ΑΛΒΑΝΙΑΣ ΚΥΡΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ. ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΙΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΝ ΑΝΔΡΟΥΣΗΣ ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑΣ ΤΟΥ
Σε ανάμνηση της ζωής και του ποιμαντικού έργου του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αλβανίας Αναστασίου δημοσιεύτηκε ο χειροτονητήριος λόγος του εις Επίσκοπον Ανδρούσης που εκφωνήθηκε στις 19 Νοεμβρίου 1972.
Σημειώνεται ότι ο Αρχιεπίσκοπος Τιράνων Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας Αναστάσιος εκοιμήθη εν ειρήνη το πρωί του Σαββάτου στις 25 Ιανουαρίου του 2025 στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός, μετά από από πολυήμερη νοσηλεία στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας έχοντας συμπληρώσει τα 95 του χρόνια και 32 χρόνια ποιμαντορίας στην Εκκλησία της Αλβανίας. Σήμερα το πρωί αναχώρησε από τον Ιερό Καθεδρικό Ναό Αθηνών το σκήνωμα του μακαριστού Αρχιεπισκόπου το οποίο είχε εκτεθεί σε λαϊκό προσκύνημα από νωρίς της Κυριακής με χιλιάδες πιστούς να σπεύδουν να προσκυνήσουν και να λάβουν την ευχή του.
Παρακάτω ο χειροτονητήριος λόγος του Αρχιεπισκόπου Αλβανίας Αναστασίου σε επιμέλεια του Μητροπολίτη Αρκαλοχωρίου κ. Ανδρέα:
Μακαριώτατε,
Σας ευχαριστώ ολοψύχως διά την αγάπην Σας, την πολλαπλώς και επί σειράν ετών εκδηλουμένην, και κατά την ώραν αυτήν τελεταρχούσαν. Ευχαριστώ επίσης θερμώς την περί Υμάς Ιεράν Σύνοδον, διά την πολλήν εμπιστοσύνην της να με καλέση εις επισκοπικήν διακονίαν. Αισθάνομαι την ανάγκην να ευχαριστήσω ακόμη τους παρισταμένους Σεβασμιωτάτους Αρχιερείς, ιδιαιτέρως τους λειτουργούντας εις το μυστήριον, τους πρεσβυτέρους, τους διακόνους και τον λαόν του Θεού, τους συμπροσευχομένους κατά την παρούσαν μυσταγωγίαν. Ας μου επιτραπή, τέλος, να επεκτείνω κατά τας ιεράς αυτάς στιγμάς της Ευχαριστίας την έκφρασιν της ευγνωμοσύνης μου προς όλους εκείνους, οι όποιοι μέχρι σήμερον με εστήριξαν με την στοργήν των και με καθωδήγησαν με την πείραν των: την οικογένειάν μου, τους κατά καιρούς καθηγητάς μου, και μάλιστα της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, τους διαφόρους συνεργάτας μου, και ιδιαίτερα τους νέους ανθρώπους, οι οποίοι, με το πάθος των δι’ αλήθειαν μου υπενθυμίζουν συνεχώς το σκληρόν χρέος της γνησιότητος.
Α’.
Αι φοβεραί στιγμαί της προκειμένης ιερουργίας δεν επιτρέπουν αναλύσεις μακράς. Λιτότατα, λοιπόν, περιορίζομαι να εξηγήσω, ότι συναισθήματα ανεπαρκείας και φόβου με συντρίβουν προ των απαιτήσεων του Λόγου του Θεού: «δει ούν τον επίσκοπον ανεπίληπτον είναι» (Α΄ Τιμ. 3:2), «άρτιον… προς παν έργον αγαθόν εξηρτισμένον» (Β΄ Τιμ. 3:17). Με αίσθημα ιλίγγου, είδα να αναδύωνται από τον βυθόν της συνειδήσεως της Εκκλησίας φράσεις όπως, ο Επίσκοπος είναι «τύπος του Πατρός» (Ιγνατίου, Προς Τραλ. IΙΙ, I), «εις τόπον» και «εις τύπον Θεού» (Ιγνατίου, Προς Μαγνησ. VI, I) με αποστολήν «πτερώσαι ψυχήν, αρπάσαι κόσμον και δούναι Θεω» (Γρηγορίου Ναζιανζηνού, Απολογ. κβ’).
Εζήτησα αυτήν την εβδομάδα καταφύγιον από την εσωτερικήν έντασιν εις την σιωπήν και την λατρευτικήν ζωήν της Εκκλησίας μας, ώστε να προσεγγίσω κάπως το νόημα του επισκοπικού λειτουργήματος. Το αρχικόν δέος μετεμορφώθη εις ρίγος· διότι κατά τας ημέρας, αι οποίαι εμεσολάβησαν από της εκλογής μου, το εορτολόγιον της Εκκλησίας μας προέβαλε τας μνήμας των άγιων, επισκόπων Ιωάννου του Ελεήμονος την Κυριακήν, Ιωάννου του Χρυσοστόμου την Δευτέραν, Γρηγορίου του Παλαμά την Τρίτην, Γρηγορίου Νεοκαισαρείας την Παρασκευήν. Όλαι αυταί αι άγιαι μορφαί ήλθον διά να αποκαλύψουν κατά τρόπον συγκλονιστικόν ποίαι είναι αι πραγματικαί διαστάσεις ζωής του Επισκόπου:
α) Έζησαν όλοι των με μίαν αγάπην διά τον άνθρωπον και τον Θεόν πέραν οιωνδήποτε συνόρων συμβατικής λογικής. Μέχρι μαρτυρίου ηγωνίζοντο διά την ανακούφισιν των θλιβομένων και των «τεθραυσμένων» (Λουκ. 4:18) της εποχής των, αποκαλύπτοντες ουσιαστικώς την φιλανθρωπίαν του Θεού, η οποία φανερούται εν τη Εκκλησία.
β) Έζησαν με ασκητικήν εγρήγορσιν και κατάνυξιν διά την υπέρβασιν της σκοτεινής αβύσσου του ανθρωπίνου «εγώ». Έκαμαν ασκητήριον την πόλιν, την καθημερινήν πραγματικότητα, την υπερκόπωσιν και το μαρτύριόν των. Από αυτόν τον αμείλικτον προσωπικόν αγώνα αγνότητος, κατανύξεως και ταπεινώσεως επήγασεν η εκπληκτική των ακτινοβολία.
γ) Έζησαν με βαθείαν αισθησίν καθολικής ευθύνης και αποστολικής συνειδήσεως, με την βεβαιότητα ότι ως «τύποι Χρίστου» γίνονται αυτομάτως «παγκόσμιοι άνθρωποι», με την πεποίθησιν ότι πιστότης εις την αποστολικήν παράδοσιν σημαίνει πιστότητα εις το αποστολικόν χρέος, ότι η επίθεσις των χειρών των επισκόπων κατά την χειροτονίαν δεν αποτελεί μόνον εγγύησιν αποστολικής διαδοχής, αλλά και χρέωσιν δια ενεργόν συμμετοχήν εις την πορείαν της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας «έως έσχατου της γης»(Πράξ. 1:8).
δ) Καθωδήγησαν όλοι των και παρηγόρησαν τον λαόν του Θεού με προφητικήν ενόρασιν και τόλμην και αυτό ακριβώς είναι το τέταρτον κοινόν των χαρακτηριστικόν, το οποίον με εδόνησεν. Εθεολόγησαν με οξύτητα πνεύματος και δυναμισμόν, αποκαλύπτοντες αδιακόπως νέας, επικαίρους διά την εποχήν των, πλευράς του «μυστηρίου της πίστεως» (Α΄ Τιμ. 3:9). Κατέθεσαν ρωμαλέαν μαρτυρίαν περί της Αλήθειας εις κρίσιμους διά την Εκκλησίαν στιγμάς και με προφητικήν δύναμιν εγκρέμισαν «παν ύψωμα επαιρόμενον κατά της γνώσεως του Θεού» (Β΄ Κορ. 10:5), παν είδος ατομικών ειδώλων άνεσιν, εξουσίαν, δόξαν, κοσμικάς συμβατικότητας, τα όποια δεν έπαυσαν να αναστηλώνονται εις όλας τας εποχάς και εντός των πλαισίων του εκκλησιαστικού χώρου.
ε) Η όλη επισκοπική των διακονία υπήρξε, τέλος, μία σταυρώσιμος μαρτυρία Αναστάσεως. Από την Θείαν Ευχαριστίαν της λατρευτικής κοινότητος, της οποίας προΐσταντο, την ενεργοποιούσαν το γεγονός της Σταυρώσεως και της Αναστάσεως, ήντλουν δύναμιν και έμπνευσιν διά να βοηθούν τον λαόν του Θεού να ζή το «Πάσχα Κυρίου», να πραγματοποιή δηλαδή συνεχή «έξοδον» από την περιοχήν της αποκαρδιώσεως εις την χώραν της ελπίδος, από την οιανδήποτε δουλείαν «εις την ελευθερίαν της δόξης των τέκνων του Θεού» (Ρωμ. 8:21)· ένα Πάσχα, μίαν «Διάβασιν», από τον χώρον της υποκρισίας εις την αλήθειαν, από την απομόνωσιν του ατομισμού εις την εν Χριστώ κοινωνίαν.
Β’.
Αναζητώ, Μακαριώτατε, εις τα βάθη μου κάτι από τα στοιχεία αυτά του αληθούς επισκοπικού ήθους, και δεν βλέπω παρά μόνον κακέκτυπα η αμυδρούς αντικατοπτρισμούς των εις την επιφάνειαν των πόθων μου. Οι στίχοι της Αποκαλύψεως του Ιωάννου προς τον επίσκοπον Λαοδικείας, προσηρμοσμένοι εις την περίπτωσίν μου, αποκτούν συνταρακτικήν επικαιρότητα: τώρα πλέον οίδας «ότι συ εί ο ταλαίπωρος και ο ελεεινός και πτωχός και τυφλός και γυμνός»(Αποκ. 3:17).
Η ανεπάρκεια και γυμνότης αυτή γίνεται ακόμη σοβαρωτέρα, όταν αναλογίζεται κανείς ότι καλείται να διακονήση ως Επίσκοπος εις οργανισμόν όπως η Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, εις μίαν εποχήν ριζικών ανακατατάξεων, τεχνοκρατικής θυέλλης, συγκρούσεων κοινωνικών, μεταξύ απιθάνων συμφερόντων και απροσώπων δυνάμεων εις περίοδον κατά την οποίαν διακηρύττεται επιμόνως η αξία του ανθρώπου, της ελευθερίας, της δικαιοσύνης, της ισότητος, διά να καλύπτεται η έντεχνος η άτεχνος καταπάτησίς των. Η επισκοπική ευθύνη γίνεται ακόμη συνθετωτέρα εις την σκέψιν ότι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία καλείται να δώση «λόγον περί της εν αυτή ελπίδος» (Α΄ Πέτρ. 3:15) εντός μιας πολυμόρφου ανθρωπότητος, η οποία εξελίσσεται εις ενιαίαν μεγαλούπολιν με άνω των 2/3 του πληθυσμού της μη Χριστιανούς, αναμένουσαν με τρόμον το λυκαυγές του 21ου, του ηλεκτρονικού, αιώνος.
Αυταί ακριβώς αι σκέψεις και τα συναισθήματα με συνέτριψαν, Μακαριώτατε, κατά την απομόνωσιν αυτών των ημερών. Η υπεύθυνος τοποθέτησις ενός επισκόπου μέσα εις έναν παρόμοιο χώρον είναι κάτι μαρτυρικόν και η ανεπάρκεια μου το καθιστά εξαιρετικώς επικίνδυνον. Βεβαίως, τώρα είναι πλέον αργά, διά να τολμήσω οιανδήποτε «φυγήν εις Θαρσίς»(πρβλ. Ιων.1:3), όπως προ ετών. Άλλωστε, η φυγή τελικώς δεν αποτελεί λύσιν, διά αυτού του είδους τους φόβους. Μόνον «ή τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον» (Α΄ Ιω. 4:18). Το μυστήριον της τελείας αγάπης του Θεού προς τον κόσμον, ο οποίος έγινεν άνθρωπος, διά να συμμερισθεί την ζωήν μας και συγκαταβαίνει να χρησιμοποιή αναξίους και αμαρτωλούς ανθρώπους, όπως ο σμιλών, διά να εκπροσωπούν την Εκκλησίαν Του, με παρηγορεί. Αύτη η κοινωνία αγάπης, η οποία πραγματοποιείται εις το 6 μυστικόν σώμα του Χριστού, «ό έστιν η εκκλησία» (Κολ. 1:24) με μυριάδας μυριάδων προσώπων όλων των εποχών, προαπελθόντων και ζώντων, οσίων, μαρτύρων, ομολογητών, αύτη η συνεχής παρουσία αγάπης και δεήσεως χιλιάδων προσφιλών αδελφών εν Κυρίω μου δίδει το θάρρος διά το τρομερόν σημερινόν βήμα. Εις αυτήν την «τελείαν», την εν πόνω αγάπην του Χριστού, την εντός της Εκκλησίας βιουμένην, παραδίδομαι.
«Ιδού έστηκα επί την θύραν και κρούω…», συνεχίζει το κείμενον της Αποκαλύψεως προς τον επίσκοπον Λαοδικείας, μετά την φοβεράν αποκάλυψιν της γυμνότητός του και την κλήσιν προς μετάνοιαν. «Εάν τις ακούση της φωνής μου και άνοιξη την θύραν, και εισελεύσομαι προς αυτόν και δειπνήσω μετ’ αυτού και αυτός μετ’ εμού» (Αποκ. 3:20). Απ’ ό,τι βλέπω μέχρι τώρα, μόνον μία εγρήγορσις μετάνοιας, εν ταπεινώσει και πίστει εις την ευσπλαγχνίαν του Θεού, προσφέρει δυνατότητα υπερβάσεως του φόβου και ανοίγει θύραν διά την πραγματοποίησιν του Μυστικού Δείπνου μετά του Ηγαπημένου και την βίωσιν μιας Πασχαλίου αποστολής.
Σας ικετεύω λοιπόν, Μακαριώτατε, και Υμάς, σεβάσμιοι Ιεράρχαι, προσφιλείς πατέρες και αδελφοί, όσοι αυτήν την ώραν με κυκλώνετε με την αγάπην σας, δεηθήτε η φλόγα, η οποία θα ανάψη εντός μου, κατά την προκειμένην μυσταγωγίαν με την δύναμιν του Παναγίου Πνεύματος από το πύρ της Πεντηκοστής, να καίη με ταπείνωσιν ενώπιον της εικόνος του Εσταυρωμένου και των Αγίων, εις μίαν συνεχή Λειτουργίαν πίστεως και αγάπης, ώστε να μεταφέρη, όπου εναποτεθή, κάτι από την θέρμην, την παρηγοριάν και την ελπίδα της Αναστάσεως και της Πεντηκοστής.
*Επιμέλεια Μητρ. Αρκαλοχωρίου Ανδρέα Νανάκη
Περιοδικό Εκκλησία, Δεκέμβριος 1972, αριθ. 23-24 1
Κεντρική φωτογραφία: Η εις επίσκοπον Ανδρούσης χειροτονία (1972) του μακαριστού Αλβανίας κυρού Αναστασίου. Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερώνυμος Α΄, Μητροπολίτης Μυτιλήνης Ιάκωβος Β´, Μητροπολίτης Αιγιαλείας Γεώργιος (19 Νοεμβρίου 1972)