θεωρεί ναό του αγίου Πνεύματος, το ένα στοιχείο της υποστάσεως του ανθρώπου. Δεδομένου δε ότι παρά τον χωρισμό της ψυχής υφίσταται αυτή η ενότητα, μια τέτοια βίαιη πράξη μπορεί να είναι βιασμός της φύσης, άφού το φυσικό είναι η αποσύνθεσηΈτσι, κάτω από την επιθυμία της καύσεως κρύπτεται η περιφρόνηση προς το σώμα, η απιστία στην ανάσταση των νεκρών, η μετεμψύχωση και ίσως να κρύβεται και η άρνηση της υπάρξεως της ψυχής μετά τον θάνατο». Στο προαναφερθέν άρθρο του ο Σεβ. Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος, παραθέτει τα πορίσματα της Ημερίδος του 1999, σύμφωνα με τα οποία ο σεβασμός στο ανθρώπινο πρόσωπο επιβάλλει και τον σεβασμό στο ανθρώπινο σώμα, ότι η καύση του νεκρού σώματος προσβάλλει την πίστη της Εκκλησίας μας στην ανάσταση των νεκρών και αποτελεί προκλητική διακήρυξη μηδενιστικής αποχρώσεως. Μάλιστα, ο Σεβασμιώτατος υποστηρίζει ότι «η αρνητική τοποθέτησή μας ως Εκκλησίας έναντι της καύσης των νεκρών αποδεικνύεται από την ίδια τη διδασκαλία της για τον άνθρωπο ως θείου δημιουργήματος και τη στάση του έναντι της κτιστής φύσεως και του προορισμού της».

     Ι.   Τι πρέπει να κάνουμε ως Εκκλησία

Κατά τον Μητροπολίτη Ναυπάκτου κ. Ιερόθεο, «πρώτον η εξόδιος ακολουθία συνδέεται στενά με όραση ανθρωπίνου σώματος και όχι τέφρας. Όλα τα τροπάρια κάνουν λόγο για κεκοιμημένο και όχι για αποτεφρωμένο, για σώμα που βρίσκεται μπροστά μας, για τελευταίο ασπασμό κ.λπ. Δεύτερον, η εκκλησιαστική ακολουθία της ταφής έχει σχέση με ενταφιασμό σώματος και όχι με ενταφιασμό τέφρας. Οπότε και τα δύο αυτά σημεία οδηγούν στο συμπέρασμα ότι δεν πρέπει να γίνεται εξόδιος ακολουθία ούτε προς της καύσεως ούτε μετά από αυτήν, εφ’ όσον στην πρώτη περίπτωση δεν θα ακολουθήση ταφή και στην δεύτερη δεν θα υπάρχει σώμα, αλλά τέφρα. Η Εκκλησία πρέπει να μείνη ανεπηρέαστη από το κοσμικό πνεύμα και να εξακολουθή να κηδεύη και να ενταφιάζη τα σώματα, τα οποία μπορεί να είναι και λείψανα, και τα οποία θα κοιμούνται αναμένοντας την ανάστασή τους και όταν γίνεται εκταφή να μπορή να διαπιστώνεται η αγιότητα του κεκοιμημένου. Διότι η αφθαρσία και η θαυματουργία των λειψάνων είναι τεκμήριο θεώσεως του ανθρώπου, αφού η Χάρη του Θεού διαπορθμεύεται και σε ολόκληρο το σώμα. Και ασφαλώς, η βεβαίωση υπάρξεως ενός αγίου έχει βαθειά σημασία, γιατί τότε θα ξέρουμε ότι οι πρεσβείες του θα συντελούν και στην δική μας σωτηρία».
        Κατόπιν αυτών, θα μπορούσαμε συμπερασματικά, να πούμε τα εξής:

        α) Θα πρέπει να εμμείνουμε στην συμβατή με την παράδοση και θεολογία διδασκαλία της Εκκλησίας μας δίχως φανατισμούς, δίχως όμως και καμμία υποχώρηση. Η απαίτηση της καύσης των νεκρών αποτελεί στη βάση και τα ελατήριά της κίνηση αμφισβήτησης θεμελειωδών δογματικών αληθειών της πίστεώς μας. Η Εκκλησία απορρίπτει την καύση γιατί αδυνατεί με αυτήν να αντικαταστήσει τη βεβαιότητα και ευλογία της ταφής. Δεν μπορεί να υποτάξει τον σεβασμό της προς την ιερότητα του σώματος στα πείσμονα μηδενιστικά κηρύγματα της εποχής μας. Δεν μπορεί κάτι βίαιο να το προσφέρει ως εναλλακτική δυνατότητα δίπλα σε κάτι άγιο. Σε αυτό πρέπει να μείνουμε ανυποχώρητοι, έστω και αν υπάρχει έντονη πολεμική η απόρριψη.

        β) Είναι αναγκαίο  να διορθώσουμε τα δικά μας λάθη, να συμπληρώσουμε τις παραλήψεις μας, να βελτιώσουμε το ήθος της παρουσίας μας και έτσι να μιλήσουμε ταπεινά για την ταφή όπως τη ζει η Εκκλησία μας και η θεολογία της. Διαφορετικά ο λόγος μας είναι σκληρός και αυτοαναιρετικός. Εμείς δίνουμε επιχειρήματα στους άλλους.
Οφείλουμε ως Εκκλησία, εφ’ όσον επιμένουμε στη μεγάλη σημασία της ταφής, να περιβάλλουμε τις σχετικές τελετουργικές πράξεις κηδεία, ταφή, επιμνημόσυνη δέηση, εκταφή, φύλαξη των οστών, με ανάλογη προς τα ψαλλόμενα και θεολογικώς υποστηριζόμενα τάξη, σοβαρότητα, καθαρότητα, σεβασμό, ανθρωπιά, αισθητική. Θα μπορούσε η φροντίδα της επιστροφής μας στην ποιοτική βελτίωση όλων αυτών των ακολουθιών να λειτουργήσει τόσο θεραπευτικά και παρηγορητικά στις ψυχές των ανθρώπων που τελικά το όλο θέμα να εκφυλισθεί. Πολύ εύκολα αντικαθιστά κανείς την αίσθηση της εκμετάλλευσης η την αγανάκτηση που προκαλεί η εκκλησιαστική αναισθησία με μια μηδενιστική επιλογή. Πολύ δύσκολα όμως θα μπορούσε να αρνηθεί στον πόνο του το χάδι της ελπίδας, της ανακούφισης, της ευγενικής παραμυθίας, της αλήθειας.

          γ) Πρέπει να διδάξουμε με ευγένεια, να εξηγήσουμε με υπομονή και να ακούσουμε με αγάπη τον λαό μας ακόμη και όταν εκτρέπεται. Η παράδοσή μας είναι πολύ αληθινή και ανθρώπινη. Είναι ανάγκη να μιλήσουμε στη διάλεκτο αυτών που επιχειρηματολογούν αντίθετα, με φρόνημα όμως και τρόπο εντελώς διαφορετικό. Ένας τέτοιος λόγος εμπνέει και καλλιεργεί, ακόμη και αν δεν καταθέτει την καλύτερη επιχειρηματολογία. Η επιμονή της αποτέφρωσης είναι αμαρτία όχι τόσο για τη βιαιότητα της καύσης –και γι’ αυτό- όσο για τη λάθος σχέση μας με την Εκκλησία. Κάθε απόκλιση από τη διδασκαλία της Εκκλησίας είναι αποξένωση από τη χάρι του Θεού. Η ανυπακοή μας στις προτροπές και αποφάσεις της κλονίζει την ίδια τη σχέση μας με τον Κύριο. Με την Εκκλησία δεν συζητούμε, δεν διεκδικούμε το δίκαιό μας, δεν προσπαθούμε να πείσουμε με επιχειρήματα για το δήθεν λάθος της. Στην Εκκλησία εξομολογούμεθα, μαθητεύουμε και υπακούουμε∙ καταθέτουμε τα ερωτήματά μας και συμμορφούμεθα με τις αποφάσεις της. Πως μπορεί να δικαιολογηθεί η δυσκολία κάποιου να συμμορφωθεί;

            δ) Για όσους επιμένουν στην καύση, μάλιστα με δημόσια δήλωση απιστίας στην αιώνια ζωή η ασεβείας και περιφρόνησης της διδασκαλίας της Εκκλησίας δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να τελεσθεί εξόδιος ακολουθία η επιμνημόσυνη δέηση. Αυτό που πρέπει να σεβαστεί η Εκκλησία είναι η απόρριψη της διδασκαλίας της από τον ίδιο και όχι η ενδεχόμενη επιθυμία των συγγενών, συχνά για κοινωνικούς λόγους, της τελέσεως επικηδείου και επιμνημοσύνου ακολουθίας. Οι ακολουθίες αυτές προϋποθέτουν την πίστη και την ελπίδα του αποθανόντος στη μετά θάνατον ζωή και τον σεβασμό του στην Εκκλησία. Δεν τελούνται για κοινωνικούς λόγους που ικανοποιούν τις επιθυμίες, τις ανάγκες η τα συναισθήματα των συγγενών, αλλά αποτελούν προσευχές και εκτενείς δεήσεις της Εκκλησίας ενώπιον του Θεού, η οποία εκφράζει την αγάπη της στον αποθανόντα ως πίστη στον Κύριο, ελπίδα στη σωτηρία, πόθο μετοχής στην αιώνια εξανάσταση και αίτηση συγχωρήσεως των αμαρτιών παρά του Κυρίου. Πως να ψάλουμε «Μακαρία η οδός…» σε κάποιον που δηλώνει πίστη στη μετά θάνατον ανυπαρξία του;Η Εκκλησία με κανέναν τρόπο δεν θα έπρεπε να μειώσει τον απόλυτο χαρακτήρα αυτής της διδασκαλίας της. Κάτι τέτοιο αποδυναμώνει τη σχέση της με την αλήθεια.

            ε) Σε περιπτώσεις όμως που κάποιοι χωρίς να ασεβούν στην Εκκλησία, δυσκολεύονται να συμμορφωθούν με τη διδασκαλία της, ενδεχομένως για λόγους ψυχολογικούς η εσφαλμένης οικολογικής συνείδησης η κοινωνικής πίεσης η παραπλάνησης, θα μπορούσαμε να συζητήσουμε το ενδεχόμενο κάποιας οικονομίας.  Εάν η Ιερά Σύνοδος συμφωνήσει ότι υπάρχουν τέτοια περιθώρια, τότε θα ήταν δυνατόν να μην τελέσουμε μεν ακολουθία αλλά να έχουμε την ετοιμότητα να διαβάσουμε κατ’ οικονομίαν μία δέηση ώστε να μην φύγουν κατά το δη λεγόμενον αδιάβαστοι. Η περίπτωση αυτή ενέχει το μειονέκτημα ότι εισάγει κάτι καινούργιο στο Ευχολόγιο που μπορεί να δημιουργήσει ενστάσεις και παρερμηνείες. Στην περίπτωση όμως συμφώνου γνώμης της Ιεράς Συνόδου, η δέηση αυτή θα μπορούσε να τελεσθή με κάποιους όρους, δείγμα των οποίων και καταθέτω ως απλή σκέψη, για επεξεργασία από τους αρμοδίους:

                1)   Με την κατά περίπτωσιν άδεια του οικείου Μητροπολίτου και μόνο,
               2)   Με την εμφανή αίσθηση ότι δεν υποχωρούμε αλλά οικονομούμε,
               3)   Η δέηση δεν πρέπει να αποκαλείται επικήδειος, διότι δεν έχει χαρακτήρα κηδείας, δηλαδή φροντίδος του σώματος, αλλά κάπως διαφορετικά, ίσως νεκρώσιμος συγχωρητική δέησις. Ο νεκρός πρέπει να αποκαλείται νεκρός η τουλάχιστον αποθανών η εκλιπών και ίσως όχι κεκοιμημένος.

               4)   Η νεκρώσιμος δέησις θα πρέπει να είναι κυρίως συγχωρητικού χαρακτήρος, σαφώς διαφοροποιημένη από την εξόδιο ακολουθία, δηλαδή να αποτελείται από ψαλμούς και ευχές συγχωρήσεως του αποθανόντος (κατά το προηγούμενο της ακολουθίας του στεφανώματος εις διγάμους) και από προσευχές υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του.

               5)   Η δέηση δεν θα πρέπει να περιλαμβάνει τίποτε για τη δόξα του σώματος η για τη βεβαιότητα της σωτηρίας του αποθανόντος (όχι κοιμηθέντος, π.χ. «Μακαρία η οδός …», «Άμωμοι εν οδώ …», «Μετά πνευμάτων δικαίων» κ.λπ.). Επίσης τίποτε από την εκκλησιαστική φιλοσοφία του θανάτου (Οκτώηχα τροπάρια, μακαρισμοί). Σε μία τέτοια δέηση, ο ιερέας δεν δίδει συγχώρηση κατά την αποστολική του εξουσία όσα αν λύσητε επί της γης … όσα αν δήσητε…» κ.λπ.), αλλά αιτείται το έλεος του Θεού για τον αποθανόντα, τον οποίον, ως εκ τούτου, δεν συνοδεύει η συγχώρηση της Εκκλησίας αλλά η προσευχή της.

               6)    Η δέηση δεν μπορεί να έχει τη χαρά και την ελπίδα της κανονικής κηδείας. Γι’ αυτό και δεν πρέπει να περιλαμβάνει μουσικούς ύμνους. Μπορεί να αποτελείται μόνον από διαβαστά κείμενα, ψαλμούς, ευχές, δεήσεις. Επίσης δεν αρχίζει δοξολογικά με «Ευλογητός ο Θεός…», αλλά με «Πρόσχωμεν! Αμήν» (εκ τρίτου) η κάτι ανάλογο.

               7)    Θα πρέπει να τελείται μόνο σε κοιμητηριακό ναό με κρεματόριο, όχι σε ενοριακό ναό, παρεκκλήσι η φυσικά μοναστήρι.

               8)   Να τελείται κατά προτίμησιν για τον νεκρό και όχι ενώπιον του νεκρού (για να μην θεωρείται επικήδειος ακολουθία) η, εάν ακολουθηθεί η πλέον οικονομική οδός, μόνον ενώπιον του νεκρού σώματος και φυσικά προ της αποτεφρώσεως και ποτέ ενώπιον της τεφροδόχου. Επίσης, ποτέ ανεξαιρέτως δεν θα έπρεπε να τελεσθεί κάποιας μορφής ταφή στην τέφρα, αν μας ζητηθεί.

               9)   Μία τέτοια δέηση δεν τελείται ποτέ από επίσκοπο η με συλλείτουργο. Την διαβάζει μόνος του ένας ιερέας, με επιτραχήλιον, άνευ φελωνίου, άνευ θυμιάματος και δεν εκφωνείται εκκλησιαστικός λόγος.

               10) Την ίδια δέηση θα μπορούσε η Εκκλησία να διαβάζει σε αυτόχειρες που σίγουρα διέπραξαν την αυτοκτονία αλλά με αδιευκρίνιστους όρους και τους οποίους αισθάνεται ότι μπορεί και πρέπει κάπως να οικονομήσει. Το ίδιο και σε περιπτώσεις εμφανώς εκτραπέντων και μη μετανοησάντων (π.χ. βλασφήμων, δολοφόνων, όσων έχασαν τη ζωή τους κατά τη διάρκεια εγκληματικής ενέργειας κ.λπ.) για τους οποίους δεν υπάρχει το υπόβαθρο παροχής συγχωρήσεως (αφού έφυγαν καθ’ όλες τις ενδείξεις χωρίς μετάνοια), υπάρχουν όμως τα περιθώρια του θεϊκού ελέους (αφού η Εκκλησία εύχεται για όλους).

               11) Η ίδια ακολουθία θα μπορούσε να αναγνωσθεί και αντί επιμνημοσύνου δεήσεως συνολικά τρεις φορές.

               12)  Τέλος καλό θα ήταν να ληφθεί πρόνοια ώστε να συνταχθεί μία σύντομη ακολουθία της εκταφής με ελπιδοφόρο μήνυμα, αναστάσιμη θεολογία και κάποιο απλό αλλά όμορφο τελετουργικό, εμπνευσμένη από το ήθος των εορτών ανακομιδής τιμίων λειψάνων αγίων της Εκκλησίας μας.   Όλα αυτά βέβαια επαφίενται στη σοφή κρίση της Ιεραρχίας. Εκείνο που εν κατακλείδι θα μπορούσαμε να πούμε είναι ότι, ενώ οι μεγάλες αλλαγές στις κοινωνικές αντιλήψεις και στο υπό συζήτησιν θέμα και σε άλλα συναφή φαίνεται πως αποτελούν μεγάλες προκλήσεις για τη σχέση των πιστών με την Εκκλησία, την οποία και ενδεχομένως να τραυματίζουν, ταυτόχρονα αποτελούν και μοναδικές ευκαιρίες για τη σχέση και την ποιμαντική της Εκκλησίας με το σώμα των πιστών. Είναι ευκαιρία να προβάλουμε την αλήθεια και την ομορφιά της ταφής.

 

  • ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Αντουράκη, Γεωργίου: Ταφή, καύση και ανάσταση νεκρών, Αθήνα
  • Θεοδωρίδου, Δημητρίου: Η καύσις των νεκρών
  • Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, Ταφή η καύση των νεκρών; ΕΚΥΟ, Αθήναι
  • Λέκκου, Ευαγγέλου: Ταφή η καύση των νεκρών, εκδ. Αποστ. Δικαονίας, Αθήναι
  • Μαντζουνέα, Ευαγγέλου: Η καύσις των νεκρών, Αθήναι
  • Μητρ. Κυθήρων Μελετίου (Γαλανοπούλου): Διατί ταφή και όχι καύσις των νεκρών, Αθήναι
  • Μπαλάνου, Δημητρίου: Η καύσις των νεκρών υπό θρησκευτικήν έποψιν
  • Μπούμη, Παναγιώτη: Η καύση των σωμάτων, εκδ. Επτάλοφος, 1999.
  • ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
  • Μητρ. Μεσσηνίας Χρυσοστόμου (Σαββάτου): Ταφή η καύση των νεκρών; Η απάντηση της Ορθόδοξης Εκκλησίας και τα ανθρώπινα δικαιώματα, ΙΘΩΜΗ, αρ. τευχ. 57 (58), 2008, σσ. 11-14.
  • Μητρ. Ναυπάκτου Ιεροθέου (Βλάχου): Η θεολογική άποψη και οι εκκλησιολογικές συνέπειες της καύσεως των νεκρών, Ταφή η καύση των νεκρών; Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, ΕΚΥΟ, Αθήναι
  • Αρχιμ. Νικολάου Χατζηνικολάου: Καύση νεκρών: αμετάκλητη λήθη η αιωνια μνήμη; ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 17.1.1999.

            Πρωτοπρ. Γεωργίου Μεταλληνού: Η ταφή των νεκρών καρδιά του πολιτισμού μας, ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ, 25.2.1999

 

 

Μοιραστείτε τη σελίδα. Πατήστε το τελευταίο κουμπί για περισσότερες επιλογές
Exit mobile version