Ἐκ τοῦ κατά Ἰωάννην (κ΄ 1-10)
Τῇ μιᾷ τῶν Σαββάτων, Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἔρχεται πρωῒ, σκοτίας ἔτι οὔσης, εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ βλέπει τὸν λίθον ἠρμένον ἐκ τοῦ μνημείου. Τρέχει οὖν, καὶ ἔρχεται πρὸς Σίμωνα Πέτρον, καὶ πρὸς τὸν ἄλλον Μαθητὴν, ὃν ἐφίλει ὁ ᾿Ιησοῦς, καὶ λέγει αὐτοῖς· Ἦραν τὸν Κύριον ἐκ τοῦ μνημείου, καὶ οὐκ οἴδαμεν ποῦ ἔθηκαν αὐτόν. Ἐξῆλθεν οὖν ὁ Πέτρος καὶ ὁ ἄλλος Μαθητὴς, καὶ ἤρχοντο εἰς τὸ μνημεῖον. Ἔτρεχον δὲ οἱ δύο ὁμοῦ· καὶ ὁ ἄλλος Μαθητὴς προέδραμε τάχιον τοῦ Πέτρου, καὶ ἦλθε πρῶτος εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ παρακύψας, βλέπει κείμενα τὰ ὀθόνια· οὐ μέντοι εἰσῆλθεν. Ἔρχεται οὖν Σίμων Πέτρος ἀκολουθῶν αὐτῷ, καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ θεωρεῖ τὰ ὀθόνια κείμενα, καὶ τὸ σουδάριον, ὃ ἦν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ, οὐ μετὰ τῶν ὀθονίων κείμενον, ἀλλὰ ἐντετυλιγμένον εἰς ἕνα τόπον. Τότε οὖν εἰσῆλθε καὶ ὁ ἄλλος Μαθητὴς ὁ ἐλθὼν πρῶτος εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ εἶδε, καὶ ἐπίστευσεν· Οὐδέπω γὰρ ᾔδεισαν τὴν Γραφὴν ὅτι δεῖ αὐτὸν ἐκ νεκρῶν ἀναστῆναι. Ἀπῆλθον οὖν πάλιν πρὸς ἑαυτοὺς οἱ μαθηταί.
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ
Τήν πρώτη μέρα μετά τό Σάββατο, τό πρωί, κι ἐνῶ ἦταν ἀκόμη σκοτεινά, ἔρχεται ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή στό μνῆμα καί βλέπει τήν πέτρα μετατοπισμένη ἀπό τήν εἴσοδο τοῦ μνήματος. Τρέχει, λοιπόν, καί πηγαίνει στό Σίμωνα Πέτρο καί στόν ἄλλο μαθητή πού ὁ Ἰησοῦς τόν ἀγαποῦσε, καί τούς λέει: «Πῆραν τόν Κύριο ἀπό τό μνῆμα καί δέν ξέρουμε ποῦ τόν ἔβαλαν». Βγῆκαν τότε ἔξω ὁ Πέτρος κι ὁ ἄλλος μαθητής κι ἔρχονταν στό μνῆμα. Ἔτρεχαν κι οἱ δυό μαζί. Ὁ ἄλλος μαθητής ὅμως ἔτρεξε γρηγορότερα ἀπό τόν Πέτρο κι ἔφτασε πρῶτος στό μνῆμα. Σκύβει μέσα γιά νά δεῖ καί βλέπει τίς πάνινες λουρίδες στό ἔδαφος, δέν μπῆκε ὅμως μέσα. Ἔφτασε μετά κι ὁ Σίμων Πέτρος, πού ἐρχόταν πίσω του, καί μπῆκε μέσα στό μνῆμα. Ἐκεῖ βλέπει στό ἔδαφος τίς πάνινες λουρίδες κάτω, καί τό σουδάριο μέ τό ὁποῖο εἶχαν δέσει τό κεφάλι τοῦ Ἰησοῦ νά μήν εἶναι μαζί μέ τίς λουρίδες, ἀλλά σέ μιά μεριά τυλιγμένο χωριστά. Ἐκείνη τή στιγμή, μπῆκε μέσα κι ὁ ἄλλος μαθητής, πού εἶχε ἔρθει πρῶτος στό μνῆμα, τά εἶδε αὐτά καί πίστεψε. Γιατί, ὥς τότε δέν εἶχαν καταλάβει τή Γραφή, πού λέει ὅτι σύμφωνα μέ τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ ὁ Μεσσίας θ’ ἀνασταινόταν ἀπό τούς νεκρούς. Οἱ μαθητές ἔφυγαν τότε καί γύρισαν πάλι στό σπίτι τους.