ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ ΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
( 2008-2025) 17 ΧΡΟΝΙΑ
† ΑΡΧΙΜ. ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΚΑΤΡΑΜΑΔΟΥ
«…τελειωθείς εν ολίγω, επλήρωσε χρόνους μακρούς αρεστή γαρ ην Κυρίω η ψυχή αυτού,διά τούτο έσπευσεν εκ μέσου πονηρίας…»
Πατέρες & συλλειτουργοί, Αδελφοί μου, Ευλαβέστατε λαέ που αγάπησε και αγαπήθηκε από τον Μακαριστό Αρχιεπίσκοπο και Ποιμενάρχη μας Χριστόδουλο, Η φράση αυτή από τη Σοφία Σολομώντος, αποτυπώνει με ενάργεια αυτό που ονομάζουμε «φαινόμενο Χριστόδουλος». Πέρασαν ήδη 17χρόνια από την εκδημία του και οι Έλληνες, με τον δικό τους τρόπο και για τον δικό τους λόγο ο καθένας, αναπολούν και νοσταλγούν την γλυκεία και δυναμική προσωπικότητά του. Τούτο συμβαίνει γιατί ακριβώς το χαρακτηριστικό των σπουδαίων και μεγάλων ανθρώπων είναι η αμεσότητα και η διαχρονικότητα. Οι αληθινά σπουδαίοι άνθρωποι μπορούν να ολοκληρώνουν μέσα σε βίραχύ χρονικό διάστημα ότι κάποιοι άλλοι αγωνίζονται για πολλά χρόνια να ξεκινήσουν. Τις αληθινές προσωπικότητες διακρίνει ένα δημιουργικό όραμα, που υπηρετούν με αυτοθυσία και εντιμότητα. Γι αυτό ακριβώς, ο αλησμόνητος Αρχιεπίσκοπός μας, συνιστά φαινόμενο στα σύγχρονα εκκλησιαστικά δεδομένα. Απόδειξη είναι οι εκδηλώσεις μνήμης όπως το μνημόσυνο που σήμερα, όπως κάθε χρόνο, επιτελούμε για να αναζωπυρώσουμε τις πολλές και καλές αναμνήσεις μας προς το Σεπτό Τετιμημένο Πρόσωπό Του. Σε όλα τα επίπεδα, εκκλησιαστικά, πολιτικά, κοινωνικά, ο μακαριστός Χριστόδουλος συζητείται ακόμα η ζωή και το έργο του λόγοις και πράξεσι και αυτό είναι δείγμα της εμβέλειας του σύντομου χρονικά, ασύγκριτου όμως σε εύρος έργου του. Αυτό είναι το χαρακτηριστικό ιδίωμα των μεγάλων οραματιστών. Να ανοίγουν δρόμους που οι ίδιοι ελάχιστα περπάτησαν, να δημιουργούν παρακαταθήκες που οι ίδιοι ελάχιστα απόλαυσαν, να σπέρνουν και να καλλιεργούν γευόμενοι ελάχιστους από τους καρπούς των μεγάλων κόπων τους. Σήμερα η παρουσία και η συμπροσευχή μας στο καθειρωμένο κατ έτος μνημόσυνό Του δεν αποτελεί μόνο απότιση φόρου τιμής και εξόφληση χρέους αγάπης αλλά παραμένει ηχηρό μήνυμα πως ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος ζει και είναι παρών! Οι οραματικοί σχεδιασμοί του για την Εκκλησία εξακολουθούν να εμπνέουν, δεν τον χάσαμε οριστικά και αμετάκλητα αλλά τον αισθανόμαστε με πίστη και αγάπη πάντοτε μπροστάρη, καθοδηγό! Γιατί η πίστη και η αγάπη είναι πιο δυνατές κι από το θάνατο! Λίγες σκέψεις μου για τον Αρχιεπίσκοπο των μεγάλων οραματισμών, θα μου επιτρέψετε να μοιραστώ σύντομα μαζί σας. Για την παρουσίαση και οργάνωση των σκέψεων αυτών, θα τις αναπτύξω σε τρεις άξονες: Το όραμα του Χριστοδούλου για την Εκκλησία, για το Έθνος και για τον Άνθρωπο. Ασφαλώς πολλά από όσα θα ακουσθούν τα γνωρίζετε, έχοντας ο καθένας προσωπικές αναμνήσεις και θεωρώντας ως δικό του άνθρωπο και φίλο τον μακαριστό Χριστόδουλο μας ο οποίος ήξερε πάντοτε να συνταιριάζει την επισημότητα με την απλότητα, να μεταδίδει μιαν ασύγκριτη οικειότητα και θα μείνει στη μνήμη όλων όσων τον γνώρισαν « Ο Ιεράρχης με το χαμόγελο». Το γέλιο της καρδιάς του αποτυπώνονταν πάντα στο φωτεινό πρόσωπό Του.
Α΄ ΤΟ ΟΡΑΜΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ.
Ο Αρχιεπίσκοπος ήδη από την είσοδό του στις τάξεις του κλήρου και την εις επίσκοπο ανάδειξή του προσέβλεπε στην Εκκλησία ως μια κοινωνία αγάπης. Με πρότυπο τις πρωτοχριστιανικές κοινότητες και θεμέλιο την αποστολική-πατερική παράδοση, η Εκκλησία θα έπρεπε να παραμένει το διαρκές και ασφαλές καταφύγιο του λαού, ακολουθώντας τις ευαγγελικές επιταγές και αναδεχόμενη τον ιστορικό της ρόλο. Η Εκκλησία οφείλει να είναι «ελευθέρα και ελευθερώτρια». Η γνήσια αγάπη μόνο με την δύναμη της ελευθερίας καρποφορεί. Πάντοτε ο Χριστόδουλος μιλούσε για μια ελευθέρα και ζώσα Εκκλησία, απερίσπαστη στον πνευματικό προσανατολισμό της αλλά και στην εγκόσμια αποστολή της, μιαν Εκκλησία-Κιβωτό αληθείας και σωτηρίας. Οραματίζονταν την Εκκλησία σύγχρονη, ενταγμένη στο κοινωνικό γίγνεσθαι, διαμορφώτρια των περιστάσεων και όχι ταπεινωμένη, απλό ακόλουθο των γεγονότων. Ήξερε πως η ιστορική δικαίωση της Εκκλησίας δεν είναι το περιθώριο, η εξέδρα, αλλά ο αγωνιστικός στίβος. Δεν την φανταζόταν ποτέ πίσω από τις εξελίξεις ή συνοδοιπόρο τους, αλλά πάντοτε πριν και μπροστά από τα γεγονότα να δίνει τον τόνο και να σηματοδοτεί. Συγχρονισμένη αλλά όχι εκκοσμικευμένη, να παρακολουθεί, να αφουγκράζεται και να προβλέπει. Αυτός που ζει μέσα στο παρόν και μέσα στον κόσμο μπορεί πραγματικά να διαμορφώνει άποψη και να συμμετέχει στα δρώμενα. Σε αντίθεση, όποιος ζει στη δική του πλασματική πραγματικότητα και αγνοεί τα βασικά στοιχεία της καθημερινότητας, αδυνατεί να παρεμβαίνει γιατί αδυνατεί να προσλαμβάνει. Και έτσι εύκολα εξέρχεται στο περιθώριο. Με βάση αυτή την σκέψη ο Χριστόδουλος ήθελε την Εκκλησία σύγχρονη. Οι προσπάθειές του για ένα συγχρονισμένο εκκλησιαστικό λόγο εκτείνονταν από τις πρωτοποριακές του πρωτοβουλίες σε φλέγοντα κοινωνικά θέματα έως τον απλό περίπατό του ανάμεσα και κοντά στους ανθρώπους. Βάση του πόθου του για σύγχρονο εκκλησιαστικό λόγο ήταν και το ερώτημα, πώς ο ίδιος θα αντιδρούσε σαν οικογενειάρχης, σαν εργαζόμενος, σαν γονιός, σαν ηγέτης, σαν δάσκαλος, όντας ένας κληρικός με συναίσθηση της αποστολής του. Πώς θα μετέτρεπε τον ευαγγελικό λόγο και την εκκλησιαστική παράδοση σε οδηγό ζωής και «συνταγή» για την καθημερινότητα. Μόνο έτσι μπορεί κανείς να εξηγήσει την αμεσότητα του κηρύγματός του, την αποτελεσματικότητα των παραινέσεών του, την ειλικρίνεια των γραπτών του. Διακρίνονταν για την προσγειωμένη & αντικειμενική προσέγγιση των πραγμάτων……………………………. Τον βοηθούσε ο χαρισματικός χαρακτήρας του και η εκρηκτική προσωπικότητά του, η οποία επιβαλλόταν στον άλλο όχι στανικά αλλά αγαπητικά. Το «λάθος» του ήταν πως θεωρούσε ότι οι πάντες και ειδικά οι συνεργάτες του μπορούσαν κι έπρεπε να τον ακολουθούν σε αυτό τον καλπασμό του προς το μέλλον με την ίδια δύναμη. Πίστευε, «κρίνων εξ ιδίων τα αλλότρια», πως όλοι διέθεταν τα δικά του χαρίσματα κι όφειλαν να τα εκδαπανούν όπως εκείνος όμως δεν ήταν πάντοτε έτσι…Δεν υπολόγιζε ότι στον ελληνικό ουρανό σπανίζουν οι αετοί, αφθονούν τα κοράκια που τον σπάραζαν καθημερινά σαν τον Προμηθέα. Επιθυμούσε η Εκκλησία να είναι παραδοσιακή & σύγχρονη, να ενστερνίζεται τα μηνύματα των καιρών, να μπορεί να κατεβαίνει στο πεζοδρόμιο για να ζητήσει το απολωλός απλά, σεμνά, αγαπητικά και ταπεινά, χωρίς να χάνει την ιεροπρέπειά της. Ο Χριστόδουλος υπήρξε αληθινά παραδοσιακός. Το συντηρητισμό τον θεωρούσε αρρώστια. Τον αδιάκριτο και θρασύτατο προοδευτισμό τον έβλεπε ως ασθένεια και ύβρη. Δεν υπήρξε ούτε συντηρητικός ούτε προοδευτικός. Υπήρξε πρωτοπόρος και παραδοσιακός. Αφομοίωνε τάχιστα τα δεδομένα της εποχής και με το διορατικό του μάτι έβλεπε τις εξελίξεις, για τις οποίες ποτέ δεν διαψεύστηκε. Δεν βιάζονταν να κόψει και να ράψει την Εκκλησία στα μέτρα και στα σταθμά του κόσμου. Δεν ήλθε να καταλύσει το παρελθόν, αλλά να το συμπληρώσει. Είχε νοσταλγία….μέλλοντος και γι’ αυτό αγωνίζονταν να δώσει ένα μέλλον στο παρελθόν μας. Ήταν ρηξικέλευθος αλλ’ όχι ριζοσπάστης. Διότι το σπάσιμο των ριζών φέρνει τη μάρανση των φυτών. Ο Χριστόδουλος δεν ήθελε, εν ονόματι ενός κάλπικου προοδευτισμού, να οδηγήσει σε μαρασμό τη Βασιλική Δρυ, που είναι η Ορθόδοξη Εκκλησία. Η αληθινή πρόοδος για τον Χριστόδουλο είναι η πρόοδος που πατάει γερά πάνω στα δεδομένα του παρελθόντος, πάνω στα λάθη και στα κατορθώματα των προηγουμένων γενεών …… Να μπορείς να στέκεσαι στα πόδια σου και να πηγαίνεις μπροστά εκτιμώντας το παρελθόν, όχι καταργώντας και ξεχνώντας το. Παράδοση σημαίνει δημιουργία, η οποία κτίζεται πάνω στους αλάνθαστους και δοκιμασμένους κανόνες, που ήδη υπάρχουν. Κάτι τέτοιο χρειάζεται βαθύτατη παιδεία, κάτι που ο μακαριστός Χριστόδουλος είχε το προνόμιο να διαθέτει. Ο μονολιθικός συντηρητισμός και ο αδιάκριτος νεωτερισμός είναι φρικτά αποτελέσματα της αμαθείας και της ημιμαθείας. Γι αυτό αγαπούσε τους ανθρώπους που κουράστηκαν στη ζωή τους για να αποκτήσουν βαθύτατη παιδεία και απαξίωνε όλους εκείνους που, ενώ είχαν τις προϋποθέσεις να μάθουν αληθινά γράμματα, [βολεύτηκαν και αναπαύτηκαν στην ημιμάθεια ή στην υποτιθέμενη εξυπνάδα τους. Πίστευε στον Παπαδιαμαντικό λόγο: «Μορφωμένους θέλουμε· όχι εγγραμάτους». Κι έβρισκε πολλούς μορφωμένους στους αγράμματους αγρότες και εργάτες. Εχουμε συνηθίσει να μιλούμε για την χαρισματική προσωπικότητά του και αγνοούμε τη μυστική πηγή πνευματικής δυνάμεως που χάριζε περίσσευμα καρδίας. Αυτό εξηγεί και την αξεπέραστη αγάπη του στη Θ. Λατρεία, την ψαλτική, τις διηγήσεις, τα προσκυνήματα, όπου απεκάλυπτε ένα άλλον εαυτό, παραδομένο στη χάρη και την αγάπη του Θεού. Ήξερε καλά και βιωματικά τη δύναμη της ευσεβείας και γνώριζε πως οι άνθρωποι της πίστεως όσο άγνωστοι και άσημοι κι αν είναι αποτελούν τη δόξα και το καύχημα της Εκκλησίας. Είχε μάλιστα μια εξαιρετική ικανότητα να διακρίνει τους πραγματικά ευλαβείς από τους ευλαβοφανείς και να αναδεικνύει την σημασία της υπάρξεως αγίων ανθρώπων για τη ζωή της Εκκλησίας, μη διστάζοντας να επιζητεί την προσευχή τους για ενδυνάμωση και φωτισμό στο ποιμαντορικό του έργο. Ήθελε την Εκκλησία μας κοινωνική και όχι απόκοσμη. Αυτό μπορεί κανείς εύκολα. Ανελάμβανε πρωτοβουλίες και προωθούσε σχεδιασμούς, τους οποίους ακολουθούσαν οι άνθρωποι. Κατέβηκε ως το πεζοδρόμιο για να διεκδικήσει για το λαό του ο,τι πραγματικά του ανήκε. Με τον αφυπνιστικό λόγο του έθετε τα θεμέλια ενός υγιούς, υπεύθυνου και προσωπικού προβληματισμού για την πορεία της κοινωνίας. Δεν ήταν άκαιρες και ανωφελείς οι παραινέσεις του για τη διατήρηση αξιών όπως η πίστη, η πατρίδα και η οικογένεια, όπως απέδειξε η εξέλιξη των γεγονότων. Κατηγορήθηκε και λοιδορήθηκε γι ’ αυτό από τους παντοειδείς «χαλασοχώρηδες», για να θυμηθώ τον Παπαδιαμάντη, αλλά δεν κάμφθηκε. Τα χτυπήματα των «προοδευτικάριων» και της φαύλης ιντελιγκέντσιας δεν τον πτόησαν αλλά τουναντίον τον ενδυνάμωσαν. Κατηγορήθηκε συχνά και άδικα πως ανεμίγνυε τον εκκλησιαστικό με τον πολιτικό λόγο κι ότι μιλούσε πολύ. Αλλ ’ ο παρεμβατικός λόγος είναι μέσα στην παράδοση της Εκκλησίας μας. Μήπως ο Ιερός Χρυσόστομος δεν έκανε τον άμβωνα της Αγίας Σοφίας βήμα της Πνύκας, όταν τα έβαλε με την παλατιανή κλίκα της αυτοκράτειρας; Οι «ανίδεοι Αντιοχείς», όπως θα τους έλεγε ο Καβάφης, αγνοούσαν την βίασικότερη ίσως αιτία της κοινωνικής παρουσίας και δράσης του: την πατρότητά του. Ο Χριστόδουλος ήταν ο πραγματικός πατέρας των ανθρώπων αλλά και της κοινωνίας. Ποιός πατέρας απαγορεύεται να ομιλεί, να νουθετεί και να στηρίζει, να γίνεται ευχάριστος, δυσάρεστος, διορατικός, συμβουλευτικός; Αγαπούσε, καθοδηγούσε δημόσια και προσωπικά, δίδασκε, εξέταζε, παρακολουθούσε, επαινούσε, στιγμάτιζε, καθησύχαζε και αφύπνιζε όπως ένας πατέρας. Άκουγε, συμπαραστεκόταν πρακτικά και πνευματικά, ήξερε άλλοτε να επιβάλλεται άλλοτε να υποχωρεί. Σήμερα δεν είναι παρών. Δεν σημαίνει ότι είναι…απών! Αυτή η φωνή ακούγεται καθαρά στην καρδιά και σήμερα. Τον κατηγόρησαν ότι ήθελε να βρίσκεται συνεχώς στο επίκεντρο, αλλά ένας αληθινός πατέρας έχει το δικαίωμα να θέτει τον εαυτό του στο περιθώριο; Τον κατηγόρησαν ότι είχε λόγο για όλα. Αλλά ένας αληθινός πατέρας έχει το δικαίωμα να σιωπά μπροστά στα προβλήματα των παιδιών του; Η πατρότητα δεν είναι πάντοτε ευχάριστη. Ο Χριστόδουλος, όμως, αν και του άρεσε να είναι ευχάριστος, δεν δίσταζε να γίνει και δυσάρεστος χάριν του κοινού συμφέροντος και της προόδου. Εδώ ακριβώς βρίσκεται η δυναμική κοινωνικότητα του χριστιανισμού. Κοινωνική είναι η Εκκλησία που γνωρίζει να είναι πατρο-μητρική, να μεταδίδει τη στοργή της μητέρας και τη σιγουριά του πατέρα στην οικογένεια των τέκνων του Θεού.
Β΄ ΤΟ ΟΡΑΜΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΕΘΝΟΣ
Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος ήταν βαθύς γνώστης της ιστορίας. Εντρυφούσε από νέος στα κείμενα των μεγάλων ιστορικών με ουσιαστικό τρόπο δηλαδή για να διδαχθεί κι όχι απλά να ερευνήσει. Πάντοτε τόνιζε ότι ο λαός που αγνοεί το παρελθόν του υποθηκεύει το μέλλον του. Η αναφορά του στα εθνικά θέματα ήταν διαρκής και παντοειδής. Σε όποιο σημείο του ελλαδικού χώρου βρισκόταν μιλούσε για τις ιστορικές του καταβολές. Γόνος προσφυγικής οικογενείας, κουβαλούσε πάνω του με καμάρι την βαριά ιστορική κληρονομιά των αλησμόνητων πατρίδων. Προέτασσε την διατήρηση της ιστορικής μνήμης σε εποχές που οι όποιες αναφορές στην ιστορία του Γένους λοιδορούνταν ως προγονοπληξία και οπισθοδρόμηση. Με εκδηλώσεις, ομιλίες, εκδόσεις και διαφωτιστικά κείμενα προσπάθησε να αναδείξει τον ρόλο της Εκκλησίας στην ιστορική πορεία του λαού μας. Παρενέβαινε σε φορείς όταν έβλεπε την παραχάραξη της ιστορίας να εισβάλλει στις βαθμίδες της εκπαίδευσης ή στους κύκλους των «επαϊόντων», για να αποκαταστήσει την ιστορική ακρίβεια τεκμηριωμένα και συνετά. Φρυκτωρούσε πάνω στα μετερίζια της ιστορικής μνήμης! Μετέδιδε στους ακροατές, συνομιλητές ή αναγνώστες του τον πόθο για εθνική εγρήγορση, για εθνική αφύπνιση για περιφρούρηση των εθνικών και ιστορικών μας δικαίων! Πίστευε ακράδαντα στη δύναμη της εθνικής μας ιδιοπροσωπίας και υπερμαχούσε για τη διατήρηση της πολιτισμικής μας ταυτότητος. Ο ίδιος ήταν ενσάρκωση του ομηρικού λόγου:«Λόγων μεν ρητήρ, έργων δε πρηκτήρ»( ικανός να λαλεί και συνάμα να πράττει). Επιθυμούσε να αναγνωρίζεται στο έθνος μας η ιστορική – θεμελιακή συνεισφορά του στο παγκόσμιο και δη στο ευρωπαϊκό πολιτισμικό οικοδόμημα. Πίστευε βαθύτατα στην οικουμενικότητα του ελληνικού πνεύματος γιατί πίστευε στην παγκοσμιότητα του ορθοδόξου βίιώματος Η προβολή των αξιών, η αναγνώριση των επιτευγμάτων, η παραδοχή των πνευματικών καταβολών του ελληνορθόδοξου. Δεν είχε δυτικοφοβία ούτε και δυτικοπληξία. Είχε μια εσωτερική αυτάρκεια που όμως δεν τον ύψωνε στην υπεροψία Συνείχετο από το φόβο της υποθήκευσης της εθνικής μας κυριαρχίας φοβούνταν περισσότερο τους γραικύλους και τους νενέκους της πολιτικής και της διπλωματίας και λιγότερό τους εξωτερικούς εχθρούς! Έδωσε μάχες για τη διάσωση της ελληνικής γλώσσας. Πίστευε ότι η εξαφάνιση των εθνών αρχίζει από την εξάτμιση της γλώσσας. Είχε κάνει παντιέρα μια παραλλαγή του ομηρικού λόγου: «Εις οιωνός άριστος· αμύνεσθαι περί γλώττης»!
Γ΄ ΤΟ ΟΡΑΜΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ
Η αναγνώριση της αξίας του ανθρώπινου προσώπου αποτελεί κορύφωση της ορθόδοξης πίστεως και θεολογίας και ένα σημαντικό πολιτισμικό μέγεθος για τη σύγχρονη εποχή. Μια τόσο μεγάλη πνευματική παρακαταθήκη δεν άφησε ασυγκίνητο τον δυναμικό και ευαίσθητο Χριστόδουλο. Ο ανθρώπινος πόνος και οι ταλαιπωρίες κινούσε τα πατρικά του σπλάχνα. Συμπορεύτηκε με την ανθρώπινη δυστυχία την οποία ούτε προσπέρασε περιφρονητικά ούτε ατένισε αδιάφορα. Σεβάστηκε την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Πρώτος αυτός εισήγαγε στο θεολογικό και επιστημονικό προβληματισμό τα σύγχρονα βιοηθικά διλήμματα. Είχε το θάρρος να μιλήσει για την ιερότητα της ανθρώπινης ζωής «εξ άκρας συλλήψεως» έως το θάνατο. Μίλησε και έγραψε για την ευγονική και την ευθανασία πήρε την πρωτοβουλία να αλλάξει τη στάση της Εκκλησίας απέναντι σε όσους αυτοκτονούν. Αντιμετώπιζε με ειλικρινές ενδιαφέρον και κατέβαλε προσπάθειές ώστε όποιος προσέτρεχε στο γραφείο του να φεύγει με την ικανοποίηση τουλάχιστον ότι κάποιος άνθρωπος τον άκουσε, τον συμμερίστηκε, του συμπαραστάθηκε και έλυσε το πρόβλημά του. Η πόρτα του γραφείου του και της καρδιάς του ήταν πάντοτε ανοικτή, για να χαρίσει αισιοδοξία στον απαισιόδοξο, ελπίδα στον απελπισμένο, αποδοχή στον κατατρεγμένο, αξία στον περιφρονημένο. Αυτός είναι ένας από τους β>α.σικοί)ς λόγους που αγαπήθηκε και συνεχίζει να αγαπιέται από το λαό. Δεν αποστράφηκε τη συναναστροφή, τη συμπόρευση και την ταύτιση με τον κόσμο που συνωστίζονταν γύρω του. Θεωρούσε τις διαπροσωπικές σχέσεις πηγή της δυνάμεώς του μετά από τη Χάρη του Θεού. Αυτό που του στέρησε ο θεσμικός του ρόλος ως Αρχιεπισκόπου ήταν η πολλαπλή αμεσότητα της ανθρώπινης επικοινωνίας αν και πάλι μπορούσε να «ξεκλέβει» στιγμές για να διασώζει τη βαθύτατη ανθρωπιά του,.,.Αυτή η εγκαρδιότητα σε συνδυασμό με την σπάνια μνήμη-φαινόμενο που εκ Θεού διέθετε, άνοιγε την καρδιά του άλλου. Μόνον έτσι κανείς μπορεί να εξηγήσει πως ένας άνθρωπος σαν τον Χριστόδουλο διέθετε χιλιάδες φίλους όλων των επιπέδων, ώστε όλοι επάξια και ισότιμα να διεκδικούν τη μοναδικότητα της φιλίας του! Για εμάς τους κληρικούς, διαμόρφωσε ένα νέο ποιμαντικό πρότυπο, προσαρμοσμένο στις επιταγές των καιρών, που απαιτούσαν ένα κληρικό προσιτό αλλά και ιεροπρεπή, με βαθύτατη αγάπη στο Θεό και στο λαό, ευσυνείδητο στην επιτέλεση του λειτουργήματός του, εφευρετικό και απεριόριστο στις ποιμαντικές προσεγγίσεις ιδιαίτερα της νεολαίας. Εκδαπανούσε τον εαυτό του στον «αγώνα για να σωθεί μια έστω ψυχή» κατά το λόγο του αγίου γέροντος Σωφρονίου Σαχάρωφ. Γνώριζε πράξει και θεωρία την ορθόδοξη ανθρωπολογία, διέθετε ευγένεια και «μόρφωσιν ευσεβείας» κατά τον Απ. Παύλο και οι πάντες απολάμβαναν στο μέτρο της γνωριμίας μαζί του, το πατρικό του ενδιαφέρον. Χωρίς μικροψυχία και μιζέρια χάριζε και μοίραζε σπάταλα τη δική του λάμψη στους ανθρώπους που επέλεγε να είναι κοντά του ξεπερνώντας τις μικρότητες και αναγνωρίζοντας το ιδιαίτερο χάρισμα του καθενός. Ο Χριστόδουλος δεν υπήρξε ο δεσπότης των σαλονιών και του γραφείου. Ποτέ δεν ήταν ο ατσαλάκωτος και ο υπερόπτης. Μεταμόρφωσε για μία δεκαετία την Εκκλησία της Ελλάδος σ ένα εργοτάξιο αγάπης και κοινωνικής προσφοράς. Η πιστή εφαρμογή των ευαγγελικών προσταγμάτων θεωρούνταν από το μακαριστό Αρχιεπίσκοπο ο μοναδικός τρόπος εξίσωσης και υπέρβασης των κοινωνικών ανισοτήτων. Πάντοτε διέθετε ένα ξεχωριστό τρόπο να προσφέρει αυτά τα θεία εντάλματα ακόμα κι αν απέναντί του είχε ανθρώπους που αγνοούσαν και την ύπαρξη ακόμα του Ευαγγελίου. Εφευρετικός και ρηξικέλευθος Σπάνια γνωρίσαμε στην Ελλάδα άνθρωπο με τόση αίσθηση χιούμορ. Ήξερε με ένα ανέκδοτο να ξεκλειδώνει καρδιές. Ήθελε μια κοινωνία γελαστή. Όχι κοινωνία σκυθρωπή. Το γέλιο, όχι το γελοίο είναι πολιτισμός. Το «μούτρωμα» και οι ειρωνείες σκοταδισμός. Λίγα μόνο πράγματα τον απωθούσαν : η ανειλικρίνεια, η ηθελημένη μιζέρια, η προσποιητή κακομοιριά. Ήθελε να έχει απέναντι του έντιμους, ευθείς, φιλόπονους (ο ίδιος εξάλλου έλεγε πως ποτέ δε φοβήθηκε τη δουλειά αλλά η δουλειά εκείνον). Δεν θεωρούσε τη φιλανθρωπία ως αλτρουισμό, αλλά συνταύτιση με το ανθρώπινο πρόσωπο και χαριτόβρυτη θεομίμηση. Απεχθάνονταν το ρατσισμό και τη ξενοφοβία. Επισήμανε τον διπλό αυτό κίνδυνο σε μία πρώιμη εποχή…… Διεκρίνετο από ελεύθερο φρόνημα και έλλειψη μισαλλοδοξίας, απεχθανόταν το φανατισμό πολύ περισσότερο μάλιστα το θρησκευτικό. Ο Χριστόδουλος ήταν ένας κοσμοπολίτης του πνεύματος ένας οικουμενικός άνθρωπος με ανοικτούς ορίζοντες και μηδενικές ανασφάλειες. Πίστευε ακράδαντα στη δύναμη του «ρωμαίικου» να ξαναγεννιέται μέσα από τις στάχτες και τα ερείπια. Αρκεί να μην απομακρύνεται από τις «βρυσομάνες» του: την Ορθοδοξία και την Ιστορία.
Κάπου εδώ οφείλω να βάλω μία άνω τελεία. Αν σήμερα ήταν ζωντανός, θα μας έλεγε ότι η αγάπη «έξω βάλλει την διχόνοια» το σαράκι της φυλής μας. Ας μετανοούμε και ας ομονοούμε. Ο Χριστόδουλος, ως δούλος Χριστού, δεν σταυρώθηκε όπως ο Χριστός, φαρμακώθηκε, όμως, από χολή και όξος των φθονερών. Δεν μίσησε κανένα. Ήταν άρχοντας πραγματικός και το μεγαλύτερο προνόμιο ενός άρχοντα είναι να συγχωρεί. Η ομόνοια έξω βάλλει πάντα εχθρό. Ημέρα μνήμης η σημερινή και τελούμε για 17 χρονιά καθηκόντως το μνημόσυνό Του την προσευχή της Εκκλησίας μας για την αναπαυση της ψυχής Του. Την λειτουργική ελάχιστη πράξη μας για τον πολυαγαπημένο Πατέρα και αείμνηστο Πρωθιεράρχη μας το δικό μας Χριστόδουλο. Καθώς η πορεία όλων «ημών των περιλειπομένων» συνεχίζεται με τους φρενήρεις ρυθμούς της, αναπολούμε με νοσταλγία αυτόν το σημαντικό σταθμό της ζωής μας, στον οποίο όλοι μας κάποτε σταθήκαμε. Χαίρεται σήμερα κι εκείνος μαζί μας και σίγουρα θα χαρεί περισσότερο, αν δεν περιοριστούμε μόνον στην τελετουργική ανάμνηση του προσώπου του, αλλά αν η μνήμη τουγίνει αφορμή και ενστερνισμός των οραμάτων του για την Εκκλησία, το Έθνος, τον Άνθρωπο. Ας μιμούμαστε λοιπόν την αγάπη και το ενδιαφέρον του για τους άλλους, όχι μόνον οι κληρικοί, αλλά όλοι, μιας και η αληθινή αγάπη λείπει από την κοινωνία μας. Ας δραπετεύουμε από τις ανασφάλειές μας και ας εμφανίζουμε τον εαυτό μας γνήσιο και αληθινό, διότι αυτό θα μας βοηθήσει στις σχέσεις μας. Ας αναβαπτιζόμαστε καθημερινά στην παράδοσή μας μέσα από τη μελέτη και την πνευματική καλλιέργεια, για να προοδεύουμε ουσιαστικά και να μην χαθούμε στους ατέλειωτους δαιδαλώδεις διαδρόμους των σύγχρονων Λαβυρίνθων. Τότε θα τιμάμε αληθινά το Χριστόδουλο και θα εξασφαλίσουμε την ευχή του μέσα από τα κράσπεδα του ουρανού, στα οποία τώρα και πάντοτε θα αναπαύεται. Ας είναι αιωνία Του η μνήμη και ας έχουμε την ευχή Του. Αμήν.
Πηγή Ενοριακό Φυλλάδιο 26 Ιαν 25