ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ.
Γιορτάζουν τά πάντα ὁλόγυρα. Γι᾽ αὐτό κι ἐγώ νά γιορτάσω θέλω. Θέλω νά εὐφρανθεῖ ἡ ψυχή μου, νά πανηγυρίσει ἀπό τά καταβάθια μου. Εὐφραίνομαι βέβαια ὄχι κρούοντας ….
Συγχωρέστε με, σᾶς παρακαλῶ, πού νιώθω ἀδύναμος νά συνεχίσω τό λόγο πέρα ἀπ᾽ τόν πρόλογο. Φοβοῦμαι νά προχωρήσω στήν ἔρευνα τῶν πιό σημαντικῶν. Δέν κατέχω τόν τρόπο. Δέν ξέρω πού νά στρέψω τό λόγο. Τί νά πῶ; γιά ποιό νά μιλήσω; Βλέπω τή μητέρα, ἀντικρύζω τό παιδί, ὅμως τόν τρόπο τῆς γέννησης δέν τόν καταλαβαίνω. Ὅπου ὁ Θεός ἔχει ἄλλη βουλή, ἐκεῖ νικιέται ὁ φυσικός νόμος, νικιέται κι ἡ τάξη τοῦ κόσμου. Δέν γεννήθηκε σύμφωνα μέ τούς νόμους τῆς φύσης. Θαυματούργησε πάνω ἀπό τά ὅρια τῆς φύσης. Ἡ φύση ἀδράνησε. Ἐνήργησε ἡ βούληση τοῦ Δεσπότη. Τί ἀπερίγραπτο δῶρο! Ὁ Μονογενής πού ὑπάρχει προαιώνια, αὐτός πού δέν ἐμπίπτει στίς ἀνθρώπινες αἰσθήσεις, ὁ ἀσύνθετος, ὁ ἀσώματος, περιβλήθηκε τό σῶμα μου. Τό σῶμα πού ὑπόκειται στή φθορά, πού συλλαμβάνεται ἀπό τίς αἰσθήσεις. Γιατί; Γιά νά μπορέσει νά μᾶς διδάξει καθώς θά Τόν βλέπουμε ἀνάμεσά μας κι ἔτσι νά μᾶς ὁδηγήσει σέ ἐκεῖνα πού τά χοϊκά μάτια μας ἀδυνατοῦν νά δοῦνε. Οἱ ἄνθρωποι ἔχουν μεγαλύτερη ἐμπιστοσύνη στά μάτια τους παρά στ᾽ αὐτιά τους κι ἔτσι ἀμφιβάλλουν γιά ὅ,τι δέν βλέπουν. Γι᾽ αὐτό ἀκριβῶς ὁ Θεός ἀνέχθηκε νά παρουσιαστεῖ μέ σῶμα μπρός στά μάτια μας γιά νά διαλύσει τίς ἀμφιβολίες πού εἴχαμε, ἀκούγοντας μόνο τά λόγια Του. Καί γεννιέται ἀπό παρθένο πού ἀγνοεῖ τήν ὑπόθεση καί πού δέν πῆρε ἐνεργό μέρος στό γεγονός, οὔτε συννενοήθηκε γιά τήν πραγματοποίησή του. Ἡ Παρθένος ἦταν ἁπλό ὄργανο τῆς ἀπόρρητης δύναμης τοῦ Θεοῦ. Ἕνα μόνο πράγμα γνώριζε, ἐκεῖνο πού ρώτησε κι ἔμαθε ἀπό τόν Γαβριήλ. Ὅταν δηλαδή ρώτησε, «πῶς ἔσται μοι τοῦτο ἐπεί ἄνδρα οὐ γιγνώσκω» ἐκεῖνος τῆς εἶπε: Αὐτό θέλεις νά μάθεις; «Πνεῦμα Ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπί σέ καί δύναμις Ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι».
Καί πῶς, ἐνῶ ἦταν «μετ᾽ αὐτῆς», σέ λίγο γεννήθηκε «ἐξ αὐτῆς»; Ὅπως ὁ τεχνίτης ὅταν βρεῖ εὔπλαστη ὕλη, κατασκευάζει πιό ὄμορφο τό ἀγγεῖο, ἔτσι καί ὁ Χριστός. Ἐπειδή βρῆκε ἅγιο καί τό σῶμα καί τήν ψυχή τῆς Παρθένου, φιλοτέχνησε ἔμψυχο Ναό δικό Του. Καί ἀφοῦ κεῖ μέσα, μέ τόν τρόπο πού θέλησε, ἔπλασε τόν καινούργιο ἄνθρωπο, καί ἀφοῦ τόν περιβλήθηκε, γεννήθηκε σάν σήμερα, χωρίς καθόλου νά ἀπεχθάνεται τήν κακόμοιρη ἀνθρώπινη πεσμένη φύση. Καί φυσικά δέν θεώρησε προσβλητικό νά περιβληθεῖ τό δικό Του ἔργο. Ἀλλά καί τό δημιούργημά Του ἀπολάμβανε τήν πιό μεγάλη δόξα μέ τό νά γίνει ἔνδυμα τοῦ δημιουργοῦ Του. Ὅπως στήν ἀρχική δημιουργία δέν ἦταν δυνατό νά ὑπάρξει ὁ ἄνθρωπος πρίν πάρει ὁ Θεός στά χέρια Του τόν πηλό, ἔτσι καί τό φθαρμένο ἀνθρώπινο σῶμα δέν ἦταν δυνατό νά ἀνακαινιστεῖ, ἄν δέν γινόταν ἔνδυμα τοῦ δημιουργοῦ Του.