ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ: «ΑΠΟΤΥΧΑΜΕ ΟΠΟΥ ΥΙΟΘΕΤΗΣΑΜΕ ΞΕΝΑ ΠΡΟΤΥΠΑ»
Του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου Β’
Ἡ συμπλήρωση ἐπετείων καὶ μάλιστα τῆς τάξεως πεντηκονταετίας ἀποτελεῖ ἀδιαμφισβήτητα εὐκαιρία ἀναστοχασμοῦ πεπραγμένων ὡς πρὸς τὸ διαρρεῦσαν παρελθόν, ἀλλὰ καὶ θέσεως στόχων γιὰ τὸ μέλλον.
Ἡ συμπλήρωση πεντηκονταετίας ( 1974 – 2024 ) ἀπὸ τὴν ἀποκατάσταση τοῦ κοινοβουλευτισμοῦ καὶ τῆς δημοκρατίας στὴν Πατρίδα μας ἀποτελεῖ δίχως ἄλλο ἐξαιρετικὴ εὐκαιρία καὶ ὑποχρέωση ἀναστοχασμοῦ μας ἀτομικοῦ καὶ συλλογικοῦ, μὲ αἴσθηση καλοπροαίρετης καὶ ἐμπεριστατωμένης κριτικῆς, ἀλλὰ καὶ αὐτοκριτικῆς, πάντοτε δύσκολης, ἀλλὰ καὶ πάντοτε τόσο ἀναγκαίας γιὰ νὰ προοδεύσουμε. Χωρὶς ἀναγνώριση λαθῶν, ἐλλείψεων καὶ ἀποτυχιῶν, ἀναζήτηση αἰτιῶν, θέση στόχων γιὰ τὸ ἐφ’ ἑξῆς δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπιτευχθεῖ ἡ ἐπιθυμητὴ πρόοδός μας.
Κατ’ ἀρχάς, μία σύντομη καὶ «ἐπιλεκτικὴ» ἀποτίμηση: Ἡ Μεταπολίτευση ὑπῆρξε μία σημαντικὴ περίοδος καὶ σαφῶς ἡ δημοκρατικότερη καὶ ὁμαλότερη περίοδος σύνολης τῆς πολιτικῆς ἱστορίας τῆς Πατρίδας μας (χωρὶς μείζονες πολεμικὲς συρράξεις, στρατιωτικὰ κινήματα, μείζονες συγκρούσεις, διαιρέσεις, διχασμούς, μὲ οἰκονομικὴ εὐημερία καὶ πρόοδο).
Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἡ διάχυτη καὶ ἀδιαμφισβήτητη πολιτισμικὴ παρακμή, ὁ ὑλιστικός καὶ ὑπέρμετρος δικαιωματισμός τῶν τελευταίων δεκαετιῶν, ἀλλὰ καὶ ἡ οἰκονομικὴ χρεοκοπία τῆς Χώρας (ὡς ἀπόρροια πνευματικῆς καὶ ἀξιακῆς κρίσης καὶ θεσμικῶν ἀνεπαρκειῶν), ἀποτελοῦν, δυστυχῶς, στίγμα στὴν Ἱστορία τῆς Μεταπολίτευσης. Ἡ πολιτισμικὴ παρακμή, ἡ πνευματικὴ καὶ ἀξιακὴ κρίση (ἐξωγενὴς καὶ ἐνδογενής) καὶ ἡ οἰκονομικὴ χρεοκοπία καταδεικνύουν ὅτι χωρὶς πνευματικὲς καὶ ἠθικὲς ἀξίες δὲν εἶναι δυνατὴ πραγματικὴ πρόοδος.
Ἐπίσης, ἡ «εὐημερία» καὶ δὴ ἡ ὑλικοκρατικὴ δὲν ἀρκεῖ ἀπὸ μόνη της γιὰ νὰ ἐμπνεύσει ἕνα Λαὸ νὰ ἐπιτύχει συνολικά.
Μήπως ἀποτύχαμε; Ὑπάρχουν σήμερα σημαντικὰ προβλήματα σὲ διαφόρους τομεῖς: πολιτικῆς (ποιότητα πολιτικοῦ λόγου καὶ συμπεριφορᾶς, διαφάνεια, ἀξιοκρατία), θεσμῶν (θεσμικῆς ἐπάρκειας καὶ ἀποτελεσματικότητας), οἰκονομίας (ἀντιμετώπισης τῶν οἰκονομικῶν ἀνισοτήτων, ὑπερσυγκέντρωσης πλούτου, φορολογικῆς δικαιοσύνης, συμφεροντολογικῆς συντεχνειακῆς νοοτροπίας), ἐξωτερικῆς πολιτικῆς καὶ ἄμυνας (Κυπριακό, ἑλληνοτουρκικά, ἐθνικὰ θέματα), κοινωνικῆς πολιτικῆς (κοινωνικὴ δικαιοσύνη, μεταναστευτικό, πληθυσμιακὴ καὶ πολιτιστικὴ συνοχή), παιδείας (προσανατολισμός, ταυτότητα, ποιότητα), ὑγείας (πρόσβασης σὲ ὑπηρεσίες ὑγείας), περιβάλλοντος (περιβαλλοντικῆς προστασίας, πολεοδομικῆς ἰσορροπίας), πολιτισμοῦ (πολιτιστικῆς ποιότητας), δικαιοσύνης (ἀπονομὴ δικαιοσύνης) καὶ ἀσφάλειας (ἐγκληματικότητα).
Ἡ αἰτιολογία τῶν ἀστοχιῶν εἶναι πολυπαραγοντική, ἐνδογενὴς καὶ ἐξωγενής, ἀλλὰ σίγουρα πνευματική, ἀξιακή, πολιτισμική καὶ θεσμική (ἀνεπάρκεια θεσμῶν καὶ διαδικασιῶν, ἀδιαφάνεια, κομματοκρατία).
Ὑπερέχει πολλὲς φορὲς τὸ ἀτομικὸ ἐγὼ καὶ τὸ συντεχνειακὸ καὶ τοπικιστικὸ συμφέρον εἰς βάρος τοῦ συλλογικοῦ καὶ καθολικοῦ ὀφέλους.
Εἰδικότερα, ὡς πρὸς τὴν Ἐκκλησία: Ἡ Μεταπολίτευση ὑπῆρξε καὶ γιὰ τὴν Ἐκκλησία ἡ «ὁμαλότερη» περίοδος τῆς σύγχρονης ἐκκλησιαστικῆς πραγματικότητας (ἂν καὶ ὄχι πάντοτε ἀνέφελη). Ἡ Ἐκκλησία «ἐπέτυχε» ὣς ἕνα βαθμό – ἀτελῶς ἀκόμη – τὴ διασφάλισή Της ἀπὸ τὴν κρατικὴ αὐθαιρεσία, τὶς συνεχεῖς κρατικὲς ἐπεμβάσεις στὰ ἐσωτερικά Της, τὶς συνεχεῖς ἀπαλλοτριώσεις, ἄνευ τιμήματος ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, τὴν γενικότερη ἐπιβολὴ τοῦ Κράτους ἐπὶ τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐν πολλοῖς, ἡ Μεταπολίτευση σήμανε τὸ «τέλος» (ἔστω ἐν μέρει) τῆς «Βαβυλώνειας αἰχμαλωσίας» τῆς Ἐκκλησίας στὸ Κράτος. Τὸ Σύνταγμα τοῦ 1975 ἀναγνωρίζει – ἐπὶ τῇ βάσει διαφόρων ἀντικειμενικῶν λόγων – τὴν Ὀρθοδοξία (Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος) ὡς «ἐπικρατοῦσα» (Προοίμιο, Ἄρθρο 3, Καταστατικὸς Χάρτης τῆς ΕτΕ, θεωρία καὶ νομολογία κλπ.), ἐγγυᾶται, ὅμως, τὴν θρησκευτικὴ ἐλευθερία (Ἄρθρο 13, Νόμος 2014, θεωρία καὶ νομολογία κλπ.).
Ἡ Ἐκκλησία δὲν ἐπιδιώκει τὴν ἐπιβολὴ τῆς θεολογίας, τῆς ἀνθρωπολογίας, ἐν γένει τῆς κοσμοθεωρίας Της, «διὰ τῆς βίας» ἢ διὰ τοῦ ψεύδους, διότι εἶναι ὁ φορέας, ὁ κάτοχος τῆς πραγματικῆς θεοσδότου Ἐλευθερίας καὶ Ἀλήθειας, ἡ ὁποία δὲν ἐπιβάλλεται, ἀλλὰ προβάλλεται ὡς «φῶς ἀληθινὸν» καὶ ὡς «ὕδωρ ζῶν» γιὰ ὅσους θέλουν νὰ δοῦν καὶ νὰ ξεδιψάσουν.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἡ ὅποια ἀποτυχία τῆς Μεταπολίτευσης καὶ ἡ μερικὴ ἐπιτυχία της μπορεῖ νὰ συμπυκνωθεῖ μεταξὺ ἄλλων στὸ ἑξῆς : Ἀντὶ νὰ ἐπενδύσουμε στὴν συνεργασία Πολιτείας καί Ἐκκλησίας με ὅρους «συναλληλίας», ὅπως ὁρίζει ἡ ἑλληνικὴ καὶ ὀρθόδοξη παράδοσή μας, ἡ κοινωνικὴ πραγματικότητα, οἱ κοινωνικὲς ἀνάγκες, ἐξαντλήσαμε τὴν ἐνέργειά μας σὲ ἀλυσιτελεῖς καὶ ἀτελέσφορες μάχες περὶ «διαχωρισμοῦ Κράτους καὶ Ἐκκλησίας», ἐκτὸς τῆς παραδόσεώς μας καὶ χωρὶς νὰ ὑπάρχει οὐσιαστικὰ ἀποχρῶν πρὸς αὐτὸ λόγος, μιμούμενοι ἐν πολλοῖς ξένα ἑρμηνευτικὰ σχήματα καὶ ξένα προτάγματα καὶ πρότυπα, τὰ ὁποῖα δὲν ἀντέχουν τὴν βάσανο μιᾶς ἀντικειμενικῆς ἱστορικῆς ἀνάλυσης τῶν ἑλληνικῶν ἱστορικῶν δεδομένων, πραγματικοτήτων καὶ ἀναγκαιοτήτων.
Ἡ ἐπένδυση στὴν ἐλευθερία, στὸν φιλελευθερισμὸ καὶ στὸ εὐρωπαϊκὸ ὅραμα δὲν ἀξιοποίησε οὐσιαστικὰ καὶ ἀποτελεσματικὰ τὸ ἀρχαιοελληνικὸ πρόταγμα τῆς προτεραιότητας τῆς ἠθικῆς ἔναντι τῆς πολιτικῆς, καθὼς καὶ τὸ χριστιανικὸ πρόταγμα τοῦ συνδυασμοῦ τῆς πνευματικότητος, τῆς φιλελευθερίας καὶ τῆς κοινωνικῆς δικαιοσύνης, πού θὰ μποροῦσε νὰ ἀποτελέσει πρότυπο συνεργασίας Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας, σαφῶς πολὺ πιὸ ἐπιτυχημένο ἀπὸ τὸ γερμανικὸ / σκανδιναβικὸ / ἰταλικὸ καὶ τὸ βρεταννικὸ σύστημα καὶ τὸ ὁποῖο θὰ ἔδινε ἕνα συγκριτικὸ πλεονέκτημα τοῦ διαχρονικοῦ Ἕλληνος πολιτικοῦ λόγου ἐπὶ τῶν θεμάτων αὐτῶν.
Ὁ συνδυασμὸς παράδοσης, πνευματικότητας καὶ κοινωνικῆς δικαιοσύνης θὰ ἦταν τὸ πρότυπο, τὸ ὁποῖο θὰ μποροῦσε νὰ μᾶς προστατεύσει ἀποτελεσματικὰ ἀπὸ τὰ διάφορα «ἄκρα»: τὸ «ἄκρο» τῶν θρησκευτικοπολιτικῶν ταλιμπανισμῶν ἀφ’ ἑνός, καὶ τὸ «ἄκρο» τῶν πολιτικοθρησκευτικῶν μηδενισμῶν, ἀλλὰ καὶ τὸ «ἄκρο» τῆς ἠθικῆς ἔκλυσης καὶ παρακμῆς.
Ἡ Ἐκκλησία ἀπαιτεῖ νὰ συμμετέχει στὸν εὐρύτερο κοινωνικὸ διάλογο μὲ τοὺς λοιποὺς συμμετέχοντες (θεσμούς, κοινωνία τῶν πολιτῶν), ὅπως ἐπιτάσσει ὁ δημοκρατικὸς διάλογος, καὶ ὄχι νὰ περιφρονεῖται ἢ νὰ ἀποκλείεται, ἐπειδὴ δὲν «ἀρέσει» ὁ λόγος Της.
Ἡ Ἐκκλησία ζεῖ «συνοδικῶς», ἐμπνεόμενη ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἀφουγκραζόμενη τὸν Λαό. Χαίρεται νὰ ἀπολαμβάνει κάθε γνήσια ἔκφραση δημοκρατικότητας, ἡ ὁποία ἀναδεικνύει κάθε θεμελιώδη καὶ ἀπαράβατη ἀνθρώπινη ἀξία. Τὸ μήνυμα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι μήνυμα σωτηρίας, «μεταφυσικῆς καὶ φυσικῆς», δηλαδὴ «ψυχικῆς ὑγείας, θεραπείας καὶ ἰσορροπίας», μήνυμα ἐλπίδας ὅτι ὁ θάνατος, ὁ φυσικός, ὁ σωματικὸς καὶ κυρίως ὁ πνευματικός, δὲν ἔχει τὸν τελευταῖο λόγο στὴν Ἱστορία τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν λαῶν, διότι ὁ Θεάνθρωπος Χριστὸς «ἐξῆλθε νικῶν καὶ ἵνα νικήσῃ» (Ἀποκ. 6.2).
Τί στόχους θα θέσουμε γιὰ τὸ μέλλον; Θὰ ὑπογραμμίσω μερικούς: Ἡ δημιουργία μιᾶς εὐνομούμενης Πολιτείας καὶ μιᾶς ὑγιοῦς Κοινωνίας, χωρὶς ὑλιστικὴ μονομέρεια μὲ πνευματικὲς καὶ πολιτισμικὲς ἀναφορές, μὲ ἐθνικὸ ὅραμα μιᾶς ὁλιστικῆς καὶ ὄχι μονάχα ὑλιστικῆς προόδου· ἡ βελτίωση τῆς ποιότητας τῆς δημοκρατίας μας, ἡ ὁποία ὀφείλει νὰ μὴν περιορίζεται στὴν ἁπλὴ ἐπιτέλεση ἐκλογῶν καὶ ἐναλλαγὴ κυβερνήσεων, ἀλλὰ νὰ ἐμβαθύνει σὲ οὐσιαστικὰ ζητήματα δημοκρατίας μέ διάλογο, χωρίς ἀποκλεισμούς· ἡ ἐμπέδωση ἑνὸς οὐσιαστικοῦ κράτους δικαίου· ἡ ἄμεση ἀντιμετώπιση τοῦ δημογραφικοῦ (τόσον ὡς πρὸς τὴν πραγματικὴ αἰτιολογία του ὅσο καὶ ὡς πρὸς τὴν «θεραπεία» του) καὶ ὄχι μονάχα ἡ οἰκονομιστικὴ προσέγγισή του· ἡ ἀποτελεσματικὴ διαχείριση τοῦ προσφυγικοῦ καὶ μεταναστευτικοῦ καὶ ἡ διαφύλαξη τῆς πολυδιάστατης κοινωνικῆς συνοχῆς· ἡ βελτίωση τῆς παιδείας σὲ ὅλες τὶς βαθμίδες καὶ κυρίως στὴν πρωτοβάθμια καὶ δευτεροβάθμια καὶ ὄχι μονάχα στὴν τριτοβάθμια, ὅπου παρατηρεῖται μία ὑπερβολικὴ ἔμφαση· ἡ διάσωση τῆς ἱστορικῆς ἐθνικῆς μνήμης μας· ἡ ἀντιμετώπιση τοῦ ἐξ Ἀνατολῶν (καὶ ἐκ Βορρᾶ;) ἀναθεωρητισμοῦ καὶ ἐπεκτατισμοῦ («γαλάζια πατρίδα» κλπ.), ἡ προστασία τῆς μαρτυρικῆς Κύπρου καὶ τὸ τέλος τῆς ξενικῆς κατοχῆς της (φέτος συμπληρώνονται 50 χρόνια ἀπὸ τὴν τουρκικὴ εἰσβολή), ἡ ἐμπέδωση πραγματικῶν καὶ εἰλικρινῶν σχέσεων φιλίας καὶ καλῆς γειτονίας μὲ τὶς ὅμορες χῶρες, μὲ συνεργασία καὶ ἐντιμότητα· ἡ ἐπωφελὴς συμμετοχή μας στὴν Ε.Ε., χωρὶς συμπλεγματισμό· ἡ βιώσιμη ἀνάπτυξη μὲ σεβασμὸ στὸ περιβάλλον καὶ στὸν τόπο μας χωρὶς ὑπερβολὲς καὶ ἀπληστία. Πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτὴ σημαντικὴ εἶναι ἡ λειτουργία τοῦ κράτους καὶ τῶν μηχανισμῶν του, ἀλλὰ καὶ τῆς δικαιοσύνης, καθὼς καὶ ὁ ρόλος τῶν Μ.Μ.Ε. καὶ τῶν προτύπων, ποὺ αὐτά προβάλλουν.
Χρειαζόμαστε αὐτοπεποίθηση, ἀνακάλυψη τῆς συλλογικότητας καὶ τῆς συνεργατικότητας, παραμέριση τοῦ «ἐγὼ» (τοῦ ἐγωισμοῦ) καὶ ἀνάδειξη τοῦ «ἐμεῖς», ὁμόνοια καὶ σεβασμό. Ἡ ἐποχή μας χρειάζεται ἠθική, καὶ μάλιστα θεολογικὴ ἠθική, ὄχι μόνον ἀπὸ τοὺς κυβερνῶντες, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς κυβερνωμένους· ὁ θεῖος νόμος ἐλέγχει κάθε ἀνθρώπινη ἐνέργεια καὶ νομιμότητα.
Ἡ ἐπίτευξη τῶν στόχων ἀπαιτεῖ σχεδιασμὸ καὶ συγκεκριμένα καὶ ὑλοποιήσιμα μέτρα ποὺ θὰ ἐπιτύχουν τὴν πραγματοποίησή τους, ἡ ὁποία ἐναπόκειται κυρίως στὴν νέα γενιά, ἡ ὁποία θὰ πρέπει νὰ ἐπιδείξει ἕνα διαφορετικὸ ἠθικὸ παράδειγμα ἀπὸ τὸ μέχρι τώρα γιὰ νὰ τοὺς ἐπιτύχει.
Εἰδικότερα ὡς πρὸς τὴν Ἐκκλησία: Στόχος εἶναι ἡ πνευματικὴ καὶ ἠθικὴ ἀναγέννηση τοῦ ἑλληνικοῦ Λαοῦ καὶ ὁ ἀναβαπτισμός του στὰ νάματα τῆς Πίστεώς μας· ἡ προβολὴ τοῦ πλούτου τῆς Ὀρθοδοξίας στοὺς ἐγγὺς καὶ στοὺς μακράν, στοὺς συναθρώπους μας, ἀσχέτως προέλευσης, ὡς ἐλευθέρα ἐπιλογή «φωτὸς» καὶ «ὕδατος ζῶντος»· ἡ ἐπίτευξη δηλαδή πραγματικῆς συναλληλίας μεταξὺ Πολιτείας καὶ Ἐκκλησίας μὲ τὴν ἀναγκαία ἐμπέδωση εἰλικρινοῦς σεβασμοῦ τῆς Πολιτείας πρὸς τὴν Ἐκκλησία.
Ἄς ἐλπίσουμε ὅτι ἡ Ἑλλάδα καί οἱ Ἕλληνες, θά ἐγκολπωθοῦμε τά θετικά καί θά θεραπεύσουμε τά ἀρνητικά τῆς μεταπολιτευτικῆς ἱστορίας μας.
Μέ εὐχές
Ο ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
«Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν, καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι» (Μάρκ. 8.34).
«Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή” (Ἰω. 14 6)
«Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος. Οὗτος ἦν ἐν ἀρχῇ πρὸς τὸν Θεόν. Πάντα δι᾿ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἓν ὃ γέγονεν. Ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν, καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων. Καὶ τὸ φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει» (Ἰω. 1.1-5).
«Μεσούσης παραγέγονας, τῆς ἑορτῆς φιλάνθρωπε, ἐν ἱερῷ καὶ ἐλάλεις· Οἱ δίψης ἔμπλεοι πρός με, ἔλθετε καὶ ἀρύσασθε, ὕδωρ ζῶν καὶ ἁλλόμενον, δι’ οὗ τρυφῆς καὶ χάριτος, ζωῆς τε τῆς ἀθανάτου, ἐπαπολαύσετε πάντες» (Ἐξαποστειλάριον τῆς Μεσοπεντηκοστῆς).
Κατὰ τὸ ἁγιογραφικό: «Πολλοὶ οὖν ἀκούσαντες ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ εἶπον· σκληρός ἐστιν οὗτος ὁ λόγος· τίς δύναται αὐτοῦ ἀκούειν;» (Ἰω. 6.60). Καὶ στὴν ἐρώτηση τοῦ Κυρίου πρὸς τοὺς Ἀποστόλους: «μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε ὑπάγειν;» οἱ Ἀπόστολοι μέσῳ τοῦ Πέτρου ἀπάντησαν: «Κύριε, πρὸς τίνα ἀπελευσόμεθα; ῥήματα ζωῆς αἰωνίου ἔχεις· καὶ ἡμεῖς πεπιστεύκαμεν καὶ ἐγνώκαμεν ὅτι σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος» (Ἰω. 6.67-69).