ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΕΙΡΑ ΤΩΝ ΟΚΤΩ ΚΑΤΗΧΗΤΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ
«ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΔΙΑ ΤΗΣ Θ. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ»
9 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2024
† ΑΡΧΙΜ. ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΚΑΤΡΑΜΑΔΟΥ
Α΄ ΜΑΘΗΜΑ
Μετά την ανάληψη του Κυρίου, ήρθε η μέρα της Πεντηκοστής οπότε ξεκινά η δράση του Αγίου Πνεύματος στον κόσμο μας. Ο Παράκλητος, το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, το Άγιο Πνεύμα είναι πλέον το ενεργούν τα πάντα, η ζωοποιός χάρις του Οποίου μας οδηγεί προς τη Βασιλεία των Ουρανών. Αυτό επιτυγχάνεται δια μέσου των Μυστηρίων της Εκκλησίας μας τα οποία αποβλέπουν στην αναγέννηση και τη σωτηρία μας. Χωρίς αυτά είναι αδύνατον να σωθεί ο άνθρωπος. Απαραίτητη προϋπόθεση για την είσοδο του ανθρώπου στην Εκκλησία, είναι η συμμετοχή του στα ιερά της Μυστήρια. Η Εκκλησία φανερώνεται και πραγματώνεται μέσα από την τέλεση των ιερών Μυστηρίων δια μέσου των οποίων ο χριστιανός μετέχει στις αγιοπνευματικές ενέργειες του Θεού.
Τα Μυστήρια αποτελούν θεοσύστατες τελετές και πράξεις της Εκκλησίας. Συνεστήθησαν από τον ίδιο τον Κύριο και από Αυτόν ορίσθηκαν ως μέσα χορηγήσεως και μεταδόσεως της χάριτός Του, της οποίας πηγή είναι η σταυρική θυσία του Χριστού και η Ανάστασή Του. Κάθε Μυστήριο έχει την εξωτερική και την εσωτερική του πλευρά, τα αισθητά δηλαδή σημεία που εμείς βλέπουμε και αυτά που δεν βλέπουμε. Πολύ ωραία σημειώνει επ’ αυτού ο ιερός Χρυσόστομος: «Μυστήριο καλείται διότι δεν πιστεύουμε όσα βλέπουμε, αλλά, άλλα βλέπουμε και άλλα πιστεύουμε. Γιατί τέτοια είναι η φύση των Μυστηρίων. Αλλιώς διάκειμαι προς αυτά εγώ και αλλιώς ο άπιστος. Ακούω ότι σταυρώθηκε ο Χριστός και αμέσως θαυμάζω τη φιλανθρωπία Του. Το ακούει εκείνος και το νομίζει ασθένεια. Ακούω ότι έγινε δούλος και θαυμάζω τη φροντίδα Του. Το ακούει εκείνος και το θεωρεί ατιμία. Ακούω ότι πέθανε και εκπλήττομαι για τη δύναμή Του, διότι αν και πέθανε, δεν κατακρατήθηκε, αλλά κατήργησε το θάνατο. Ακούει εκείνος και υποπτεύεται αδυναμία. Ακούγοντας Ανάσταση, ισχυρίζεται ότι το πράγμα είναι μύθος, εγώ όμως παραδέχθηκα τις αποδείξεις από την πραγματικότητα και προσκυνώ την οικονομία του Θεού. Εκείνος όταν ακούει λουτρό, νομίζει απλώς νερό, εγώ όμως βλέπω όχι μόνο αυτό που φαίνεται, αλλά τον καθαρισμό της ψυχής δια του Πνεύματος. Εκείνος νομίζει ότι το σώμα μου έχει μόνο λουσθεί, εγώ όμως πιστεύω ότι και η ψυχή γίνεται καθαρή και άγια και σκέπτομαι τον τάφο, την Ανάσταση, τον αγιασμό, τη δικαιοσύνη, τη λύτρωση, την υιοθεσία, την κληρονομιά, τη βασιλεία των ουρανών, τη χορήγηση του Αγίου Πνεύματος. Διότι δεν κρίνω τα φαινόμενα κατ’ όψιν, αλλά με τους οφθαλμούς της διανοίας». Τα Μυστήρια στην Ορθόδοξη Εκκλησία μας είναι επτά: το Βάπτισμα, το Χρίσμα, η Θ. Ευχαριστία, η Μετάνοια και Εξομολόγηση, η Ιερωσύνη, ο Γάμος και το Ευχέλαιο.
Τα τρία πρώτα ονομάζονται Μυστήρια της «χριστιανικής μυήσεως», διότι αυτά εισάγουν τον άνθρωπο στην αληθινή εν Χριστώ ζωή. Το Βάπτισμα και το Χρίσμα τελούνται μία μόνο φορά, ενώ η Θεία Ευχαριστία θεωρείται το Βασικό Μυστήριο όλων των τελουμένων εντός της Εκκλησίας μας και τελείται συνεχώς και μέσα από αυτήν ο πιστός γίνεται μέτοχος της αιωνίου ζωής. Όλα τα Μυστήρια, ανάγουν την ύπαρξή τους στη διδασκαλία του Κυρίου και το γεγονός ότι η Εκκλησία τα ενέταξε στο κορυφαίο και μόνο βασικό Μυστήριο της Θ. Λειτουργίας, της Θ. Ευχαριστίας και δηλώνει με τον καλύτερο τρόπο την πίστη της ότι όλα αποτελούν επιταγές Εκείνου και τις μόνες. προϋποθέσεις αγιασμού και σωτηρίας.
ΠΕΡΙ ΚΑΤΗΧΗΣΕΩΣ
«Πορευθέντες ουν μαθητεύσατε πάντα τα έθνη…». Η εντολή αυτή και συνάμα τελευταία παρακαταθήκη του Χριστού προς τους μαθητές Του κατά την Ανάληψή Του για τη συνέχεια του κηρυκτικού Του έργου, αποτελεί τη γέφυρα που ενώνει την Εκκλησία με το μέλλον. Το τρίπτυχο «κήρυγμα, κατήχηση, βάπτισμα» αποτελεί τη βάση του ιεραποστολικού έργου της Εκκλησίας ανά τους αιώνες. Η κατήχηση δεν είναι τίποτε άλλο από τη μετάδοση της αλήθειας του Ευαγγελίου στις νεότερες γενιές με τρόπο προσαρμοσμένο στις συνθήκες της κάθε εποχής. Είναι η διδασκαλία της Ορθοδόξου Χριστιανικής πίστεως δια μέσου της Αγ. Γραφής και της Ι. Παραδόσεως. Η λέξη «κατήχηση» συναντάται ήδη από τα χρόνια της Κ. Διαθήκης με την έννοια που της αποδίδουμε σήμερα. Στις Πράξεις των Αποστόλων υπάρχουν αρκετά παραδείγματα κατηχήσεως, όπως ο ευνούχος της Κανδάκης που βαπτίστηκε από τον διάκονο Φίλιππο και ο εκατόνταρχος Κορνήλιος που κατηχήθηκε και βαπτίσθηκε από τον Απ. Πέτρο. Αξίζει να θυμηθούμε και το παράδειγμα του Απολλώ, ο οποίος είχε βαπτισθεί με το βάπτισμα του Ιωάννου του Προδρόμου μόνο, χωρίς να έχει λάβει το χριστιανικό βάπτισμα, κάτι το οποίο δεν τον εμπόδιζε να κηρύττει το λόγο του Χριστού. Είχε όμως, πριν τη βάπτισή του, ανάγκη πρόσθετης κατηχήσεως την οποία ανέλαβαν οι συνεργάτες του Απ. Παύλου, Ακύλας και Πρίσκιλα. Βλέπουμε λοιπόν ότι πριν από το Βάπτισμα προηγείτο μια διδασκαλία, ένας «τύπος διδαχής» όπως την ονομάζει ο Απ. Παύλος που περιλαμβάνει το τι είναι η μετάνοια, ποια η πίστη στον αληθινό Θεό, την διδασκαλία για το Αγ. Βάπτισμα, το τι είναι το Άγιο Πνεύμα, η ανάσταση των νεκρών, η αιώνια ζωή, η ζωή μέσα στο Σώμα του Χριστού που είναι η Εκκλησία και η συμμετοχή στη Θ. Λειτουργία, ως βασικό εισιτήριο εισόδου στη Βασίλεια του Θεού.
Από το 2ο αιώνα, λόγω της συνεχούς αυξήσεως των προσερχομένων στη χριστιανική πίστη, δημιουργήθηκαν οι τάξεις των κατηχουμένων και επιμηκύνθηκε ο χρόνος κατηχήσεως και προετοιμασίας στα τρία χρόνια. Εξαιτίας των διωγμών που ήδη είχαν ξεκινήσει, έπρεπε η πίστη των υποψηφίων προς το Βάπτισμα να είναι καλά εδραιωμένη ώστε να είναι έτοιμοι αν κληθούν να ομολογήσουν Χριστό και να οδηγηθούν στο μαρτύριο. Με το διάταγμα των Μεδιολάνων (4ος αι.) και τον Μέγα Κωνσταντίνο, η Εκκλησία εισέρχεται πλέον σε μια νέα πραγματικότητα.
Ολοένα και περισσότεροι ενδιαφέρονται να κατηχηθούν και να βαπτισθούν οπότε η μορφή της κατηχήσεως γίνεται πλέον πιο συστηματική. Διαμορφώθηκε η τάξη των Φωτιζομένων, δηλαδή οι κατηχούμενοι που περνούσαν από ειδική προετοιμασία για να λάβουν το Βάπτισμα, ενώ ταυτόχρονα δημιουργήθηκαν νέες κατηχήσεις για μετά το Βάπτισμα που ονομάστηκαν Μυσταγωγικές. Θα έλεγα ότι η όλη κηρυκτική προσπάθεια της Εκκλησίας είναι κατηχήσεις Μυσταγωγικές για εδραίωση της πίστεως μας και δύναμη για αγώνα σε επίπεδο προσωπικό και σε επίπεδο εκκλησιαστικό. Επίσης, λειτούργησε πιο καθοριστικά ο θεσμός των αναδόχων, που τότε ο ρόλος τους δεν συνίστατο στην παρουσία τους κατά το Βάπτισμα, αλλά στην παρακολούθηση του κατηχουμένου και στη μύησή του στη νέα ζωή.
Με το πέρασμα των χρόνων και αναλόγως των εκάστοτε τοπικών συνθηκών, η Εκκλησία άρχισε σιγά σιγά να ρίχνει το βάρος της κατηχήσεως στην ίδια τη ζωή της, τροποποιώντας την έως τότε μορφή κατηχήσεως. Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας, το Βάπτισμα με το Χρίσμα και ο Γάμος αποσυνδέονται εντελώς από τη Θεία Ευχαριστία και ξεκινά πλέον μια δύσκολη περίοδος για την κατήχηση και διδασκαλία των Μυστηρίων. «Οι αιτίες της παρακμής του κατηχητικού έργου βρίσκονται ιστορικά σε μια επώδυνη περίοδο της εκκλησιαστικής ζωής, την οποία ο π. Αλέξανδρος Σμέμαν ονόμασε περίοδο της Δυτικής αιχμαλωσίας της Ορθόδοξης θεολογίας και Λειτουργικής ζωής. Στα δύσκολα χρόνια της Τουρκοκρατίας και μετά την απελευθέρωση, η Ορθοδοξία πιέζεται αδυσώπητα από τις ρωμαιοκαθολικές και προτεσταντικές επιθέσεις που κομίζουν οι Βαυαροί, αλλά και τις ιδέες των εν Ελλάδι προοδευτικών εκπροσώπων του Διαφωτισμού. Η εκκλησιαστική ζωή του ελεύθερου κράτους οργανώνεται με βάση Δυτικά πρότυπα. Σχεδόν τα πάντα καθορίζονται με βάση τον ρωμαιοκαθολικό αυταρχισμό και την προτεσταντική ηθικιστική καθηκοντολογία.
Η λειτουργική ζωή νοείται ως τρόπος χορηγίας ατομικού αγιασμού από κάποιους χαρισματούχους – τους κληρικούς. Το κατηχητικό έργο αποσυνδέεται πλήρως από την Θ. Λειτουργία και την εν γένει Ευχαριστιακή ζωή, παύει να είναι μυσταγωγικό μέσο, και η κατήχηση γίνεται νοησιαρχικό και καθηκοντολογικό, δεν αποκαλύπτει το ήθος της Ευχαριστιακής λειτουργικής ζωής, δεν μαρτυρεί για τις αλήθειες της ζωής και του θανάτου που αποκαλύπτει ο Ζών Χριστός μέσα στη Θ. Λατρεία. Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας και εν μέσω πολλών δυσκολιών, η κατήχηση σταδιακά ανατέθηκε στα κατηχητικά σχολεία της Εκκλησίας και στο πρόγραμμα σπουδών των σχολικών μονάδων Τα Μυστήρια πλέον δεν αποτελούν προοπτικές για την είσοδο των πιστών στη Βασιλεία των Ουρανών, αλλά ένα σύνολο θρησκευτικών τελετών που παρέχουν ατομικό αγιασμό και εξυπηρετούν τα θέλω του ανθρώπου έναντι του Θεού. Η κατήχηση αποτελεί βασικό λειτουργικό όργανο μέσω του οποίου μυσταγωγούνται οι πιστοί και πραγματώνεται βιωματικά η σωτηρία του ανθρώπου κι έχει ευχαριστιακό χαρακτήρα.
Η Θ. Λειτουργία, η Θ. Ευχαριστία ως το βασικότερο Μυστήριο, είναι η αρχή και το κέντρο όλης της εκκλησιαστικής ζωής. «Έτσι η Κατήχηση είναι έκφραση του πνεύματος της Θ. Ευχαριστίας, δηλαδή της Αγάπης, της φιλοθεΐας και της φιλανθρωπίας, της κενώσεως και της ταπεινώσεως. Ο κατηχούμενος συνδέεται στενότατα με την Θεία Ευχαριστία. Δεν παρακολουθεί απλώς τη Θ. Λειτουργία, δεν είναι θεατρική παράσταση, αλλά μετέχει και συμμετέχει ουσιαστικά αυτής. Γι’ αυτό και το αυθεντικό και επίκαιρο περιεχόμενο του κατηχητικού έργου, οι μορφές και Η αποδοχή του ή μη, καθορίζονται ουσιαστικά οπό τον βαθμό και την ένταση της μετοχής στην λατρεία της Εκκλησίας.
Ο ΑΓ. ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΚΑΤΗΧΗΣΕΙΣ ΑΥΤΟΥ
Σύμφωνα με τα στοιχεία της βιογραφίας του, ο μεγάλος αυτός Πατέρας της Εκκλησίας γεννήθηκε μεταξύ του 313 και 315 μ.Χ. στην Ιερουσαλήμ ή στα περίχωρά της. Από τα στοιχεία που συλλέγουμε από τις Κατηχήσεις του, φαίνεται ότι ανατράφηκε σε χριστιανική οικογένεια η οποία συμμετείχε ενεργά στη λατρευτική ζωή της Ιεροσολυμίτικης κοινότητας. Το 335 μ.Χ. σε ηλικία 30 χρονών, χειροτονείται διάκονος και το 345 μ.Χ. με εντολή του επισκόπου Ιεροσολύμων Μαξίμου, χειροτονείται Πρεσβύτερος. Λίγα χρόνια μετά, γύρω στα 348 – 350 μ.Χ. ο άγιος Κύριλλος διαδέχεται τον Μάξιμο στον επισκοπικό θρόνο. Η χειροτονία του έγινε από τον αρειανό Μητροπολίτη Καισαρείας Ακάκιο, στον οποίο ανήκε η επισκοπή των Ιεροσολύμων. Αυτό απετέλεσε αφορμή να παρεξηγηθεί ο άγιος Κύριλλος και να θεωρηθεί ότι έχει τα ίδια φρονήματα με τον Ακάκιο. Με απόφασή της η Β’ Οικουμενική Σύνοδος το 381 μ.Χ. έβαλε τέλος στις συκοφαντίες και αποκατέστησε την αλήθεια αναγνωρίζοντας στο πρόσωπο του Αγ. Κυρίλλου έναν μεγάλο αγωνιστή κατά των αρειανών ( είναι κτίσμα και δημιούργημα του Θεού ο Χριστός) και έναν από τους βασικούς διδασκάλους και κατηχητές πατέρες της Εκκλησίας. Από την πρώτη μέρα της χειροτονίας του στον επισκοπικό θρόνο, αναλαμβάνει ένα τεράστιο αγώνα εναντίον των αρειανών.
Ας θυμηθούμε λίγο σε αυτό το σημείο ποια ήταν η κατάσταση της τοπικής εκκλησίας των Ιεροσολύμων αλλά και ποιες ήταν οι ιστορικοπολιτιστικές συνθήκες εκείνης της περιόδου. Η χριστιανική κοινότητα της Ιερουσαλήμ είχε σχεδόν αφανιστεί μετά την καταστροφή της πόλης το 70 μ.Χ. Μέχρι τον 3ο αιώνα είχε χριστιανό επίσκοπο και υπαγόταν διοικητικά στην επισκοπή Καισαρείας. Επειδή η Ιερουσαλήμ είχε ιδιαιτέρους δεσμούς με το Πρόσωπο και την επί γης ζωή του Κυρίου, με απόφασή της η Α’ Οικουμενική Σύνοδος, ανάγει την Εκκλησία των Ιεροσολύμων σε επισκοπή αποδεσμεύοντάς την έτσι από το θρόνο της Καισάρειας. Εκείνη την εποχή οικοδομήθηκε το κτιριακό συγκρότημα, όπου γίνονταν και οι κατηχήσεις, το οποίο περιελάμβανε το Ναό της Αναστάσεως, το Ναό του Μαρτυρίου και το μικρό κτίριο με το κυκλικό αίθριο κτισμένο στο σημείο της Σταυρώσεως του Κυρίου.
Με το Διάταγμα των Μεδιολάνων το 313 μ. Χ. παύουν οριστικά οι διωγμοί των χριστιανών και οι κατά τόπους εκκλησίες προσπαθούν να βρουν τον ελεύθερο πλέον βηματισμό τους. Δυστυχώς όμως παράλληλα αυξάνεται δυναμικά η αίρεση του Αρείου. Παρόλο που η Α’ Οικουμενική Σύνοδος αποφάνθηκε για τις δύο φύσεις του Χριστού ( Ο Χριστός το δεύτερο πρόσωπο της Αγ. Τριάδος είναι τέλειος Θεός, ομοούσιος με τον Πατέρα και τέλειος άνευ αμαρτίας άνθρωπος) και διευθέτησε τις διαμάχες μεταξύ ορθοδόξων και αρειανών, καταδικάζοντας τον Άρειο και τις δοξασίες του, εντούτοις δεν έπαυσε η πλάνη του Αρείου να μαστίζει την Εκκλησία.
Η αιρετική μερίδα των χριστιανών παρουσιάζει αύξουσα πορεία μετά το θάνατο του Μ. Κωνσταντίνου το 337 μ. Χ. τον οποίο διαδέχθηκε στο θρόνο, ο φιλικά προσκείμενος προς τους αρειανούς γιος του, Κωνσταντίνος ο Β΄. Έτσι γεμίζουν προοδευτικά οι επισκοπικοί θρόνοι με αρειανούς ποιμένες. Γίνεται λοιπόν αντιληπτό ότι ο Άγ. Κύριλλος αναλαμβάνει το τιμόνι της τοπικής Εκκλησίας σε μια πολύ δύσκολη περίοδο. Ο πόλεμος εναντίον του είναι αδυσώπητος. Οι αρειανοί προσπαθώντας να περιορίσουν το έργο του, καταφέρνουν να τον εκθρονίσουν δύο φορές. Ο άγιος όλο αυτό το διάστημα τηρεί θα λέγαμε μια διακριτική και διπλωματική στάση προσπαθώντας να κάνει το έργο του χωρίς να ερεθίζει ιδιαίτερα τους αρειανόφρονες, αποφεύγοντας συστηματικά να χρησιμοποιεί στις κατηχήσεις του λεπτούς και επίμαχους όρους. Αυτή η στάση του παρεξηγήθηκε από τους πιστούς στην Ορθόδοξη πίστη, έτσι ο άγιος πολεμούμενος και από τους αρειανούς, παρέμεινε σε ένα περιθώριο μακριά από την πρώτη γραμμή των μαχών. Αυτό του έδωσε τη δυνατότητα να αφοσιωθεί συστηματικά και ουσιαστικότερα στο ποιμαντικό και κατηχητικό του έργο.
Ο Άγ. Κύριλλος, εναρμονίζοντας στο πρόσωπό του την ορθή θεολογία και ορθοπραξία, με τη διακριτική και σοφή ποιμαντική του διακονία, χαρακτηρίστηκε ορθά από την Εκκλησία μας ως Μέγας Πατήρ και Κατηχητής αφήνοντας σε όλες τις επόμενες γενιές όλων των πιστών το ανεκτίμητης αξίας κατηχητικό του έργο. Κοιμήθηκε στις 18 Μαρτίου του 386 μ.Χ. Οι κατηχήσεις του Αγ. Κυρίλλου Ιεροσολύμων αποτελούν πολύτιμα κατηχητικά γραπτά τεκμήρια των πρώτων αιώνων της Εκκλησίας, τα οποία παρουσιάζουν με πληρότητα τη θεολογική γνώση, τη σοφία και την ποιμαντική διάκριση και ευαισθησία του αγίου πατρός. Το ύφος τους είναι απλό και προσιτό γεμάτο δογματικές αλήθειες που γίνονται άμεσα κατανοητές από όλους.
Οι κατηχήσεις του χωρίζονται σε δύο κατηγορίες : α) αυτές που απηύθυνε προς τους Φωτιζομένους πριν από το Βάπτισμα και β) σε εκείνες που εκφώνησε προς τους Νεοφώτιστους αμέσως μετά τη βάπτισή τους κατά τη Διακαινήσιμο εβδομάδα, τις επονομαζόμενες Μυσταγωγικές Κατηχήσεις οι οποίες είναι συνολικά 5 με θέμα τα Μυστήρια της Εκκλησίας. Οι 3 πρώτες Κατηχήσεις αναφέρονται στο Μυστήριο του Βαπτίσματος, ενώ η 4η και η 5η στη Θ. Ευχαριστία. Η 1η και η 2η Μυσταγωγική Κατήχηση αναφέρονται στο τυπικό του Βαπτίσματος και στον τρόπο σωτηρίας του ανθρώπου που συντελείται με τη συμμετοχή του στο θάνατο και την Ανάσταση του Χριστού κατά την τριττή κατάδυση και ανάδυσή του στην κολυμβήθρα. Ως βαπτισματική ύλη, ο Άγ. Κύριλλος δέχεται μόνο το νερό το οποίο δεν είναι απλό κοινό νερό, αλλά «σωτηριώδες νάμα» (ΜΚ Β’). Βέβαια υπάρχει και η περίπτωση του μαρτυρίου όπου ο μάρτυραςβαπτίζεται δι’ αίματος. Αυτό στηρίζεται θεολογικά στην έκχυση Αίματος και Ύδατος από την πλευρά του Κυρίου. Μετά το βάπτισμα ο άνθρωπος παραλαμβάνεται από τους αγγέλους, συνάπτεται προς το Νυμφίο, ενδύεται το Χριστό, προσάγεται προς τον Θεό-Πατέρα και υιοθετείται από Αυτόν (ΜΚ Β ‘). Η θύρα του Παραδείσου είναι πλέον ανοιχτή για το Νεοφώτιστο.
Στην 3η Κατήχηση, ο Άγ. Κύριλλος συγκεντρώνει τη διδασκαλία του σχετικά με το Μυστήριο του Χρίσματος. Όπως το Βάπτισμα έτσι και το Χρίσμα αποτελούν μέρη του σωτηριώδους σχεδίου της Θείας Οικονομίας. Κατά την ανάβαση του Κυρίου από τα ύδατα του Ιορδάνη ποταμού «Πνεύματος Αγίου ουσιώδης επιφοίτησις Αυτώ εγίνετο, τω ομοίω επαναπαυομένου του ομοίου» (ΜΚ Γ’) και «ελαίω γαρ ή μύρω σωματικώς Χριστός υπ’ ανθρώπου ουκ εχρίσθη, αλλ’ ο Πατήρ Αυτόν Σωτήρα προχειρισάμενος του παντός κόσμου Πνεύματι έχρισεν Αγίω» (ΜΚ Γ’). Η έλευση λοιπόν του Αγ. Πνεύματος γίνεται πραγματικά στο Χρίσμα όπως ακριβώς και στο Βάπτισμα. Το νερό του Βαπτίσματος και τα Τ. Δώρα ( ψωμί και κρασί -Σώμα και Αίμα Χριστού ) της Θ. Λειτουργίας μετά την επίκληση του Αγίου Πνεύματος παύουν να είναι «ψιλά» υλικά στοιχεία και ενδύονται τη χάρη του Αγίου Πνεύματος (ΜΚ Δ’). Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με το άγιο Χρίσμα. Φαινομενικά είναι μύρο, κατά τη δύναμη όμως είναι « αγιοποιόν» και «ζωοποιόν» (ΜΚ Γ’). Με το Χρίσμα ο Νεοφώτιστος αγιάζεται λαμβάνοντας τις δωρεές του Αγίου Πνεύματος και έχει πλέον τη δυνατότητα να πορευθεί σε αυτήν τη ζωή απαλλαγμένος από τη ντροπή του μεταπτωτικού ανθρώπου και να φθάσει στη θέωση.