«Ο ΕΠΑΝΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΛΗΡΩΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ – ΣΚΕΨΕΙΣ & ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ»
ΣΚΕΨΕΙΣ ΤΗΣ Α. Θ. ΠΑΝΑΓΙΟΤΗΤΟΣ ΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΩΝ/ΠΟΛΕΩΣ Ν. ΡΩΜΗΣ & ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥΚ.Κ. ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ ΣΕ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΣΤΗΝ ΑΥΣΤΡΙΑ (2023)
Επιμέλεια: † ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΚΑΤΡΑΜΑΔΟΥ
Σεβασμιώτατε άγιε Αυστρίας, Πατέρες και Αδελφοί, Μου χαρίσατε μια ευλογημένη ευκαιρία, μια πολύτιμη βιωματική εμπειρία, προσφέροντάς μου την δυνατότητα δια της ευγενούς και φιλαδέλφου προσκλήσεώς σας, να χαρώ μαζί σας την χαρά της Λειτουργικής Συνάξεως, προοίμιο της οποίας είναι η παρούσα σύναξη αδελφών της Ι. Μητροπόλεώς σας. Μου δίδετε την δυνατότητα να μοιρασθώ μαζί σας αγωνίες και προβληματισμούς, ελπίδες και προσδοκίες. Αυτό το μοίρασμα δεν είναι απλώς ευθύνη. Είναι συνευθύνη, μαθητεία, άσκηση στην αγάπη, διδαχή, συμμετοχή στον δικό σας αγώνα στην τοπική Εκκλησία.
Η ποιμαντική σας εγρήγορση, η προφητική σας ανησυχία, Σεβασμιώτατε, ανέθεσε στην ταπεινότητά μου να εισηγηθώ ένα θέμα ζωντανό και επίκαιρο, υπό τον τίτλο: «Ο επανευαγγελισμός του πληρώματος της Εκκλησίας — σκέψεις & προοπτικές». Θέμα το οποίο δεν εξαντλείται ποτέ, αφού είναι μία διαρκής μεταμορφωτική και σταυροαναστάσιμη πορεία προς τα έσχατα μέχρι τα τέλη της ζωής μας, που ως ποιμένες θα κλείσουμε τα μάτια μας και θα πορευθούμε την οδό προς τον Ουρανό. Όσα λεχθούν, χωρίς καμία διάθεση πρωτοτυπίας ή σοφίας, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία υπόμνηση όλων όσων βιώνουμε και ζούμε εμπειρικά μέσα στην Εκκλησία. Για αυτό και σας παρακαλώ, να θεωρήσετε τα λεγόμενά μου ως εξομολόγηση καρδίας αδελφού προς αδελφούς.
Η διασπορά δεν είναι μόνο η ύπαρξη Ορθοδόξων μεταναστών σε μη Ορθόδοξες χώρες αλλά και η ιεραποστολική παρουσία της σε αυτές τις χώρες. Ο όρος «διασπορά» από μία βιβλική προσέγγιση προέρχεται από την διασπορά των Εβραίων μετά την Βαβυλώνια αιχμαλωσία ή των Εβραιο-χριστιανών οι οποίοι ζούσαν εκτός Παλαιστίνης. Κοινωνιολογικά αναφέρεται στο γεγονός ότι ομάδα μιας εθνικότητας εγκαθίσταται δηλώνοντας την ταυτότητά της σε τόπο εκτός του παραδοσιακού της περιβάλλοντος. Όμως η ευρέως αποδεκτή έννοια της λεγόμενης Ορθόδοξης Διασποράς δεν συνδέεται με την εθνικότητα. Ορίζεται ως κοινότητα των Ορθόδοξων Χριστιανών που ζουν εκτός των εδαφών των εθνοτοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών. Στη Διασπορά, πρέπει να επικρατεί η συνείδηση ότι όλοι οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί αποτελούν μία υπερεθνική Εκκλησία.
Η Ορθοδοξία εκ της φύσεώς της είναι έννοια υπερεθνική και αυτή η αλήθεια πρέπει να εφαρμοσθεί σε ενοριακό επίπεδο και να εκφραστεί μέσα από το ποιμαντικό έργο της κάθε τοπικής Εκκλησίας. Αυτό αποτελεί την λυδία λίθο, ώστε με την καθοδήγηση και εποπτεία της κανονικής δικαιοδοσίας να φανερώνεται ενωμένη και καρποφόρα η Ορθόδοξη μαρτυρία. Δεν είναι εκκλησιολογικά ορθό να αναιρείται η ενότητα των Ορθοδόξων σε μία τοπική Εκκλησία με κριτήριο την εθνικότητα των πιστών. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την πολυαρχία δικαιοδοσιών και την διάσπαση. Οι περισσότερες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, σε αντίθεση με τους Κανόνες της Εκκλησίας, επιζητούν μία παγκόσμια δικαιοδοσία στην Διασπορά και τη θεωρούν ουδέτερο έδαφος. Κατανοώ τις διαστάσεις της παρουσίας και του έργου σας που έχουν σκοπό, συν τοις άλλοις, να αναπτύξουν μια ενωμένη πανορθόδοξη παρουσία και διακονία που να εξυπηρετεί τις πνευματικές ποιμαντικές ανάγκες όλων των Χριστιανών, όπως είναι σαφές, από την άποψη κανονικού δικαίου, και ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο έχει την ευθύνη και τον πρωταρχικό ρόλο να συντονίσει με ευαισθησία και λεπτότητα αυτή την ποιμαντική διακονία της περιφρούρησης της ορθόδοξης πίστης στην Διασπορά. Δυστυχώς, η διολίσθηση του ευαγγελισμού σε προσηλυτισμό και η καταπάτηση της εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας δεν λαμβάνονται υπ’ όψιν. Σημασία έχει μία αχανής terra missio- nis: οι αναρίθμητοι κάτοικοι της Ευρώπης, οι οποίοι, στο πλαίσιο των πολλαπλών ελευθέρων επιλογών τους, εν αγνοία ή εν επιγνώσει, απορρίπτουν τον Χριστό ή προσαρμόζουν στο δικό τους μέτρο την διδασκαλία του Θεανθρώπου. Το γεγονός αυτό δεν ξέρω αν ανησυχεί σήμερα τις ιστορικές Εκκλησίες της Ευρώπης, οι οποίες δηλώνουν την ανάγκη της εκ νέου μαρτυρίας του Ευαγγελίου. Τον 21ο αιώνα και πάλι από την αρχή, όπως τον 1ο αιώνα και τους επόμενους δέκα που ακολούθησαν για τον πλήρη εκχριστιανισμό της Ευρώπης. Το ζητούμενο είναι η σπορά του λόγου και η καλλιέργεια ενός πολυσύνθετου χωραφιού, που χρειάζεται πρωτίστως να ακούσει έναν λόγο που να έχει λίγο ίσκιο.
Πολύς θόρυβος και ταραχή έγινε και γίνεται με αφορμή την πανδημία. Δεν γνωρίζω πόσοι σκέπτονται το αύριο, το εγγύς μέλλον, το ότι είμαστε στη φάση του προλογικού επιπέδου μιας νέας τάξης πραγμάτων, μιας νέας πραγματικότητας. Πολλά γράφονται, περισσότερα λέγονται, διάφορα διακηρύσσονται, δυστυχώς, με το χρώμα της κοινωνικής, ακόμη και της θρησκευτικής καυχησιολογίας. Παρ’ όλα αυτά το μυστήριο της ανομίας ήδη ενεργείται στον κόσμο και η Εκκλησία δεν παύει να πορεύεται προς τα έσχατα.
Ο όρος «επανευαγγελισμός», που πολύ σοφά μου προτείνατε, νοιώθω ότι είναι ένα αγκάθι για την χριστιανική συνείδηση που προκαλεί την αυτοσυνειδησία μας και την αυτοκριτική μας. Επανευαγγελιζόμαστε το Ευαγγέλιο που ξεχάσαμε ότι η Εκκλησία το διαφυλλάτει επάνω στην Αγ. Τράπεζα και το λιτανεύει για ασπασμό καταμεσής του κυριακάτικου όρθρου, για να αναγγείλει την ζωή εκ Τάφου; Επανευαγγελιζόμαστε κάτι ή Κάποιον που λησμονήσαμε; Και τι είναι αυτό που αφήσαμε; Τι απωλέσαμε; Τι χάσαμε; Τι χάθηκε; Έρχεται στο νου μου η φράση του Αγ. Ισαάκ του Σύρου, ότι η μεγαλύτερη αμαρτία του ανθρώπου είναι η αδιαφορία μας για τον Αναστημένο Χριστό. Στην εποχή μας τίθεται και πάλι μέσα από νέες προκλήσεις, που δοκιμάζουν την αυθεντικότητα της εκκλησιαστικής μας αυτοσυνειδησίας, το ζήτημα της σχέσης Θεού και ανθρώπου. Στο σημείο αυτό να τονίσουμε ότι ο μεγαλύτερος εχθρός της εκκλησιαστικής ζωής είναι η εκκοσμίκευση.
Ο εκκοσμικευμένος άνθρωπος περιορίζει την θρησκεία σ’ ένα κομμάτι της ζωής του, ανεξάρτητο ή χαλαρά συνδεδεμένο με τα υπόλοιπα. Γι’ αυτόν ο ορατός κόσμος αποτελεί το φυσικό πεδίο της ζωής και η θρησκεία αποτελεί το μέσο της επικοινωνίας με το υπερφυσικό. Στην εκκοσμικευμένη κοινωνία ο τρόπος ζωής μπορεί μεν να περιλαμβάνει την θρησκεία, η φιλοσοφία της ζωής όμως την αποκλείει. Η εκκοσμικευμένη αντίληψη του κόσμου έχει ταυτιστεί, κατά κάποιον τρόπο, με τον σύγχρονο τρόπο ζωής. Στην εκκοσμικευμένη αντίληψη των ανθρώπων ο κόσμος δεν αποτελεί μυστήριο, δεν αποτελεί θεοφάνεια, ένα μέσο αποκάλυψης της παρουσίας και της δύναμης του Θεού.
Αντίθετα αποτελεί το πεδίο δράσης των ανθρώπων και γι’ αυτό διέπεται από δικούς τους νόμους και αρχές και το θέμα αυτό είναι ουσιαστικό, θεολογικά μεγάλο και θα μας απασχολήσει στο άμεσο μέλλον, στην εσχατολογική μας πορεία, καθότι η πίστη στην αιώνια ζωή δεν είναι μια ιδεολογική βεβαιότητα. Δεν κατοχυρώνεται με επιχειρήματα. Είναι μια κίνηση εμπιστοσύνης, εναπόθεσης των ελπίδων και της δίψας μας για ζωή στην αγάπη του Θεού. Αυτός είναι που μας χαρίζει εδώ και τώρα τόσον πλούτο ζωής, παρά τις δικές μας ψυχοσωματικές αντιστάσεις στην πραγματοποίηση της ζωής. Αυτός είναι που μας έχει υποσχεθεί το πλήρωμα της ζωής, την άμεση υιοθεσία, την πρόσωπο-με-πρόσωπο σχέση μαζί Του, όταν σβήσουν στο χώμα και οι έσχατες αντιστάσεις της ανταρσίας μας. Το μήνυμα του Ευαγγελίου απευθύνεται σε πολλαπλούς αποδέκτες. Σ’ εκείνους που δεν έχουν εμβαθύνει ποτέ στο Πρόσωπο του Χριστού και το κοσμοσωτήριο έργο Του και σ’ εκείνους που έχουν άμεσες η έμμεσες χριστιανικές καταβολές και είναι βαπτισμένοι, είναι όμως αδιάφοροι, χλιαροί ή ακολουθούν την πίστη με την λογική του εθίμου.
Πολλοί γίνονται επικριτές της Εκκλησίας. Άλλοι αποδεικνύονται πολέμιοι. Άλλοι, ως ασθενείς, δεν μπορούν να αντιληφθούν την καθολικότητα της αλήθειάς της και κάποιοι, έχοντες μία νομική σχέση με τον Θεό, προβάλλουν τον διαχωρισμό «εμείς και οι άλλοι». Αυτό το γεγονός οδηγεί στην απορία: όντως πρόκειται για Λαό του Θεού ή για ένα πετρώδες χωράφι με σπόρους που έχουν νεκρωθεί; Κατανοούμε με πόνο ότι το χρέος μας είναι ο ευαγγελισμός των εγγύς και των μακράν και η πρόσληψη αυτού του ιεραποστολικού χρέους συνδέεται με προσευχή, δάκρυα, ελπίδα. Την ελπίδα ότι σε κάθε ιεραποστολική στιγμή, σε κάθε ποιμαντική παρουσία, σε κάθε μαρτυρία, σε κάθε λόγο η απολογία μας, είναι παρών ο Παράκλητος, το Πνεύμα το Άγιο που κατευθύνει το όλο σκάφος της Εκκλησίας.
Πολλά απ’ όσα γίνονται στην εκκλησιαστική και κατηχητική πράξη δείχνουν ότι ποιμένες και ποιμαινόμενοι έχουμε, ίσως, υποστεί την επίδραση μιας άλλης μη ευχαριστιακής θεολογίας, η οποία δεν μας βοηθά να ζήσουμε την ευχαριστιακή εμπειρία των Αγίων και να κατανοήσουμε ορθά την δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας μας.
Διότι, όταν η Εκκλησία γράφει το Ευαγγέλιο και διατυπώνει το δόγμα εκφράζει το πλήρωμα της νέας ζωής που κρύβεται μέσα της. Γι’ αυτό ούτε το Ευαγγέλιο κατανοείται έξω από την Εκκλησία, ούτε το δόγμα έξω από την Θ. Λατρεία της Εκκλησίας. Αυτή η εσωτερική ενότητα της Ζωής και της Αλήθειας είναι η δύναμη και ο χαρακτήρας της Εκκλησίας. Προσδοκώ, αυτή την περίοδο της δοκιμασίας, που ο Θεός επέτρεψε να ζήσουμε, να βρούμε την ευλογημένη ευκαιρία και την δυνατότητα να μιλήσουμε και πάλι στον λαό μας, στους Χριστιανούς, ως μία αγαπητική πράξη ποιμαντικής και κατήχησης, οικοδομής και καταλλαγής, για το μυστήριο της Θ. Ευχαριστίας. Να επανασυνδέσουμε την Θεολογία με την Θ. Ευχαριστία και την Θ. Λειτουργία, διότι αυτό αποτελεί την εγγύηση μιας γνήσιας εκκλησιαστικής βιωτής.
Η λειτουργική μας έκφραση και κατάσταση σήμερα, φαίνεται να πάσχει από μια βαθειά κρίση. Όχι η λατρεία, γιατί η Ορθόδοξη Θ. Λατρεία, στο βάθος της, παρέμεινε αυτό που ήταν πάντα – αλλά ο τρόπος με τον οποίο κατανοούμε την λατρεία και ο τρόπος με τον οποίο ο κόσμος την χρησιμοποιεί, αυτό έχει ομολογουμένως, αλλάξει βαθειά. Μεταξύ του σκοπού της Θ. Λατρείας και της κατανόησής της υπάρχει σήμερα διαφορά, χάσμα και πρέπει να αναρωτηθούμε, εάν μέσα στον σύγχρονο πολιτισμό και στον πλαστό ορθολογισμό του κόσμου, οι Χριστιανοί βιώνουν την Θ. Ευχαριστία ως σύναξη της εν Χριστώ οικογένειάς τους, ως συμμετοχή στον θάνατο και στην Ανάσταση του Χριστού, «προσκατερούντες τη διδαχή και τη κοινωνία, τη κλάσει του άρτου και ταις προσευχαίς». Εάν το κήρυγμα και η κατήχηση προσφέρουν μια εκκλησιολογική και ευχαριστιακή κατεύθυνση ή μήπως χαρακτηρίζονται από έναν άγονο ηθικισμό, έναν θρησκευτικό συναισθηματισμό και ατομικισμό. Ποιος θυμάται σήμερα, ότι όταν ο Επίσκοπος εισέρχεται στον Ναό, αυτό είναι ένα Μέγα Λειτουργικό γεγονός γιατί εικονίζει τον ερχομό του Χριστού στον κόσμο, τόσο στην Πρώτη όσο και στην Δευτέρα Παρουσία Του; Ένα αποτέλεσμα της αντιλήψεως μιας μη ευχαριστιακής θεολογίας, η οποία οδηγεί σε μια σειρά από αλλαγές με αρνητικές συνέπειες για την λειτουργική εξέλιξη και την πνευματικότητα, είναι το φαινόμενο της εξατομίκευσης της Θ. Λειτουργίας, το γεγονός δηλαδή, ότι η εμπειρία της λατρείας έχει παύσει να είναι μια από κοινού λειτουργική πράξη. Είναι τουλάχιστον στην συνείδηση αρκετών, μια συνάθροιση ατόμων που έρχονται στην Εκκλησία, παρίστανται στην λατρεία με σκοπό να ικανοποιήσουν μεμονωμένα τις ατομικές τους θρησκευτικές ανάγκες και όχι για να συστήσουν και να αποτελόσουν την Εκκλησία.
Πόσοι λοιπόν από τους Χριστιανούς μας γνωρίζουν και έχουν συνειδητοποιήσει τι συμβαίνει ΠΡΙΝ την ώρα της Ευχαριστίας, κατά την ΣΤΙΓΜΗ της Ευχαριστίας και ΜΕΤΑ την Ευχαριστία; Ποια πραγματικότητα φανερώνεται και δίδεται σε μας από αυτό το Μυστήριο των Μυστηρίων; Πριν την Θ. Ευχαριστία ο Χριστιανός καλείται να συνδιαλλαγεί με τον αδελφό του, να τον συγχωρήσει. Η συγχώρεση και το έλεος, η επιείκεια και το «βαστάζειν τα βάρη του άλλου» ελκύουν προς τον άνθρωπο την χάρη και το έλεος του Θεού, του χαρίζουν μια καρδιακή ευρυχωρία. Οι Αποστ. Διαταγές είναι σαφέστατες ως προς την διάθεση της αγάπης, όταν προσφέρουμε τα Τ. Δώρα μας στον Θεό και θέτουν τρεις προϋποθέσεις προσφοράς :-Μη τις δολίως, -Μη τις εν υποκρίσει, -Μη τις κατά τινος έχειν τι. »
Πόσοι λοιπόν από τους Χριστιανούς μας γνωρίζουν και έχουν συνειδητοποιήσει τι συμβαίνει
ΠΡΙΝ την ώρα της Ευχαριστίας, κατά την ΣΤΙΓΜΗ της Ευχαριστίας και ΜΕΤΑ την Ευχαριστία; Ποια πραγματικότητα φανερώνεται και δίδεται σε μας από αυτό το Μυστήριο των Μυστηρίων; Πριν την Θ. Ευχαριστία ο Χριστιανός καλείται να συνδιαλλαγεί με τον αδελφό του, να τον συγχωρήσει. Η συγχώρεση και το έλεος, η επιείκεια και το «βαστάζειν τα βάρη του άλλου» ελκύουν προς τον άνθρωπο την χάρη και το έλεος του Θεού, του χαρίζουν μια καρδιακή ευρυχωρία. Οι Αποστ. Διαταγές είναι σαφέστατες ως προς την διάθεση της αγάπης, όταν προσφέρουμε τα Τ. Δώρα μας στον Θεό και θέτουν τρεις προϋποθέσεις προσφοράς : «–Μη τις δολίως, -Μη τις εν υποκρίσει, -Μη τις κατά τινος έχειν τι». Αυτές οι παιδαγωγικές κανονιστικές προϋποθέσεις καλλιεργούν στον άνθρωπο το αίσθημα ότι ανήκει στην κοινότητα, την κοινότητα των προσώπων που προσκαρτερούν να ζήσουν μαζί το μυστήριο της αγάπης του Θεού. Διότι, πρώτα γίνεσαι μέλος της κοινότητας και μετά πιστεύεις.
Σε κάθε Θ. Λειτουργία, και αυτό δεν είναι διόλου τυχαίο, πρώτα ομολογούμε με τον ασπασμό την εν αγάπη ομόνοιά μας και μετά απαγγέλομε το Σύμβολο της Πίστεως. Ο κάθε ποιμένας καλείται να είναι συναλιζόμενος με το ποίμνιό του, όπως ο Χριστός με τους Μαθητές Του, μετά την Ανάσταση, που έτρωγαν μαζί ψωμί κι αλάτι. «Μπουκιά και συχώριο», που λέγει και ο λαός μας. Αυτό είναι αγάπη, αυτό είναι σχέση, αυτό είναι κοινωνία. Και ο προβληματισμός μας επεκτείνεται: Τι σημαίνει ο λόγος του λειτουργού ιερέως «Πρόσχωμεν! Τα άγια τοις αγίοις» Με ποια διάθεση προσέρχεται ο καθένας να μεταλάβει από το Ποτήριο της ζωής, όταν είναι απόλυτα ξεκάθαρη η μόνη και αληθινή προτροπή «μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης»; Αυτά, ας τα διαφυλάξουμε στη μνήμη της καρδίας μας.
Οι Πατέρες καθορίζουν ένα από τα σπουδαία περιεχόμενα και όπλα του ευαγγελισμού και της ποιμαντικής μας τέχνης: τον λόγο και το Ευαγγέλιο της σωτηρίας. Ο ιερεύς κατηχεί τον λόγο της αληθείας, διδάσκει το ποίμνιό του, για να απαλλαγεί από τα πάθη και τις μεθοδείες του διαβόλου, νοιάζεται για την κατά Θεό προκοπή του, με απώτερο σκοπό να το βοηθήσει να ζει ως μέλος της αληθινής ποίμνης του Χριστού. Ακόμα να το διδάξει να αποκτήσει την αγάπη προς τον Θεό, τόση αγάπη, ώστε να θυσιάσει ακόμα και τη ζωή του γι’ Αυτόν. Το ως άνω θεραπευτικό έργο του ιερέως λειτουργεί και αποδίδει με τα μυστήρια και την ποικίλη ποιμαντική διακονία και όλο αυτό διασφαλίζεται με την αίσθηση της αγάπης του Θεού. Ο ιερεύς διαχειρίζεται και γίνεται επιστάτης της περιουσίας του Θεού. Και η ποιμαντική του ιερέως πρέπει να ποικίλλει, αφού οι ανάγκες του Λαού του Θεού είναι ναι μεν πρωτίστως πνευματικές, αλλά ο άνθρωπος, επειδή συνιστά ψυχοσωματική ολότητα, η ποιμαντική καθοδηγεί, παρηγορεί, ενισχύει, φροντίζει, αναπαύει, ελεεί τον πιστό ανάλογα με τις ανάγκες του. Η διδασκαλία δια του λόγου, αναφέρει ο Ι. Χρυσόστομος, είναι ένας τρόπος θεραπείας για την ασθενούσα ψυχή. Όταν ασθενεί και πέφτει η ψυχή, με τη διδασκαλία του λόγου του Θεού, μπορούμε να τη σηκώσουμε να μπορέσει ξανά να βρει τις χαμένες της ελπίδες και τη χαμένη προοπτική της και είναι απαραίτητο πρώτα να τονίσουμε, ότι αυτός ο λόγος που θα προφέρει ο ιερεύς θα είναι ξεχείλισμα από τη δική του καρδιά και εμπειρία. Διδάσκει πρώτα με το δικό του παράδειγμα και το δικό του παράδειγμα μπορεί να κάνει θαύματα, όπως ακριβώς και ο Απ. Παύλος. Αλλά και ο Απ. Παύλος δεν αρκέσθηκε σ’ αυτά, αλλά, διέπρεψε στο κήρυγμα του Χριστού, στη διάδοσή του, στον παιδαγωγικό έλεγχο των πιστών, στη στήριξη, στην παρηγοριά τους. Μάλιστα ο Ι. Χρυσόστομος, για να αισθητοποιήσει την αποστολική διακονία του λόγου, χρησιμοποιεί κυρίως εικόνες του ιατρού και του αλιέως. Με την εικόνα του ιατρού τονίζεται η βασική επιδίωξη των ιερέων να οδηγήσουν με την διακονία τους, τους ανθρώπους στην σωτηρία. Με την εικόνα του αλιέως υπογραμμίζεται η ανύψωση στην ευαγγελική πολιτεία. Ο λόγος του Θεού που παρομοιάζεται με το άγκιστρο διατρυπά τις καρδιές των ανθρώπων και στην συνέχεια εμείς ελκύουμε τους ανθρώπους έξω από την θάλασσα της αμαρτίας και του θανάτου.
Όταν υπάρχει ασθένεια, ως προς την πίστη και τα δόγματα, εκεί χρειάζεται ακόμα περισσότερο η διδασκαλία του λόγου. Η μάχη με τη διδασκαλία του λόγου δεν στερεώνει μόνο τους πιστούς που έχουν πάντα ανάγκη αυτή τη διδασκαλία, αλλά αναιρεί τον κίνδυνο οι πιστοί να χάσουν την αληθινή οδό της σωτηρίας. Γνωρίζουμε ότι, κατά τους Αγίους Πατέρες, το δόγμα είναι το ασφαλές όριο ανάμεσα στην υγεία και στην ασθένεια, τη ζωή και το θάνατο. Το δόγμα, ως φάρμακο, είναι απαραίτητο να το χαρακτηρίζει η ακρίβεια, χωρίς αλλοίωση, γιατί διαφορετικά καθίσταται μη αποτελεσματικό και οδηγεί στην άγνοια του Θεού και γι’ αυτό προτρέπει τους Ιερείς ο Ι. Χρυσόστομος, ως άλλος Πέτρος: «έτοιμοι γίνεσθε προς απολογίαν παντί τω αιτούντι υμάς λόγον περί της εν υμίν ελπίδος» Δεν είναι τυχαίο το γεγονός, ότι σήμερα ζούμε σ’ ένα κλίμα, το οποίο καλλιεργεί όχι υπαρξιακά και σωτηριολογικά, αλλά ευσεβιστικά και ηθικά την έννοια της λατρείας και του δόγματος. Αυτή όμως η διδασκαλία του λόγου είναι μια ολόκληρη τέχνη, μια τέχνη, την οποία πρέπει να κατέχει ο ιερεύς και ως προς την καλλιέργεια των πιστών. Μια τέχνη, που πρέπει πάντα να έχει ως σκοπό την πνευματική ωφέλεια και καταρτισμό του πληρώματος της Εκκλησίας. «Το δε της ποιμαντικής κέρδος εις άπαντα διαβαίνει τον λαόν». Αυτός που φροντίζει για την προσωπική και ηθική του κατάρτιση ωφελεί μόνο τον εαυτό του. Η κατάρτιση, όμως, του ποιμένα, ως απόκτημα, προσφέρεται σε όλο τον λαό.
Μέσα όμως στην ποιμαντική ευθύνη του ιερέως θα περιλάβουμε και την προσευχή του για το ποίμνιο. Μια προσευχή ζωντανή, που ενισχύει τον ίδιο στο δύσκολο ποιμαντικό του έργο, αλλά συνοδεύει και το ποίμνιο που του ανέθεσε ο Θεός, καθιστώντας τον ποιμένα λογικών προβάτων. Και προσεύχεται, όχι μόνο στην δημόσια προσευχή και λατρεία, αλλά και στην ιδιαίτερή του προσευχή για ειρήνη, αφθονία αγαθών και απαλλαγή κάθε ανθρώπου από τα κακά που τον ενοχλούν. Προσεύχεται για όλη την οικουμένη, όλο τον κόσμο και ιδιαίτερα για τις ανάγκες του Λαού του Θεού.
Η σχέση αυτή, δηλαδή Πνευματικού Πατέρα και Μέλους της Εκκλησίας, δεν είναι δίπλευρη, αλλά τριγωνική, επειδή πέρα από τον Ποιμένα και τον Ποιμαινόμενο, υπάρχει το τρίτο μέλος, ο Θεός και ο Ποιμένας ως συν-υπηρέτης του ζώντος Τριαδικού Θεού, γίνεται οδηγός και σύντροφος στο ταξίδι κάθε ψυχής αρκεί να είναι σύμμορφος και συντονισμένος στον Παράκλητο, τον μόνο αληθινό Πνευματικό Οδηγό, με όλη τη σημασία της λέξης που είναι το Άγ. Πνεύμα .
Στο έργο μας, Πατέρες, χρειάζεται μεγάλη τέχνη στο πως να πλησιάσει ο ποιμένας τον πιστό, πως να τον παραμυθήσει, να τον διδάξει ακόμα και πως να τον επιτιμήσει και να τον θεραπεύσει. Τι μέσα μπορεί και πρέπει να χρησιμοποιεί στην ποιμαντική του διακονία. Το πρώτο η προσευχή προς τον κάθε ένα, η μνημόνευση των ονομάτων στην Αγ. Πρόθεση και στο ύψιστο Μυστήριο, τη Θ. Λειτουργία. Η μνημόνευση των ονομάτων των πνευματικών τέκνων ενός εκάστου ξεχωριστά στην Αγ. Πρόθεση, πριν τη Θ. Λειτουργία, δείχνει την εναπόθεση εν τέλει της ζωής και της ψυχής μας στον Θεό και αφού εναποθέσει κανείς στα χέρια του Θεού την προσπάθειά του, τότε θα μπορέσει να γνωρίσει και να αποκτήσει καρπούς αγαθούς. Προϋπόθεση της παιδαγωγικής ποιμαντικής μας είναι η διάκριση. Και όπως οι Πατέρες την αναφέρουν ως την βασίλισσα των αρετών, το στέμμα των αρετών. Και ο κάθε πιστός πρέπει να πλησιάζεται με αγάπη και διάκριση.
Αρχικά πλησιάζουμε τον άνθρωπο με αγάπη, η οποία κατά πολύ μπορεί να συμβάλει στη διόρθωση του ανθρώπου, αλλά πάντοτε μέσα στην ελευθερία του. Δεν μπορούμε ούτε με τον εκφοβισμό ούτε και με την βία να θεραπεύσουμε τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος, στολισμένος με τα δώρα του Θεού, έχει την ελευθερία της βουλήσεώς του. Ελευθερία που σεβάσθηκε και πάντα σέβεται ο Θεός ακόμα και όταν τον έβλεπε να προχωρεί προς την πτώση και την αυτοκαταστροφή μέσα στον Παράδεισο της τρυφής. Ο Θεός στεφανώνει αυτούς που απέχουν από την αμαρτία, όχι εξ ανάγκης, αλλά εκ διαθέσεως. «Ου τους ανάγκη της κακίας απεχομένους, αλλά τους προαιρέσει ταύτης απεχομένους στεφανούντος του Θεού». Αυτή την ελευθερία πρέπει να σεβόμαστε οι ποιμένες και να προσπαθούμε να πείσουμε για την ωφέλεια τον άνθρωπο. Πόση ζημιά μπορεί να κάνει ένας ευλαβής στο φρόνημα ποιμένας, όταν, στην προσπάθειά του να θεραπεύσει τον άνθρωπο χωρίς διάκριση, τον σπρώχνει στην αντίδραση με αποτέλεσμα να φεύγει ακόμα πιο μακριά; Η όλη πορεία μας δεν αποβλέπει απλά σε μια κοινωνική επίλυση των προβλημάτων των ανθρώπων, αλλά βλέπει τον άνθρωπο ως πρόσωπο. Μια μονόπλευρη κοινωνική αντιμετώπιση της ποιμαντικής μας θα έδειχνε σαφή άγνοια της βαθειάς, ένθεης εμπειρίας της Εκκλησίας για τον άνθρωπο και την πορεία του, για τον ποιμαινόμενο και τον ίδιο τον ποιμένα, που γίνεται ο μάρτυρας του θαύματος της ζωντανής παρουσίας του Θεού στη ζωή του, αλλά και στη ζωή των πιστών του. Βλέπει τον Θεό να ενεργεί ανάλογα με την προαίρεση της κάθε ψυχής, συμμετέχει στον πόνο, στην αγωνία, στην αναστάτωση, στην αμφιβολία, στην ασθένεια.
Πατέρες, Ο κάθε ένας από εμάς είναι στρατιώτης του Βασιλέα Χριστού, είναι γεωργός για την σπορά του θείου λόγου, είναι ποιμένας για τους αμέτρητους κόπους και συνεχείς κινδύνους του ποιμνίου του. Ο πρώτος, που αληθινά οικονομεί η πρόνοια του Θεού να ωφελείται είναι ο ποιμένας. Ο πρώτος, που συμμετέχει στη χαρά μαζί με τους Αγγέλους, είναι ο ποιμένας και ο πιστός Λαός του Θεού μέσα από αυτήν την ένθεη ποιμαντική προσέγγιση και διακονία στερεώνεται και ζει μέσα στην Εκκλησία του Χριστού την αληθινή σταυρική αγάπη του Θεού που σταυρώνεται, αλλά δεν σταυρώνει, θυσιάζεται και δεν θυσιάζει με τον άτεγκτο νομικισμό, αγάπη που κατεβαίνει στα βάθη του Άδη, για να αναστήσει τον κάθε άνθρωπο και να τον ενώσει εν τέλει με την όντως ζωή που είναι ο Χριστός. Η Εκκλησία δεν μας προτρέπει μεν να χαϊδεύουμε μόνο τα αυτιά των ανθρώπων, αλλά να χειριζόμαστε όμως τις ψυχές τους, ιδιαίτερα στις μέρες μας ως εύθραυστα αγγεία Σε μια εποχή κατά την οποία οι άνθρωποι αγωνίζονται να επιβιώσουν ατομικά, εμείς καλούμαστε να σταθούμε κοντά τους, να τους εμπνεύσουμε, να τους καταθέσουμε ότι η Εκκλησία είναι κληρονόμος μιας άλλης προτάσεως ολοκληρωτικής ζωής, αφού «ανέστη Χριστός και ζωή πολιτεύεται», να τους οδηγήσουμε σε δρόμους, οδούς -νομάς σωτηρίους, σε βίο αγαπητικό, ειρηνικό, αξιοπρεπή, ελεύθερο, για να γίνουν« πραότεροι προς διόρθωσιν, στους πόνους μακροθυμότεροι, θερμότεροι στην αγάπην, προς γνώσιν αγχινούστεροι προθυμότεροι στην υπακοή, οξύτεροι στην των χαρισμάτων ενέργεια»
«Είδομεν το φως το αληθινόν, ελάβομεν Πνεύμα επουράνιον, εύρομεν πίστιν αληθή, αδιαίρετον Τριάδα προσκυνούμεν…». Αυτός ο επινίκιος ύμνος, που μας καλεί να εργασθούμε για την είσοδο και την παρουσία της Βασιλείας του Θεού στον κόσμο, είναι μετά την Θ. Λειτουργία η δύναμη και η απαντοχή μας, η ελπίδα και το στήριγμά μας, ο πρωτοχριστιανικός ενθουσιασμός και η προσδοκία της Ημέρας του Κυρίου.
Πατέρες και Αδελφοί μου Σας ευχαριστώ από την καρδιά μου που μου δώσατε την ευκαιρία και την εμπειρία να μοιρασθώ μαζί σας αυτούς τους προβληματισμούς, για την αγάπη και την υπομονή σας να αφουγκρασθείτε αυτές τις ταπεινές πατριαρχικές και ποιμαντικές σκέψεις μου.
Καλή είσοδο όλων μας στην Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή».
ΑΜΗΝ.
Πηγή Ενοριακό Φυλλάδιο 10 και 17 Μαρ 24