Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΓΙΟΥ
Ο Άγιος Γεώργιος ο Μεγαλομάρτυρας και Τροπαιοφόρος τιμάται στις 23 Απριλίου. Εάν όμως το Πάσχα πέφτει μετά τις 23 Απρίλη, τότε εορτάζεται την επόμενη μέρα του Πάσχα (Δευτέρα της Δικαινησίμου).
Τα πρώτα του χρόνια
Ο Άγιος μεγαλομάρτυς και τροπαιοφόρος Γεώργιος είναι ένα από τα πιο λαμπρά παλικάρια του Χριστού. Ο Άγιος Γεώργιος γεννήθηκε το 280 μ.Χ. και έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Διοκλητιανού. Ο πατέρας του καταγότανε από την Καππαδοκία και υπηρετούσε σαν αξιωματούχος στην υπηρεσία του αυτοκράτορα Διοκλητιανού. Η πατρίδα της μητέρας του ήταν η Λύδδα της Παλαιστίνης. Ενώ ο Γεώργιος ήταν πολύ μικρός ακόμη, απέθανε ο πατέρας του. Τότε η μητέρα με τον Γεώργιο πήγε στην ιδιαιτέρα της πατρίδα, την Λύδδα. Εκεί ασχολήθηκε σοβαρά με την ανατροφή του παιδιού της. Του έμαθε τις μεγάλες και ακατάλυτες αλήθειες της Χριστιανικής Θρησκείας και του φώτισε την καρδιά και τον νου με το φως των λόγων του Ευαγγελίου. Του φύτεψε μεγάλη και σταθερή αγάπη για τον Χριστό και την Χριστιανοσύνη. Καθημερινά τρεφότανε και μεγάλωνε με το μεγαλείο του χριστιανικού αγώνος.
Γίνεται Χιλίαρχος
Πολύ νέος ο Γεώργιος ακολουθεί το στρατιωτικό στάδιο, σαν τον πατέρα του. Η εξυπνάδα του, η ευστροφία του, η δραστηριότητα και η πρωτοβουλία τον αναδείχνουν πολύ γρήγορα. Το όνομά του γίνεται ξακουστό. Όλοι οι αξιωματούχοι μιλάνε γι’ αυτόν και τον θαυμάζουν. Η μια προαγωγή διαδέχεται την άλλη. Έγινε σε ηλικία μόλις 20 χρόνων χιλίαρχος. Γι’ αυτό τον λένε και στρατηλάτη. Ποτέ όμως δεν ξέφυγε από τις χριστιανικές του αρχές. Είναι αφ’ ενός τίμιος αξιωματικός, αλλά και συνεπής Χριστιανός. Ο Γεώργιος δεν παρασύρεται από τα μάταια του κόσμου τούτου. Μένει απλός, γλυκύς και καταδεκτικός. Βοηθάει τους αδυνάτους. Δίδει κουράγιο στους απελπισμένους και δείχνει στοργή σε όλους.
Υπερασπίζεται την χριστιανική Πίστη
Ήρθαν όμως και δύσκολες μέρες για την Χριστιανοσύνη. Ο Διοκλητιανός γεμάτος μίσος, για τους οπαδούς του Ναζωραίου, κήρυξε άγριο διωγμό κατά των χριστιανών. Έστειλε, λοιπόν, διαταγές, σ’ όλο το Ρωμαϊκό Κράτος, στις οποίες έλεγε να συλλαμβάνονται όλοι οι χριστιανοί. Και όσοι δεν θυσιάζουν στα είδωλα να θανατώνονται. Τότε ο Γεώργιος δεν συμφώνησε. Τις διαταγές του αυτοκράτορα δεν τις εκτέλεσε στην Επαρχία του. Εν τω μεταξύ αναφορές πολλών αξιωματικών και ηγεμόνων προς τον αυτοκράτορα Διοκλητιανό λέγανε, ότι η Ανατολή είχε μεγάλο κύμα χριστιανών. Βγάζει νέες εγκληματικές και φαρμακερές διαταγές. Τρόμος, φόβος και σφαγή συγκλονίζουν όλη την Ανατολή και πιο πολύ την Νικομήδεια, όπου είχε την έδρα του ο αυτοκράτορας. Ο χιλίαρχος Γεώργιος δεν εκτελεί και πάλι τις διαταγές του αυτοκράτορα. Δεν συλλαμβάνει κανένα χριστιανό. Και όχι μονάχα αυτό, αλλά αποφασίζει να συγκρουστεί με τον Διοκλητιανό. Πουλάει πρώτα την περιουσία του και την μοιράζει στους φτωχούς χριστιανούς. Έπειτα, όταν μια μέρα ο Διοκλητιανός είχε συγκεντρώσει τους αξιωματούχους του και έδινε οδηγίες, για την εξολόθρευση των χριστιανών, ο Γεώργιος μπαίνει μέσα στην αίθουσα των επισήμων με θάρρος και λέει στον Βασιλέα:
—Είναι φοβερό, βασιλεύ, αυτό που κάνει. Είναι έγκλημα! Χτυπάτε τους χριστιανούς με μανία, χωρίς να σας κάνουν κανένα κακό. Και όμως αυτοί μονάχα βρίσκονται κοντά στο φως και στην αλήθεια. Παραδέξου το, βασιλεύ. Δεν χρειάζεται ηρωισμός. Εκείνοι μόνον ξέρουν και γιατί ζουν και γιατί πεθαίνουν. Εσείς ζείτε στο σκοτάδι και στο έγκλημα… Εγώ νοιώθω ευτυχισμένος, από τότε που πίστεψα στο Χριστό… Ο αυτοκράτορας έμεινε μ’ ανοιχτό το στόμα. Δεν περίμενε ποτέ να τ’ ακούσει αυτό από ένα διαλεχτό του αξιωματικό. Στην αρχή είπε στον πρωτοσύμβουλό του Μαγνέντιο να μιλήσει αυτός. Ύστερα όμως ανέλαβε ο ίδιος ο αυτοκράτορας. Ο αυτοκράτορας προσπάθησε να συνετίσει τον Γεώργιο και τον παρότρυνε να αλλάξει μυαλό. Όμως ο Μάρτυρας του απάντησε γενναία:
—Όχι, βασιλεύ, δεν αλλάξω μυαλό. Δεν θ’ αφήσω ποτέ την ευτυχία, για να γίνω δυστυχής. Δεν θα εγκαταλείψω το φως, για να βρω το σκοτάδι…
Αρχίζουν τα βασανιστήρια
Πλημμυρισμένος από μίσος και παράλογη οργή τότε ο αυτοκράτορας, διέταξε να βασανίσουν σκληρά και απάνθρωπα τον Γεώργιο. Οι βασανιστές δεν χάσανε καιρό. Δέσανε αμέσως τα χέρια του και τον έβαλαν να σταθεί όρθιος ατό προαύλιο του μεγάρου, εκεί που έκαναν τις συγκεντρώσεις τους οι αξιωματούχοι της αυτοκρατορίας. Έπειτα δόθηκε το σύνθημα για ν’ αρχίσουν τα βασανιστήρια. Δεκάδες σουβλερά και φαρμακερά κοντάρια πετάξανε οι ακοντιστές κατ’ επάνω του, για να του κατατρυπήσουν το κορμί. Τα κοντάρια όμως με τη δύναμη και την θέληση του Θεού λυγίσανε, σαν να ήταν φτιαγμένα από κερί. Αλλά από αυτά αλλάξανε δρόμο. Φύγανε μακριά από το τρυφερό κορμί του νεαρού Γεωργίου!
Έπειτα πήρανε τον Γεώργιο, δεμένο πάντοτε πισθάγκωνα, και τον κατεβάσανε σε μια υγρή κι’ ανήλιαγη φυλακή. Τον κατεβάσανε βαθειά σ’ ένα υπόγειο σκοτεινό και βρωμερό.
Εκεί τον ξαπλώσανε με οργή και του δέσανε τα πόδια. Με απάνθρωπη σκληρότητα, του βάλανε κατόπιν μια μεγάλη πέτρα στο γυμνό στήθος του. Το βάρος της κοφτερής πέτρας του έκοβε τις σάρκες του και δυσκόλευε φοβερά την αναπνοή. Και το κορμί του ήταν δεμένο σε ξύλινους πασσάλους και δεν μπορούσε με κανένα τρόπο να κινηθεί. Έμεινε έτσι κάτω από τον πόνο όλη την νύχτα ο νεαρός στρατιώτης του Χριστού, Γεώργιος.
Στον φρικτό τροχό
Όταν ξημέρωσε, ο αυτοκράτορας διέταξε να τον βγάλουν από την φυλακή και να τον παρουσιάσουν μπροστά του. Ο Διοκλητιανός κοίταξε χαιρέκακα τον νεαρό αξιωματικό του, που προτίμησε, από τα αξιώματα και τι δόξες τις προσωρινές, τον Χριστό. Τον ρώτησε έπειτα με αγωνία:
—Πες μου, Γεώργιε, άλλαξες μυαλό; Σκέφθηκες καλύτερα; Άρχισες να μετανοείς για την πρώτη απόφαση σου η επιμένεις ακόμη σ’ αυτή;
—Όχι, βασιλεύ του απάντησε σταθερά. Παραμένω πιστός στον Χριστό. Και αν με ρωτάς, νομίζοντας πώς τα μικρά βασανιστήρια που μου έκανες με δειλιάσανε, σου απαντώ: Όχι! Όσα μαρτύρια και αν μου κάνεις, όσα κι αν υποφέρω, μένω και θα μένω σταθερός στην πίστη μου…
Άγρια θύελλα απάνθρωπης οργής και σκοτεινός εγωισμός τάραξε τότε τα νεύρα του αυτοκράτορα. Σηκώθηκε αγριεμένος και τρέμοντας από θυμό φώναξε:
—Μη στέκεστε. Ετοιμάστε τον τροχό. Δέστε τον κι’ αρχίστε τις στροφές…
Οι στρατιώτες φοβισμένοι από τον έξαλλο τόνο της φωνής του Διοκλητιανού, φέρανε απέναντι τους τον τροχό του μαρτυρίου. Πάνω σ’ εκείνο τον τροχό στήσανε ένα τραπέζι με κοφτερές λεπίδες και με άγκιστρα. Ήταν δε αυτά έτσι τοποθετημένα, ώστε καθώς φέρανε στροφή τον τροχό, πάνω στον οποίο ήταν δεμένος ο Γεώργιος, οι λεπίδες και τ’ άγκιστρα του κόβανε και του σχίζαν τις σάρκες. Τί τρομερό, τί σατανικό όργανο βασανισμού των Μαρτύρων! Ο Γεώργιος πονούσε και υπέφερε φοβερά. Οι πληγές που άνοιγαν τον συνταράζανε. Εκείνος όμως συνεχώς προσευχόταν. Παρακαλούσε τον Θεό να του δώσει δύναμη να αγωνιστεί νικηφόρα. Στην αρχή η προσευχή ήταν ακουστή απ’ όλους.
Έπειτα γινότανε ψιθυριστή, διότι ο Άγιος σιγά – σιγά έχανε τις σωματικές του δυνάμεις. Ο Διοκλητιανός παρακολουθούσε με θηρωδία τον Άγιο στο βασανιστήριο και ειρωνευόταν την ανδρεία του λέγοντας:
—Που είναι ο Θεός σου, Γεώργιε; Γιατί δεν έρχεται να σε βοηθήσει, αλλά σ’ αφήνει να τυραννιέσαι έτσι;
Έπειτα σηκώθηκε ο αιμοβόρος βασιλεύς και προχώρησε προς τον ναό του ψεύτικου Θεού Απόλλωνος να θυσιάσει στα είδωλα. Την ίδια στιγμή, κι’ ενώ ο Διοκλητιανός δεν είχε φύγει μακριά από τον τόπο του μαρτυρίου του Αγίου, βαριά και μαύρα σύννεφα σκεπάσανε τον ουρανό. Αρχίσανε βροντές. Αστραπές αυλακώσανε τα σύννεφα. Έπειτα ακούστηκε μία θεϊκή φωνή από τον ουρανό, που έλεγε:
—Γεώργιε, μη φοβάσαι. Είμαι μαζί σου. Σε παρακολουθώ που υπομένεις με πίστη και ανδρεία…
—Ακολούθησε για λίγο γαλήνια σιγή. Ξαφνικά διαλύθηκαν τα μαύρα σύννεφα.
Ξαστέρωσε ο ουρανός και, ώ του θαύματος! Ο Γεώργιος βρέθηκε όρθιος, λυμένος από τον τροχό.
Άγγελος Κυρίου τον ελευθέρωσε από εκεί. Οι παρευρεθέντες κοντά στον τόπο του μαρτυρίου, μόλις είδανε το θαύμα αυτό, τα χάσανε. Πιστέψανε κι’ αυτοί στο Χριστό, που έδειχνε τη δύναμη Του τόσο φανερά. Τον πήρανε έπειτα από το χέρι οι στρατιώτες και βασανιστές με σεβασμό και φόβο και τον παρουσίασαν μπροστά στον βασιλέα, κοντά στον βωμό, που ήταν έτοιμος να θυσιάσει στα είδωλα. Μόλις εκείνος τον βλέπει ελευθερωμένο από τον τροχό εξαγριώνεται. Φωτιές πετούν τα μάτια του. Τα χείλη του τρέμουν. Είναι έτοιμα να ξεράσουν βρισιές. Αλλά ο Γεώργιος τον προλαβαίνει και του λέγει:
—Με παρέδωσες στο θάνατο, βασιλεύ, αλλά ο Θεός, ο Βασιλεύς των ουρανών, μ’ ελευθέρωσε. Δεν είναι ψέματα. Αυτός είναι αληθινός Θεός. Προσκυνήστε Τον και σεις όλοι. Πάψτε να γονατίζετε στα είδωλα.
Ο Διοκλητιανός έξαλλος φωνάζει:
—Πρωτολέοντα, Ανατόλιε γενναίοι μου χιλίαρχοι, διαλεχτοί αξιωματικοί μου, πιάστε τον. Δέστε τον… Τι με κοιτάζετε; Σας διατάζω. Είμαι ο αυτοκράτορας!… Οι στρατηλάτες, όμως δεν υπακούν στη διαταγή του Διοκλητιανού. Και, όχι μονάχα αυτό, αλλά το θαύμα που είδανε προηγούμενος και η ουράνια φωνή, που άκουσαν, τους κάνανε να πιστέψουν στον Θεό του Γεωργίου.
Εκεί, λοιπόν, που ο αυτοκράτορας περίμενε να εκτελέσουν οι στρατηλάτες την διαταγή του, τους είδε γεμάτος έκπληξη και απορία, να πετούν τους στρατιωτικούς ζωστήρες και τα ξίφη τους στα πόδια του. Αυτό ήταν σημείο, πώς αρνιόνταν να ανήκουν πια στο στρατό του.
—Και μείς πιστεύουμε στο Χριστό, φωνάξανε με θάρρος.
Αίμα Μαρτύρων
—Θάνατος! Θάνατος! σάς περιμένει όλους, κραυγάζει τότε έξαλλος ο Διοκλητιανός. Δεν προλαβαίνει όμως να σκεφτεί και ν’ αποφασίσει πώς να τους θανατώσει, και την ίδια στιγμή παρουσιάζονται μπροστά του στρατιώτες λαχανιασμένοι, που του λένε κι’ άλλα συνταρακτικά νέα:
—Βασιλεύ, του λέγουν, στους στρατιώτες γίνεται χαλασμός. Πολλοί αξιωματικοί και στρατιώτες αφήνουν τους θεούς σου και γίνονται χριστιανοί. Ακολουθούν τον Γεώργιο, διότι άλλοι είδανε το θαύμα κι’ άλλοι άκουσαν γι’ αυτό… —Να συλληφθούν αμέσως όλοι κραυγάζει, ο Διοκλητιανός. Να μου τους φέρετε όλους δεμένους. Θα τους πνίξω ατό αίμα…
Και πράγματι, η σφαγή που ακολούθησε ήταν φοβερή. Ο Ανατόλιος και ο Πρωτολέων αποκεφαλίστηκαν λίγο έξω από την πόλη. Και πολλοί άλλοι βρήκανε μαρτυρικό τέλος. Μεταξύ αυτών ήταν ο Ευσέβιος, ο Λέων, ο Λεόντιος, ο Λόγγινος, ο Βίκτωρ, ο Ζωτικός, ο Ζήνων και ο Ακίνδυνος. Όλοι τους όμως αντιμετώπισαν τον θάνατο με ψυχραιμία και γαλήνη. Πεθάναν λέγοντας προσευχές στο Χριστό.
Στον λάκκο με την άσβεστο
Ο Διοκλητιανός δεν ήξερε τι να κάνει. Δεν ήξερε πώς να εξοντώσει τους χριστιανούς, που πλήθαιναν καθημερινώς. Φοβότανε ακόμη τον Άγιο Γεώργιο. Όσο εκείνος ήταν! ζωντανός, πολλοί χριστιανοί ακολουθούσαν το παράδειγμά του. Γι’ αυτό διέταξε να θανατωθεί. Πήρανε, λοιπόν, το άλλο πρωί τον Μεγαλομάρτυρα οι στρατιώτες του Διοκλητιανού και τον πήγανε λίγο έξω από την πόλη. Εκεί ήταν ένας τεράστιος λάκκος με ασβέστη. Είχανε ρίξει μέσα στο λάκκο αυτό άφθονο νερό και η άσβεστος κόχλαζε. Μέσα στο λάκκο εκείνο πετάξανε οι ειδωλολάτρες στρατιώτες τον Άγιο και τον αφήσανε επί τρεις μέρες και νύχτες. Την τρίτη μέρα διέταξε ο αυτοκράτορας να σκάψουν στο λάκκο και να βρούνε ότι απόμεινε από το κορμί του Αγίου. Διέταξε ακόμη να εξαφανίσουν τα υπολείμματα από το σώμα του, για να μη τα βρούνε οι χριστιανοί. Γιατί μ’ αυτά θα θέριευε πιο πολύ η πίστης τους. Στρατιώτες, λοιπόν, πολλοί και πλήθος κόσμου βγήκανε την τρίτη μέρα έξω από την πόλη, για να δούνε το σώμα του Αγίου και να εκτελέσουν την διαταγή του αυτοκράτορα. Κοιτάξανε όλοι τους με απορία τους στρατιώτες, που άρχισαν να σκάβουνε στο μέρος, που είχανε πετάξει τον Μεγαλομάρτυρα. Ξαφνικά βλέπουνε τον Άγιο να βγαίνει από το λάκκο σώος κι’ αβλαβής. Η φοβερή φωτιά της ασβέστου, με την δύναμη του Θεού, δεν τον είχε πειράξει καθόλου. Όλοι τότε τα χάσανε. Το θαύμα είναι ολοφάνερο! Πολλοί φωνάζανε:
—Ο Θεός του Γεωργίου είναι αληθινός! Είναι θαυματουργός!
Τον παρουσιάζουν έπειτα στον αυτοκράτορα και του λένε τα καθέκαστα. Τότε ο αυτοκράτορας αποκρίνεται στον Μεγαλομάρτυρα:
—Πες μου, Γεώργιε, που έμαθες την τέχνη της μαγείας; Φανέρωσε μας την τέχνη σου και πάψε να μας λες, πώς τάχα είσαι χριστιανός και θαυματουργεί ο Θεός σου…
—Εγώ, βασιλεύ, είπε ο Άγιος, νόμιζα, ότι αυτό το θαύμα του Χριστού, με το οποίο σώθηκα από το καμίνι της ασβέστου, θα σ’ έκανε να δεις την αλήθεια. Δυστυχώς όμως είσαι δεμένος στο σκοτάδι της ειδωλολατρίας και ονομάζεις έργα μαγείας τα ολοφάνερα και εξαίσια θαύματα του Χριστού.
Τα πυρακτωμένα υποδήματα
Ο Διοκλητιανός όμως ούτε ακούει, ούτε βλέπει, ούτε συγκινείται από αυτά. Είναι ένας πωρωμένος χριστιανομάχος. Αντί λοιπόν άλλης συζητήσεως με τον Άγιο, τον βάζει σε νέο φρικτό μαρτύριο. Διατάζει να του φορέσουνε σιδερένια υποδήματα, αφού πρώτα τα βάλουνε στη φωτιά και καούνε, μέχρις ότου κοκκινίσει το μέταλλο. Τα παπούτσια εκείνα είχανε μέσα και καρφιά όρθια. Μόλις, λοιπόν, κοκκίνισαν τα μετάλλινα παπούτσια, οι βασανιστές του τα φέρανε μπροστά να τα φορέσει. Εκείνος έκανε τον Σταυρό του και προσευχόμενος τα φόρεσε. Οι ειδωλολάτρες τον σπρώχνανε και του φωνάζανε να τρέχει, ενώ ο αυτοκράτορας γελούσε και κάγχαζε. Το μαρτύριο αυτό κράτησε πολύ. Αλλά τον Άγιο τον φύλαξε ο Θεός. Έπειτα, με φορεμένα αυτά τα φοβερά υποδήματα, τον κλείσανε σ’ ένα υγρό κι’ απαίσιο κελί. Εκεί έμεινε όλη την νύχτα και προσευχότανε:
—Κύριε, έλεγε, βοήθησέ με. Τώρα, που οι πόνοι μου με σπαράζουνε, τώρα που ταράζονται οι σάρκες και τα κόκαλα μου και οι εχθροί μου πληθύνονται, έχω πιο πολύ την ανάγκη της βοηθείας Σου… Έλεγε ψαλμούς από το ψαλτήρι της Εκκλησίας, που τους ήξερε απ’ έξω.
Όταν ξημέρωσε είδε μ’ έκπληξη, ότι δεν υπήρχε καμιά πληγή στα πόδια του. Εν τω μεταξύ ο βασιλεύς, που νόμιζε, ότι ύστερα από αυτό το μαρτύριο, που πέρασε ο Άγιος, δεν θα μπορούσε διόλου να βαδίζει, διέταξε να τον φέρουνε μπροστά του, έστω και φορτωμένο στους ώμους των στρατιωτών. Όταν όμως τον βλέπει να βαδίζει κανονικά, σαν να μη είχε συμβεί τίποτε, γεμάτος απορία και κακία τον ρωτάει: —Έμεινες, λοιπόν, ευχαριστημένος από τα υποδήματα; Σου κάνανε καλό; Σού φέρανε χαρά;
—Ναι βασιλεύ! Είπε ο Άγιος.
—Άφησε, Γεώργιε, την μαγική σου τέχνη. Πάψε να ξεγελάς τον εαυτό σου και τους άλλους με αυτές τις ανοησίες.
—Ανόητος είσαι συ, βασιλεύ! Είπε τότε ο Μεγαλομάρτυς στον Διοκλητιανό. Και συνέχισε:
—Σου μιλάω έτσι, διότι βλέπω, ότι ονομάζεις την δύναμη του Θεού μαγική τέχνη.
Ραβδίζεται φοβερά
Ταράζεται τότε από οργή ο αυτοκράτορας. Πρώτη φορά βλέπει ένα αξιωματούχο του να τον κρίνει τόσο αυστηρά. Για να ικανοποιήσει τον βάρβαρο εγωισμό του, διατάζει ουρλιάζοντας να μαστιγώσουν ανελέητα τον Μεγαλομάρτυρα. Το μαρτύριο των ραβδισμών είναι φοβερό. Οι βασανιστές κτυπούν τον αθλητή του Χριστού, χωρίς λύπη. Κρατούνε στα χέρια τους νεύρα βοδιών (βούνευρα) και μ’ αυτό οργώνουν το νεανικό κορμί του Αγίου. Ο ένας σταματάει, ο άλλος αρχίζει… Ανοίγουν πληγές στη ράχη και στην κοιλιά του μάρτυρος. Το στήθος του γίνεται κόκκινο από το αίμα. Οι πόνοι είναι μεγάλοι κι’ αβάσταχτοι. Αλλά η αγάπη για τον Χριστό είναι μεγαλύτερη.. Κι’ έτσι ο Άγιος υποφέρει γι’ αυτόν τα πάντα. Και πάνω στην φρίκη των πόνων όλοι έβλεπαν στο πρόσωπο του Αγίου ένα γλυκό φως, μια λάμψη παράξενη, μια ευτυχία, που κανείς δεν μπορούσε να τα εξηγήσει.
Μόνο ο Διοκλητιανός ο ξεροκέφαλος και πιο αιμοδιψής τύραννος συνέχιζε να λέγει, ότι ο Γεώργιος τα κάνει όλα αυτά με την δύναμη της μαγικής τέχνης.
Ο μάγος Αθανάσιος
Τότε ο επίτροπος, ο πρωτοσύμβουλος του αυτοκράτορα, ο οποίος ονομαζότανε Μαγνέντιος, του είπε:
—Μη στεναχωρείσαι, βασιλεύ. Στην πόλη μας βρίσκεται ο μεγαλύτερος μάγος της αυτοκρατορίας σου. Είναι ο μεγάλος μάγος Αθανάσιος. Αυτός ξέρει όλη την μαγική τέχνη. Να τον καλέσεις, λοιπόν, κι’ αυτός αμέσως θα νικήσει την τέχνη του Γεωργίου. Καλέσανε τότε τον μεγάλο μάγο Αθανάσιο στ’ ανάκτορα του Διοκλητιανού. Ο αυτοκράτορας είπε τότε στον μάγο την περίπτωση του Μεγαλομάρτυρα και κατέληξε με τούτα τα λόγια:
—Ο Γεώργιος με την τέχνη του, μας έκανε τέρατα και σημεία, όπως ξέρεις και όπως – όπως όλοι το ξέρουν. Τώρα το πώς τα έκανε όλα αυτά, μονάχα εάν μπορείς να γνωρίζεις και οι μάγοι που είναι, σαν κι’ εσένα. Με μαγείες, λοιπόν, και συ, σε παρακαλώ, να τον κάνεις να γονατίσει στις διαταγές μου ή διαφορετικά να προετοιμάσεις κανένα δηλητήριο, ώστε να θανατωθεί μ’ αυτό…
—Αύριο, βασιλεύ, θα μπορώ να σου δείξω την δύναμη μου, είπε ο μάγος. Κάνε μόνον υπομονή για τη νύχτα…
Ο μάγος, λοιπόν, έφυγε για το μαγικό του εργαστήριο, ενώ ο Άγιος κλείστηκε στη φυλακή, όπου φρουρούσαν διπλοφρουροί. Την άλλη μέρα, σχεδόν ξημερώματα, έφτασε ο μάγος στο αυτοκρατορικό παλάτι, φέρνοντας μαζί του δυο πήλινα αγγεία γεμάτα δηλητήριο. Όταν συνάντησε στο προαύλιο τον βασιλέα, του είπε εγωιστικά: —Διάταξε, Βασιλεύ, να φέρουν εδώ μπροστά σου τον κατάδικο Γεώργιο και θα δεις την δύναμη των μεγάλων θεών. Όπως βλέπεις, Βασιλεύ, έχω εδώ δύο πήλινα αγγεία. Στο ένα έχω τέτοιο μαγικό δηλητήριο, που μόλις το πιει θα χάση τα λογικά του και χωρίς καμιά αντίρρηση θα εκτελεί τις διαταγές σου. Στο άλλο δοχείο, που κρατώ στο δεξί μου χέρι, έχω δηλητήριο θανάτου. Μόλις πιει απ’ αυτό θα πεθάνει. Ο Διοκλητιανός δεν χάνει καιρό. Διατάζει και φέρουν μπροστά του τον Άγιο αμέσως. —Τώρα -του λέγει ο αυτοκράτορας- δεν θα πιάνουν πια τα μάγια σου, Γεώργιε! Ο γενναίος μάρτυρας μένει αμίλητος. Τότε ο Διοκλητιανός κάνει νόημα στο μάγο να δώσει στον Γεώργιο από το φάρμακο, που χάνονται τα λογικά και συγχρόνως διατάζει τον Άγιο να το πιει. Εκείνος προσεύχεται και το πίνει με θάρρος.
Περιμένει ο αυτοκράτορας. Δεν παθαίνει όμως τίποτε ο Γεώργιος. Πλημμυρίζει από αγωνία ο αυτοκράτορας. Τον πνίγει ο εγωισμός. Τυφλωμένος τώρα από την κακία του, διατάζει τον μάγο Αθανάσιο να δώσει στον Άγιο και το άλλο φάρμακο, το δηλητήριο του θανάτου. Το πίνει κι’ αυτό ο Μεγαλομάρτυρας, χωρίς να πάθη και πάλιν τίποτε. Περνάει αρκετή ώρα σιγής. Ο μάγος Αθανάσιος, που ήξερε την δύναμη των δηλητηρίων του τα χάνει. Δεν ξέρει ποια δύναμη προστατεύει τον Γεώργιο. Το πλήθος, που βλέπει τα όσα συμβαίνουν, μένει κατάπληκτο. Και ξαφνικά ο αυτοκράτορας ξεσπάει μ’ αυτά τα λόγια:
—Οι τέχνες σου οι μαγικές, Γεώργιε, μας σαλεύουν τα μυαλά. Πες μας, λοιπόν, μέχρι πότε θα μας βασανίζεις; Μέχρι πότε θα μας κρύβεις την αλήθεια; —Καταλαβαίνω την απορία σου, βασιλεύ, είπε ο Γεώργιος. Αλλά δεν θα σου κρύψω την αλήθεια. Σου λέγω, λοιπόν και πάλι, ότι δεν με προστατεύει η μαγική τέχνη, όπως εσύ λες, αλλά η δύναμης του Χριστού, του Θεού μου, τον Οποίον εγώ πιστεύω. Ο Θεός των χριστιανών είναι Θεός ζωής και αναστάσεως… Είναι Θεός θαυμάτων. Αρκεί να υπάρχει η πίστης.
Ο Άγιος ανασταίνει νεκρό
Έγινε έπειτα μεγάλη συζήτησις, για την ανάσταση των νεκρών. Ο μάγος Αθανάσιος, όταν άκουσε για αναστάσεις, γέλασε ειρωνικά και είπε:
—Εμείς, βασιλεύ, χρόνια ολόκληρα ασχολούμεθα με την μαγική τέχνη, αλλά αναστάσεις νεκρών δεν μπορούμε να κάνουμε. Αν, λοιπόν, τώρα αυτός εδώ ο Χριστιανός μπορέσει ν’ αναστήσει νεκρό, τότε δεν μπορώ, παρά να ειπώ, ότι μεγάλο Θεό πιστεύει και προσκυνάει… Την ίδια στιγμή πετάχτηκε ο πρωτοσύμβουλος του Βασιλέως Μαγνέντιος και είπε, γελώντας ειρωνικά:
—Γεώργιε, αν θέλεις να πιστέψουμε στην θρησκεία σου, ανάστησε ένα από τους νεκρούς αυτούς χριστιανούς, που είναι εδώ κοντά και που τιμωρήθηκαν οι ανόητοι με θάνατο, για την πίστη τους…
Ο Άγιος δέχτηκε την πρόσκληση των άπιστων, δια να πιστέψει ο λαός και δοξαστεί ο Χριστός. Προχωρεί λοιπόν προς τα λείψανα των μαρτύρων και συγχρόνως προσεύχεται θερμά, φλογερά κι’ ολόψυχα. Μόλις φθάνει κοντά στ’ άταφα σώματα, γονατίζει και υψώνει τα μάτια του στον ουρανό. Δάκρυα τρέχουν από τα μάτια του. Είναι η πιο μεγάλη στιγμή σ’ ένα μεγάλο αίτημα του προς τον Χριστό: Ο Άγιος ζητεί να επιστραφεί η ψυχή ενός νεκρού, για να ντροπιαστεί έτσι η ειδωλολατρία και να θριαμβεύσει η πίστης στο Χριστό.
Η προσευχή τελειώνει. Ο Άγιος σηκώνεται και με φωνή σταθερή μιλάει σ’ έναν από τους νεκρούς έτσι:
—Εις το όνομα του Χριστού αναστήσου! Πάρε ζωή και σήκω!
Και τότε όλοι μένουν βουβοί και ξεροί… Πράγματι! Ο νεκρός υπακούει και σηκώνεται. Επικρατεί σιγή για λίγο. Πολλοί σπάνε τον πάγο του τρόμου, φωνάζοντας:
—Είναι Αληθινός ο Θεός των χριστιανών!
Ο Διοκλητιανός κλείνει τα μάτια του μπροστά σ’ αυτό το μεγαλείο και συνεχίζει να λέγει, ότι όλα είναι μαγείες.
Ο μάγος όμως Αθανάσιος καταλαβαίνει, ότι θεία δύναμης κρύβεται πίσω από τον Άγιο. Δεν ακούει, ούτε τα λόγια του αυτοκράτορα, ούτε του Μαγνεντίου. Τρέχει και πέφτει στα πόδια του Γεωργίου, λέγοντας: —Αληθινός είναι ο Θεός σου, Γεώργιε! Συγχώρεσε με, για ότι σου έφταιξα. Πιστεύω και εγώ εις τον Θεό των Χριστιανών…
Θάνατος! Θάνατος!
Ο Διοκλητιανός σαστίζει. Μένει για λίγο βουβός κι’ αμίλητος. Τα χάνει. Δεν ξέρει τί να κάνει. Έπειτα όμως διατάζει να σιωπήσουν όλοι και όταν απλώθηκε νεκρική σιγή, φώναξε δυνατά στο πλήθος:
—Ο καταραμένος ο Αθανάσιος είναι μάγος και όπως καταλαβαίνετε, μας ξεγέλασε όλους. Δεν του έδωσε δηλητήρια, αλλά δυναμωτικά φάρμακα. Ψέματα είναι όλα. Όλοι θέλουνε να καταστρέψουν το βασίλειο μου. Ζηλεύουν την δόξα μου… Ψέματα ήταν και η ανάστασης του νεκρού! Δεν πιστεύω τίποτε. Παντού γύρω μου βρίσκονται μάγοι και απατεώνες…
Εγώ όμως δεν θα σταυρώσω τα χέρια. Δεν θα τους αφήσω να με ξεγελούν. Αυτή τη στιγμή κιόλας παίρνω την μεγάλη απόφαση…
Θάνατος στους χριστιανούς! Θάνατος στον αναστημένο! Θάνατος στον μάγο Αθανάσιο! Θέλω αίμα. Διψώ για αίμα χριστιανών… Σαν άγριος σίφουνας ορμήσανε έπειτα οι στρατιώτες του Διοκλητιανού μέσα στο πλήθος. Αρπάξανε σαν ανήμερα θηρία τον μάγο Αθανάσιο και τον αναστημένο νεκρό και τους σκοτώσανε. Και έτσι αυτός ο καλότυχος έγινε δυο φορές μάρτυρας. Έπειτα σύρανε βάρβαρα τον Μεγαλομάρτυρα στην φυλακή και τον δέσανε εκεί σ’ ένα σκοτεινό θάλαμο.
Τα θαύματα συνεχίζονται
Τα θαύματα όμως του αγίου είχαν γίνει γνωστά απ’ όλους και από παντού πολλοί χριστιανοί τρέχανε στη φυλακή. Παρακαλούσαν τους δεσμοφύλακες, τους φιλοδωρούσαν και κατόρθωναν έτσι να δούνε το φωτεινό πρόσωπο του Μάρτυρος. Πολλοί άρρωστοι βρίσκανε την θεραπεία τους, καθώς γονάτιζαν στα πόδια του Αγίου.
Μια μέρα κατόρθωσε να μπει στο κελί του Γεωργίου ένας φτωχός γεωργός, ονόματι Γλυκέριος. Λυπημένος έπεσε στα πόδια του Αγίου και άρχισε να κλαίει, λέγοντας! —Άνθρωπε του Θεού, βοήθησε με. Είμαι φτωχός. Άκουσε τον πόνο μου. Εκεί, καθώς όργωνα την γη με τα βόδια μου, ένα από τα βόδια μου ψόφησε. Σε παρακαλώ, Άγιε, κάνε ζωντανό το βόδι μου να μη πεθάνει η οικογένεια μου από την πείνα. Θα σ’ ευγνωμονώ κι’ εγώ και τα παιδιά μου…
Ο Γεώργιος άκουσε με στοργή και συγκίνηση τα λόγια του γεωργού. Κατάλαβε τον πόνο του και του είπε με γλυκό χαμόγελο:
—Πήγαινε στο χωράφι σου, Γλυκέριε και θα βρεις το βόδι σου ζωντανό! Έτρεξε τότε χαρούμενος ο γεωργός στο χωράφι του και είδε το βόδι του ζωντανό, όπως του είχε είπε ο Άγιος. Δεν συνέχισε όμως το όργωμα του χωραφιού, αλλά γύρισε πάλι στην φυλακή. Ευχαρίστησε τον Γεώργιο και φώναξε από ευγνωμοσύνη προς τον Θεό:
—Αλήθεια! Μεγάλος και δυνατός Θεός είναι ο Θεός των χριστιανών… Δεν πρόλαβε όμως να συνέχιση τον ύμνο της ευγνωμοσύνης του, γιατί αμέσως τον άρπαξαν οι ειδωλολάτρες αξιωματικοί και τον οδήγησαν μπροστά στον αυτοκράτορα Διοκλητιανό, κατηγορούμενο για την χριστιανική πίστη του. Ο θηριόψυχος αυτοκράτορας μόλις άκουσαν, ότι ο Γλυκέριος είναι οπαδός του χριστιανισμού δεν ρωτάει τίποτε άλλο, αλλά διατάζει αμέσως να αποκεφαλιστεί.
Εν τω μεταξύ κάποιος από τους αξιωματούχους του βασιλέως, παρουσιάζεται στον Διοκλητιανό και του λέγει, ότι πολλοί χριστιανοί κατορθώνουν και επισκέπτονται τον Άγιο.
Του λέγει ακόμη, ότι, αν και φυλακισμένος ο Γεώργιος, κατορθώνει να παίρνει με το μέρος του πολλούς ειδωλολάτρες και να δίνει θάρρος στους χριστιανούς. Βγάζει τότε πιο αυστηρές διαταγές ο Διοκλητιανός. Απομονώνει εντελώς τον Άγιο. Τον οδηγεί σε βαθύτερο, υγρότερο και σκοτεινότερο κελί της φυλακής. Βάζει τριπλούς και τετραπλούς σκοπούς και φύλακες στις πόρτες. Έπειτα καλεί τον πρωτοσύμβουλό του Μαγνέντιο και του λέγει:
—Μαγνέντιε, πρέπει να πάρουμε μια απόφαση για τον Γεώργιο. Εσύ τι γνώμη έχεις; —Συμφωνώ, βασιλεύ. Πρέπει να δώσουμε τέλος σ’ αυτήν την ιστορία. Αύριο πρέπει να κάνουμε την τελική ανάκριση.
Το θεϊκό όνειρο
Την νύχτα εκείνη ο Άγιος προσευχόταν στην φυλακή συνεχώς. Αργά τα μεσάνυχτα, από την πείνα, τα μαρτύρια και την εξάντληση, αποκοιμήθηκε. Τότε βλέπει στον ύπνο του την μορφή του Χριστού. Τον είδε να σκύβει, να τον φιλάει και να του βάζει στεφάνι στο κεφάλι του, λέγοντας:
—Γεώργιε, μη φοβάσαι. Προχώρα με θάρρος. Η ώρα της αιωνίας χαράς σου πλησιάζει. Από σήμερα αξιώθηκες να βασιλεύσεις κοντά μου. Δεν θα αργήσεις. Θα έλθεις γρήγορα κοντά μου. Όλα τα αγαθά είναι έτοιμα για σένα. Σε περιμένω… Όταν ξύπνησε ο Άγιος κατάλαβε, ότι εκείνο το όνειρο ήταν θεϊκό. Ειδοποίησε, λοιπόν, τον υπηρέτη του και του είπε συγκεκριμένα, ότι το τέλος του πλησιάζει. Τον παρακάλεσε δε να φροντίσει, για το σώμα του. Του είπε να το μεταφέρει στην Παλαιστίνη, στη Λύδδα, στην πατρίδα της μητέρας του.
Συντρίβει τα είδωλα
Όταν ξημέρωσε, ο Διοκλητιανός διέταξε να φέρουν μπροστά του τον νεαρό Μάρτυρα. Οι δεσμοφύλακες τον οδήγησαν φρουρούμενο στ’ ανάκτορα. Εκεί μόλις τον αντίκρισε ο Διοκλητινανός και αλλάζοντας τακτική, άρχισε να του λέει:
— Βλέπεις, Γεώργιε, πόση μεγαλοψυχία έχω. Επειδή σ’ αγαπώ και σ’ εκτιμώ, επειδή αναγνωρίζω πώς είσαι ένας γενναίος και καλός αξιωματικός, δεν σε θανατώνω, όπως ταιριάζει στους χριστιανούς, αλλά περιμένω να μετανοήσεις. Σου λέγω και πάλιν: Είσαι γενναίος, Γεώργιε, και πρέπει να ζήσεις, για το καλό της αυτοκρατορίας μου. Μα τους θεούς, σου λέγω, ότι είμαι έτοιμος να μοιρασθώ μαζί σου και την βασιλεία μου, την απέραντη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Αλλά θυσίασε πρώτα στους θεούς! Κάνε μου τη χάρη.
Ο Άγιος τον κοίταξε σκεπτικός κι’ αμίλητος. Τότε ο αυτοκράτορας νόμισε, πώς άρχιζε να τον καταφέρνει και τον ρώτησε με αγωνία:
—Πες μου, λοιπόν, Γεώργιε, πες μου, παιδί μου, τί σκέφτεσαι;
—Σκέφτομαι, βασιλεύ, πώς θα ήταν καλύτερα να μπούμε στο ναό σας, για να δω πρώτα τα είδωλα σας κι’ έπειτα να σου απαντήσω.
Γεμάτος από χαρά και ελπίδα προχώρησε ο αυτοκράτορας, μαζί με τους άρχοντες και τον κατάδικο Γεώργιο στο ναό του Απόλλωνος,. Όλοι προσμένανε μ’ αγωνία να δούνε, τι θα έκανε ο Άγιος. Ξαφνικά τον βλέπουνε να τεντώνει το δεξί του χέρι προς το άγαλμα του Απόλλωνος και να λέγει:
—Είναι, ποτέ, δυνατόν να θυσιάσω εγώ ο Χριστιανός σ’ εσένα, άψυχο είδωλο; Έπειτα ο Μάρτυς έκανε το Σταυρό του. Τότε το πνεύμα, που κατοικούσε στο είδωλο του Απόλλωνα, ταράχθηκε από την παρουσία του Αγίου και έβγαλε δυνατή φωνή λέγοντας:
—Δεν είμαι εγώ θεός! Κανένα είδωλο δεν είναι θεός. Μόνον Εκείνος, που κηρύττεις εσύ, είναι Θεός Αληθινός. Εμείς όλοι, που κρυβόμαστε στα είδωλα, είμαστε πονηρά πνεύματα. Κοροϊδεύουμε τους ανθρώπους…
—Γιατί, λοιπόν, εξακολουθείτε να μένετε εδώ, ενώ παρευρίσκομαι κι εγώ που είμαι δούλος του Θεού; ρώτησε ο Άγιος.
Ακούστηκε τότε κρότος και θόρυβος φοβερός. Έγινε τρομακτική σύγχυση. Ακούστηκαν φωνές, κλάματα και βοητό. Έγινε κάτι τρομακτικό. Ο ναός των ειδώλων σείστηκε συθέμελα και τα αγάλματα όλα πέσανε καταγής και γίνανε συντρίμμια. Απελπισία κι αγανάκτηση πλημμύρισε τότε τις καρδιές του βασιλιά και των αρχόντων. Μερικοί μάλιστα ιερείς των ειδώλων επιτέθηκαν κατά του Αγίου με αγριότητα. Έβλεπαν οι ανόητοι τους θεούς τους να είναι σκόρπια κομμάτια στη γη και δεν ξέρανε τι να κάνουν. Πάνω στο κακό και στην οργή τους φωνάζανε:
—Σκοτώστε αυτόν τον πλάνο, προτού μας γκρεμίσει το ναό. Ακούστηκαν τότε κραυγές και βρισιές πολλές. Η βοή και ο θόρυβος έφτασε μέχρι το παλάτι. Η βασίλισσα Αλεξάνδρα, που κοιμότανε εκεί, σηκώθηκε ξαφνιασμένη. Κατάλαβε, πώς όλος εκείνος ο θόρυβος γινότανε, για τον χριστιανό Γεώργιο. Η καρδιά της εκείνη την στιγμή κτύπησε παράξενα και ψιθύρισε:
—Τόσο καιρό είμαι χριστιανή και το κρύβω. Δεν είναι σωστό. Η πίστης και η αγάπη για τον Χριστό δεν πρέπει να κρύβονται. Και λέγοντας αυτά, ντύθηκε γρήγορα, βγήκε έξω και μπερδεύτηκε μέσα στο πλήθος, φωνάζοντας:
—Θεέ του Γεωργίου βοήθησε με.. Μονάχα Εσύ είσαι Αληθινός Θεός.
Την ίδια στιγμή ο αυτοκράτορας γεμάτος πείσμα κατηγόρησε τον Άγιο και τον έλεγε άσεβη, διότι γκρέμισε τα είδωλα του ναού, έστω κι αν αυτό έγινε με θαύμα. Ο Μεγαλομάρτυς όμως ατάραχος και γαλήνιος του απαντούσε, λέγοντας: —Είναι ντροπή, για σένα βασιλεύ, να στηρίζεσαι σε τέτοιους θεούς, όταν βλέπεις ότι οι θεοί σου αυτοί δεν μπορούνε να προστατεύσουνε ούτε τον ίδιο τον εαυτό τους!
Κι’ ενώ η συζήτησις προχωρούσε, ανάμεσα από τον βασιλέα και τον Άγιο, μπήκε η Αλεξάνδρα, η γυναίκα του Διοκλητιανού, η οποία ευχαριστούσε τον Μάρτυρα για τα θαύματά του και κατηγορούσε την πλάνη της ειδωλολατρικής θρησκείας.
Ο αυτοκράτορας τα χάνει. Δεν μπορεί να πιστέψει αυτό που βλέπουνε τα μάτια του. —Πάει, ψιθυρίζει. Χάνομαι. Είμαι δυστυχής. Λερναία Ύδρα γίνετε η θρησκεία αυτών των άπιστων και με πνίγει. Πήρανε και την γυναίκα μου με το μέρος τους. Κι’ όμως πρέπει να μείνω αλύγιστος. Ούτε σπιθαμή πίσω…
Ανάβει έπειτα το εγκληματικό του πάθος και φωνάζει τον πρωτοσύμβουλό του να συντάξει ένα τυπικό κατηγορητήριο, για την θανατική ποινή του Τροπαιοφόρου Γεωργίου και της Αλεξάνδρας. Η διαταγή εκείνη του αυτοκράτορα έλεγε τα εξής περίπου: «Τόν Χιλίαρχον Γεώργιο, χριστιανόν, ὁ οποίος κατεφρόνησε τήν βασιλικήν ἐξουσίαν, ὕβρισε τούς θεούς καί κατέστρεψε τούς ναούς τῶν, διατάσσω ν’ ἀποχεφαλισθῆ μαζί μέ τήν βασίλισσαν Ἀλεξάνδραν».
Η βασίλισσα Αλεξάνδρα όμως δεν πρόλαβε να μαρτυρήσει για το όνομα του Χριστού. Εκεί καθώς προσευχόταν στην φυλακή, ξεψύχησε σιωπηλά κι’ ήρεμα σαν πουλάκι. Ο Θεός θέλησε να της χαρίσει γλυκό ειρηνικό τέλος.
Το μαρτυρικό τέλος
Το πρωί της 23ης Απριλίου του 303 μ.Χ. οι στρατιώτες μπήκανε στο κελί του Αγίου με γυμνά ξίφη κι’ άγριες μορφές. Ο μάρτυς του Χριστού κατάλαβε, πώς είχε φθάσει η μεγάλη στιγμή του τέλους του. Εκείνοι βλοσυροί κι’ αμίλητοι τον βγάλανε έξω από την πόλη. Ανάπνευσε ευτυχισμένος το άρωμα της ανοίξεως, καθώς προχωρούσε μέσα από τις πρασινάδες και τα λουλούδια. Άφησε για στερνή φορά τα μάτια του ν’ αγκαλιάσουν την όμορφη πλάση του Δημιουργού. Έπειτα ψιθύρισε: —Τί είναι αυτά Κύριε μπροστά στην εικόνα της ευτυχίας, που μας περιμένει. Ας είναι δοξασμένο το όνομα Σου…
Όταν φθάνουν στον τόπο της εκτελέσεως ο Άγιος γονατίζει και προσεύχεται, για τους δήμιους του. Έπειτα αναφωνεί: —Θεέ μου, δέξου την ψυχή μου…
Και προσθέτει κοιτάζοντας το πλήθος, που έχει συγκεντρωθεί για να δει την εκτέλεση του:
—Αξίωσε, Κύριε, κι αυτούς να σε γνωρίσουν και να πιστέψουνε στη δύναμη Σου. Έπειτα επικρατεί νεκρική σιγή. Ο Άγιος σκύβει τον αυχένα στην δήμιο με θάρρος. Σε λίγο κόβεται η Αγία Κεφαλή και το αγνό αίμα του τρυφερού Μεγαλομάρτυρα ποτίζει το ανοιξιάτικο χορτάρι της γης…
Η ψυχή του, ανεβαίνει στους ουρανούς, για να χαρεί την παντοτινή, την αιώνια, την ατέλειωτη άνοιξη της ευτυχίας του Παραδείσου.
Μεγάλη εκδηλώθηκε η τιμή των χριστιανών προς τον Άγιο στο πέρασμα των αιώνων. Τον τιμούν για τον ηρωισμό του και το μαρτύριο του. Τον ευλαβούνται, διότι ο Θεός του έδωσε την χάριν να κάνει πολλά θαύματα. Εκείνος αγάπησε τον Θεό πολύ, και ο Θεός τίμησε την πίστη του, την αρετή του, την ευσέβεια του και το μαρτύριο του. Και οι άνθρωποι με ξεχωριστό σεβασμό και συγκίνηση τον έτιμησαν, τον τιμούν και θα τον τιμούν εις αιώνας αιώνων.
Οι λαοί των τιμούν
Το λείψανο του Άγιου φυλάσσονταν στην Λύδδα της Παλαιστίνης. Εκεί είχε κτισθή και ναός στ’ όνομα του Αγίου, ο οποίος κατεστράφη το 1010. Ο ίδιος ναός κατεδαφιστεί αργότερα υπό του Σουλτάνου Σαλαδίνου (1191 μ.Χ.). Από τον 4ο αιώνα συναντούμε ναούς του Αγίου σε πολλά μέρη της γης. Ναοί και Μοναστήρια επ’ ονόματι του κτισθήκανε στη Συρία. Στην Αίγυπτο υπήρχανε 40 ναοί και μονές για να τιμούν τον Μεγαλομάρτυρα. Ο μεγαλύτερος Ναός υπάρχει στο παλαιό Κάιρο. Εκεί φυλάσσεται και τμήμα της αλυσίδας με την οποίαν είχαν δεμένο τον Άγιο. Κατά την Παράδοση στο μέρος αυτό έμεινε και η Αγία Οικογένεια με τον Χριστό, όταν φύγανε από το χέρια του Ηρώδη. Στην Κωνσταντινούπολη βρίσκουμε ναούς του Αγίου Γεωργίου από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου…
Ο Μεγαλομάρτυς στην πατρίδα μας
Ο Άγιος Μεγαλομάρτυς Γεώργιος στην πατρίδα μας τιμάται εξαιρετικά. Είναι ο μεγάλος Άγιος, είναι ο ήρωας, είναι ο Ελευθερωτής. Δεν υπάρχει πόλη ή χωριό χωρίς να έχει το εκκλησάκι του. Δεν υπάρχει Ελληνική οικογένεια στην οποία να λείπει τ’ όνομά του. Με την μορφή του κοσμείται η σημαία του Πεζικού στο Στρατό μας. Ο Άγιος Γεώργιος τιμάται και ως προστάτης του Πεζικού. Αλλά και στα όπλα θα βρεις χαραγμένη την μορφή του. Ο λαός τον ύμνησε με χίλιους δύο τρόπους. Τον τραγούδησε και σαν δρακοντοκτόνο. Τον έβαλε και μέσα στο Δημοτικό τραγούδι. Να τί λέγει ένα από αυτά:
Ἄη Γιώργη μ’ ἀφέντη μου κι ἀφέντη Καβαλλάρη.
Ἁρματωμένος μέ σπαθί καί μέ χρυστό κοντάρι.
Ἄγγελος εἶσαι στή θωριά καί ἅγιος στή θειότη
Περικαλῶ βοήθα μέ, Ἅγιε στρατιώτη.
Του αξίζει δε κάθε τιμή, διότι ο Άγιος Γεώργιος, πάντοτε στις δύσκολες στιγμές του Ελληνικού Έθνους, μας προστατεύει την Πίστη και την Πατρίδα.
Πολύ νωρίς κτίζονται στ’ όνομά του Μοναστήρια και Ναοί. Στην Κωνσταντινούπολη υπήρχαν στ’ όνομα του Άγιου Γεωργίου 6 Εκκλησίες. Τρία Μοναστήρια του Αγίου Όρους τιμώνται με το όνομά του. Η Μονή του Ξενοφώντος, η Μονή του Ζωγράφου και η Μονή του Απ. Παύλου. Τον 18ον αιώνα Άγγλος περιηγητής έγραψε: Δεν υπάρχει χωριό που να μη έχει Εκκλησία προς τιμήν του Αγίου Γεωργίου. Από το 800 μ.Χ. τοπική σύνοδος της Οξφόρδης ανακήρυξε τον Άγιο, Προστάτη της Αγγλίας. Με τον ίδιο τρόπο αναγνωρίστηκε αργότερα προστάτης της Γενεύης. Και η Ρωσία ανεγνώρισε τον Μεγαλομάρτυρα προστάτη του λαού της. Και οι τούρκοι πολεμικοί ιππείς (σπαήδες) τιμούσαν τον Άγιο και πιστεύανε ότι προστατεύει τους αθώους πού καταδυναστεύονται.
Στην ιστορία του Έθνους μας και μάλιστα κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας το όνομα του Άη Γιώργη ήταν σύμβολο αγώνος και πίστεως. Την ήμερα της γιορτής του τα παλικάρια τραγουδούσανε, γλεντούσανε, και ζητούσανε την βοήθειά του για την λευτεριά του σκλαβωμένου γένους. Την ημέρα εκείνη γιορτάζανε στα ερημικά κι’ απόμερα εξωκκλήσια του Αγίου και ρίχνανε στο σημάδι. Προγυμναζότανε, δηλαδή, στην σκοποβολή. Στρατιώτης του Χριστού αναδείχτηκε ο Μεγαλομάρτυρας. Στρατιώτες, που αγωνιζόταν για την πίστη του Χριστού την άγια και της πατρίδος την ελευθερία ήταν και οι γενναίοι πρόγονοι μας… Έτσι σε χιλιάδες εξωκκλήσια του Αγίου την ημέρα της γιορτής του ο υποδουλος Ελληνισμός έψαλε: «Ὡς τῶν αἰχμαλώτων ἐλευθερωτής…”
Τύπος εορτής: Εορτάζεται στις 23 του Απρίλη. Εάν όμως το Πάσχα πέφτει μετά τις 23 Απρίλη, τότε εορτάζεται την επόμενη μέρα του Πάσχα (Δευτέρα της Δικαινησίμου).
Πολιούχος:Γερακαρού Θεσσαλονίκης, Εράτυρα Κοζάνης, Βεύη Φλώρινας, Σουφλί, Γουμένισσα Κιλκίς, Νεμέα, Νεάπολη Ηλείας, Νεάπολη Βοΐου Κοζάνης, Μελίσσια Αττικής, Καματερό Αττικής, Βασιλικό Αχαΐας, Ρίο Αχαΐας.
Τα θαύματα του Αγίου μετά το μαρτύριον
1) Το θαύμα της μεταφοράς της κολώνας
Μια γυναίκα αγόρασε μια κολώνα και δεν μπορούσε να τη στείλη στην Ρώμη που κτιζόταν εκεί μια εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Είδε λοιπόν στο όνειρό της τον Άγιον ο οποίος μαζί της εσήκωσε την κολώνα και την έρριξαν στη θάλασσα. Η κολώνα βρέθηκε στη Ρώμη με μια επιγραφή, να τεθή στο δεξί μέρος της εκκλησίας.
2) Σωτηρία του αιχμαλώτου στρατιώτου
Στην Παφλαγονίαν του Πόντου τιμούσαν πολύ τον Άγιον και μάλιστα είχαν κτισθή προς τιμήν του πολλοί ναοί. Όλοι ετιμούσαν τον Άγιον τόσο ώστε κάθε οικογένεια να ονομάζη ένα από τα άρρενα παιδιά της Γεώργιον. Αυτό συνέβη και σε μια καλή και ευσεβή οικογένειαν. Εμεγάλωσε το παιδί της το οποίον ήταν φρόνιμο, ηθικό, συνετό και σε ηλικία είκοσι χρονών το κάλεσαν στον στρατόν. Στις μάχες που έγιναν εναντίον των βαρβάρων πολλοί χριστιανοί έπεσαν σε ενέδρα των βαρβάρων, μεταξύ των οποίων και ο νεαρός Γεώργιος, και άλλους κατέσφαξαν, άλλους εκράτησαν ως υπηρέτας και άλλους επώλησαν ως δούλους. Ο Γεώργιος έγινε υπηρέτης κάποιου αξιωματικού, ο οποίος τον εξετίμησε πολύ.
Οι γονείς του Γεωργίου για ένα ολόκληρο χρόνο επενθούσαν και έκλαιγαν απαρηγόρητοι για το χαμένο τους παιδί. Καθημερινά επήγαιναν στην εκκλησίαν και γονατιστοί παρακαλούσαν με θερμή πίστι τον θεόν να τους φανερώση τι απέγινε ο αγαπημένος τους υιός.
Και ο Γεώργιος από την εξορίαν του προσευχόταν στον Θεό να τον απαλλάξη από την σκλαβιά και να τον αξιώση να συναντηθή με τους αγαπημένους του γονείς. Επέρασε λοιπόν ένας χρόνος από τότε που εξαφανίσθηκε. Έφθασε μάλιστα και η γιορτή του Αγ. Γεωργίου, και οι γονείς που πάντα είχαν την ελπίδα ότι ο υιός τους ζη εκάλεσαν τους συγγενείς τους για δείπνον.
Ο αξιωματικός αφέντης του Γεωργίου εζήτησε πριν από τον δείπνον να του πλύνη τα πόδια και γι’ αυτό ο Γεώργιος εζέσταινε νερό. Ολόκληρη την ημέρα ο Γεώργιος έκλαιγε και παρακαλούσε τον Άγ. Γεώργιον που γιόρταζε, να τον ελευθερώση και να τον οδηγήση κοντά στους γονείς του. Μόλις το νερό έβρασε και το έβαλε στην στάμνα και το ετοίμασε για τον κύριόν του, εμφανίσθηκε μπροστά του ο Άγ. Γεώργιος έφιππος σ’ ένα άσπρο άλογο και ανέβασε τον νέον στο άλογο και αμέσως τον έφερε στο σπίτι του την ώρα που ευρίσκοντο όλοι οι καλεσμένοι στο τραπέζει. Έμειναν όλοι έκθαμβοι και όταν συνήλθαν ερωτούσαν τον Γεώργιον να τους πη πως βρέθηκε εκεί. Και εκείνος τους αφηγήθηκε το θαύμα με κάθε λεπτομέρεια. Και όλοι γεμάτοι χαρά, εδόξαζαν τον Θεόν και τον Μεγαλομάρτυρα Γεώργιον.
Υπάρχει και Βυζαντινή παράστασις του θαύματος αυτού, που έχει τον Άγιον στο άλογο και ένα νέον που κρατά την αργυράν στάμναν.
3) Το θαύμα της επιστροφής του υιού της χήρας
Ένα παρόμοιον θαύμα με το προηγούμενον είναι και αυτό με τον υιόν της χήρας.
Εις την Μυτιλήνην ήλθαν πειρατές από την Κρήτην για να κλέψουν, λεηλατήσουν και αιχμαλωτίσουν όσον το δυνατόν περισσότερους ημπορούσαν. Εσκέφθησαν να κάνουν την επιδρομή τους την ημέρα της γιορτής του Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου που όλοι θα ευρίσκονταν στην εκκλησία συγκεντρωμένοι. Πράγματι οι κουρσάροι έκαναν την επίθεσίν τους και μεταξύ των αιχμαλωτισθέντων ήταν και ένας ωραιότατος νέος, ο υιός μιας πλουσίας χήρας.
Οι κουρσάροι τον εχάρισαν στον Αμμούν της Κρήτης ο οποίος τον έβαλε υπηρέτην της τραπέζης του.
Η μάνα του από τη στιγμή που χάθηκε ο γυιός της έκλαιγε και παρακαλούσε τον Θεόν και τον Άγ. Γεώργιον να της φανερώση το χαμένο της παιδί. Ο μεγαλομάρτυς Γεώργιος δεν εβράδυνε να εκπληρώση τον πόθον της πονεμένης εκείνης μάνας. Και ενώ ετοιμαζόταν ο νέος να προσφέρη στον Αμιράν κρασί, τον άρπαξε ο Άγ. Γεώργιος και τον μετέφερε στην μάνα του. Και οι δύο δεν επίστευαν στα μάτια τους για το συμβάν και όταν συνήλθαν εδόξαζαν τον Θεόν και τον Άγιον για τον παράξενον τρόπον της απελευθερώσεως.
4) Το θαύμα της ευεργεσίας του Αγίου προς το ευσεβές παιδί και η τιμωρία των ασεβών
Στην Παφλαγονία υπήρχε ένας μεγάλος Ναός προς τιμήν του Αγίου Γεωργίου, και στην πλατεία του ναού τα παιδιά έπαιζαν διάφορα παιγνίδια. Ένα από τα παιδιά αυτά δεν μπορούσε να νικήση σε κανένα από τα πολλά αγωνίσματα γι’ αυτό το ειρωνεύονταν και το περιγελούσαν. Τότε στράφηκε προς την εικόνα του Αγίου Γεωργίου και τον παρεκάλεσε να τον βοηθήση να νικήση και υποσχέθηκε ότι θα του πρόσφερε ένα σφουγγάτον, δηλαδή φαγητό από αυγά τηγανισμένα με κρεμμύδια και μυρωδικά.
Μόλις έκανε το τάξιμο άρχισε να παλαίη με άλλα παιδιά τα οποία και ενίκησε. Αμέσως επήγε στο σπίτι του μόνος του έφτειαξε το σφουγγάτον και το έβαλε μπροστά στην εικόνα του Αγίου. Ύστερα από λίγη ώρα έφθασαν εκεί τρεις νέοι για να προσκυνήσουν και μόλις είδαν το σφουγγάτον σκέφθηκαν να το φάνε. Και είπαν μεταξύ τους: «Ο Άγιος τί τα θέλει αυτά; Μήπως πρόκειται να τα φάη;». Εκάθισαν λοιπόν και έφαγαν το σφουγγάτον στα σκαλοπάτια της εκκλησίας. Όταν θέλησαν να φύγουν δεν ημπορούσαν να σηκωθούν, διότι είχαν κολλήσει στα μαρμάρινα σκαλοπάτια. Έκαμαν τότε φτηνά τάματα στον Άγιον για να ξεκολλήσουν αλλά τίποτα. Όταν έκαμαν ακριβό τάμα, ήτοι να δώση ο καθένας από ένα φλωρί, τότε μόνο μπόρεσαν να ξεκολλήσουν και ν’ απελευθερωθούν. Μόλις λοιπόν βγήκαν από την εκκλησία και πήραν θάρρος, είπαν προς τον Άγιον: «Άγιε Γεώργιε, τα σφουγγάτα σου τα πωλείς ακριβά και γι’ αυτό και εμείς τίποτα πια δεν θα αγοράσουμε από σένα».
5) Θαύμα του Μεγαλομάρτυρος στον Σαρακηνόν
Κάποιος Σαρακηνός ταξειδιώτης, (ανεψιός του βασιλιά της Συρίας), σαν είδε την θαυμάσια εκκλησία του Αγ. Γεωργίου διέταξε τους υπηρέτες του να μεταφέρουν τις αποσκευές τους και να τις βάλουν στο νάρθηκα της εκκλησίας επειδή θα διέμεναν εκεί για να ξεκουραστούν και ύστερα θα συνέχιζαν το δρόμο τους. Όμως απήτησε να βάλουν και τας δώδεκα καμήλους μέσα στην εκκλησία. Οι ιερείς της εκκλησίας τον παρεκάλεσαν να μη βεβηλώση την εκκλησία τους. Αλλ’ αυτός επέμενε και ανέβηκε σ’ ένα ψηλό σημείο του ναού για να τις βλέπη και να τις παρακολουθή. Όταν τις ωδήγησαν λοιπόν στην εκκλησία αμέσως απέθαναν όλες. Και τότε το θαύμα διαδόθηκε και αποδόθηκε στον Άγιον Γεώργιον. Και ο Σαρακηνός εντυπωσιάσθηκε και ζήτησε να τις βγάλουν έξω και να τις θάψουν. Έμεινε στην εκκλησία μέχρι που ήλθε το πρωί ο ιερεύς για να λειτουργήση. Παρακολούθησε τότε ο Σαρακηνός τις κινήσεις του ιερέα και κατά την ώρα της μετουσιώσεως των Τιμίων Δώρων, είδεν, ότι ο ιερεύς αφού επήρε στα χέρια του ένα μικρό παιδί το έσφαξε, και το αίμα του χύθηκε στο άγιο Ποτήριον, και το σώμα του αφού το έκοψε σε μικρά τεμάχια το έβαλε στον ιερό δίσκο. Όταν ετελείωσε το Κοινωνικόν και είδε ο Σαρακηνός τον ιερέα να μεταδίδη στο λαό τις σάρκες και το αίμα του παιδιού, εθύμωσε πολύ. Ύστερα από αυτήν την οπτασία ο Σαρακηνός εζήτησε να μάθη λεπτομέρειες και να πάρη εξηγήσεις για τα όσα συνέβηκαν. Και ο ιερέας του εξήγησε σχετικά με την θείαν Ευχαριστίαν και ακόμη του είπε, ότι αξιώθηκε να δη ένα όραμα που μόνον οι Μεγάλοι Πατέρες είδαν. Εγώ, του λέει ο ιερέας, δεν αξιώθηκα ποτέ να δω το φρικτό αυτό Μυστήριον και βλέπω μόνον άρτον και οίνον. Εξήγησε κατόπιν στον άρχοντα Σαρακηνόν το θαυμαστό Μυστήριον. Τότε ο Σαρακηνός θέλησε να βαπτισθή, γιατί πλέον είχε πιστέψει ότι η χριστιανική πίστις ήταν η πιο σωστή και αληθινή. Ο ιερέας τότε του είπε να πάη στα Ιεροσόλυμα να βαπτισθή, γιατί όταν θα το επληροφορείτο ο θείος του Σαρακηνού, που ήταν βασιλιάς της Συρίας, θα τον εσκότωνε, θ’ άρχιζε φοβερό διωγμό εναντίον των Χριστιανών και θα κατέστρεφε και όλες τις εκκλησίες. Έτσι λοιπόν ο Σαρακηνός επήγε στην Ιερουσαλήμ όπου υπήρχε άλλος ηγεμόνας και εβαπτίσθη από τον Πατριάρχην. Ύστερα μάλιστα από λίγες ημέρες συμβουλεύθηκε τον Πατριάρχη τι έπρεπε να κάνη για να σωθή. Τότε ο Πατριάρχης τον συνεβούλεψε να γίνη Μοναχός στο όρος Σινά. Πράγματι επήγε στο Σινά και έγινε Μοναχός.
Υστερα από τρία χρόνια επήρε άδεια από τον Ηγούμενόν του και έφυγε για να συναντήση τον ιερέα του Αγ. Γεωργίου που τον είχε συμβουλεύσει να βαπτισθή. Όταν έφθασε εκεί, ο ιερέας δεν τον ανεγνώρισεν. Αφού του απεκάλυψε ποίος ήταν του εξέφρασε την επιθυμίαν και τον πόθον να ιδή τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Ο ιερέας τότε εδόξασε τον Θεόν και του είπε: «Πήγαινε τέκνον μου στο θείο σου Αμιράν και ωμολόγησε την πίστιν σου τόσον σ’ αυτόν όσον και σ’ όλους τους Σαρακηνούς». O Μοναχός όταν άκουσε τα λόγια του θεοσεβούς ιερέως εσυγκινήθη και εξεκίνησε αμέσως να πάη στην πόλιν, όπου ο θείος του ήταν Άρχοντας. Όταν έφθασε λοιπόν εκεί περίμενε να νυκτώση και ανέβηκε στον μιναρέ του τζαμιού και άρχισε να φωνάζει: «Τρέξετε εδώ, Σαρακηνοί, διότι έχω να σας πω ένα λόγο». Τότε οι Σαρακηνοί έτρεξαν με λαμπάδες και όταν είδαν τον Μοναχόν ερώτησαν τι είχε να τους πη. Ο Μοναχός τους είπε: «Με ερωτάτε τι έχω να σας πω; Λοιπόν σας ερωτώ: Πού είναι ο ανεψιός του Αμιρά που έφυγε κρυφά;» Εκείνοι του απήντησαν: «Αν μας πης που ευρίσκεται θα σου δώσουμε όσα λεπτά θέλεις». Ο Μοναχός τους είπε: «Οδηγήστε με στον Αμιράν για να σας το πω».
Αφού άρπαξαν λοιπόν τον Μοναχόν με μεγάλη χαρά τον ωδήγησαν στον Αμιράν λέγοντες: «Αυτός ο Μοναχός γνωρίζει που είναι ο ανεψιός σου». Ο Αμιράς τότε ρώτησε αν στα αλήθεια ξέρη που ευρίσκεται. Και εκείνος του απεκρίθη: «Ναι, τον ξέρω. Εγώ ο ίδιος είμαι. Όμως τώρα είμαι Χριστιανός και πιστεύω στον Πατέρα, τον Υιόν και το Άγ. Πνεύμα, την μία Θεότητα και ομολογώ ότι ο Υιός του Θεού εσαρκώθη εκ της Αειπαρθένου Μαρίας και έκαμε στο κόσμο μεγάλα και θαυμάσια και εσταυρώθη και τη Τρίτη ημέρα ανέστη και ανελήφθη στους ουρανούς και εκάθησε εν δεξιά του Θεού και Πατρός και μέλλει να έλθη να κρίνη ζώντας και νεκρούς». Μόλις ήκουσε αυτό ο θείος του ο Αμιράς εξεπλάγη και του είπε: «Τι έπαθες ταλαίπωρέ μου να αφήσης το σπίτι σου, τα πλούτη σου, την δόξαν σου και να περπατής έτσι περιφρονημένος σαν ζητιάνος; Επίστρεψε λοιπόν στη θρησκεία σου και παραδέξου ως προφήτην σου τον Μωάμεθ για να γυρίσης πάλιν στην πρώτην σου κατάστασι». Ο Μοναχός τότε του είπε: «Όσα καλά είχα όταν ήμουν Σαρακηνός, ήταν μερίδα του διαβόλου. Αυτό το τρίχινον ένδυμα που φορώ τώρα είναι τα καύχημα και ο πλούτος μου και κυρίως ο αρραβών της δόξης που πρόκειται ν’ απολαύσω για την αληθινήν πίστιν του Χριστού μου. Τον Μωάμεθ που σας επλάνεψε, καθώς και την θρησκείαν του, αναθεματίζω και αποστρέφομαι εντελώς».
Όταν ήκουσε αυτά ο Αμιράς είπε προς τους παρευρισκομένους Σαρακηνούς ότι ο ανεψιός του έχασε τα λογικά του και να τον διώξουν. Αυτό βέβαια το έκανε για να τον γλυτώση από το νόμο που προέβλεπε για τους υβριστές της θρησκείας θανατική ποινή. Εκείνοι μόλις ήκουσαν τον Αμιράν είπαν: «Αφήνεις ελεύθερον αυτόν που ύβρισε τον προφήτην και την θρησκείαν μας; Ας αρνηθούμε και εμείς λοιπόν την θρησκείαν μας και ας γίνωμε Χριστιανοί». Ο Αμιράς επειδή εφοβήθη τον όχλον μήπως εξαγριωθή περισσότερον, έδωκε την άδεια να τον κάνουν ό,τι θέλουν. Εκείνοι τον άρπαξαν ενώ έτριζαν τα δόντια τους με λύσσα και αφού τον ωδήγησαν έξω από την πόλιν, τον ελιθοβόλησαν ενώ εκείνος προσευχόταν και ευχαριστούσε τον Θεόν, γιατί τον ηξίωνε να μαρτυρήση για το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Αυτό ήταν το τέλος του θαρραλέου ομολογητού Μοναχού ο οποίος εστεφανώθη με τον στέφανον του Μαρτυρίου.
Κάθε νύκτα πάνω από τον σωρό των πετρών φαινόταν ένα άστρον λαμπρόν και εφώτιζε τον τόπον εκείνον. Οι Σαρακηνοί μάλιστα εθαύμαζαν για το γεγονός. Ύστερα από αρκετό καιρό ο Αμιράς έδωκε άδεια στους Χριστιανούς να βγάλουν το άγιο λείψανον του Μάρτυρος από τις πέτρες για να το ενταφιάσουν. Όταν λοιπόν εσήκωσαν τις πέτρες βρήκαν το λείψανον σώον και αβλαβές και ανέδιδε ευωδίαν. Αφού το προσκύνησαν με ευλάβεια το ενεταφίασαν με ύμνους και ψαλμωδίες δοξάζοντες τον Κύριον.
6) Το θαύμα του δράκοντος
Στην Ανατολική επαρχία της Ατταλείας και στην πόλι Αλαγία εβασίλευε κάποιος Σέλβιος που ήταν πολύ χριστιανομάχος. Είχε βασανίσει πολλούς χριστιανούς για ν’ αρνηθούν την πίστι τους και έπειτα τους εφόνευε.
Κοντά στην πόλι υπήρχε ένας δράκοντας φοβερός που καθημερινά άρπαζε ανθρώπους ή ζώα και τα κατέτρωγε. Οι κάτοικοι είχαν πανικοβληθή και απέφευγαν να περνούν απ’ εκεί. Κάποτε ο βασιλιάς συνεκέντρωσε τον στρατό του και πήγαν για να σκοτώσουν το άγριο θηρίο. Όμως τίποτα δεν επέτυχαν και επέστρεψαν άπρακτοι.
Όταν είδαν οι κάτοικοι ότι ο βασιλιάς απέτυχε να σκοτώση τον δράκοντα, πήγαν να τον ερωτήσουν γιατί δεν μπόρεσε να βρη τρόπους να εξοντώση το φοβερό θηρίον. Τότε ο βασιλιάς ύστερα από συμβουλήν που του έδωσαν οι ιερείς των ειδώλων, είπε προς το πλήθος: «Γνωρίζετε ότι επιχειρήσαμε αρκετές φορές να φονεύσωμε το θηρίον και δεν το κατορθώσαμε, γιατί έτσι ήταν το θέλημα των θεών. Τώρα λοιπόν κατά την εντολή τους θα πρέπει ο καθένας μας να στέλνη το παιδί του για να το τρώγη ο δράκοντας. Ακόμα και εγώ θα στείλω την μοναδική μου κόρη, όταν θα έλθη η σειρά της». Έτσι λοιπόν ο λαός υπήκουσε στη διαταγή του βασιλιά γιατί δεν ημπορούσε να κάνη και διαφορετικά. Έστελναν λοιπόν τα παιδιά τους με δάκρυα και με θρήνους για να καταβροχθίζωνται από το θηρίον.
Όταν ήλθε και η σειρά της κόρης του βασιλιά ξετυλίχθηκαν τραγικές σκηνές. Ο βασιλιάς κτυπούσε το στήθος του, το πρόσωπόν του, τραβούσε τα γένεια του και με λυγμούς έλεγε: «Αλλοίμονον σε μένα τον ταλαίπωρον! Τι να πρωτοκλάψω γλυκύτατόν μου παιδί; Τον χωρισμόν μας ή τον ξαφνικόν σου θάνατον που πρόκειται να ίδω σε λίγο; Τι να πρωτοθρηνήσω, αγαπημένο μου παιδί, το κάλλος σου ή τον τρόμον που σε λίγο θα νοιώσης καθώς θα σε κατασπαράζη το άγριο θηρίο; Αλλοίμονον, κόρη μου, που έλαμπες σαν πολύφωτη λαμπάδα στο παλάτι μου και επερίμενα την ώραν που θα εώρταζα τους χαρούμενους γάμους σου. Πού θα βρω πια παρηγοριά και πώς θα ζήσω μακρυά σου; Τι τη θέλω την ζωή και τα παλάτια χωρίς εσένα;» Αυτά έλεγε ο απαρηγόρητος βασιλιάς. Έπειτα γύρισε προς το πλήθος και είπε: «Αγαπητοί μου φίλοι και άρχοντες, σας ζητώ να με ελεήσετε και να με συμπονέσετε. Σας προσφέρω πλούτη όσα θέλετε, και ακόμη την βασιλείαν μου, αλλά να μου κάνετε μίαν χάρι. Να μου χαρίσετε το αγαπημένο και μονάκριβο παιδί, αλλοιώς αφήστε με κι εμένα να πάω μαζί της». Κανένας όμως δεν συγκινήθηκε από τα λόγια του βασιλιά γιατί αυτός ήταν που εξέδωσε διαταγή, για να βρίσκουν τα παιδιά τους τέτοιο οικτρό τέλος. Έτσι με μια φωνή όλοι του είπαν ότι έπρεπε να εφαρμοσθή και στο παιδί του η διαταγή του.
Μη μπορώντας να κάνη διαφορετικά ο βασιλιάς την συνώδευσε μέχρι την πύλη της πόλεως. Αφού την αγκάλιασε και την κατεφίλησε κλαίοντας την παρέδωσε στους ανθρώπους για να την οδηγήσουν κοντά στην λίμνη. Πράγματι οι άνθρωποι την άφησαν εκεί και έφυγαν. Ο λαός έβλεπε μέσα από τα τείχη την κόρη που καθόταν κοντά στη λίμνη και επερίμενε να έλθη το θηρίον για να την κατασπαράξη.
Εκείνον τον καιρό ο Μέγας Γεώργιος, που δεν είχε ακόμη ομολογήσει την Χριστιανικήν του πίστιν, ήτο κόμης και αρχηγός στρατιωτικής μονάδος στο στράτευμα του Διοκλητιανού. Επέστρεφε μάλιστα στην Καππαδοκία από ένα πόλεμον που συνεξεστράτευσε με τον Διοκλητιανόν. Κατ’ οικονομίαν Θεού επέρασε και από την λίμνην και όταν είδε το νερό θέλησε να ποτίση τον ίππον του και να ξεκουρασθή και ο ίδιος. Όταν είδε την κόρη να κλαίη ασταμάτητα και να διακατέχεται από αγωνία και τρόμον την επλησίασε και την ερώτησε γιατί έκλαιγε και ακόμη ποιος ήταν ο λόγος που την παρακολουθούσε ο λαός μέσα από τα τείχη. Η κόρη του είπε ότι αδυνατούσε να του διηγηθή τα όσα συνέβησαν και τα όσα επρόκειτο να συμβούν και τον παρεκάλεσε να ιππεύση τον ίππον του και να φύγη όσον πιο σύντομα ημπορούσε, γιατί κινδύνευε να χάση την ζωή του και ήταν τόσο νέος και ωραίος». Ο Άγιος επέμενε να μάθη τι της συνέβη. Και αυτή του είπε: «Είναι μακρά η αφήγησις, κύριέ μου, και δεν μπορώ να σου διηγηθώ τα καθέκαστα αυτήν την ώρα. Μόνον σου λέγω και σε παρακαλώ να φύγης τώρα αμέσως για να μην θανατωθής μαζί μου άδικα». Και ο άγιος της είπε: «Πες μου την αλήθεια, γιατί κάθεσαι εδώ και ορκίζομαι στον Θεό που πιστεύω εγώ, ότι δεν θα σε αφήσω μόνη, αλλά θα σε ελευθερώσω από τον θάνατον. αλλοιώς θ’ αποθάνω μαζί σου».
Τότε η κόρη εστέναξε πικρώς και διηγήθη στον άγιον τα όσα συνέβησαν. Αφού άκουσε ο άγιος τα γεγονότα ερώτησε την κόρην: «Ο πατέρας σου και η μητέρα σου και ο λαός σε ποιόν θεόν πιστεύουν;» Και εκείνη απεκρίθη: «Πιστεύουν στον Ηρακλή και στην μεγάλη θεάν Άρτεμιν». Ο Άγιος τότε της είπε: «Από σήμερα να μη φοβάσαι ούτε και να κλαις. Μόνον πίστεψε στον Χριστόν που πιστεύω εγώ και θα δης την δύναμιν του Θεού μου». Η βασιλοπούλα απήντησε στον άγιον: Πιστεύω, κύριέ μου, μ’ όλη μου την ψυχή και μ’ όλη μου την καρδιά». Ο άγιος συνέχισε: «Έχε θάρρος στο θεό που εδημιούργησε τον ουρανό και την γην και την θάλασσα διότι ο Χριστός πρόκειται να καταργήση την δύναμιν του θηρίου και θα ελευθερωθούν και ακόμη θα διώξουν το φόβο του θηρίου όλοι οι κάτοικοι του τόπου αυτού. Μείνε λοιπόν εδώ και μόλις ιδής το θηρίον να έρχεται, φώναξέ με».
Τότε ο Άγιος έκλινε τα γόνατά του στη γη και αφού ύψωσε τα χέρια του προς τον ουρανό προσευχήθηκε λέγοντας: «Ο Θεός ο Μέγας και Δυνατός, ο καθήμενος επί των Χερουβίμ και επιβλέπων αβύσσους, ο ων ευλογητός και διαμένων εις τους αιώνας, Συ γνωρίζεις τας καρδίας ότι είναι μάταιες. Συ, Φιλάνθρωπε Δέσποτα, ο των προαιωνίων θαυμασίων Θεός, τον οποίον ούτε έννοια ημπορεί να συλλάβη ούτε λόγος να ερμηνεύση επίβλεψον και τώρα επ’ εμέ τον ταπεινόν και φανέρωσέ μου τα ελέη σου. Υπόταξε υπό τους πόδας μου το πονηρόν αυτό θηρίον, για να γνωρίσουν όλοι ότι υπάρχεις μαζί μου και είσαι Συ ο μόνος θεός και εκτός από εσένα άλλος δεν υπάρχει». Τότε ηκούσθη φωνή από τον ουρανόν η οποία έλεγε: «Εισηκούσθη η δέησίς σου, Γεώργιε, και κάνε όπως θέλεις, διότι εγώ θάμαι πάντοτε μαζί σου». Μόλις ετελείωσε την προσευχή ο Άγιος εφάνη το άγριο θηρίον. Όταν το είδε η κόρη εφώναξε: «Αλλοίμονόν μου, κύριέ μου. Έρχεται το θηρίο για να με κατασπαράξη».
Τότε ο Άγιος έτρεξε για να συναντήση το θηρίον. Ήτο το θηρίον φοβερόν. Έβγαζε από τα μάτια του φωτιά και ήταν τόσο εξαγριωμένο και απαίσιον ώστε παρουσίαζε ένα θέαμα φοβερόν. Αμέσως ο Άγιος έκαμε το σημείον του Τιμίου Σταυρού και είπε: «Κύριε ο Θεός μου, ημέρεψε για χάρι μου, που είμαι δούλος σου, το θηρίο αυτό για να πιστέψη ο λαός στο όνομά Σου το Άγιον». Έτσι και έγινε. Ο φοβερός δράκοντας με τα μεγάλα δόντια έπεσε στα πόδια του ίππου του αγίου και ενώ κυλιόταν, εβρυχάτο. Μόλις η βασιλοπούλα είδε το θέαμα αυτό ένοιωσε μεγάλη χαράν. Και ο Άγιος της είπε: «Βγάλε την ζώνη σου και δέσε μ’ αυτήν τον δράκοντα από τον λαιμόν». Αμέσως τότε η κόρη άφοβα έβγαλε την ζώνην της και έδεσε τον δράκοντα, και ευχαριστούσε τον Άγιον που την εγλύτωσε από τον βέβαιον θάνατον. Ο Άγιος αφού ανέβηκε στο άλογό του είπε προς την βασιλοπούλα: «Σύρε τον δράκοντα με την ζώνη σου μέχρι την πόλι».
Όταν είδαν οι κάτοικοι το παράξενον συμβάν ότι δηλαδή μια κόρη σύρει τον δράκοντα δεμένον, ετράπησαν σε φυγήν. Ο Άγιος Γεώργιος τους εφώναξε: «Μη φοβείσθε, σταθήτε και θα δήτε την δόξαν του Θεού και την σωτηρία σας». Τότε εσταμάτησαν όλοι απορημένοι και επερίμεναν να δουν τι θα τους δείξη. Τους προέτρεψε λοιπόν να πιστέψουν στον Αληθινόν Θεόν και αυτοί δέχτηκαν με χαρά. Αφού εσήκωσε το χέρι του εκτύπησε με το ακόντιον τον δράκοντα και το φοβερό τέρας εσκοτώθη. Έπειτα αφού επήρε από το χέρι την βασιλοπούλα την παρέδωσε στον βασιλιά. Όλοι ένοιωσαν μεγάλη και ανέκφραστη χαρά και αφού εγονάτισαν, καταφιλούσαν τα πόδια του Αγίου και ευχαριστούσαν τον Πανάγαθον Θεόν, διότι τους ελευθέρωσε από το θηρίο κι έτσι σταμάτησε η θυσία των παιδιών τους.
Ο Άγιος Γεώργιος εκάλεσε από κάποια πόλι της Αντιοχείας τον Επίσκοπον Αλέξανδρον και εβάπτισε τον βασιλιά και τους άρχοντας και ολόκληρο τον λαόν. Μέσα σε δεκαπέντε μέρες εβάπτισε σαρανταπέντε χιλιάδες.
Αφού λοιπόν εβαπτίσθηκαν όλοι και έγινε μεγάλη χαρά στη γη και στον ουρανόν έκτισαν και μια μεγάλη εκκλησία επ’ ονόματι του τρισυποστάτου Θεού. Ο Άγιος επήγε να την ιδή. Μόλις μπήκε στο Άγ. Βήμα και προσευχήθηκε εβγήκε πηγή αγιάσματος και σκορπίσθηκε ευωδία στο Ναό. Η πηγή αυτή σώζεται μέχρι σήμερα.
Περί των θαυματουργών εικόνων του Αγίου Γεωργίου εν τη Ιερά Μονή του Ζωγράφου εν Αγίω Όρει ευρισκομένων
α) Περί της εκ της Μονής Φανουήλ θαυμασίως μεταφερθείσης
Επί της βασιλείας του Λέοντος Σοφού (886-912) ήσαν τρεις γνήσιοι αδελφοί, Μωϋσής, Ααρών και Βασίλειος και η καταγωγή τους ήταν από την μεγαλούπολι Λιγχίδα η οποία μετωνομάσθηκε αργότερα σε Όχριδα. Αυτοί λοιπόν απεφάσισαν να εγκαταλείψουν τον κόσμον, τον πλούτον, την δόξαν και να πάρουν το Αγγελικό Σχήμα. Έφθασαν στο Άγιον Όρος και αφού βρήκαν ήσυχον τόπον κατεσκεύασαν τρεις σκηνές όπου έμειναν γι’ αρκετό διάστημα και συνηντώντο μόνο την Κυριακήν. Διεδόθη λοιπόν η φήμη της αρετής τους και γι’ αυτό πολλοί προσήρχοντο κοντά τους και δεν έφευγαν.
Βρήκαν και ένα χώρο όπου έκτισαν Μοναστήρι. Αφού έκτισαν και τον Ναόν εσκέπτοντο πώς να τον ονομάσουν. Άλλοι έλεγαν να τον αφιερώσουν στον Άγιο Νικόλαο, άλλοι στον Άγιο Κλήμεντα Αρχιεπίσκοπον Αχρίδος που ήταν και συμπατριώτης τους και ο καθένας λοιπόν ήθελε να δώση στο ναό το όνομα του Αγίου που έτρεφε μεγαλυτέραν ευλάβειαν. Επειδή λοιπόν δεν συμφωνούσαν απεφάσισαν να προσφύγουν δια της προσευχής στο Θεό και να δεηθούν ώστε Αυτός να αποφασίση και διατάξη σε ποιόν από τους Αγίους Του θα αφιερώσουν τον Ναόν και ποια εικόνα θα ζωγραφίσουν στην σανίδα που ετοίμασαν. Προσευχήθηκαν λοιπόν και οι τρεις ο καθένας στο ησυχαστήριό του. Κατά την διάρκεια που προσηύχοντο διεχύθη από τον νεόκτιστον Ναόν ένα ασυνήθιστον φως λαμπρότερον από τις ακτίνες του ηλίου γύρω από τα κελλιά των μοναχών. Οι μοναχοί κατελήφθησαν από φόβον και απορία και έμειναν προσευχόμενοι ολόκληρη την νύκτα.
Την επομένη το πρωί όταν κατέβηκαν οι μοναχοί στην Εκκλησίαν είδαν με θαυμασμό ότι στη σανίδα που ετοίμασαν να ζωγραφίσουν, εζωγραφήθη η εικόνα του Αγ. Μεγαλομάρτυρος και Τροπαιοφόρου Γεωργίου. Απ’ αυτήν μάλιστα έβγαινε η λάμψις που εφώτιζε τα ταπεινά ησυχαστήρια. Έτσι λοιπόν αφιερώθη η εκκλησία στον Άγιο Γεώργιον και η Μονή ωνομάσθη του Ζωγράφου.
Η θαυματουργική εικόνα υπήρχε στην Μονή του Φανουήλ που βρίσκεται στη Συρία κοντά στη Λύδδα. Κατά την μαρτυρία του Καθηγουμένου της Μονής Φανουήλ, Ευστρατίου, όταν κάποτε ο Θεός ηθέλησε και δικαίως, να τιμωρήση την Συρία και να την παραδώση στους Σαρακηνούς, η ζωγραφιά της εικόνος ξαφνικά απεχωρίσθη από την σανίδα και αφού ανυψώθη κρύφτηκε σε άγνωστον μέρος. Οι μοναχοί τότε επειδή εφοβήθηκαν και ελυπήθηκαν από το θαύμα, αφού εγονάτισαν προσηύχοντο στο Θεό θερμά και με δάκρυα και τον παρακαλούσαν να τους αποκαλύψη που εκρύβη το πρόσωπον του Αγ. Μεγαλομάρτυρος και Τροπαιοφόρου Γεωργίου. Ο Πανάγαθος Θεός άκουσε την δέησιν των Μοναχών γι΄αυτό και παρουσιάσθηκε στον Καθηγούμενον Ευστράτιον ο Άγ. Γεώργιος, ο οποίος του είπε: «Μη λυπείσθε για μένα. Εγώ βρήκα για τον εαυτόν μου Μονήν της Παναγίας στον Άθω. Εάν θέλετε σπεύσετε και σεις προς τα εκεί γιατί η οργή του Κυρίου είναι έτοιμη να πέση στην διεφθαρμένη Παλαιστίνη και σχεδόν σ’ όλη την οικουμένη εξ αιτίας των αμαρτιών των Χριστιανών».
Αφού συνεκέντρωσε όλους τους Μοναχούς ο Καθηγούμενος τους ανακοίνωσε τα συμβάντα. Έπειτα εκάλεσε και τους εγκρίτους της πόλεως Λύδδης, τους ανήγγειλε τα όσα συνέβησαν περί της αγίας εικόνος και τους παρήγγειλε τα εξής: «Εμείς φεύγουμε για την αγία Πόλιν της Ιερουσαλήμ για να προσκυνήσουμε τον Άγιον Τάφον του Κυρίου και ας γίνη το θέλημά Του. Εσείς εγκατασταθήτε στη Μονή για να την προφυλάξετε.
Με δάκρυα και με λύπη έπειτα ξεκίνησαν. Αφού έφθασαν στην Ιόππη βρήκαν πλοίον και ανεχώρησαν για το Όρος Άθω. Ύστερα από αρκετές ημέρες έφθασαν και επήγαν στην Μονή Ζωγράφου. Όταν μπήκαν στο Ναό, προς θαυμασμόν και έκπληξίν τους, είδαν την ζωγραφιά του Αγ. Γεωργίου, που είχαν στη Μονή Φανουήλ, νάναι προσκολλημένη χωρίς καμμιά αλλοίωσιν σε μια νέα σανίδα. Τότε με συγκίνησι και δάκρυα εγονάτισαν μπροστά στην εικόνα και έλεγαν: «Γιατί μας προξένησες τόση λύπη, Μεγαλομάρτυς Γεώργιε;» Οι Μοναχοί της Ζωγράφου απορούσαν, γιατί συνέβαιναν όλα αυτά τα παράξενα. Όμως εκείνοι τους διηγήθηκαν τα συμβάντα και όλοι εδόξαζαν ολοψύχως τον Κυρίον και τον Άγ. Γεώργιον. Τον Καθηγούμενον Ευστράτιον τον έκαμαν Ηγούμενόν τους.
Από τότε άρχισαν να γίνωνται από την αγίαν εικόνα πολλά θαύματα γι’ αυτό και ο κόσμος επήγαινε στη Μονή Ζωγράφου, να προσκυνήση τον Τροπαιοφόρον Γεώργιον. Η φήμη των θαυμάτων έφθασε μέχρι και τον βασιλέα Λέοντα Σοφόν, ο οποίος ήτο πολύ ευσεβής. Μάλιστα απεφάσισε να πάη αυτοπροσώπως στο Άγιον Όρος για να προσκυνήση και να ευφρανθή πνευματικώς με τις ψυχωφελείς συζητήσεις που θα έκανε με τους ασκητάς Μωϋσή, Ααρών και Βασίλειον που έγιναν ξακουστοί για την αρετή τους. Ύστερα από τον Λέοντα επεσκέφθη την Μονή και ο βασιλιάς των Βουλγάρων Ιωάννης από το Τίρνοβον. Με την πλουσία βοήθεια αυτών άρχισε να κτίζεται η μεγαλοπρεπής Μονή του Ζωγράφου. Αργότερα η Ιερά Μονή κατεδαφίσθη από τους βαρβάρους και τους πειρατές. Η υφιστάμενη Μονή κτίσθηκε από τον Ηγεμόνα της Μολδαυΐας Στέφανον.
Η αγία εικόνα έχει μέχρι σήμερα το άκρον του δακτύλου ενός Επισκόπου που χαρακτηριζόταν για την ολιγοπιστίαν του ως προς την θαυματουργικήν δύναμι της εικόνος. Ο Επίσκοπος αυτός καταγόταν, κατά την παράδοσι, απ’ τα Βοδενά (Έδεσσα) και όταν άκουσε για τα θαύματα της εικόνος θέλησε μαζί με την συνοδεία του να πάη να διαπιστώση εάν πράγματι ήσαν αληθινά τα όσα διεδίδοντο ή ήσαν εφευρέσεις των Μοναχών, για λόγους φιλοχρηματίας. Όταν έφθασε στο Άγιον Όρος επήγε και στην Μονή του Ζωγράφου όπου οι εκεί Μοναχοί τον υποδέχθηκαν με την πρέπουσαν τιμήν. Εν συνεχεία τον ωδήγησαν στον Ναόν για να προσκυνήση τον Άγ. Γεώργιον. Αλλ’ ο Επίσκοπος αντί να φανή ταπεινός και σεμνός εξ αιτίας και του επισήμου σχήματός του εφάνη υπερήφανος και ολιγόπιστος. Αφού με αδιαφορία είδε τον Ναόν στάθηκε μπροστά στην εικόνα του Αγ. Γεωργίου και με αλαζονικόν ύφος είπε προς τους Μοναχούς: «Ώστε αυτή είναι η θαυματουργός εικόνα του Αγ. Γεωργίου;». Και άγγιξε με τον δάκτυλόν του την παρειά του Αγίου. Αμέσως όμως το δάκτυλόν του εκόλλησε στην εικόνα και μάταια προσπαθούσε να τον ξεκολλήση. Η αγωνία του και ο φόβος του εμεγάλωνε όσο αγωνιζόταν και εδοκίμαζε να τον ξεκολλήση. Κάθε φοράν που προσπαθούσε να το αποχωρήση από την εικόνα ένοιωθε και πόνους γιατί το δάκτυλό του είχε κολλήσει πολύ δυνατά. Στο τέλος ο δυστυχής Επίσκοπος δέχθηκε, παρά την θέλησίν του, να του κόψουν ύστερα από επέμβασιν τον δάκτυλόν του και έτσι έμαθε καλά εξ ιδίας πείρας την γνησιότητα, την αλήθεια και την δύναμιν των θαυμάτων του ενδόξου Τροπαιοφόρου Γεωργίου.
Η εικόνα του Αγ. Γεωργίου είναι στολισμένη με αργυρούν ένδυμα το οποίον κατεσκευάσθη στην Πετρούπολι, τη ευλογία του Μητροπολίτου Σεραφείμ, καθώς αναγράφεται και στο κράσπεδον του κάτω μέρους του ενδύματος. Η αγιογράφησις της εικόνος είναι Βυζαντινή, αλλά εξ αιτίας της παρόδου του χρόνου είναι σκοτεινή.
β) Περί της εικόνος που ήλθε μέσω θαλάσσης από την Αραβίαν
Υπάρχει κοντά στον κίονα του αριστερού χορού που ευρίσκεται η εικόνα του Αγ. Γεωργίου η εξής χειρόγραφος διήγησις.
Η αγία εικόνα ήλθε από την Αραβίαν και βρέθηκε στο λιμάνι της Μονής Βατοπαιδίου. Η απροσδόκητη άφιξις της εικόνος προκάλεσε ταραχή και θόρυβον στο Άγ. Όρος. Διότι η φήμη ξαπλώθηκε γρήγορα και συνέρρεαν μοναχοί απ’ όλα τα Μοναστήρια για να προσκυνήσουν την αγίαν εικόνα που με θαύμα εφανερώθη στο λιμάνι. Μάλιστα κάθε Μοναστήρι επεδίωκε ν’ αποκτήση τον θησαυρό αυτό και οι Γέροντες ηρνούντο να την δώσουν στην Μονή Βατοπαιδίου. Τελικά απεφάσισαν να βάλουν κλήρον και να δεχθούν την απόφασι της αγίας εικόνος. Πράγματι επήραν ομοφώνως απόφασιν όλοι οι Γέροντες να φορτώσουν την εικόνα, σ’ ένα ξένο και άγριο νέο ημίονο που δεν ήξερε τους δρόμους και τα Μοναστήρια και αφού τον αφήσουν ελεύθερον να τον ακολουθήσουν από μακρυά. Εκεί που θα εσταματούσε θα έπρεπε να μείνη η ιερά εικόνα. Έτσι και έγινε. Αφού ωδήγησαν τον ημίονο στο δρόμο Θεσσαλονίκης – Αγίου Όρους τον άφησαν στην θέλησί του. Και ο ημίονος με αργό και ισόμετρο περπάτημα σαν να ένοιωθε ότι μετέφερε ιερό φορτίο επέρασε από δύσβατους τόπους, δάση και υψώματα και έφθασε στη Μονή Ζωγράφου και στάθηκε ακίνητος σ’ έναν ωραιότατον λόφον.
Μ’ αυτό τον τρόπο επληροφορήθησαν όλοι ότι η θέλησι του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου ήταν να μείνη η ιερή του εικόνα στη Μονή Ζωγράφου. Όλοι οι Μοναχοί δέχθηκαν στη Μονή με χαρά και με πνευματική πανήγυρι την ιερή εικόνα και την ετοποθέτησαν στον κίονα του αριστερού χορού. Ο ημίονος που μετέφερε των αγίαν εικόνα μόλις του την ξεφόρτωσαν εξέπνευσε και τον έθαψαν στον τόπον εκείνον. Σε ανάμνησι για τον ερχομό της ιερής εικόνος του Αγ. Γεωργίου έκτισαν στον λόφο ένα κελλί και μικρή εκκλησία στο όνομα του Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου.
γ) Περί της αγίας εικόνος που αφιέρωσε ο Ηγεμόνας της Μολδοβλαχίας Στέφανος
Στον βορειοδυτικό κίονα, στον οποίο στηρίζεται και ο τρούλλος, είναι ανηρτημένη και άλλη εικόνα του Αγ. Γεωργίου, για την οποίαν υπάρχει η εξής χειρόγραφος διήγησις στη Μονή Ζωγράφου.
Ο Ηγεμόνας της Μολδοβλαχίας Στέφανος είχε, ως γνωστόν, συνεχώς πολέμους με τους Τούρκους. Κάποτε συνεκεντρώθησαν τα τούρκικα ασκέρια, που ήσαν αναρίθμητα, αποφασισμένα να τον αφανίσουν. Όταν είδε ο Στέφανος το πλήθος του εχθρού εφοβήθη. Αμέσως όμως συνήλθε και με θερμή προσευχή κατέφυγε στον Κύριον τον Θεόν και επεκαλέσθη με δάκρυα την βοήθειάν του. Με την εκ βάθους καρδίας προσευχήν του απεκοιμήθη. Μόλις τον επήρε ο ελαφρός ύπνος του εμφανίσθηκε ο Μεγαλομάρτυς Γεώργιος που τον περιέλουζε ένα λαμπρό και θαυμάσιον φως, τα μάτια του άστραφταν και η ουράνια δόξα τον περιέβαλλε. Ο Στέφανος αν και εκοιμόταν εφοβήθη και ετρόμαξε. Τότε ο Άγιος του είπε: «Έχε θάρρος στον Κύριό σου και μη φοβάσαι το πλήθος αυτό. Αύριον συγκέντρωσε όλο το στράτευμά σου και οδήγησέ το εναντίον των εχθρών του Χριστού με φωνές πανηγυρικές και σάλπιγγες και θα ιδής την δύναμι του Θεού μας που πάντα σε βοηθεί. Γι’ αυτό τον λόγο στάθηκα εδώ, για να σου αποκαλύψω ποιος θα νικήση και να σου αναφέρω ότι η δύναμις του Θεού είναι μαζί σου και ότι ακόμη και εγώ θα σε βοηθήσω στη μάχη αυτή. Για όλα αυτά ανακαίνισε την Μονή Ζωγράφου που είναι αφιερωμένη στ’ όνομά μου, και που ερημώθηκε. Στείλε μάλιστα και την ιδική μου εικόνα που έχεις μαζί σου».
Ο Στέφανος επήρε θάρρος από την εμφάνισι του Αγίου και ακόμη από την υπόσχεσι που του έδωσε ότι θα τον εβοηθούσε, θεία χάριτι. Αφού μάλιστα έφερε και την αγία εικόνα μαζί του με την φωνή των σαλπίγγων επέπεσε ξαφνικά σαν λαίλαπας δυνατός στον όγκο των Οθωμανών και τους συνέτριψε χωρίς χρονοτριβή και τους διέλυσε. Ύστερα απ’ ολίγον καιρό έστειλε και την αγίαν εικόνα στο Άγιον Όρος και ανακαίνισε την Μονή Ζωγράφου, σύμφωνα με την θέλησιν του Αγίου, αφού αφιέρωσε σ’ αυτή και πολλά αφιερώματα.
Κάποιος Ρώσσος συγγραφέας αναφερόμενος στην αγία εικόνα του Αγ. Γεωργίου γράφει τα εξής: «Κατά τον 15ον αιώνα εφάνη και άλλος ευεργέτης της Μονής Ζωγράφου ο Στέφανος που ήταν επίσημος Ηγεμόνας της Μολδοβλαχίας, ο οποίος ηγωνίσθη πολλές φορές εναντίον των Οθωμανών πάντοτε τροπαιοφόρως. Όταν τον περικύκλωσαν κάποτε αμέτρητα πλήθη εχθρού σκεφτόταν με ποιο τρόπο θα ημπορούσε να σώση τους περιβόλους του φρουρίου. Τότε φάνηκε πάνω στο τείχος η μάνα του, η οποία του είπε: «Δεν θα επιτρέψω ποτέ στους εχθρούς σου να ανοίξουν τις πύλες του φρουρίου σου. Εάν δεν νικήσης και δεν ημπορέσης να αντισταθής σ’ αυτούς στο πεδίον της μάχης, ελάχιστη ελπίδα σου απομένει για τους περιβόλους».
Εκείνο λοιπόν το βράδυ εφάνη ο Άγ. Γεώργιος προς τον συγχυσμένο ηγεμόνα Στέφανον και του υπεσχέθη την νίκην. Επίσης τον διέταξε ν’ αποστείλη την αγίαν εικόνα που είχε πάντοτε μαζί του ο Στέφανος στην Μονή Ζωγράφου, και να την ανακαινίση γιατί ήδη ήταν ερημωμένη. Η νίκη έστεψε τα όπλα του ηγεμόνος που κατετρόπωσε τον εχθρόν. Ο Στέφανος εξεπλήρωσε την εντολή του Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου και την εικόνα απέστειλε και την Μονή μεγαλοπρεπώς ανακαίνισεν.
Και οι τρεις εικόνες του Αγίου Γεωργίου είναι περιβεβλημένες με ωραιότατα αργυρά ενδύματα που είναι κοσμημένα με πολύτιμους λίθους. Μάλιστα όλος ο διάκοσμός τους ετεχνουργήθη στη Ρωσία.
Περί της θαυμαστής εικόνος του αγίου Γεωργίου που βρίσκεται στην Ιερά Μονή Ξενοφώντος.
Στον Άγιον Όρος σώζεται η αρχαία προφορική παράδοσις και για την αγίαν εικόνα που υπήρχε κατά τους χρόνους των ασεβών και κακοδόξων εικονομάχων που με βασιλικά διατάγματα εκαίοντο οι άγιες και σεβαστές εικόνες.
Στα χρόνια εκείνα λοιπόν οι υπηρέται του παρανόμου βασιλιά ερευνούσαν και προσπαθούσαν να βρίσκουν τις άγιες εικόνες για να τις συντρίβουν και να τις ρίχνουν στη φωτιά. Βρήκαν λοιπόν και την αγία αυτήν εικόνα και την έρριξαν στη φωτιά για να καή. Αλλά μάταια εκοπίαζαν οι ανόητοι, διότι η αγία εικόνα έμεινε άφλεκτος μέχρι που έσβησε τελείως η φωτιά. Οι εικονομάχοι όταν είδαν ότι ελάχιστα η φωτιά επείραξε τα ενδύματα του Αγίου και το πρόσωπόν του τίποτα δεν έπαθε, εξεπλάγησαν. Ένας μάλιστα περισσότερον ασεβής έμπηξε μαχαίρι στο πηγούνι του Αγίου και αμέσως έτρεξε αίμα καθαρόν. Τότε όλοι όσοι είδαν το θαύμα έφυγαν ο καθένας για το σπίτι του. Ένας ευσεβής χριστιανός αφού παρέλαβε την αγίαν εικόνα και ήλθε στον γιαλόν, προσευχήθηκε θερμά προς τον Κύριον για να σταματήση η φρικτή θύελλα της εικονομαχίας. Έπειτα αφού εγύρισε προς την αγίαν εικόνα είπε: «Μεγαλομάρτυρα του χριστού Τροπαιοφόρε Γεώργιε, Συ ο οποίος και στη ζωή αλλά και μετά θάνατον έκαμες τόσα πολλά θαύματα και που μόλις τώρα άφησες άφλεκτον την αγία σου εικόνα, διεφύλαξε και τώρα αυτήν και από την θάλασσα και μετέφερέ την όπου συ γνωρίζεις και επιθυμείς προς δόξαν του Θεού μας». Και μόλις ετελείωσε έβαλε την εικόνα στη θάλασσα.
Ο Χριστιανός εκείνος έφυγε. Ο Μεγαλομάρτυς Γεώργιος εφρόντισε ώστε η αγία του εικόνα να φθάση στο Άγιον Όρος όπου και άλλες εικόνες η θεία Πρόνοια ωδήγησε. Η εικόνα ετοποθετήθη κοντά στην Μονή Ξενοφώντος όπου έρρεαν τα ιαματικά όξινα νερά. Υπήρχε μάλιστα εκεί ένα Μονύδριον αφιερωμένο στον Μεγαλομάρτυρα Δημήτριον. Ακόμη σώζεται ο ναΐσκος αυτός όπου οι μοναχοί όταν είδαν την εικόνα του Αγ. Γεωργίου την μετέφεραν εκεί γεμάτοι χαρά και ευλάβειαν. Ύστερα έκτισαν Ναόν κοντά στο ναΐδριον. Όταν αυξήθηκαν οι μοναχοί και εμεγάλωσε και η Μονή ωνομάσθη του Αγ. Γεωργίου. Οι Μοναχοί εορτάζουν καθημερινώς μαζί με τον Άγιον Γεώργιον και τον Μεγαλομάρτυρα Δημήτριον και τους μνημονεύουν κατά τας απολύσεις των ακολουθιών.
Η αγία εικόνα ευρίσκεται στον μεγάλον Καθολικόν νέον Ναό του Αγίου Γεωργίου στον ανατολικό κίονα του δεξιού χορού και έχει ζωγραφισμένο ολόσωμο τον Μεγαλομάρτυρα και σε ένδειξι του θαύματος φέρει και την πληγή στο πηγούνι και το αίμα του είναι πηγμένο σ’ αυτήν. Μέχρι σήμερα το θαυμαστό φαινόμενο κηρύττει περίτρανα τα πάμπολλα θαύματα που επετέλεσε και επιτελεί ο Άγιος Μεγαλομάρτυς και Τροπαιοφόρος Γεώργιος.
ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ Ήχος δ’
Ως των αιχμαλώτων ελευθερωτής, και των πτωχών υπερασπιστής, ασθενούντων ιατρός, βασιλέων υπέρμαχος, Τροπαιοφόρε Μεγαλομάρτυς Γεώργιε, πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ, σωθήναι τας ψυχάς ημών.
ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ
Ήχος δ’. Ο υψωθείς εν τω Σταυρώ
Γεωργηθείς υπό Θεού ανεδείχθης, της ευσεβείας γεωργός τιμιώτατος, των αρετών τα δράματα συλλέξας σ’ εαυτώ, σπείρας γαρ εν δάκρυσιν, ευφροσύνη θερίζεις. αθλήσας δε δι’ αίματος, τον Χριστόν εκομίσω και ταις πρεσβείαις Άγιε ταις σαις, πάσι παρέχεις, πταισμάτων συγχώρησιν.