Site icon ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΗΛΙΟΥΠΟΛΕΩΣ

ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΝΟΡΙΑΣ & ΕΠΑΝΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΠΙΣΤΩΝ

ΚΑΤΗΧΗΣΗ ΕΝΗΛΙΚΩΝ

ΚΑΤΗΧΗΣΗ ΕΝΗΛΙΚΩΝ4

ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΝΟΡΙΑΣ & ΕΠΑΝΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΠΙΣΤΩΝ

ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΝΟΡΙΑΣ & ΕΠΑΝΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΠΙΣΤΩΝ

Μητροπολίτου Σάμου και Ικαρίας κ. Ευσεβίου στην Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος,

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΑΡΧΙΜ. ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΚΑΤΡΑΜΑΔΟΥ

Α – Β’ -Γ΄ ΜΕΡΟΣ

           Είναι γνωστό ότι διερχόμαστε τη δυσκολότερη ιστορικώς συγκυρία των τελευταίων χρόνων. Μαζί με την πολυεπίπεδη κρίση, η οποία προηγήθηκε και η οποία ονομάσθηκε οικονομική, αλλά εμφάνισε σαφείς προεκτάσεις σε όλους τους τομείς και τα επίπεδα της σύγχρονης ζωής, επηρεάζοντας τον πολιτισμό, τα εθνικά θέματα, την ηθική της κοινωνίας και άλλα, εμφανίσθηκε και η υγειονομική κρίση. Μια πραγματικότητα δυσμενής, η οποία συνέχει την ζωή μας τα δύο τελευταία χρόνια και μας ανάγκασε να στριμωχθούμε πνευματικά και να τηρήσουμε σκληρές, αλλά πολύτιμες ισορροπίες, μεταξύ του πληρώματος της Αγίας μας Εκκλησίας. Πολλές φορές στη διάρκεια αυτής της περιόδου θυμήθηκα το παράπονο του Αγ. Γρηγορίου του Θεολόγου: «Ό πλούς έν νυκτί, πυρσός ουδαμου. Χριστός καθεύδει» και ταυτίστηκα με την αγωνία του. Χωρίς αμφιβολία η υγειονομική κρίση του κορωνοϊού ανέδειξε κενά και ελλείψεις μας και πήρε από τα μάτια μας τα φίλτρα, που ωραιοποιούσαν καταστάσεις και παραποιούσαν την ζοφερή πραγματικότητα της θρησκειοποίησης της εν Χριστώ ζωής, την εκκοσμίκευση της ζωής της Εκκλησίας μας. Εμφανίζεται, λοιπόν, επιτακτική ανάγκη του συμπροβληματισμού πάνω σ’ αυτή τη δυσχερή πραγματικότητα και της λήψεως, ενδεχομένως, αποφάσεων με σκοπό τόσο την πνευματική ανασυγκρότηση της Ενορίας, όσο και τον επανευαγγελισμό του πληρώματος της Εκκλησίας, συμπεριλαμβανομένων, ως μη ώφειλε, και τινων εκ του Ι. Κλήρου. Στο σημείο αυτό αρχικά να σκεφθούμε, πως η Ενορία ανάγεται στις Συνάξεις της Εκκλησίας των Αποστολικών χρόνων, τότε πρέπει να παραδεχθούμε πως η διαπίστωση των Αγ. Αποστόλων «ουκ αρεστόν έστίν ημάς καταλείψαντας τόν λόγον του Θεου διακονεΐν τραπέζαις» (Πραξ. στ. 2) αποτελεί την ασφαλιστική δικλείδα, για την πνευματική αναβάθμιση της ζωής της σύγχρονης Ενορίας, ενώ ταυτόχρονα υποδεικνύει και την κατεύθυνση προς την οποία οφείλουμε να κινηθούμε, που δεν είναι άλλη α) από τον αγιασμό των πιστών και την β) επίτευξη της σωτηρίας τους δια της Μυστηριακής ζωής της Εκκλησίας. Η κοινωνία μας έχει αλλάξει τις τελευταίες δεκαετίες και σε τίποτε δεν θυμίζει την παραδοσιακή Ελληνορθόδοξη κοινωνία άλλων εποχών. Τούτο καθιστά το έργο της Ενορίας δύσκολο. Όμως πρέπει να δραστηριοποιηθούμε με βάση την ορθόδοξη ποιμαντική, ανάμεσα σε ανθρώπους, οι οποίοι ακολουθούν πρότυπα της ζωής των Δυτικοευρωπαϊκών Χωρών, που βασίζονται σε προτεσταντικά πρότυπα και απέχουν από την Ορθόδοξη Χριστιανική ζωή. Οι διαστάσεις του Χριστιανισμού στις δυτικές κοινωνίες αφορούν κυρίως φιλανθρωπικές κινήσεις ελάχιστα ενδιαφέρονται για την σωτηρία των ανθρώπων. Γι’ αυτό και πολλά πράγματα μετακενώθηκαν εύκολα στην Πατρίδα μας και έλαβαν νομική κατοχύρωση, ώστε να βάλλονται τα θεμέλια της Ορθόδοξης οικογένειας. Και δεν εννοώ μόνον τους διαφόρους τύπους γάμων η συμφώνων συμβίωσης, αλλά και τις εμμονές που αναπτύσσονται εναντίον της Ορθόδοξης Εκκλησίας, επί ουσιαστικών θεμάτων ζωής και σωτηρίας. Υπενθυμίζω Εγκύκλιο διαμαρτυρίας της Ι. Συνόδου, έναντι όλων εκείνων, οι οποίοι παρά την υποδειγματική τήρηση των μέτρων υγιειονομικής προστασίας από μέρους της Εκκλησίας, επιχειρούσαν να καταφέρουν να απαγορευθεί η Θ. Κοινωνία, την περίοδο της πανδημίας, επειδή αυτό έγινε σε Χώρες της Δυτικής Ευρώπης και της Αμερικής.

Υπενθυμίζω τις πρόσφατες διαμαρτυρίες για την Εγκύκλιο της Ι.Συνόδου σχετικώς με την προστασία της ζωής, την αποφυγή των αμβλώσεων, η οποία αν και ήταν ευγενικά και διακριτικά γραμμένη, παρ’ όλα ταύτα ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυρίας, εξαιτίας του εγωισμού των ανθρώπων, που κρύβεται επιμελώς κάτω από την μορφή του δικαιώματος και να σκεφθούμε ότι, στην προκειμένη περίπτωση, το δικαίωμα αφορά στη στέρηση της ζωής κάποιου άλλου, ενώ έχουμε υπέρμετρες ευαισθησίες στη κακοποίηση των ζώων! Αυτή η σκληρότητα της σύγχρονης νεοελληνικής κοινωνίας, που συνήθως εχθρεύεται απροκάλυπτα οτιδήποτε, εκκλησιαστικό, χριστιανικό, ορθόδοξο και ελληνικό πολλές φορές, απαιτεί ιδιαίτερη ποιμαντική χειραγώγηση από την Διοίκηση της Εκκλησίας μας. Είναι αλήθεια, ότι πολλές από τις δραστηριότητες των Ενοριών των Μητροπόλεων αφορμώνται από αγαθή διάθεση, αποτελούν απάντηση στις διάφορες ανάγκες των Χριστιανών και έχουν σκοπό να τους οικειώσουν με τη ζωή της Εκκλησίας, προσελκύοντας το ενδιαφέρον τους, αν και θεωρώ ότι δεν συμβαίνει πάντοτε αυτό με επιτυχία. Την σύγχρονη πραγματικότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας, την Ελληνική, αλλά και την διεθνή, περισσότερο ο Λαός, αλλά και ο Κλήρος σε κάποιες περιπτώσεις, φαίνεται ότι προσδίδουμε μεγαλύτερη βαρύτητα στο φιλανθρωπικό έργο και στις απαιτήσεις του κόσμου, παρά στην πνευματική μας αποστολή. Υπάρχει πάντοτε προ των οφθαλμών ο αιώνιος πειρασμός του ανθρώπου να ακολουθήσει εκείνον που τον τρέφει και καλύπτει τις ανάγκες του, αλλά μέχρι εκεί. Ο Κύριος όμως στο 6ο κεφάλαιο του Ευαγγελιστού Ιωάννου εφιστά την προσοχή, ώστε να μην μονοπωλείται «ή βρώσις ή απολυμένη», σε βάρος «του Άρτου τής ζωής». Όμως πέρα από τις διάφορες δραστηριότητες των Ενοριών, πολιτιστικές, και άλλες, πολλές φορές ερχόμαστε προ αδιεξόδου και πρέπει να δώσουμε λύση σε προβλήματα εμπεριστάτων μελών του πληρώματός μας, παρέχοντας άλλοτε οικονομική ενίσχυση και άλλοτε υλικά αγαθά, τα οποία όμως αφορούν στο υλικό μέρος της ζωής τους, με την ευχή και το σκοπό όλοι αυτοί οι αναξιοπαθούντες να έλθουν να γνωρίσουν τον Χριστό και την ζωή της Εκκλησίας, για την σωτηρία τους. Αυτό παραμένει το μεγάλο ζητούμενο. Έχω την αίσθηση όμως ότι είμαστε επηρεασμένοι από ξένα ευρωπαϊκά εκκλησιαστικά πρότυπα, τα οποία έχουν αναφορά σε μια προτεσταντικού τύπου νοοτροπία, για το τι είναι η Εκκλησία, με αποτέλεσμα να αφήνουμε την Εκκλησία να εκπίπτει σε φιλανθρωπικό Ίδρυμα παροχής υλικών απολαβών, ώστε να μας ελέγχει ζωηρώς η αποστολική διαπίστωση του «διακονεΐν τραπέζαις», έναντι του κηρύγματος του Ευαγγελίου και της σωτηρίου Μυστηριακής και Λατρευτικής Ζωής. Αυτή η διαπίστωση γίνεται εντονότερη, αν φέρουμε στο νου μας το ότι ο Απ. Παύλος προκρίνει το κήρυγμα του Ευαγγελίου ακόμη και από τη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας, επιπλήττοντας τους Κορινθίους και λέγοντας: « Ου γάρ άπέστειλέ με Χριστός βαπτίζειν, άλλ’ έυαγγελίζεσθαι» (Α ‘ Κορ. Α‘, 17), καθ’ ότι δεν νοείται Ενορία χωρίς κατήχηση!

Από την άλλη μεριά η σύγχρονη ποιμαντική μας διαίσθηση αντιλαμβάνεται ότι πολλά από τα ενεργά μέλη της Εκκλησίας δεν βιώνουν την ζωή του Χριστού με τον τρόπο της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλά απλώς θρησκεύουν με τρόπο δικό τους, που θυμίζει μεν την εκκλησιαστική ζωή, αλλά δεν την ευπροσωπεί και παράλληλα θέτει την σωτηρία τους εν αμφιβόλω. Αν συνυπολογίσουμε ότι το μεγαλύτερο μέρος των Χριστιανών δεν εκκλησιάζεται, εκτός των Μεγάλων Εορτών και τούτο πολλές φορές για καθαρά εθιμικούς λόγους, τότε τα πράγματα είναι ακόμα πιο τραγικά.

Τα στασίδια και τα καθίσματα των Ναών παραμένουν κενά μετά την εκδημία των πιστών, το οποίο σημαίνει ότι τα παιδιά τους, τα εγγόνια τους, οι συγγενείς τους δεν ακολούθησαν τα πνευματικά τους ίχνη. Από τους εκκλησιαζομένους μεγάλο ποσοστό δεν γνωρίζει ότι οφείλει συχνά πυκνά να μεταλαμβάνει των Αχράντων Μυστηρίων. Ελάχιστοι τηρούν την παραδεδομένη τάξη της προετοιμασίας και της συμμετοχής στην Θ. Ευχαριστία, σε λίγες Ενορίες, όπου υπάρχει μια εγνωσμένη πνευματική εργασία και γι’ αυτό μια ποιοτική κηρυκτική και Λειτουργική αναβάθμιση. Πρέπει να τονισθεί πως η Ενορία δεν είναι απλώς ένα τμήμα, αλλά αυτή η Ίδια η Εκκλησία, θεωρούμενη όχι ως ένα κοσμικό μέγεθος, αλλά ως θεανθρώπινη πραγματικότητα, η οποία κατά τον Άγ. Ειρηναίο Λουγδούνων (2ος αι.) φυτεύτηκε στον κόσμο για να σώζεται ο κόσμος μέσα σε αυτήν, όχι με τα μέσα του κόσμου, αλλά με την Θεία Χάρη, την Οποίαν κατέχει και οικονομεί, καθώς στην Εκκλησία υπάρχει, ενεργεί και σώζει ο Παράκλητος το Άγ. Πνεύμα (Ιω. ιδ 17). Τούτο αμέσως προκρίνει την Λατρευτική Μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας, της οποίας πρωταρχικό στοιχείο είναι το κήρυγμα και ο ευαγγελισμός των πιστών, ομού με την μετάληψη των αχράντων Μυστηρίων, ώστε να έλθει ως συνέπεια η οιαδήποτε ιεραποστολική δραστηριότητα.

ΕΝΟΡΙΑ

1 ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ Αρχέγονος τύπος της ενορίας είναι η κατάτμηση του όλου έργου που ασκούσε ο Μωυσής ( Εξ. ιη 13-27). Στους χρόνους των Αποστόλων Ενορία ήταν ένας όρος που μπορούσε να εκφράσει το σύνολο των πιστών μιας περιοχής. Στην Κ. Διαθήκη δεν απαντά ο όρος “ενορία”. Όμως θεολογικώς και πρακτικώς τον συναντούμε. Η εντολή του Απ. Παύλου στον Πνευματικό του Υιό Τίτο: «ινα καταστήσης κατά πόλιν πρεσβυτέρους» (Τιτ 1, 5) δεν είναι τίποτε άλλο, παρά εντολή για διοργάνωση ενοριών. Καθώς το Ευαγγέλιο διαδιδόταν προς την ύπαιθρο, ιδρύονταν ιδιαίτερες χριστιανικές κοινότητες με πρεσβυτέρους και διακόνους τους αποκαλούμενους “χωρεπισκόπους” η “επισκόπους των αγρών”. Αργότερα εισήλθε ο θεσμός του Μητροπολίτου. Προσαρμοζόμενη η Εκκλησία στις πολιτικές περιφέρειες, εισήγαγε τον θεσμό του Αρχιεπισκόπου. Η ανάγκη, λοιπόν, αποκέντρωσης, που ήλθε ταυτόχρονα με την αύξηση των μελών της Εκκλησίας, οδήγησε την Εκκλησία στην ίδρυση των ενοριών, προκειμένου οι ποιμένες να γνωρίσουν καλύτερα το ποίμνιό τους και να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικώτερα τις πνευματικές ανάγκες του ποιμνίου. Η πρώτη πατερική μαρτυρία του όρου “ενορία” απαντά στον Άγ. Γρηγόριο Νύσσης: «.κατά τήν ορεινήν αυτόν ενορίαν διάγειν» (PG 46,1001A). Τήν ίδια περίπου εποχή (4ος αι.) συναντούμε τον όρο και στον Άγ. Επιφάνιο Κωνσταντίας της Κύπρου (PG 41, 677C). Αρχικά επικράτησε η λέξη “ενορία” να σημαίνει εδαφική περιοχή, ως θηλυκό του επιθέτου “εν-όριος”, που σημαίνει: η χώρα, μία περιοχή εντός των ορίων. Επί 16 αιώνες διατήρησε αυτήν τη σημασία. Μόνο οι Θεόδωρος Βαλσαμών και Ι. Ζωναράς συμπεριέλαβαν στην έννοια της ενορίας το σύνολο των πιστών. Η έννοια της εκκλησιαστικής πέριξ του Ναού περιφέρειας του ιερέα άρχισε, επισήμως τουλάχιστον, να διαφαίνεται από τον 17 αιώνα και εντεύθεν. Στα χρόνια της οθωμανικής σκλαβιάς οι υπόδουλοι Έλληνες, με τον θεσμό της ενορίας, κατόρθωσαν να διατηρήσουν αλώβητη την πίστη τους. Οι Ναοί δεν αποτελούσαν μόνο τόπους λατρείας, αλλά και χώρους συναθροίσεως των ενοριτών, προς συζήτηση και επίλυση προβλημάτων. Στον τότε αλύτρωτο Ελληνισμό, σε αντίθεση με τον αντίστοιχο της ελεύθερης Ελλάδος, η ενορία-κοινότητα ήταν το κύτταρο της συλλογικής δράσεως. Σύμφωνα με τα μέτρα της εποχής, ήταν το ιδανικότερο σύστημα αυτοδιοικήσεως. Η θρησκευτική ζωή των Ελλήνων, με κέντρο την ενορία, παρέμενε η μόνη οργανωμένη ζωή, που κράτησε τα ζώπυρα της πίστεως και του έθνους. Σήμερα, στον υπ’ αριθ. 8/1979 Κανονισμό της ΔΙΣ (αρ. 3, παρ. 1), τονίζεται ότι η ενορία είναι «βασική μονάδα οργανώσεως του εκκλησιαστικού βίου» τονίζεται, δηλαδή, ο ρόλος της ενορίας ως βάσεως της εκκλησιαστικής ζωής και θεμελιακού στοιχείου του εκκλησιαστικού οικοδομήματος Έτσι παρέμεινε η διαμόρφωση των ενοριών μέχρι την εποχή μας. Στην εποχή μας, που οι πόλεις αυξήθηκαν πληθυσμιακώς, λόγω της καθέτου δομήσεως, οι ενορίες απέκτησαν τόσους πιστούς, που ήταν πλέον απαραίτητη η ύπαρξη περισσοτέρων του ενός ποιμένων, για να δέχονται οι πιστοί την κατάλληλη πνευματική φροντίδα και καθοδήγηση. Έτσι τώρα πλέον έχουμε ενορίες διαφορετικών ειδών που θα δούμε παρακάτω

    Η έννοια της ενορίας προσιδιάζει περισσότερο από κάθε τι με την έννοια και το νόημα της Εκκλησίας. Κάθε ενορία είναι μία μικρή εικόνα και πλήρης αποτύπωση της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Τα χαρακτηριστικά της Εκκλησίας είναι τα αυτά με τα χαρακτηριστικά της ενορίας. Η μόνη διαφορά βρίσκεται στο μέγεθος της κάθε έννοιας. Ενώ η Εκκλησία είναι άνευ ορίων, καθώς απλώνεται  στον χώρο και στον  χρόνο  και  εγγίζει  την  αιωνιότητα,  η  ενορία  είναι  μία  τοπική  Εκκλησία,  που  ζει  και  κινείται  εντός συγκεκριμένων γεωγραφικών συνόρων. Τα όρια της ενορίας όμως, είναι μόνο τοπικά. Πνευματικά η ενορία είναι ένα κύτταρο της όλης Εκκλησίας. Έτσι, όπως η Εκκλησία, όμοια και η ενορία προεκτείνεται στην άκτιστη πραγματικότητα της αιωνιότητας, αφού έχει ως κέντρο της ζωής της τη Θ. Λειτουργία και την Ευχαριστιακή Σύναξη. Η ενορία είναι το ζωντανό σώμα του Χριστού, του οποίου οι πιστοί είναι «λλήλων μέλη» (Ρωμ. 12,5). Όπως η Εκκλησία έτσι και η ενορία είναι η φανέρωση της Βασιλείας των Ουρανών στον κόσμο, είναι η ζωντανή αποκάλυψη της Αγ. Τριάδος και του Ενσάρκου Λόγου του Θεού στον άνθρωπο. Η ενορία είναι ο «μεθ’ ἡμῶν Θεός» (Μτθ.  α΄, 23) που αγιάζει, σώζει και θεοποιεί τα μέλη του σώματός Του. Η ενορία είναι η συνεχής αποκάλυψη της αγάπης, η βίωση της αγάπης, η εμπειρία του θριάμβου της αγάπης, που καθέτως και οριζοντίως εναγκαλίζεται το σύμπαντα  κόσμο και θεοποιεί τον άνθρωπο.  Η ενορία είναι το ζωντανό κύτταρο της Εκκλησίας και είναι ανάγκη να έχει στόχους συγκεκριμένους, σαφείς, θεοδίδακτους. Χωρίς στόχους είναι οπωσδήποτε καταδικασμένη σε αποτυχία και απονέκρωση. Η Ενορία είναι «τα πάντα τος πσι», αφού είναι αυτή η Εκκλησία.

     Η  ενορία  συνδέεται  με  την  Καθολική  Εκκλησία  μέσω  του  προσώπου  του  Επισκόπου  . Η απόσπαση της ενορίας από το πρόσωπο του Επισκόπου αποκόπτει την ενορία και από το ζωντανό σώμα της Εκκλησίας. Ενορία άνευ αναφοράς στον Επίσκοπο δεν μπορεί να εννοηθεί. Ο κρίκος που συνδέει τον Επίσκοπο με την ενορία είναι ο Εφημέριος, ο οποίος είναι ο πατέρας, ο υπεύθυνος πνευματικός ηγέτης, ο οργανωτής, ο εμπνευστής, ο καθοδηγητής της Ενορίας. Η ψυχή της Ενορίας. Ο κύριος υπεύθυνος για το ζωντάνεμά της και την επιτυχία των στόχων της.

Υπό του εφημερίου γίνεται η λειτουργική αναφορά στον Επίσκοπο κατά τη λατρευτική ζωή της ενορίας. Έτσι ο σύνδεσμος της αγάπης χαλκεύεται και αγιάζεται δια της αρετής και δυναμούται δια της Θείας Χάριτος. Δεν υπάρχει ανώτερο για μια Ενορία από το να γίνει με τους πιστούς της, με την πνευματική τους προκοπή, με τα έργα τους και την λατρεία τους κέντρο δοξολογίας του Τριαδικού Θεού…….»

 

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Πηγή και η εισήγηση του Μητροπολίτου Σάμου και Ικαρίας κ. Ευσεβίου

 

Η ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΝΟΡΙΑΣ Α'  ΜΕΡΟΣ

 

 

 

 

 

Μοιραστείτε τη σελίδα. Πατήστε το τελευταίο κουμπί για περισσότερες επιλογές
Exit mobile version