ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΑ
Παν. Παναγιωτόπουλου, Επιτ. Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου
Ο Εμμανουήλ Λυκούδης (1849-1925), στο διήγημά του με τίτλο «Ο απόστρατος μουσικός», στα τέλη του 19ου αιώνα (το διήγημα γράφτηκε το έτος 1893) καταπιάνεται με το φλέγον την εποχή εκείνη –αλλά και πάντα- ζήτημα της απόλυτης φτώχειας και της συναφούς ελεημοσύνης και φιλανθρωπίας προς τον πάσχοντα και δεινώς διερχόμενο τις μέρες του συνάνθρωπό μας.
Πρέπει να σημειωθεί ότι το διήγημα συμπεριελήφθη σε ανθολογία με τίτλο «Ελληνικά Διηγήματα», που εκδόθηκε από το Βιβλιοπωλείον και Τυπογραφείον της Εστίας, το έτος 1896.
Στο εν λόγω διήγημα, ο συγγραφέας ψέγει ανηλεώς τους ποιούντες ελεημοσύνη έμπροσθεν των ανθρώπων, μόνο και μόνο για να επιδειχθούν και να εισπράξουν επαίνους και χειροκροτήματα.
Με κραυγή αγωνίας, μπροστά στη συμφορά «που πλακώνει αναιτίως τις ψυχές» των ηρώων του, αναζητά την Φιλανθρωπία, την οποία «μαλώνει» γιατί δεν «εξετρύπωσε» αμέσως την συμφορά και δεν ήλθε αρωγός της και «δεν έτρεξε να την ανακουφίση». Και όχι μόνο αυτήν την συμφορά του διηγήματος, αλλά και τόσες άλλες χιλιάδες συμφορές, ίσως και πιο άγριες.
Και με θαυμάσιο τρόπο γράφει, ότι «αυτή η μεγάλη και εξευγενισμένη κυρία, η Φιλανθρωπία, τι τα θέλετε, τρέχει με λαντώ, με αμαξάδες και λακέδες χρυσογάλονους» και που να ξεπεζέψει η καημένη μέσα «στο βούρκο, στα ανήλια στενόδρομα, που στενάζει η πείνα, που τουρτουρίζει η γδύμνια, θα λερώση δίχως άλλο τα ωραία της μποτίνια»!
Αμέσως δε μετά, με τον ίδιο οξύ και καυστικό τρόπο, τονίζει ότι όχι ότι δεν υπάρχουν εν Αθήναις «φιλανθρωπικοί σύλλογοι, ελεήμονες όμιλοι, φιλεύσπλαχνα σωματεία, με ωραία, τέλεια καταστατικά, με τους προέδρους, τους αντιπροέδρους (καμμιά φορά πρώτο και δεύτερο) με γραμματείς γενικούς, ειδικούς, ειδικώτερους, με ταμίας, προ πάντων με ταμίας, και έναν κόσμο συμβούλους», αλλά που να τρέξουν όλοι αυτοί με τα καθαρά ωραία ενδύματά των στις τρώγλες, στις μπαράγκες και τα χαμόσπιτα των δυστυχισμένων.
Άσε, συνεχίζει ο συγγραφέας, που οι κάθε είδους ενέργειες των «φιλανθρώπων» πρέπει να εξυμνούνται από τον τύπο: «Η κυρία Α, πρόεδρος του συλλόγου της Ελεημοσύνης, σήμερα ωμίλησεν εν πλήθοντι ακροατηρίω κ.λπ.», «Συνεδρίασαν σήμερον αι Αρωγοί των Αποκλήρων.
Κατόπιν μετέβησαν εις τας φυλακάς, όπου η κυρία Β ταμίας διένειμεν εις τους ατυχείς καταδίκους αργυροποικίλτους εικόνας του Σωτήρος, ενώ ο ελλόγιμος κ.λπ. ανέπτυξε κ.λπ.».
Και πρέπει και ο τύπος και όλη η κοιωνία να γνωρίζει τους «συγκινητικούς τίτλους των φιλανθρώπων»: Αι κόραι της Αγίας Ελεούσης, αι Δούλαι της Θεοτόκου, αι Οπαδοί της Αγίας Μαγδαληνής ! Και με όλα αυτά, στ’ αλήθεια, πόση ευγνωμοσύνη πρέπει να χρωστάη η Φιλανθρωπία, «με τους ατελείωτους ωραίους τίτλους, εις τους πεινώντας και διψώντας, εις τους εν φυλακή, εις τους ανιάτους, εις τα ορφανά!».
Και ενώ ο διηγηματογράφος μας διαβάζει σε εφημερίδα α) για μια δυστυχή χήρα που έβαλε τέρμα στη ζωή της ανήμερα το Πάσχα, επειδή εστερείτο και ολίγου άρτου για να θρέψει τα παιδιά της, β) για έναν δημοδιδάσκαλο που πέθανε μια χειμωνιάτικη νύχτα από ασιτία και γ) για έναν γέροντα οδοκαθαριστή που ομοίως πέθανε από ασιτία, μονολογεί ότι αυτές οι ειδήσεις «τον έκαναν να βάλει ολίγο νερό στο κρασί του ενθουσιασμού του για τη Φιλανθρωπία». Και εξηγείται:
«Όχι πως δεν την βρίσκω πάντοτε ωραία. Θεός φυλάξοι! Φορεί με ζηλευτή χάρι το καπέλο της», το ωραίο ταγιέρ, τις πέρλες, τις πασμίνες, τα γάντια κλπ και δείχνει «σαν τη βασίλισσα Μαργκώ», και «όταν μια μέρα πέρασε από μπρός μου περήφανη η Φιλανθρωπία και μ’ έπνιξε σ’ έναν ποταμό από τη μυρωδιά του συρμού, το μόσκο, που φτάνει να σκοτώση από ασφυξία πεντακόσια βώδια», τότε φυτεύτηκε στην καρδιά του μια υποψία: Μήπως τάχα αυτή η Κυρία δεν είναι πραγματικά η Φιλανθρωπία και «μήπως είναι καμμία άλλη κυρία, μπλαζέ, που έτσι από καπρίτσιο, για να διασκεδάση την πλήξι της επήρε το όνομά της;»
Και από τότε «με τρώει αυτό το σαράκι, και όλο ζητώ γύρω μου, την ταπεινή, την πονόψυχη, την αληθινή Φιλανθρωπία, την ελεημοσύη την κρυφή, όπου κρύβει σαν κακούργημα την αρετή της, και όπου, καθώς η μυστική αστυνομία το έγκλημα, αναζητάει κι αυτή παντού την άφωνη, τη πραγματική, την αληθινή δυστυχία, για να την ανακουφίση».
Και φωνάζει ο ποιητής-συγγραφέας από τα βάθη του 19ου αιώνα μέχρι τα σήμερα, και μαζί του και εμείς οι σημερινοί συμπαροδίτες: «Ζητώ την αληθινή Ελεημοσύνη, τη γνήσια κόρη του Χριστού». Γένοιτο !