Site icon ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΗΛΙΟΥΠΟΛΕΩΣ

«ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΙΑΣ Ι. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ»

Μάνης Χρυσόστομος Γ

Μάνης Χρυσόστομος Γ

«ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΙΑΣ Ι. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ»

«ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΙΑΣ Ι. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ»

+Μητροπολίτου Μάνης κ. Χρυσοστόμου Γ’
(Συμβολή στην επικαιρότητα του θέματος)

 

«Αξίζει για το θέμα της ομοφυλοφιλίας να γνωρίζουμε τι γράφουν και λένε οι σοφοί και θεοφόροι Πατέρες της Εκκλησίας. Οι Άγιοι Πατέρες, δεν αποτελούν μία νεκρά παρακαταθήκη, ούτε είναι εκτός πραγματικότητας. Είναι οι κατ’ εξοχήν ερμηνευτές του πνεύματος της Αγ. Γραφής και σπουδαίοι μελετητές του ανθρωπίνου όντος. Ως γνώστες της θύραθεν παιδείας και της χριστιανικής γραμματείας ασχολήθηκαν με τον άνθρωπο, την αρετή και την κακία και κυριολεκτικά πόνεσαν για τα ανθρώπινα και μόχθησαν γι’ αυτά και αγωνίστηκαν για την τελειότητα του ανθρώπινου βίου με απώτερο σκοπό την αιωνιότητα. Έτσι από τους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας, ο Χρυσορρήμων Ιωάννης, δεν θα μπορούσε να σιωπήσει για το ζήτημα της ομοφυλοφιλίας.

Άριστος ερμηνευτής της Αγ. Γραφής υπήρξε πρότυπο αρετής και ήθους στην εποχή του. Ήταν μέγας ανήρ, σπουδαίος, αν και έζησε τον 4ο αιώνα, εν τούτοις, ο λόγος του και η γραφίδα του διακρίνονται από διαχρονικότητα, γιατί ακριβώς αφορούν τον όλο άνθρωπο και τον βίο του, την σχέση του με το Θεό και τον εαυτό του. Ο Άγ. Ι. ο Χρυσόστομος, στην προς Ρωμαίους επιστολή του Απ. Παύλου, την πλέον θεολογική, αφιερώνει 33 ομιλίες που εκφωνήθηκαν στην Αντιόχεια. Συγκεκριμένα στις Ομιλίες του Γ’, Δ’ και Ε’ αναφέρεται στην οργή του Θεού εναντίον των ασεβών ειδωλολατρών. Ειδικότερα, στην Γ’ Ομιλία του ερμηνεύει από το Α’ κεφάλαιο της προς Ρωμαίους Επιστολή του Αποστόλου τους στίχους 8-17 και υπογραμμίζει ότι οφείλουμε να δεχόμαστε με πίστη τα του Θεού και να μην ζητούμε τον λόγο για τις Θείες Εντολές. Η εντολή του Θεού είναι εντολή και το δημιούργημα δεν θα πει στον Δημιουργό, γιατί με δημιούργησες έτσι; Όπως αναφέρει ο Απ. Παύλος: «Ω άνθρωπε, συ ποιός είσαι, ο οποίος συζητείς και αντιλέγεις προς τον Θεό; «Μήπως είναι δυνατόν ποτέ το πήλινο αγγείο να πει στον αγγειοπλάστη που το έπλασε: γιατί με έκαμες έτσι;» ή μήπως ο κεραμοποιός δεν είναι κύριος και εξουσιαστής στο πηλό του, ώστε να κάνει από το αυτό φύραμα άλλο μεν σκεύος δια χρήση τιμητική και άλλο για χρήση ευτελή;» (Ρωμ. 9, 20-21). Λέγει ο Ι. Χρυσόστομος ότι δεν πρέπει να εξετάζουμε την προσταγή του Κυρίου, «το του Δεσπότου το πρόσταγμα» (Προς Ρωμαίους ομιλία Γ’, ΕΠΕ 16 Β, σ. 360), αλλά οφείλουμε «να υποχωρούμε στο ακατάληπτο της πρόνοιάς Του και να μη ζητάμε ποτέ ευθύνες από το Θεό γι’ αυτά που γίνονται και αν ακόμη αυτά (που γίνονται) φαίνονται να ενοχλούν πολλούς» (οπ. παρ. 361-363). Και πάλι υπογραμμίζει την θέση αυτή ο Ι. Πατήρ λέγοντας: «να μη ζητούμε ποτέ λόγο για τις προσταγές του Θεού αλλά να υποχωρούμε και μόνο να υπακούουμε. (οπ. παρ. 378). Στις Δ’ και Ε’ Ομιλίες του, όπου ερμηνεύει τους στίχους 18­27 κεφαλαίου Α’ της προς Ρωμαίους Επιστολής στρέφεται κατά των ειδωλολατρών και κάνει λόγο για την ανεξικακία, προτρέπει σε εγκράτεια από τα πάθη και ερμηνεύοντας τους στίχους 26-27 αναφέρεται στις παρά φύση σαρκικές σχέσεις ανδρών και γυναικών, δηλαδή για την ομοφυλοφιλία.

Στην Ε’ ομιλία του ερμηνεύει τους στίχους (Ρωμ. 1, 26-27) «….για τους ειδωλολάτρες, ότι ακριβώς επειδή λάτρευσαν ψευδείς και φαύλους θεούς, παραχώρησε ο Θεός να παραδοθούν και υποδουλωθούν σε εξευτελιστικά πάθη. Διότι και οι γυναίκες τους χωρίς να ντραπούν και σεβαστούν ούτε τον εαυτό τους άλλαξαν την φυσική χρήση του φύλου τους στην παρά φύση και εξετράπησαν σε ακατονόμαστες πράξεις. Για τούτο παρέδωσε αυτούς ο Θεός σε πάθη ατιμίας. Κατά παρόμοιο τρόπο και οι άνδρες άφησαν την φυσική σχέση και χρήση της γυναίκας και φλογίστηκαν σε εμπαθείς ορέξεις μεταξύ τους, ώστε άνδρες σε άνδρες να ενεργούν αναίσχυντες και εξευτελιστικές πράξεις και να λαμβάνουν μισθό, που τους έπρεπε για την πλάνη τους, από τον ίδιον τον εαυτό τους. Ερμηνεύοντας τους στίχους αυτούς (26 και 27), ο Ι. Χρυσόστομος υπογραμμίζει ότι η αλλαγή της φυσικής χρήσεως του φύλου στην παρά φύση είναι «πάθος ατιμίας». Αυτοί, συνεχίζει ο Ι. Πατήρ, που κάνουν αυτά τα «άτιμα πάθη» έχουν φθάσει σε μία αλλόκοτη λύσσα γιατί άφησαν την φυσική απόλαυση και ήλθαν στη παρά φύση και έχουν προσβάλλει και την ίδια τη φύση και προχωρεί ακόμα περισσότερο και χρησιμοποιεί ειδικές λέξεις για το πάθος αυτό. «Πρόσεχε πως με έμφαση χρησιμοποιεί τις λέξεις. Γιατί δεν είπε, ότι αγάπησαν και επιθύμησαν ο ένας τον άλλο, αλλά, «Κάηκαν από επιθυμία μεταξύ τους». Βλέπεις ότι το παν της επιθυμίας προέρχεται από την πλεονεξία, επειδή δεν ανέχεται να μένει μέσα στα όρια. Καθετί που ξεπερνά τους νόμους που όρισε ο Θεός, επιθυμεί πράγματα αλλόκοτα και όχι νόμιμα. Όπως λοιπόν πολλοί…, όταν διψούν υπερβολικά, επιθυμούν πολλές φορές και βούρκο, έτσι και εκείνοι έπεσαν στον παράνομο αυτόν έρωτα. Εάν όμως ρωτάς από που προέρχεται η δύναμη αυτή της επιθυμίας; Η απάντηση είναι από την εγκατάλειψη του Θεού και η εγκατάλειψη από την παρανομία αυτών που τον εγκατέλειψαν, «Κάνοντας άνδρες με άνδρες την ασχημοσύνη». Μη νομίσεις επειδή άκουσες πως κάηκαν, ότι η αρρώστια οφείλεται μόνο στην επιθυμία, γιατί το περισσότερο μέρος οφείλεται στην αδιαφορία τους, που άναψε την επιθυμία. «Κατεργαζόμενοι (=κάνοντας) την αμαρτία όχι απλά έργο, αλλά και φροντισμένο έργο» (Ομιλία Ε’, σ. 413). Η ομοφυλοφιλία κατά τον Απ. Παύλο αποτελεί αισχύνη της φύσεως και καταπάτηση του νόμου του Θεού. Ο δε Ι. Χρυσόστομος λέει ότι αποτελεί και την εσχάτη μορφή πορνείας. Τονίζει: η πορνεία λέγει, «ει και παράνομος, αλλά κατά φύσιν η μίξις», ενώ στην ομοφυλοφιλία «και παράνομος και παρά φύσιν» (οπ. παρ. 414) και χαρακτηρίζει την ομοφυλοφιλία «δολοφονία ψυχής και σώματος», «ύβρι», «μανία», «προδοσία». Ειδικότερα γράφει: «Πω, πω μανία! Πω, πω παραφροσύνη! Από που ήρθε η επιθυμία αυτή, που προξένησε στην ανθρώπινη φύση τα κακά των εχθρών, ή καλύτερα και χειρότερα απ’ αυτό τόσο, όσο και η ψυχή είναι ανώτερη από το σώμα;

Πόσο πιο ανόητοι είστε εσείς από τα άλογα ζώα και πιο αναιδείς από τους σκύλους! Γιατί πουθενά δεν υπάρχει τέτοια σχέση σ’ αυτά, αλλά η φύση γνωρίζει καλά τους δικούς της νόμους. Εσείς όμως με το να φέρεστε υβριστικά κάνατε το δικό σας φύλο πιο ατιμωτικό και από τα ζώα». Μάλιστα, ο Ι. Χρυσόστομος ερμηνεύοντας το χωρίο του Απ. Παύλου «Αποκαλύπτεται γαρ η οργή του Θεού απ’ ουρανού επί πάσαν ασέβεια και αδικία ανθρώπων των την αλήθειαν εν αδικία κατεχόντων» (Ρωμ. 1,18), θαυμάσια μας συνιστά να προσέξουμε την σύνεση του Αποστόλου. Αφού είπε για τα χρηστά αγαθά, στη συνέχεια στρέφει τον λόγο και στα φοβερά, στη σωτηρία των ανθρώπων αλλά συνεχίζει και με την τιμωρία. «Επειδή οι περισσότεροι άνθρωποι τις πιο πολλές φορές δεν προσελκύονται στην αρετή τόσο από την υπόσχεση των χρηστών όσο από τον φόβο των δυσάρεστων, προσελκύει αυτούς και από τα δύο. Γι’ αυτό και ο Θεός δεν υποσχέθηκε βασιλεία μόνο, αλλά απείλησε και με τη γέεννα» Ρωμαίους, ομιλία Δ’, σελ. 383). Η ασέβεια των ειδωλολατρών έγινε η αιτία της διαστροφής των νόμων της φύσεως. Επινόησαν παράξενο τρόπο παρανομίας και εφεύραν αλλόκοτους και ανεπίτρεπτους νόμους για σαρκικές επαφές. Και συνεχίζει ότι «και τοσαύτη της κακίας η φορά, ως άπαντας της λύμης αναπλασθήναι πάσης και μηδενίαν λοιπόν διόρθωσιν αυτούς επιδέχεσθαι, αλλά αφανισμού δείσθαι παντελούς». Εδώ είναι η δίκαιη τιμωρία. Ο Ι. Χρυσόστομος για να βοηθήσει τους συνανθρώπους του στη μη διάπραξη της ομοφυλοφιλίας έρχεται και υπενθυμίζει την τιμωρία, την καταστροφή των Σοδόμων, για την ηθική ακολασία των κατοίκων της σημειώνοντας ότι το αμάρτημά τους ήταν τόσο μεγάλο, ώστε ο Θεός άφησε να φανεί η γέενα του πυρός πριν την ώρα της. Ακόμη αιτία της ομοφυλοφιλίας θεωρεί ο Ι. Χρυσόστομος την απώλεια του φόβου του Θεού και την απεμπόληση των θείων εντολών. «Για να μη γίνει λοιπόν αυτό, να γίνουμε αναιδείς, ας έχουμε μπροστά μας το φόβο του Θεού. Τίποτε, δεν καταστρέφει τον άνθρωπο έτσι, όπως το να χάσει κανείς αυτή την άγκυρα, όπως τίποτε δεν τον σώζει, όσο το να βλέπει κανείς διαρκώς εκεί. Αν λοιπόν, όταν έχουμε μπροστά μας κάποιον άνθρωπο, γινόμαστε πιο διστακτικοί, στο να κάνουμε αμαρτήματα, και πολλές φορές κοκκινίσαμε από ντροπή μπροστά και στους δούλους που είναι πιο ήπιοι στην κρίση τους, και δεν κάνουμε τίποτε το παράλογο, σκέψου πόση ασφάλεια θ’ απολαύσουμε, όταν έχουμε μπροστά μας το Θεό. Γιατί πουθενά δεν θα μας επιτεθεί ο διάβολος, όταν συμπεριφερόμαστε έτσι, επειδή θα κουράζεται άσκοπα. Εάν όμως μας δει να περιπλανιόμαστε έξω και να περιφερόμαστε χωρίς χαλινάρι παίρνοντας από μας την εξουσία, θα μπορέσει παντού στη συνέχεια να μας αποπλανήσει. Και αυτό που παθαίνουν στην αγορά οι επιπόλαιοι από τους δούλους που εγκαταλείπουν τις αναγκαίες υπηρεσίες, για τις οποίες τους έστειλαν οι κύριοί τους, και αφοσιώνονται άσκοπα και χωρίς λόγο στους περαστικούς και σπαταλούν εκεί τον ελεύθερο χρόνο τους, το ίδιο παθαίνουμε και εμείς, όταν απομακρυνθούμε από τις εντολές του Θεού» (Ρωμαίους, ομιλία Ε’, σελ. 421-423). Ο Ι. Χρυσόστομος επισημαίνει ότι αυτό το πάθος είναι έργο του διαβόλου, ο οποίος ανοίγει ένα πόλεμο κατά του ανδρός και της γυναικός και της διαιωνίσεως του ανθρωπίνου γένους. «Πρόσεξε πως γίνεται μεγάλη σύγχυση και από τα δύο μέρη. Γιατί δεν πήγε μόνο το κεφάλι κάτω, αλλά και τα πόδια πάνω, και έγιναν εχθροί του εαυτού τους και μεταξύ τους, κάνοντας κάποια φοβερή μάχη πιο παράνομη από κάθε εμφύλιο πόλεμο και πολύμορφη και πολύτροπη… Έπρεπε οι δύο να είναι ένα, εννοώ τη γυναίκα και τον άνδρα «Γιατί θα είναι», λέγει, «οι δύο ένα σώμα». Καταστρέφοντας αυτή την επιθυμία ο διάβολος και μεταφέροντας αυτή με άλλο τρόπο, ξεχώρισε τα φύλα μεταξύ τους, και έκαμε το ένα να γίνει δύο μέρη, αντίθετα με το νόμο του Θεού. Ο Ι. Χρυσόστομος δεν αγνοεί ότι στην Αρχαία Ελλάδα υπήρχε το φαινόμενο της ομοφυλοφιλίας. «Αλλά όμως δε θεώρησαν πως το πράγμα αυτό είναι ασχημοσύνη, επειδή το θαύμαζαν σαν σεμνό και ανώτερο από το αξίωμα των δούλων, το επέτρεψαν στους ελεύθερους πολίτες. Πολλά βιβλία φιλοσόφων θα μπορούσε να βρει κανείς γεμάτα από το πάθος αυτό. Όμως δε λέμε πως γι’ αυτό είναι νόμιμο το πράγμα, αλλά πως και αυτοί που δέχθηκαν το νόμο αυτό είναι δυστυχισμένοι και άξιοι για πολλά δάκρυα.

Ωστόσο δεν δείχνει κακία προς αυτούς τους αμαρτάνοντας με το πάθος αυτό. Είναι ασθενείς πνευματικά, πληγωμένοι από τον διάβολο, αιχμάλωτοι από τον πονηρό και χρειάζονται την σωτηρία. Φέρνει το παράδειγμα του Λωτ, ο οποίος συμπεριφέρθηκε με πραότητα και σωφροσύνη προς τους Σοδομίτες που ήθελαν να διαπράξουν την αμαρτία.«Μηδαμώς αδελφοί, μη πονηρεύσησθε» (Γεν. 19,7). Σχολιάζει «Τούτο αληθώς αρετή, το μετ’ επιεικείας τοις τοιούτοις προσφέρεσθαι. Ουδείς γαρ τον νοσούντα θεραπεύσαι βουλόμενος και τον μαινόμενον σωφρονίσαι, μετά θυμού και αυστηρίας τούτο ποιεί. Πρόσεχε πως ονομάζει αδελφούς εκείνους που θέλουν να διαπράττουν τας παρανομίας αυτού του είδους, θέλων να τους κάνει να νοιώσουν ντροπή και να προσεγγίσει την συνείδησή των και να απομακρύνει αυτούς από το μιαρό επιχείρημά τους. Ο Άγιος Ιωάννης μιλάει για αμαρτία, για πάθος ατιμίας, για ανατροπή των φυσικών νόμων αλλά και για «υπόμνηση», μία διαθήκη τρόπον τινα, ως υπενθύμιση στις επόμενες γενιές, της καταστροφής, ούτως ώστε να μη τύχουν και αυτές, της τιμωρίας. Γράφει πολύ χαρακτηριστικά: «Επειδή γαρ ανέτρεψαν τους της φύσεως νόμους και ξένας και παρανόμους επενόησαν μίξεις, δια τούτο ξένον τιμωρίας τον τρόπον επήγαγε, ο Θεός επέβαλε νέο τρόπο τιμωρίας από εκείνο του κατακλυσμού, για την εκείνων παρανομία, και της γης την γαστέρα πηρώσας, και καταλιπών υπόμνημα διηνεκές ταις μετά ταύτα γενεαίς, ώστε μη τοις αυτοίς επιχειρείν, ίνα μη τοις αυτοίς περιπέσωσι». Για αυτό και στη συνέχεια ο Ι. Χρυσόστομος, παρακαλεί και συμβουλεύει: «Σας παρακαλώ να συνετιζόμεθα απ’ όλα αυτά, για τα οποία, άλλοι τιμωρήθηκαν. Έτσι ερμηνεύει την αμαρτία αυτή ο Ιερός Πατήρ-Οικουμενικός Διδάσκαλος, κατά τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιον Β’ και ο «τρισμακάριστος άνθρωπος» κατά τον Μ. Φώτιο και ασφαλώς, «ο νοών νοείτω».

 

Πηγή Ενοριακό Φυλλάδιο 21 Ιαν 24

 

 

Μοιραστείτε τη σελίδα. Πατήστε το τελευταίο κουμπί για περισσότερες επιλογές
Exit mobile version