ΑΠΟ ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ
ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ κ.κ. ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ 2025
«….Τιμούμε σήμερα, εν ευχαριστιακή συνάξει, την ήδη επί 1180 έτη εορταζομένη επέτειο της αναστηλώσεως των Ι. Εικόνων, διατρανώνοντας την ακατάλυτη δέσμευσή μας, όπως διατηρήσουμε αλώβητη και ακεραία «την πίστη των Αποστόλων, την πίστη των Πατέρων, την πίστη των Ορθοδόξων», την στηρίξασα και στηρίζουσα την Οικουμένη. Ορθώς η ημέρα αυτή τιμάται ως «Κυριακή της Ορθοδοξίας», δηλαδή ως νίκη της γνησίας πίστεως, της πίστεως της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας εναντίον των αιρέσεων, επιτομή των οποίων θεωρήθηκε η απόρριψη της τιμητικής προσκυνήσεως των Ι. Εικόνων «παραπλησίως τω τύπω του τιμίου και ζωοποιού σταυρού» και της αληθείας ότι η τιμή της εικόνος «επί το πρωτότυπον διαβαίνει», ως θέσπισε, στοιχούσα στην παράδοση των Πατέρων, η εν Νικαία 7η Οικουμενική Σύνοδος. Κάθε εικόνα μαρτυρεί το «αεί μυστήριον» της Σαρκώσεως του Θεού Λόγου και της κατά χάριν θεώσεως του ανθρώπου και παραπέμπει στην εσχατολογική Βασιλεία, εις την πλήρωση και την πληρότητα της Θ. Οικονομίας εν αυτή. Την πορεία προς τα Έσχατα εικονίζει η Εκκλησία πρωτίστως στο ένα μοναδικό και Μεγάλο Ι. Μυστήριο της Θ. Ευχαριστίας, εκ του οποίου τρέφεται σύνολος η ζωή της, η ενότητα εν τη πίστει, η συνοδική λειτουργία, η κανονική δομή και η ποιμαντική διακονία, η ευλογημένη βιωτή των Αγίων και το θυσιαστικό φρόνημα των Μαρτύρων της πίστεως, η χριστοτερπής άσκηση των μοναχών και των μοναζουσών, η πατροπαράδοτος ευσέβεια και ο ένθεος βίος των πιστών, η χριστιανική φιλανθρωπία και η αλληλεγγύη, η «περίσσεια της χαράς» (Β’ Κορ. η’, 2) της εν Χριστώ ζωής, κατά το Χρυσοστομικό «ο εν Θεώ ων αεί χαίρει» (ΡΟ 62, 283), και η βεβαιότητα ότι «τοις αγαπώσι τον Θεόν πάντα συνεργεί εις αγαθόν» (Ρωμ. η’, 37).
Την πανίερη αύτη Παράδοση η οποία δεν είναι παρελθόν, αλλά παρουσία ζώσα και ζωοποιός, αυτή η έκφραση της ενότητας, της αγιότητας, της καθολικότητας και της αποστολικότητας της Εκκλησίας, εκπροσωπούν, φυλάσσουν και μαρτυρούν χριστοπρεπώς εν τω κόσμω οι ανά τον κόσμο όλο Ορθόδοξες Εκκλησίες ημών, αεί αφορώσαι «εις τον της πίστεως αρχηγόν και τελειωτήν Ιησούν» (Εβρ. ιβ’, 2)..
….Ζούμε στην εποχή της ψηφιακής τεχνολογίας, του διαδικτύου και της τεχνικής νοημοσύνης. Από την χρήση των τεχνολογιών αυτών αναδύονται και οι αξίες που τα συνοδεύουν. Προηγείται δηλαδή η τεχνολογική ανακάλυψη και έπεται η εμφάνιση των αξιών ως παρακολούθημα. Αναγκαία συνέπεια είναι η απομάκρυνση του ανθρώπου από την χαρά και του νοήματος της ζωής καθώς τα πράγματα διαμορφώνουν τις αξίες, αντί οι αξίες να διαμορφώνουν τα πράγματα. Εντελώς διαφορετικός είναι ο τρόπος της Εκκλησίας. Αυτή προτάσσει τον πνευματικό πολιτισμό έναντι του τεχνικού, χωρίς βεβαίως να αποκηρύττει τον τελευταίο. Όμως, τον οριοθετεί, καθώς στην Εκκλησία τα πάντα νοηματοδοτούνται και εκφράζουν αιώνιες αξίες. Η ίδια η Εκκλησία είναι Πολιτισμός! Είναι τρόπος βίου ελευθέρων και ενθέων ανθρώπων, κοινωνία προσώπων, τα οποία οδεύουν συνειδητώς από το κατ’ εικόνα, την κοινή πίστη, εις το καθ’ ομοίωσιν, την πραγματικώς ελευθέραν ύπαρξη
Από την στιγμή κατά την οποία αναλάβαμε την διακονία της Πατριαρχίας της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, έχουμε κατ’ επανάληψη καταδείξει πού ευρίσκεται η αληθινή ευτυχία και το νόημα του ανθρωπίνου βίου. Την έγερση από τον λήθαργο της ενστικτώδους ατομικότητος, τον βαπτισμό του ανθρώπου ως ευχαριστιακής και δοξολογικής οντότητας και την αγωνιστική ένταξή του εις την οδό της αποκατάστασεως της αρχεγόνου αγάπης με τον συνάνθρωπο με την δημιουργία και με τον ίδιο τον Θείο Δημιουργό. Είναι κοινή η πεποίθηση όλων των Ορθοδόξων ότι η παράδοση της Ορθοδοξίας δύναται να συμβάλει ουσιαστικά στην αναγέννηση της γνησίας πνευματικότητος και στην εδραίωση της αδελφοσύνης, μέσα στο σύγχρονο πολιτισμό της τεχνοκρατίας, του οικονομισμού και του ατομοκεντρισμού, όπου ο άνθρωπος, ο προορισμένος για την θέωση κατά χάριν, συρρικνώνεται σε «περί-κλειστον άτομον» και σε ακόρεστο καταναλωτή, και το ανθρώπινο πρόσωπον μετατρέπεται σε αριθμό και απρόσωπη μονάδα. Διακηρύσσουμε ευθαρσώς, ότι το επίπεδο του πολιτισμού μιας κοινωνίας δεν κρίνεται επί τη βάσει της τεχνολογικής και οικονομικής αναπτύξεως και της ορθολογικής οργανώσεως της κοινωνικής ζωής, αλλά πρωτίστως με μέτρο την λειτουργία της αλληλεγγύης και τον έμπρακτο σεβασμό της ιερότητας του ανθρωπίνου προσώπου. Με αυτό το πνεύμα Εκκλησία και θεολογία καλούνται να συνεισφέρουν στην ορθή θεώρησιν της ιδέας της «προόδου». Προσωπικώς, θεωρούμε την συμβολή αύτη αναγκαία και καθοριστική γιά το μέλλον της ανθρωπότητας.
Η Εκκλησία ζει 2025 χρόνια τώρα και κινείται εν τω κόσμω, και αποστολή της είναι η εν Χριστώ μεταμόρφωση του κόσμου, εν αναφορά προς τον τελικό προορισμό της κτίσεως όλης. Μέσα σε αυτό το καθαρό τοις πάσι πλαίσιο , δεν είναι δυνατόν να αδιαφορεί για τις εμπειρίες του συγχρόνου ανθρώπου. Η κλειστότητα, εν ονόματι δήθεν της διασώσεως της καθαρότητας της Παραδόσεως, όχι μόνο δεν αποτελεί θεολογικώς ορθή εφαρμογή του «ουκ εκ του κόσμου» χαρακτήρας της Εκκλησίας, αλλά συνιστά σαφώς αλυσιτελή κατανόησή της. Η άγονη εσωστρέφεια ευνοεί την ανάπτυξη φονταμενταλιστικών τάσεων στο σώμα της Ορθοδοξίας, που έρχονται να προστεθούν στον παγκόσμιο θρησκευτικό φονταμενταλισμό, ο οποίος διασύρει την θρησκευτική πίστη ως δύναμιν ειρήνης και αλληλεγγύης και δίνει ευπρόσδεκτα επιχειρήματα στους αρνητές της πίστεως και τους πολεμίους της θρησκείας.
Εμείς εργασθήκαμε καθόλη την μακρά εκκλησιαστική διακονία μας για τον διαθρησκειακό και διαπολιτισμικό διάλογο, τον οποίον θεωρούμε όχημα για την εδραίωση της ειρήνης μεταξύ των θρησκειών και θεμέλιο της παγκοσμίου ειρήνης. Έτσι προωθήσαμε τον διάλογο με τον Ιουδαϊσμό και το Ισλάμ, με θετικά αποτελέσματα την αλληλοκατανόηση και την καταλογή. Μέσα στην ασάφεια και αμφισημία των ανθρωπίνων πραγμάτων, ο λόγος των θρησκειών πρέπει να είναι λόγος αλληλεγγύης και ειρήνης, σεβασμού της ιερότητας του ανθρωπίνου προσώπου.
Καλούμαστε ενώπιον της συγχρόνου «εικονομαχίας», η οποία στρέφεται κατά της εικόνος του Θεού στον άνθρωπο, και εν όψει των διαφωνιών των Ορθοδόξων Εκκλησιών στο θέμα της σχέσεως της Εκκλησίας με τον σύγχρονο κόσμο και τον πολιτισμό του, να αγωνισθούμε για μία κοινή μαρτυρία περί της «ελθούσης χάριτος» και της «εν ημίν ελπίδος» και να προβάλουμε την ισχύ και την δημιουργικότητα της εν Χριστώ ελευθερίας, η οποία απελευθερώνει ανεξάντλητες δυνάμεις ζωής, αυτοπροσφοράς και διακονίας.
Αυτή είναι και η απόφαση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδοξίας, η οποία, με δεδομένη πλέον «την αποδυνάμωση της θεωρήσεως του ανθρωπίνου προσώπου» λόγω της συγχρόνου κρίσεως της ελευθερίας, υπογραμμίζει το καθήκον της Εκκλησίας, «όπως προβάλει σήμερον, διά του κηρύγματος, της θεολογίας, της Λατρείας και του όλου ποιμαντικού έργου Της, την αλήθεια της εν Χριστώ ελευθερίας και ζωής. Αμήν»
Πηγή Ενοριακό Φυλλάδιο 9 Μαρ 25