Ο ΝΙΚ ΜΑΡΒΕΛ ΕΙΝΑΙ ΕΔΩ
ΤΡΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΠΡΙΝ ΤΟ ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ ΚΟΙΝΟ ΕΙΧΕ ΥΠΟΔΕΧΘΕΙ ΜΕ ΕΚΠΛΗΞΗ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «Ο ΝΙΚ ΜΑΡΒΕΛ ΚΑΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΜΕ ΤΟ ΘΗΡΙΟ». ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΓΙΝΕ ΑΝΑΡΠΑΣΤΟ, ΚΑΘΩΣ …
Ο «ΝΙΚ ΜΑΡΒΕΛ» ΕΙΝΑΙ «ΕΝΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ», ΟΜΩΣ ΕΝΑ «ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ» ΑΛΛΙΩΤΙΚΟ ΑΠΟ Τ’ ΑΛΛΑ. ΕΙΝΑΙ ΓΡΑΜΜΕΝΟ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ, ΑΛΛΑ, ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ ΑΠΟ 9 ΜΕΧΡΙ 99 ΕΤΩΝ. ΕΙΝΑΙ ΓΡΑΜΜΕΝΟ ΓΙΑ ΤΗ ΓΕΝΙΑ ΜΑΣ ΚΑΙ ΜΕΣΑ Σ’ ΑΥΤΟ, ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΣΥΝΑΝΤΗΣΟΥΜΕ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΑΣ, ΜΕ ΤΑ ΚΑΛΑ ΤΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΣΧΗΜΙΑ ΤΟΥ ΚΙ ΙΣΩΣ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΝΑ ΘΕΛΗΣΟΥΜΕ Ν’ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΟΥΜΕ ΤΑ ΚΑΛΑ.
Ο «ΝΙΚ ΜΑΡΒΕΛ» ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ «ΜΟΝΤΕΡΝΟ» ΒΙΒΛΙΟ, ΠΟΥ ΜΙΛΑ ΣΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΜΑΣ, ΣΤΗ ΓΛΩΣΣΑ, ΠΟΥ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΟΥΜΕ ΚΑΙ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΑΥΤΗ ΠΕΡΝΑ ΚΑΠΟΙΑ ΑΛΛΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ, ΠΟΥ ΙΣΩΣ ΔΕΝ ΑΚΟΥΣΑΜΕ ΠΟΤΕ ΚΙ ΙΣΩΣ ΔΕΝ ΦΑΝΤΑΖΟΜΑΣΤΕ ΚΑΝ ΟΤΙ ΥΠΑΡΧΟΥΝ. ΚΑΠΟΙΑ ΑΠΟ ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΠΟΥ ΕΜΠΛΕΚΟΝΤΑΙ ΣΤΟ «ΜΥΘΟ» ΕΙΝΑΙ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΑ, ΚΑΠΟΙΑ ΑΛΛΑ ΟΜΩΣ ΟΧΙ, ΚΙ ΑΠΟ ΜΑΣ ΕΞΑΡΤΑΤΑΙ ΝΑ ΒΡΟΥΜΕ ΤΕΛΙΚΑ ΤΗΝ ΑΚΡΗ.
ΣΤΙΣ 18 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕ ΤΟ 2Ο ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΣΕΙΡΑΣ: «Ο ΝΙΚ ΜΑΡΒΕΛ ΚΑΙ Ο ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ«. ΟΣΟΙ ΕΙΧΑΜΕ ΔΙΑΒΑΣΕΙ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ, ΕΙΧΑΜΕ ΣΥΜΠΑΘΗΣΕΙ ΤΟΝ ΝΙΚ ΜΑΡΒΕΛ ΚΑΙ ΠΕΡΙΜΕΝΑΜΕ ΜΕ ΑΝΥΠΟΜΟΝΗΣΙΑ ΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΩΝ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΩΝ ΤΟΥ. ΕΥΧΟΜΑΣΤΕ ΚΑΙ ΤΟ ΝΕΟ ΒΙΒΛΙΟ ΝΑ ΕΧΕΙ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ. ΤΗΝ ΑΞΙΖΕΙ.
~~~
Η φυγή
Ο «Νικ Μάρβελ» έτρεχε. Αυτή τη φορά, ναι, έτρεχε για τη ζωή του. Η Τζένη του το είχε πει ξεκάθαρα.
– Θα σας συλλάβουν και τα έξι παιδιά σε δύο μέρες, είχε πει η κοπέλα. Το απόγευμα της Τρίτης, όταν θα ήταν στη γιορτή για την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Για να μην δώσουν ευκαιρία για σχόλια.
Έπρεπε να φύγουν. Έπρεπε να προλάβουν να φύγουν.
Ούτε κατάλαβε πώς πέρασε το δρόμο, ούτε κατάλαβε πώς έφτασε στο σπίτι. Μια σκέψη μόνο κυριαρχούσε στο μυαλό του: Έπρεπε να προλάβουν να φύγουν.
Από μέσα, βαθιά στην καρδιά του, η Ευχή χάραζε το δικό της δρόμο.
– Κύριε, Ιησού Χριστέ ελέησόν με τον αμαρτωλόν.
Έσπρωξε γρήγορα την εξώπορτα του κήπου, που έκλεισε πίσω του κι όρμησε στον πλακόστρωτο διάδρομο του κήπου, προς το πίσω μέρος της μικρής μονοκατοικίας. Η πίσω πόρτα της κουζίνας, πάντα ξεκλείδωτη -μια πολύχρονη και αυθόρμητη συνήθεια, που η οικογένεια διατηρούσε από την «παλιά, καλή εποχή», όταν οι Έλληνες, ειδικά στην ύπαιθρο, συνήθιζαν να μην κλειδώνουν τα σπίτια τους-, σπρώχτηκε με βιασύνη και ο Νίκος Βερβελίδης στάθηκε λαχανιασμένος στην άδεια κουζίνα.
– Αλεξάνδρα, πού είσαι; Αλεξάνδρα;
Το τρομαγμένο και απορημένο πρόσωπο της μεγάλης αδελφής φάνηκε στο άνοιγμα της πόρτας.
– Τι έπαθες Νικόλαε; Τι τρέχει; Ρώτησε γεμάτη αγωνία.
Με μικρές, κοφτές, λαχανιασμένες φράσεις, ο «Νικ Μάρβελ» περιέγραψε την κατάσταση. Τον διαλογισμό στο Αμφιθέατρο, την κα Βρισθένιου, την εξομολόγηση της Τζένης.
– Είσαι σίγουρος ότι σου είπε την αλήθεια; Αυτά τα «μοντέρνα» κορίτσια συχνά λένε ψέματα για να διασκεδάσουν με την αγωνία του άλλου!
Ο «Νικ Μάρβελ» ήταν σίγουρος.
– Έπρεπε να την δεις, Αλεξάνδρα. Ήταν άλλος άνθρωπος! Δεν έλεγε ψέματα.
– Τότε θα πρέπει να φύγουμε και μάλιστα γρήγορα. Η ανησυχία γέμιζε τώρα τα μάτια και της μεγάλης αδελφής. Όμως ψύχραιμα, με σύνεση, συνέχισε σα να ήθελε να βάλει σε τάξη τον ίδιο της τον εαυτό.
– Ας οργανωθούμε, λοιπόν, πρότεινε ο Νικόλαος. Και πρώτα απ’ όλα. Πού είναι τα παιδιά;
– Οι δίδυμες είναι στο δωμάτιο των κοριτσιών, ο Ιωάννης, στο δικό σας, ο Εμμανουήλ δεν έχει γυρίσει ακόμη.
– Δεν τον συνάντησα ούτε στο Σχολείο, είπε ο Νίκος σκεφτικός. Έτσι που έφυγα… Φοβούμαι ότι ίσως με ψάχνει, ίσως να με περιμένει ακόμη εκεί.